Χαρακτηρίζει κάποιον που δεν ξεκολλάει από κάποιον άλλο, ή που γνωρίζει τα πάντα γι' αυτόν τον άλλο.

-Πού ήταν χθες ο Γιώργος; -Πού να ξέρω; Σπυρί στον κώλο του είμαι;!;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δηλωτικά, σημαίνει την σερβιέτα, το πανί περιόδου. Συνυποδηλωτικά, όμως, σημαίνει τη γυναίκα-σίχαμα ή απλά μη αρεστή σε εμάς.

- Άι σιχτίρ ρε μουνόπανο!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μπανιαρισμένος στα σκατά. Χρησιμοποιείται ως όρος όταν δεν υπάρχει αίσθηση της πρωτοτυπίας στο μπινελίκι. Ζώα.

Μπήκε στο σπίτι μου ο σκατιάρης και έκανε ένα μήνα να ξεμυρίσει η σκατίλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άξεστος, ο βάρβαρος, ο βρωμιάρης. Κοινώς ο χοντρόπετσος. Το αντίθετο του ευγενικού.

Η τραγίλα δεν είναι απαραίτητα υποτιμητική προσφώνηση γιατί πολλές φορές συμπίπτει με την αυθόρμητη ειλικρίνεια και στη σημερινή κοινωνία πρέπει να είσαι και λίγο τράγος!

Επίσης: τραγί, τραγόπουλο=τραγόπαιδο (λίγο τράγος), αρχιτράγος (ουγκ...)

  1. - Χθες ήσουν με τον χοντρό, ρε Μάκη;
    - Γάμα τα ρε... μπήκε μέσα να μου δώσει λεφτά και βρώμαγε σαν τραγί... Άσε που μπαστακώθηκε και δεν έλεγε να πάρει πούλους...
    - Αρχιτράγος δηλαδή...

  2. - Ήσουν με την πρώην καριολίτσα σου πριν;
    - Ναι ρε, της τα έχωσα κανονικά σαν τράγος και δεν την άφησα να πει κουβέντα... το ζώο.
    - Καλά έκανες... καλό τραγόπουλο είσαι!!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη μεγάλης υβριστικής ισχύος, όταν αυτή λέγεται σε άντρα. (1) Ο δόλιος, ο σιχαμένος, ο άκρως αντιπαθητικός, (2) αυτός που θέλουμε να τον σαπίσουμε στο ξύλο.

  1. Να τον προσέχεις αυτόν, είναι μεγάλο μουνόπανο.

  2. Έλα εδώ ρε μουνόπανο αν έχεις αρχίδια.

(από Τσακ εις την μέσην, 25/10/10)(από Vrastaman, 22/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πάρα πολύ, εξαιρετικά πολύ.

- Γουστάρεις σήμερα μπαρότσαρκα;
- Άσε ρε, αύριο δίνω κι'έχω να βγάλω του κώλου την ύλη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κιτρινιάρης, χλωμός.

Υπερθετικός: Ο χλεμπόνας, η χλεμπόνα.

Δεν κοιτάει τα μούτρα του στον καθρέφτη, ο χλεμπονιάρης;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εστιν ουν ξέκωλο, ανήρ έχων αιμοροεές εκ του πρωκτού κατερχόμενες, αιτιωδώς συσχετιζόμενες μετά των ερωτικών προτιμήσεων.

Ο Δημήτρης είναι ξέκωλο. (τελεία)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το γνωστό δοχείο που έβαζαν στα παλιά χρόνια κάτω απ' το κρεβάτι για να αντιμετωπίζουν τις ακάλεστες, αιφνίδιες επισκέψεις της νυχτερινής ενούρησης (κυρίως αυτής, γιατί άμα τους ερχόταν να κάνουν το χοντρό τους βραδιάτικα, τότε ίσχυε το «χέσε μέσα» με όλη του τη σημασία).

Αναγκαίο σκεύος υγιεινής τότε που τα σπίτια δεν διέθεταν καμπινέδες. Ευτυχώς οι απολίτιστοι αυτοί καιροί παρήλθαν ανεπιστρεπτί, έπειτα από δικαιωμένους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες, λάβαρο και ένδοξο σύμβολο των οποίων υπήρξε ο μπιντές, κι έτσι σήμερα εμείς οι πολιτισμένοι απολαμβάνουμε καμπινέδες με ιλουστρασιόν πλακάκια, επώνυμα είδη υγιεινής, τζακούζι, χαμάμ και τα λοιπά απαραίτητα είδη κάθε αξιοπρεπούς σπα.

Η χρήση του καθικιού έχει περιοριστεί πλέον στα νήπια που βρίσκονται στο μεταβατικό στάδιο από την πάνα προς στη λεκάνη της τουαλέτας και ως τέτοιο αποκαλείται σαχλά και δήθεν ευγενικά «γιο-γιο».

Και τα παλιά χρόνια όμως για λόγους ευπρέπειας, το καθίκι λεγόταν «δοχείο νυκτός». Ευπρέπεια ωστόσο που δεν εμπόδισε τη μεταφορική χρήση της λέξης ως βρισιά. Τόσο κλασική και διαδεδομένη πια που δεν αποτελεί καν αργκό, αλλά δεν παύει, ακόμη και σήμερα, κάτω από ειδικές περιστάσεις να είναι ιδιαιτέρως προσβλητική. Σε υπερθετικό βαθμό, ο βρωμιάρης / -α στους τρόπους και κυρίως στο ήθος αποκαλείται και καθίκι «άπλυτο» ή «λερωμένο».

Άλλη χρήση της λέξης γίνεται, ως παρομοίωση, για τα δεικτικού σχήματος καπέλα και γενικά υπερβολικά αξεσουάρ που κοσμούν το κεφάλι και κάνουν τον φέροντα να παρουσιάζει ένα γελοίο θέαμα. Κατά προέκταση, καθίκια λέμε τα πάσης φύσεως κέρατα (ιδίως τα μεγαλόσχημα που είναι κατασκευασμένα από πολύτιμα μέταλλα και κοτρώνες) που φοράει το παπαδαριό στο κεφάλι, όπως καλυμμαύκια, μήτρες, τιάρες κ.λπ.

Μία ακόμη και σχετικά πιο πρόσφατη χρήση της λέξης γίνεται με χαϊδευτικό ύφος όταν πειράζουμε αθώα κάποιον -και χωρίς προφανή λόγο («είσαι ένα καθίκι εσύ!» π.χ. προς ένα χαριτωμένο παιδάκι), αλλά συνήθως σε περιπτώσεις που ο άκακος μπαγαμπόντης προδίδεται για κάτι ασήμαντο και αστείο συνήθως (βλ. παράδειγμα 4).

Γράφεται και καθήκι, προέρχεται από το κάθημαι ή το καθίζω και συνώνυμό του είναι το αγγειό (μάλλον γιατί αρχικά κατασκευαζόταν από πηλό, ενώ η ίδια λέξη, αγγειό ή 'γγειό, μάλλον περιγράφει και άλλα κεραμικά οικιακά σκεύη). Με τη μεταφορική έννοια, της βρισιάς, σχηματίζεται το αρσενικό ο «καθήκης» αλλά και το λιγότερο συνηθισμένο θηλυκό η «καθηκού».

1 – κυριολεκτικά:
Αγλαΐα, το καθίκι! χέζεται το πιτσιρίκι!

2 – μεταφορικά:
- Αυτοί οι Παπαδοπουτσοπουλέοι είναι σαν την «εταιρεία δολοφόνων» ένα πράμα, το 'χουν πάρει γραμμή να γιατροπορεύουν γερόντια και καλά, αλλά στην ουσία τα ξεπουπουλιάζουν...
- Γνωστό κωλόσογο απ' τα παλιά, από πάππο προς πάππο όλοι τους καθίκια άπλυτα! Απ' όπου και να τους πιάσεις λερώνεσαι!

3 – μεταφορικά (για καπέλο):
- Τι, έτσι θα 'ρθεις στη θάλασσα; μ' αυτό το καθίκι στο κεφάλι; Ρεζίλι θα γίνουμε!
- Καλά εσύ κάτσε παραπέρα και κάνε ότι δεν με ξέρεις!

4 – πειραχτικά-χαιδευτικά:
- Είδες χτες Μαμαλάκη;
- Πφφφ… αμάν με το Μαμαλάκη κι εσύ πια. - Βρε είχε ένα κατσικάκι στη γάστρα άλλο πράμα σου λέω, μου τρέχανε τα σάλια!
- Αρνάκι ήταν!
- Α ώστε τό 'δες κι εσύ, καθίκι, ε καθίκι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Άτομο που η σύλληψη του δεν έγινε από μουνί όπως σε φυσιολογικούς ανθρώπους, αλλά από κώλο. Διπλής δράσης βρισιά γιατί ταυτόχρονα υπονοεί ότι η μάνα του την ανοίγει την πίσω πόρτα. Δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο να τη χρησιμοποιεί πατέρας για παιδί.

- Γιωργάκηηηηηηηηη! Έλα δω ρε κωλόπιασμα!
- Μην το λες έτσι το παιδί Μένιο μου.
- Ναι σιγά να μην το πληγώσω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία