Η έκφραση είναι παραφθορά του αρχικού κλάνω μάντρες που σημαίνει το ίδιο (μεγάλη τρομάρα).

Προέρχεται από την επαρχία όπου όταν κάποιος πανικοβάλλεται (είτε γιατί τον κυνηγάει κάποιο σκυλί, είτε γιατί πήγε να κάνει μπανιστήρι και τον ανακάλυψαν), το βάζει στα πόδια και στην προσπάθειά του να διαφύγει πηδάει όποια μάντρα βρει μπροστά του. Λόγω αφενός του ζορίσματος που εμπεριέχει το πήδημα της μάντρας, και αφετέρου του ότι ο πανικός προκαλεί διαστολή του σφιγκτήρα του πρωκτού, είναι πολύ σύνηθες το πήδημα της μάντρας να συνοδεύεται από κλάσιμο (αν όχι τίποτα χειρότερο).

Εχτές το βράδυ πήγα να κλέψω μήλα από τον κήπο του παπά αλλά άρχισε να χτυπάει ο συναγερμός κι έκλασα δέκα μάντρες!

(από Khan, 01/11/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εξαπολύω ηχηρό κλανίδι της συνομοταξίας «σκιστό». Θεωρείται από πολλούς «μητέρα όλων των πορδών» αν και οι ψαγμένοι μάλλον προκρίνουν τις κομπολογάτες.

Η παλαιά και κλασική αυτή έκφραση χρησιμοποιείται κυρίως από απόμαχους της σλανγκ.

Προϊστορία: ο χασές είναι είδος βαμβακερού υφάσματος που σκίζεται κ(λ)άνοντας τον χαρακτηριστικό αυτό ήχο.

Αγγλιστί: the ripper.

Πελοπίδα καλύψου, η γερόντισσα ανασηκώνει πάλι το αριστερό της πόδι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Κλάνω, πέρδομαι, την αμολάω, την απολάω. Με αυτή την έννοια συνήθως στον αόριστο: την άφησα. Η έκφραση προήλθε με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος (που ή θα το ακούσεις ή θα το μυρίσεις ή και τα δύο, αλλά να μην το καταλάβεις μάλλον σπάνιο). Λογιότερος τύπος: την άμφησα (< Άμφισσα).

  2. Γαμάω, συνουσιάζομαι, ρίχνω πούτσα, τον/την ακουμπάω, τραβάω μανίκι κ.τ.τ. Η έκφραση προήλθε ωσαύτως με παράλειψη του ευκόλως εννοουμένου αντικειμένου του ρήματος. Με αυτή την έννοια η αντωνυμία-αντικείμενο μπορεί να είναι και σε αρσενικό γένος: τον αφήνω, ενώ δέχεται συχνά και έμμεσο αντικείμενο (της/του/τους).

  1. -Πω-πω μπόχ(λ)α!
    -Κάποιος την άφησε, φαίνεται.

  2. -'Ντάξ' με το μανούλι; Το γλέντησες;
    -Ρε της τον άφησα κανονικά, τι μας πέρασες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ευχή που δίνει άνδρας σε γυναίκα (ή και άνδρα) μετά από ένα ξεγυρισμένο τσιμπούκωμα, ακριβώς τη στιγμή που αυτή (ή αυτός) βρίσκεται με τα μόλις εκτοξευθέντα φλόκια στο στόμα του. Υπάρχουν δύο δυνατότητες: α) η λεγάμενη / ο λεγάμενος να έχει ήδη καταπιεί τα φλόκια, οπότε η ευχή είναι κυριολεκτική, β) να βρίσκεται σε δίλημμα για το αν θα τα καταπιεί ή όχι, οπότε τον ενθαρρύνουμε με αυτή την ευχούλα.

(ο γκόμενος μόλις ανακουφισμένος) - Ααααα... (η γκόμενα με μπουκωμένη προφορά) - Γκαι ντώ'α, Μηνά μου;
- Καλή χώνεψη, μωράκι μου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μια πολύ γνωστή φράση σε όλους μας, η οποία θεωρείται κοινότοπη και απλοϊκή. Λίγοι γνωρίζουν το εξαιρετικά ενδιαφέρον παρελθόν της και τον θησαυρό που κρύβει η οντότητά της.

Η φράση έχει προέλθει από την εφαρμογή του πρωκτικού σεξ. Όταν, μετά το πέρας της πράξης, το αντρικό μόριο έβγαινε καθαρό από την πίσω οπή (χωρίς υπολείμματα δηλαδή), τότε η πράξη θεωρούταν ότι δεν είχε παράπλευρες απώλειες.

Έτσι η φράση άρχισε να χρησιμοποιείται και με πιο ευρεία έννοια, τόσο, που στις μέρες μας αγνοείται η αρχική της προέλευση.

Ποιος να το περίμενε ε;

  1. Μπορεί να έκανα βλακεία, αλλά τουλάχιστον την έβγαλα καθαρή.

  2. Έτσι όπως οδηγάς, άγιο θα έχουμε αν τη βγάλουμε καθαρή στο τέλος.

(από patsis, 25/11/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκτός των γνωστών ερμηνειών, η λέξη έχει τις επιπλέον χρήσεις:

  1. Τεμάχιο δόσης ηρωίνης, λόγω περιτυλίγματος (βλ. «πίνω ένα χαρτί») αν και σήμερα συνήθως το «τζί» (=gram.) πουλιέται σε ασημόχαρτο, αλλά και αυτούσιο ποτισμένο χαρτί σε ψυχωσιομιμητικά φάρμακα (βλ. «έφαγα ένα χαρτί»=LSD, goof balls, βενζοδιαζεπίνες κλπ).

  2. Επίσημο έγγραφο (βλ. γραφειοκρατική απειλητική έκφραση «θα σε τυλίξω σε μια κόλλα χαρτί», δηλ. θα σε εμπλέξω στα γρανάζια της δημόσιας διοίκησης-δικαιοσύνης κι άντε μετά να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας, «έχω χαρτιά με βουλοκέρια», δηλ. είμαι νόμιμος τιτλούχος, «κάνε τα χαρτιά σου», δηλ. κάνε επίσημα μια αίτηση, καθώς και την εύστοχη κρητική παροιμία «τα ζώα τα δένουν με σχοινιά-τους ανθρώπους με χαρτιά» που δηλώνει την δεσμευτικότητα των νομικών εγγράφων).

  3. Τραπουλόχαρτο και μετωνυμικώς η χαρτοπαιξία. Προ αιώνος, η τράπουλα (ιταλ. Trappola = παγίδα, σήμερα carte da gioco / ναπολιτάνικα: piacentine) λέγονταν «χαρτάκια». Βλ. έκφραση «έχω καλό χαρτί», «δώσ' μου χαρτί», «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί» (δηλ. τελική κι αποφασιστική ενέργεια για την έκβαση ενός αγώνα) κ.α.

  4. Κωλόχαρτο. Συγκεκριμένα, όταν κάποιος παράτολμος (όχι τολμηρός) καθ’ έξιν κλανιάρης το παραξηλώσει, οι παριστάμενοι φωνάζουν: «Χαρτί! Δώστε του χαρτί!» (δηλαδή θα χεστείς!) Ανάλογη σημασία, έχει και η ιαχή αγανακτήσεως «σκίσου πούστη!» (= ξεκωλιάστηκες πια)...

  1. - Ψψψτ φιλαράκι! Θες γυναίκα;
    - Όχι!
    - Γουστάρεις να ποιείς κανα χαρτί; -Άσε με ήσυχο ρε φίλε...
    - Κοίτα ’δω, έχω ένα ρολόι χρυσό, ένα πενηντάρικο, το θες;
    - Μη μου γίνεσαι παλτό ρε φίλε! Ξεκουβάλα τ’ άκουσες;
    - Καλά ρε φίλε, πώς κάνεις έτσι; Το ψωμάκι μας πα’ να βγάλουμε...

  2. - Θα σου δείξε εγώ! Θα πάω σε δικηγόρο! Έχω χαρτιά εγώ!
    - Θα μου κλάσεις μια μάντρα λιμουζίνες...

  3. - Μπα-μπα; Τί βλέπω; Χαρτάκι-χαρτάκι; Το στρώσαμε βλέπω...
    - Ουστ από δω βρε κατσικοπόδαρε κι έχω φύλλο σήμερα!

  4. - Ωχ! Μεγάλε, μας την πέσανε... Πού είναι η τουαλέτα;
    - Από κει, αλλά νομίζω δεν έχει χαρτί.
    - Και τώρα;
    - Έχει κονφετί στο πάνω ντουλάπι, αν δε βαριέσαι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μέλος της μεγάλης οικογένειας των ξυνωειδών εκφράσεων.

Αναφέρεται στο σκατό το οποίο ως υποκείμενο ξύνει το αντικείμενο «σώβρακο».

Έχει δηλαδή διανύσει όλην τη διαδρομή του πεπτικού συστήματος από το στόμα, τον οισοφάγο, το στομάχι, το λεπτό και το παχύ έντερο και τον πρωκτό και έχει ξεμυτίσει σε βαθμό που το βαμβακερό εσώρουχο είναι το τελευταίο εμπόδιο πριν τα ... «εγκαίνια».

Έχει περιέλθει πλέον σε κατάσταση κατά την οποία ο σφιγκτήρας μόλις και μετά βίας το αιχμαλωτίζει στο κορμί που το γέννησε. Είναι πλέον η ώρα της απελευθέρωσης.

Εναλλακτικά: προλαβαίνω δεν προλαβαίνω, εμένα να με συγχωρείτε αλλά έχω ένα επείγον ραντεβού, μήπως είδε κανένας τον Μήτσο; Μα πού εξαφανίστηκε;...

Πριν το λεωφορείο:
- Άντε ρε μαλάκα ντύσου, θα χάσουμε το λεωφορείο.
- Φιλαράκι, αδύνατον ούτως ή άλλως να το προλάβουμε. Θα χρειαστώ κανένα τεταρτάκι. Ξύνει σώβρακο!

Πάνω στο λεωφορείο:
- Πού κατεβαίνεις ρε μαλάκα, το σπίτι σου είναι 50χλμ από εδώ.
- Αδύνατον να περιμένω, ξύνει σώβρακο. Σου βρίσκεται κανένα χαρτομάντηλο;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κάνω μάγια σὲ κάποιον, τὰ ὁποῖα θὰ ἐπιδράσουν διὰ τοῦ πεπτικοῦ.

Σὲ παλαιότερες, προφεμινιστικὲς ἐποχές ἕνα βασικὸ ζήτημα, ποὺ ἀπασχολοῦσε κάθε οἰκογένεια, ἰδίως δὲ τὶς φτωχότερες, ἦταν ἡ «ἀποκατάστασι» τῶν θηλέων.(*****)

Γιὰ ὅποια κόρη δὲν διέθετε προσόντα γιὰ γάμο (βασικῶς δηλ. σπίτι), ὑπῆρχε ἡ ρομαντικὴ ἑλπίδα τοῦ ἀρχοντόπουλου, ποὺ θὰ τὴν ἐρωτευόταν καὶ θὰ τὴν ἔβγαζε ἀπὸ τὴ μίζερη τύχη της (ἀγαμία, ἀνέχεια, αὐταρχικὴ πατρικὴ οἰκογένεια κλπ), χωρὶς νὰ ζητήσῃ προίκα. Προκειμένου νὰ ἰσχυροποιηθῇ ἡ ρομαντικὴ αὐτὴ ἐκδοχή, οἱ γρηὲς κυρίως τοῦ σπιτιοῦ ἀνελάμβαναν νὰ «κάνουν μάγια» σὲ ὅποιο παλληκάρι τοὺς γυάλιζε. Τὰ μάγια ἦσαν διαφόροων εἰδῶν. Γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ λήμματος τὰ συνοψίζω σὲ ἐπαγγελματικὰ (ἀπαιτοῦσαν μαγίστρα) καὶ οἰκιακά. Τὰ ἐπικρατέστερα ἀπὸ τὰ οἰκιακὰ ἦσαν τὸ αἶμα περιόδου, τὰ οὖρα καὶ τὰ κόπρανα τῆς ἐπιδόξου νύφης. Ὡς ὄχημα μεταφορᾶς στὸν «γαμπρὸ» (the marked down victim κατὰ τὸν παμμέγιστο μισογύνη B. Shaw) ἐπελέγετο συνήθως τὸ καφεδάκι (δὲν ὑπῆρχε τότε φραπέ), τὸ γλυκάκι (κουταλιοῦ κυρίως) καὶ σπανιότερα κανένα ἄλλο τρόφιμο. Ὅλα αὐτὰ τὰ μαγικὰ φίλτρα τὰ ἀποκαλοῦσαν οἱ ἴδιες οἱ γυναῖκες «σκατά», συνεπῶς δὲ καὶ τὴν ὅλη διαδικασία «σκατοτάϊσμα».

Μερικὲς φορὲς τὸ ὅλο διπλάρωμα τοῦ θύματος μαζὶ μὲ καμμιὰ πουτανιὰ τῆς νέας, ἢ καὶ ἐπειδὴ τὸ κορίτσι ἦταν πράγματι ἀξιόλογο, τὸ σκατοτάϊσμα ἀπέδιδε, ἢ ἔτσι τὸ ἔβλεπαν οἱ ἐνδιαφερόμενοι. Πολλὲς φορὲς ἡ δουλειὰ ὅμως χάλαγε, εἴτε πρό, εἴτε μετὰ τὸν γάμο. Τότε, ἄλλες γρηές, μὲ φιλοσοφικὴ διάθεσι, ἔλεγαν κουνώντας τὸ κεφάλι: «Τί τὰ θές; Ἄντρας μὲ μάγια καὶ παιδὶ μὲ βότανα... Προκοπή περιμένεις;»

*Asist: Vrastaman από ΔΠ*

(*****) Ὡς «ἀποκατάστασι» ἐννοοῦσαν τὴν κοινωνικὴ ἀποκατάστασι γενικῶς (περιελάμβανε καὶ τὸ ἐπάγγελμα), εἰδικότατα δὲ τὸν γάμο μὲ ἄνδρα οἰκονομικῶς ἀνεξάρτητο. Ὡς ἀνεξάρτητο, ἐννοοῦσαν νὰ ἔχῃ τοὐλάχιστον μεροκάματο. Βασικὸ προσὸν τῆς κόρης τὸ σπίτι (γιὰ λεπτομέρειες βλ. τὰ περισσότερα Ἑλληνικὰ ἔργα).

- Τοὺ μάθατε; Λογοδοθήκανε ψὲς ἡ Μήτσους μας μὶ τοὺ Λενηώ.
(Κουνάει τὸ κεφάλι) - Τοὺ μάθαμε. Ἐσεῖς τοὺ μάθατε, πὼς τὸνε σκατουτάϊζε τρεῖς μήνους ἡ Γρηαλένη;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Αναγκάζομαι να εμφανιστώ κάπου ή να κάνω κάτι εντελώς τελείως απροετοίμαστος, αιφνιδιασμένος, σε μη κόσμια κατάσταση...
    Σιχαμερή παραλλαγή της έκφρασης με την τσίμπλα στο μάτι. Όπως δηλαδή μας βρήκε κάποιος ή κάτι πριν καλά-καλά προλάβουμε να πλύνουμε το πρόσωπό μας και να καλοξυπνήσουμε και να είμαστε εμφανίσιμοι, το ίδιο συνέβη όχι απλώς πριν καλά-καλά πλύνουμε τον κώλο μας, αλλά την ώρα που ακόμα δεν είχαμε καλοχέσει...

  2. Ίσα που προλαβαίνω, στο τσακ.

1α. Γάμησέ τα, με το σκατό στον κώλο πήγα στα εγκαίνια, αχτένιστη, άβαφη, με τα ρούχα του σπιτιού, δεν πρόλαβα ούτε λεφτά να πάρω μαζί μου...
1β. Ρε μαλάκα, πώς κάνεις έτσι, δεν βιαζόμαστε, άσε με να ετοιμαστώ, με το σκατό στον κώλο θα έρθω;
2. Ίσα που προλάβαμε το αεροπλάνο, με το σκατό στον κώλο φύγαμε για το αεροδρόμιο...

βλ. και μου έχει γίνει χοτ-ντογκ, χελωνάκι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση βγαλμένη από αιώνες γαστρονομικής εμπειρίας του συνόλου σχεδόν του ανθρωπίνου είδους, με εξαίρεση το μικρό ποσοστό των κανιβάλων-ανθρωποφάγων. Αυτή η εμπειρία λοιπόν λέει πως, όσο πιο εύκολα κατεβαίνει το φαΐ από τον οισοφάγο, αφού έχει ερεθίσει τις γευστικές απολήξεις όπου κι αν βρίσκονται μέσα στο στόμα, τόσο πιο δύσκολα θα κατέβει από το παχύ έντερο, αφού έχει ερεθίσει με περίεργο τρόπο το κωλάντερο και το στομάχι συμπεριφέρεται σαν να είστε 8 μηνών έγκυος
(- Κοίτα πως κλοτσάει το γλυκό μου).

Οπότε μην παίρνετε κι όρκο πως το γκουρμέ παϊδάκι, γαρνιρισμένο με σος αχλαδιού και ξύσμα λεμονιού που με το ζόρι το έβλεπε το μάτι σας, δεν θα έχει κάποιες άλλες επιπτώσεις ακριβώς λόγω του μεγέθους του. Συνήθως τα σιγανά ποταμάκια πρέπει να φοβάσαι (όχι εσύ προσωπικά, γενικά μιλάμε). Γι' αυτό την επόμενη φορά που θα φάτε οτιδήποτε και σας αρέσει, να ετοιμαστείτε για τις συνέπειες.

Η έκφραση φυσικά και απέδρασε από την βαρετή και για λίγους (και ίσως αντιεμπορική, αν και γι' αυτό πρέπει να δω τη βαθμολογία για το λήμμα φαγητό ντινγκ-ντονγκ που έχω στα σκαριά) σλανγκ των μαγειρείων και έχει περάσει στην καθομιλουμένη. Κάθε φορά που κάτι μας πάει δεξιά (εννοώ καλά, όμορφα, χωρίς προβλήματα) περιμένουμε να μας έρθει και μια κατραπακιά, γιατί δεν είναι δυνατόν να μονοπωλούμε την ευτυχία. Τότε είναι που η έκφραση ταιριάζει περισσότερο από γάντι. Η αναγνώριση δηλαδή του ότι δεν μπορεί, η καταστροφή θα έρθει. Ακριβώς όπως με το παραπάνω παϊδάκι, όταν έρχεται ο λογαριασμός.

- Φίλε δεν μπορείς να φανταστείς πόσο απίστευτο κρεβάτι κάνει η Κική!
- Σώπα ρε.
- Άσε, λες και έχει εμπειρία ετών! Αλλά η μουρμούρα της μετά δεν παλεύεται.
- Ε δεν ξέρεις κι εσύ, γλυκοφάε-πικροχέσε. Και σου γκρινιάζει;
- Δεν λες τίποτα. Θέλει να μιλάμε για το στοίχημα και την μπάλα γενικά. Μετά για ηλεκτρονικά και μετά για αυτοκίνητα. Άσε που θέλει να βλέπουμε και τσόντες μετά το σεξ. Δεν αντέχεται σου λέω.
- Άκου να δεις, τη στιγμή που θες τα ναζάκια και τις αγκαλίτσες να σου κάνει τέτοια πράματα.
- Άσε, δεν ξέρεις τι τραβάω.

(Ακολουθεί σύννεφο και τα σχετικά ηχητικά εφέ)

Δες και τώρα γαμιέσαι χαίρεσαι, στην γέννα θα τα πούμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία