(Ο λημματογράφος ουδεμία ευθύνη φέρει για το κείμενο που ακολουθεί. Του εζητήθη ως παραγγελιά από εξέχον, ξενιτεμένο μέλος της σλανγκοκοινότητας. Όπως πληροφόρησε ο διαπρεπής Σλάνγκος τον γράφοντα, το ρήμα συνήθιζε να το χρησιμοποιεί κατά την παιδική του ηλικία μιά γειτόνισσα γιά το τέκνο της το οποίο παρεκτρεπόταν συχνά σε ακραίες συμπεριφορές).

Επί της ουσίας: Το ρήμα κου(ν)τουρντίζω προέρχεται από το τουρκικό kudurmak = λυσσάω (αόρ. kudurdum) και σημαίνει ξεσαλώνω, παραφέρομαι, μαίνομαι, περνάω τα όρια.

Την ίδια έννοια έχει η λέξη και στην γείτονα χώρα, εξ ου και στην καθομιλουμένη τουρκική υφίσταται η παροξύτονη προστακτική kudurma! = ηρέμησε! (κυριολ. μη λυσσάς).

Στα καθ' ημάς, η λέξη χρησιμοποιείται βασικά (και μόνο με την μεταφορική της σημασία) στην Β. Ελλάδα, που έχει γενικώς και τις περισσότερες γλωσσικές επιρροές από τα τούρκικα.

(Ο γράφων προσπάθησε φιλότιμα να είναι κόσμιος, μιάς και, εξ όσων πληροφορείται, μας διαβάζουν και καθώς πρέπει κοπέλες από το εξωτερικό. Αλλά όλα τα πράγματα έχουν ένα όριο...).

(Καταγραφή παιδικών αναμνήσεων του Σλάνγκου. Κατά το δυνατόν ακριβής παράθεση διαλόγων που διημείβοντο τακτικότατα στην διπλανή αυλή).

- Γυναίκα!!! Πού είναι ο προκομμένος μας;;;
- Πού να ξέρω; Κουτούρντισε πάλι σήμερα...Από το σχολείο στείλανε σημείωμα...κι εδώ μάδησε την ουρά του γάτου, ξετύλιξε όλο το χαρτί στον απόπατο, έσπασε έξι αυγά και το βάζο της γιαγιάς, τούμπαρε μέσα στο καπέλο σου το καθίκι του μωρού...Με τη μπουκιά στο στόμα πετάχτηκε έξω και πήρε τους δρόμους. Λούης έγινε, ψάξε βρέστον...
- Καλά, θα τα πούμε ένα χεράκι το βράδυ...Την αριθμητική του τη διάβασε;
- Θεός κι η ψυχή του...τον ρώτησα...«'νταξ' μάνα, τα 'καν' όλα 'φτά. Μη σ' αγχώνει, 'νταξ' να 'ουμ'». Πού να τον καταλάβεις κιόλας, με όλα αυτά τα '''''' που κάνει όταν μιλάει...Ποιός του τάμαθε του παλιόπαιδου;
- Καλά. Στο Μόναχο δίπλα δεν είναι το Νταχάου; Δεμένο θα τονε στείλω στους φρίτσηδες να τονε χώσουνε σε κάνα λαγούμι μέχρι να γίνει άθρωπος. Γιατί αλλιώτικα, αντί να τον καμαρώσεις επιστήμονα, θα τονε δεις σκουπιδιάρη στο σλανγκτζιάρι να συμμαζεύει τις βρομιές του κάθε σκατόστομου αλήτη. Είναι κεί μιά κουμανταδόρισσα ζόρικη, που κυνηγάει τους λουφαδόρους με τον βούρδουλα... Μέχρι προϊστορικά θηρία έχει εκεί μέσα μαθαίνω. Τσογλανόσαυρους, κερατόσαυρους, κουραδόσαυρους...
- Παναγία μου φύλαγε!!! Κάνε ό,τι σε φωτίσει να σώσεις το παιδί μας νοικοκύρη...

(Ναι, ο τύπος «κουτούρντισε» εντοπίζεται και διαδικτυακώς σε τρεις-τέσσερις ιστότοπους. Όμως, μπροστά στη ζωντανή μαρτυρία, τι σημασία έχουν όλαφ τα...).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ναι μωρέ, κατέω το πως δεν είναι σλανγκ, μα είπα να το γράψω μιας και δεν το 'χει ούτε ο Μπάμπης, ούτε ο Τριαντάφυλλος.

Χαλδούπηδες λοιπόν ονόμαζαν οι υπό οθωμανική κατοχή Έλληνες τους εξ Ασίας προερχόμενους Τούρκους, την ορίτζιναλ βερσιόν ένα πράμα, πιθανώς σε αντιπαραβολή με αυτούς που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στον Ελλαδικό χώρο. Όχι πως δεν αποκαλούσαν έτσι τους Τούρκοι γενικότερα, αλλά η λέξη τόνιζε βασικά την ασιατική κατασκευή και προέλευση των τελευταίων.
Συνώνυμα: Κόνιαροι (από το Ικόνιο), Ντουντούμηδες (έχω σκεφτεί διάφορες μαλακίες εδώ, αλλά ας μην το σεντονιάσω).

Η λέξη, που είχε βεβαίως περιφρονητική / μειωτική χροιά, πώς δγιεάολο θέτε να ξέρω από πού προέρχεται; Πάντως, η αρχαία ακκαδική λέξη kaldu = Χαλδαίος (στανταράκι Ασιάτης δλδ) επιζεί μια χαρά στο νέτι, μέχρι και kaldu.tv έχει ο μπαξές. Ε, σημιτική γλώσσα ήτουνα, μπας και φτάσαμε στους χαλδούπηδες μέσω Αράβων και Οθωμανών; Ώχουυυυυυ......

Εμένα τουλάχιστον η κούτρα Μου δεν κατέβασε κάτι άλλο, κι ένας από το νέτι μάλλον συμφωνεί με την άποψή Μου.

  1. Οι Αλβανοί και οι Έλληνες πολεμιστές είχαν τότε φιλικές σχέσεις πολλές φορές ως συντοπίτες και κορόιδευαν τους ανατολίτες Τούρκους λέγοντάς τους Κονιάρους, Χαλδούπηδες ή Ντουντούμηδες [...]

Ωρέ Αρβανίτε, δεν είναι κανένας από σας παλικάρι να με σκοτώσει με τη πιστόλα του, παρά αφήνετε τους χαλδούπηδες να με παιδέψουν;

[...] ο τουρκικός στόλος [...] αφού επιβίβασε μερικές χιλιάδες Τούρκους από την Μικρά Ασία κατευθύνθηκε [...] Τους ασιάτες Τούρκους (χαλδούπηδες) θα τους άφηνε αργότερα στην Πάτρα [...]

[...] τέως ανατολικές χώρες, οι οποίες αποδείχτηκαν ανίκανες να ενταχθούν στην ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά σαν ηλίθιοι (όπως πάμε να κάνουμε με τους χαλδούπηδες) εντάξαμε [...] στην ΕΕ.

Μας ήρθε και κατακέφαλα το «χαλδουπέικο», παιδιά από τα λίγα λέμε, αγύρτες και με πολιτισμό και συνήθειες ανώτατες, αξεπέραστες μιλάμε (:P) [...]

Αυτός είναι ο «περιβόητος» Τούρκος αξιωματικός που πρέπει να έχουμε συνεχώς στη σφαλιάρα μπας και στρώσει [...] Είθε να μην αργήσει η στιγμή να τελειώνουμε με τους χαλδούπηδες.

(Όλα από το νέτι, όπου η λέξη καλά κρατεί ως υβριστικός χαρακτηρισμός κατά των φίλων και συμμάχων γειτόνων).

  1. Από το βιβλίο του Νίκου Αγγελή «Εντεψίζικα νάκλια (πιπεράτα ανέκδοτα) των Κρητότουρκων», εκδ. Σμυρνιωτάκης 1998. Κάπου στη δεκαετία του 60 ο συγγραφέας συναντά στο Αϊβαλί Τουρκοκρητικό εκριζωθέντα το 1923 με την ανταλλαγή.

[...]Σε μιά γωνιά κάθονταν δυό-τρείς ντόπιοι, μισοκοιμισμένοι [...]
- Γκιτ! Όξω! Μουσαφιρέους έ'ω.
Τους έβγαλε πεταχτούς από το αυλιδάκι. [...]
- Άκουσα, είπε με βαριά κρητική προφορά, μυρωδιά λεβεδιάς κι αναγάλλιασε η ψυχή μου [...] Γι αυτό απόβγαλα τσοι Χαλδούπηδες. Να κάτσουν οι Κρητικοί! Εγώ είμαι ο Αλής του Ισμαήλ Αργυράκη ο γιός απού την Κάντανο. [...]

(Αχ μωρέ σύντεκνε Αγγελή...Μα είναι δυνατόν να πέφτει στα χέρια σου αυθεντικό χειρόγραφο με τεχνικής φύσεως συμβουλές Τουρκοκρητικιάς τσατσάς προς πουτάνες σε κρητικά μπουρδέλα το 1870-1920 και συ να μας πασάρεις μόνο τις «λιγότερο τολμηρές περικοπές» από ένα γραπτό που «σε άλλη χώρα θα το καταχωρούσαν στα μνημεία της λαϊκής γλώσσας και έκφρασης»; Πώς θα μάθουμε τώρα τις λεπτομέρειες εποχής για «αυτό το άλλο κανάλι» που «μπορεί καθεμιά να το δίδει μόνο στον άθρωπό τση, παρεκτός νάναι εξουσία ή τινάς πολλά παραλής»; Ή για την «αηδιαστική στοματική διαδικασία» που «δεν είναι δα και χαμός κόσμου»; Σταμάτησες ακριβώς εκεί που έπρεπε να αρχίσεις. Κρίμα μωρέ σύντεκνε, κρίμα, ντροπής πράματα...Τι θα πω στους σλάνγκους τώρα;...)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν είναι σλανγκ αλλά το κρέμασε στο δουπού ο σύσσλανγκος papalaozi οπότε μισή ντροπή δική μου.

Πρόκειται περί κρητικού ιδιωματισμού που σημαίνει νέος, παλληκάρι. Ετυμολογείται από τα τουρκικά deli = τρελός + kan = αίμα + -lι (παραγωγική κατάληξη). Η ταυτόσημη, όσο και παραστατικότατη, λέξη delikanlı (κυριολ. τρελοαίματος) υφίσταται και στα σημερινά τούρκικα βεβαίως βεβαίως. Η εκδοχή ντελικανής προήλθε μέσω απλοποίησης του συμπλέγματος -νλ- που δεν θεωρείται ιδιαιτέρως εύχρηστο για τα φθογγολογικά μας δεδομένα.

(Ρε παιδιά, θα τρελαθούμε τελείως; Πότε ζήσανε Τούρκοι στην Κρήτη;).

Εν τοσούτω πανταχόθεν τους υπεδέχοντο φιλικοί χαιρετισμοί.
- Καλώς τα δέχτηκες! καλώς τα δέχτηκες! εφώναζαν προς τον πατέρα του άνδρες και γυναίκες.
Απηύθυναν δε και προς αυτόν διάφορα φιλοφρονήματα :
- Είντα κάνεις Μανωλιό; Και του λόγου σου γίνηκες κοντζά ντελικανής! Πότε τώσυρες τοσονά μπόϊ;

( Ιωάννη Κονδυλάκη Ο Πατούχας, εκδ. Νεφέλη 1989).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι Γιουρούκοι (Yörük στα τούρκικα, юруци στα Βουλγάρικα, Јуруци στα σκοπιανά), ήταν νομαδική φυλή που μερικοί την θεωρούν ελληνική (εξισλαμισμένοι ειδωλολάτρες), άλλοι φρυγική, άλλοι τουρκική (ειδικότερα, τουρκομανική) του κλάδου των Ογκούζων, ενώ άλλοι τους θεωρούν κράμα Ρωμιών και Τουρκμενίων και κάποιοι άλλοι Καυκάσιους.

Άτακτοι πεζικάριοι, συνόδευαν υποβοηθώντας τις εκάστοτε εκστρατείες του οθωμανικού στρατού, διαπράττοντας διαβόητες αγριότητες με κέρδος το πλιάτσικο.

Αν και πολλοί επέστρεψαν με την ανταλλαγή πληθυσμών στη Μικρά Ασία μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους, σήμερα, απόγονοί τους υπάρχουν και σε πολλά μέρη των Βαλκανίων. Εξού και τα συχνά επώνυμα Γιουρούκης, -ας πολλών συμπολιτών μας. Κάποιοι συσχετίζουν τους εκχριστιανισμένους απ' αυτούς, με τους Σαρακατσάνους.

Στα τούρκικα yörük / yürük σημαίνει νομάς, γρήγορος, ταχύς, γοργοπόδαρος και κάποιοι το ετυμολογούν απ’ το παλαιοτουρκικό yori: περπατώ, βαδίζω σε πορεία που συναντάται στις τουρκικές γλώσσες με φωνηεντικές παραλλαγές.

Παρεμπιπτόντως, το τόσο κοντινό τούρκικο yürüyüş: προχωρώ, περπατώ, βαδίζω σε δύσκολη πορεία, μας έδωσε το πασίγνωστο γιούργια: έφοδος, επίθεση που μας προίκισε με το γνωστό μα πάντα επίκαιρο γιούρια στον ταβά με τα κουλούρια! που αναφέρει o Jonas, αλλά κι ο acg εδώ.

Στα ελληνικά εμφανίζονται, συχνότερα στο ουδέτερο, τα υποτιμητικά:

  • γιουρούκος / γιουρούκης, γιουρούκα, γιουρούκι: άξεστος, αγροίκος, βάρβαρος, απολίτιστος, βρομερός, άγαρμπος, ατσούμπαλος, μονοκόμματος, χοντροφτιαγμένος, αλήτης, ρεμάλι, γύφτος,
  • γιουρούκια: (επιπλέον) ρεμπέτ-ασκέρι, χύμα, φασαρτζήδες, πλιατσικολόγοι, λεηλατητές, τομαριστές και
  • γιουρούκικο / γιουρούτικο: ειδικό, στακάτο ζεϊμπέκικο, που σαν επίθετο το χρησιμοποιούσαν, κατά τον Πετρόπουλο, στα μπουζουξίδικα σινάφια. Οι μάγκες δε, το χόρευαν σχεδόν ακίνητοι.
  1. Πόσες θες να δουλεύει κάποιος εργαζόμενος; 40 ώρες την εβδομάδα είναι με το πενθήμερο, άντε να δουλέψει κανείς σύμφωνα με τη «διορία» 50. Άντε και άλλες 20 αν δεν πάρει αναπαύσεις ή Σ-Κ, σύνολο 70. Από 'κει και πάνω μιλάμε για γιουρούκι, δεν έχει τίποτα: σπίτι να τον περιμένει, παιδιά, σκυλιά, γατιά, κάθεται στο γραφείο γιατί δεν αντέχει τον/την σύζυγο,….

  2. Ούτε αναρχικός είμαι ούτε διανοούμενος, ούτε ορθογραφία ξέρω, ούτε θέλω να μάθω! Ένα ξέρω Α…: Κάτι απόψεις σαν τις δικές σου δείχνουν ένα πρόσωπο για την χώρα μας στο εξωτερικό τουλάχιστον τριτοκοσμικό. Αλλά γιουρούκια υπήρξαμε τόσους αιώνες, έτσι και θα παραμείνουμε! Τελικά μας αξίζει!!! Χάιλ!

  3. Κλασσικό πρόβλημα με το rds. Έχεις ενεργοποιήσει το AF δηλαδή alternative frequency και ψάχνει να βρει καλύτερη συχνότητα χωρίς παράσιτα. Αλλά τα γιουρούκια, τα λαμόγια, οι ψυχοτεχνικοί που τα περνάνε δεν ξέρουν τη τύφλα τους και ο κόσμος δε ξέρει τι να κάνει. Άσε που κάτι σταθμοί σαν τον ράδιο 1 εδώ στη Θεσσαλονίκη έχουν ενεργοποιημένο το RDS στο ΤΑ (Traffic Announcement) και σε μεταφέρουν στη συχνότητα τους δήθεν για να ακούσεις επείγουσα ανακοίνωση για την κίνηση και ανταυτού ακούς Ζαφείρη Μελλά

(όλα απ' το δίχτυ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στην τσακωνική διάλεκτο σημαίνει «Καλώς ήρθατε» (Λεωνίδι Αρκαδίας)

Γεια σας φίλοι μου... «Καούρ εκάματε».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέξη μακαντάσης προέρχεται απ την τουρκική λέξη καρντάς που θα πει αδελφός. Χρησιμοποιείται σε μας για να δηλώσει τον αδελφοποιητό, τον αχώριστο και αφοσιωμένο φίλο.

Γεια σου ρε μακαντάση, σε εκτιμώ βαθύτατα.

Φουντούκια ποικιλίας Macadamia (από allivegp, 20/03/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ανακεφαλαιώνοντας και συμπληρώνοντας:

Προέρχεται απ’ το βλάχικο čiona που σημαίνει σπουργίτι. (άσχετο: στ’ Αρβανίτικα τσόνι= βρίσκω -παθητική φωνή, τσόνεμ= βρίσκομαι)

Είναι το στρουθιόμορφο πουλί σπίνος - σπίζα η άγαμος - (επίσης πίπιζα και τσουνάς). Ακριβώς επειδή είναι στρουθιόμορφο και λόγω ετυμολογίας, πολλές φορές σημαίνει και το σπουργίτι και γενικότερα ένα οποιοδήποτε πουλάκι.

Καθότι μικρό, χαϊδευτικά «τσόνι μου»: μικρό μου / πουλάκι μου / παιδάκι μου.

Σημαίνει:

  1. Τον έξυπνο και συνετό άνθρωπο, που αποφεύγει τις παγίδες και ξέρει να επιβιώνει. Ειρωνικά, το ντεμέκ τζένιο που σ’ ό,τι μπλέκεται «τα χέζει» / «τα γαμάει τη μάνα» (βλ & 6).

  2. Σε κυνηγετικά σινάφια: μικρό θήραμα χωρίς αξία, που δεν γεμίζει το μάτι, ένα τίποτα.

  3. Η τσουτσούνα (της παιδικής slang) οπότε και το πέος.

  4. Στην Λαρισαίϊκη έκφραση – γείωση «Τρία π’λιά (πουλιά) κι ένα τσόν» σημαίνει ό,τι και τα: «Άσχετο», «άλλ’ αντί άλλων», «από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα», «Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω» στην καλύτερη εκδοχή - και στη χειρότερη: «μιλούνε όλοι, μιλούν κι οι κώλοι» για κάποιον που πετάγεται σαν πούτσα / πορδή εκεί που δεν τον σπέρνουν.

  5. Στην έκφραση: «Μυαλό από τσόνι» σημαίνει ό,τι και το «μυαλό κουκούτσι» κι αναφέρεται σε βλάκες, ουγκ, στόκους δηλώνοντας κάτι που δεν υπάρχει και μοιάζει πολύ με το «Μαλλιά από τσόνια, και γάλα από χελώνες» (βλ σχόλιο του krepsinis στον έτερο ορισμό)

  6. Σε πιο slang χρήσεις μπορεί να σημαίνει (συνήθως υποτιμητικά):
    α) τον σφίχτερμαν / μπρατσαρά (απ’ το μπρατσόνι),
    β) τον μπάτσο (απ’ το μπατσόνι) των ΜΑΤ.

Αναφέρω παραδείγματα όπου γίνεται παιχνίδι με πολλές έννοιες ταυτόχρονα.

  1. - Εγώ λέω μπήκε ένα τσόνι κάτω απ’ τη σέλα ... λίγο πιο πάνω απ’ τη μπαταρία περίπου και κελαηδάει σε κάθε αλλαγή ταχύτητας γιατί γουστάρει τα γκάζια!!! πάντως ειλικρινά... δεν έχω καταλάβει τίποτα γι’ αυτό το θόρυβο... γι’ αυτό δεν μπορώ να δώσω σοβαρότερη απάντηση. Πάντως ψάξε και για το τσόνι, ποτέ δεν ξέρεις!
    - Τι είναι το τσόνι; Εδώ στο χωριό μου δεν τα ξέρουμε αυτά!
    - Χα χα χα!! Από πού είσαι;
    - Ανήκω στην φυλή των δρομιάρηδων. Εμείς δεν έχουμε τέτοια πράγματα. Μόνο γράσο, λάδι και καμένο λάστιχο!
    - Το ξέρεις το τσόνι! Σίγουρα! Είναι αυτό που κελαηδάει ανάμεσα απ’ τα πόδια σου όταν είσαι με κοπέλα! Εκτός αν είσαι απ’ το χωριό Συκιές. (αγορασμένο)

  2. - Κι αν είναι προβοκάτσια που λες, μη την ψάχνεις σε ξένες πρεσβείες! Αν ήταν τέτοια, θα την έστηνε μια χαρά ο Κ..κος, που ψάχνει εναγωνίως διάψευση ότι η ΝΔ του Σαμαρά, τον οποίον έτρεξαν να στηρίξουν τα πρώην τσόνια που τον είχαν προτιμήσει για τους λόγους που περιγράφονται, αρνείται την ανάγκη υπεράσπισης και τον ανένδοτο αγώνα για το όνομα!
    - Όχι ρε φίλε! Τσόνι είμαι! Πάω όπου μπορώ να σταθώ! Κοιτώντας αν μου παρέχουν ενδιαίτημα! Όχι Ξόβεργες! (από εφημερίδα)

  3. – Χτύπησες τίποτα;
    - Μπα!! Ούτε τσόνι, γαμώ την γκαντεμιά μου.

  4. «Μιλώντας ο υφυπουργός άκουσε τον Γ. Τ..κη να τον διακόπτει λέγοντας κάτι άσχετο με την ομιλία. Έτσι, λοιπόν, επιστράτευσε κάτι που λένε στην πατρίδα του για να του «κόψει τον αέρα». «Στη Λάρισα λέμε “τρία πλιά κι ένα τσόνι” κυνηγάνε τον Αντώνη»! (προσαρμοσμένο από το δίχτυ)

  5. – Μωρό μου; Γουστάρεις τις καινούργιες μου γόβες - στιλέτο;
    – Πού θα τις βάλεις μωρή;
    - Στην εκδρομή.
    - Στο Καϊμάκ για σκι; Ε!! ρε!! μυαλό από τσόνι.
    - Κλαψ! Λυγμ!. Κι εγώ που άκουσα ξεσκί.
    - Νταξ!! Μ’ αρέσει ο τρόπος που …ακούς.

  6. α. «…Ο C…la δεν είναι άγνωστος παίχτης αλλά είναι αστείο να αναφέρεται σαν λύση, επειδή είναι τσόνι και ντούκι! Ο τύπος είναι κοκάκιας και μπασκετικά δεν είναι και τίποτα σπουδαίο! Αλλά το μπάσκετ θέλει μυαλό και μετά μούσκουλα!...» (από μπλογκ)

ένα τσόνι  (από sstteffannoss, 07/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

1. Μικρός πάσσαλος (παλουκάκι) που καρφώνεται στο χώμα και δένονται σ' αυτόν τα σκοινιά των ζώων. Υπάρχουν τα ξυλότζενα (φτιαγμένα από ξύλο) και τα σιντερότζενα / σιδερότζενα (φτιαγμένα από σίδερο).

Εξού τα:

  • τζενώνω/τζενιώνω (καρφώνω στη γη το τζένιο, στο οποίο είναι ήδη δεμένο το σκοινί κάποιου ζώου που μεταφορικά σημαίνει και σκλαβώνω),
  • ξετζενώνω (βγάζω απ’ τη γη το τζένιο - ελευθερώνω) και
  • το τζένωμα (το μπήξιμο, το χώσιμο, το κάρφωμα του τζενιού).

    Όλ’ αυτά λέγονται στην Κρήτη. Αλλού χρησιμοποιείται όπως ακριβώς και το παλούκι.

2. Επίσης, σημαίνει εργαλείο, εξάρτημα (μ’ αυτήν την έννοια το διασώζει ο Πετρόπουλος). Ειδικά: ξύλινο πασαλάκι που καρφώνεται στη διάστρα υποβοηθώντας τη διάστρουσα.

Εξού:

3. Ο πούτσος και

4. (στον πληθυντικό) τα τζένια (ντζένια -Καρπαθιώτικο) που σημαίνουν

  • τ’ αχαμνά,
  • τις γυναικείες ιδιοτροπίες.

    5. Κυριολεκτικά σημαίνει το άτομο με μεγάλη διάνοια, τη μεγαλοφυΐα, τον ταλαντούχο, που το μυαλό του γεννά συνέχεια κι οι ιδέες του είναι πρωτότυπες, αυτόν που είναι σπίρτο/τσακμακόπετρα/γάτα/Αϊνστάιν.

Συχνότερα ακούγεται ειρωνικά. Σημαίνει αυτόν που

  • είναι μπάζο, αλλά θεωρείται ή (και) το παίζει τζένιο
  • οι μηχανισμοί των ΜΜΕ τον σερβίρουν σαν τζένιο –οπότε έχει κι ανάλογο υφάκι.

    (Από το λατινικό genius -δαιμόνιο σε ρόλο φύλακα αγγέλου- από όπου προέρχονται: το τζίνι -ίσως και του παραμυθιού-, το τζίνιους -από το αγγλικό genius- που έχουν την ίδια έννοια κι αναφέρονται κι αλλού στο σάη).

  1. Τη σκέψη μου μια 'ργατινή / στο τζένιο δα τη δέσω / να δω χωρίς τσι έγνοιες σου / ανέ μπορώ να θέσω (Κρητική μαντινάδα από μπλογκ)

1α - 3. «Το εργαλείο (1ο μήδι) αφιερώνεται εξαιρετικά σε όλους τους πολιτικούς μας που εναγωνίως ψάχνουν τρόπους να μας «τζενιώσουν» ενόψει των … εκλογών. …θα έλεγα να μας αφήσουν πλέον ήσυχους και να το βάλλουν εκεί που ξέρουν….» (από μπλογκ)

  1. «…Αδύνατα τα τζένια του, λίγες οι κουμπάνιες, μα δεν πειράζει, πολύ του το κουράγιο. Το περιλάβαν οι φουρτούνες και οι άνεμοι. Φυτίλια τα πανιά, κομμάτια το τιμόνι». (από διήγημα του Βασίλη Λούλη)

  2. «Πάντως το τζένιο του αρχίζει και πονάει. Άκου μείωση μισθών και συντάξεων». (από μπλογκ)

4α. – Ρε μαλάκα, φόρα κανά σπασουάρ. Κάθε που σουτάρεις φαίνονται τα ντζένια σ’.
– Άσ' τα ν’ αερίζονται. Κλεμμένα τα ‘χω;

4β. «Η πολιτική τον καύχον της, αν νιώση και αγαπάτην, / και ρέγεται και θέλει την, συχνοχαροκοπά την, / ευρίσκει την και κάθεται σαν κακοκαρδισμένη, / και κάμνει και τα τζένια της σαν είναι μαθημένη» (από ποιητή του 15ου αι.).

  1. «Η Φ..η αφού μας βρήκε γιατρούς και νοσοκομεία τώρα θα ξεχαρβαλώσει και τα σχολεία μαζί με το άλλο τζένιο, τη Δ..λου (εδώ το καλό ΙΒ!!!).» (από μπλογκ χωρίς ολόκληρα τα ονόματα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λίμνη στην ελληνοαμερικάνικη αργκό. Παραφθορά του αγγλικού lake.

Ντραϊβάρεις κάρο το χειμώνα πάνω στο παγωμένο λέκι;

κι ένα μπουκάλι ουίσκι σε περίπτωση που σπάσει ο πάγος (από Marco De Sade, 03/09/10)(από perkins, 06/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιταλικό δάνειο που έως σήμερα χρησιμοποιείται με τη σημασία της μαγειρικής συνταγής, σε περιοχές μεγάλης επίδρασης του Ιταλικού στοιχείου, όπως στην Κεφαλλονιά.

Παλαιότερα, έως τα μέσα περίπου του 20ου αιώνα, παραδόξως είχε ακόμα ευρύτερη χρήση σε περισσότερους κλάδους καθημερινών κοινωνικών και επαγγελματικών δραστηριοτήτων. Έτσι, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί αντί του εγχειριδίου του μηχανικού και του τεχνικού, του βιβλίου οδηγιών χρήσης κάποιας συσκευής ή διάταξης, του τεφτεριού του μπακάλη, ακόμα και του συνταγολογίου του γιατρού ή και των πινάκων λογαρίθμων των μαθητών!

Γενικότερα, κάποτε λέγαμε ρετσέτα το μικρό σημειωματάριο ή φυλλάδιο που περιείχε καταλόγους στοιχείων, οδηγίες, βασικές αρχές και «εργαλεία» κ.α. σημαντικές σημειώσεις για τον κάτοχο. Η πλησιέστερη στην της μητρικής γλώσσας σημασία είναι το μικρό βιβλίο οδηγιών ή εγχειρίδιο.

  1. Η ρετσέτα της σιόρας Κατερίνας είναι καλά φυλαγμένο πατροπαράδοτο μυστικό και κανείς στο Αργοστόλι δεν μπόρεσε να το σπάσει.

  2. (μεταξύ έμπειρου και νεότερου μάστορα ή μηχανολόγου σε πλοίο) - Μην κάθεσαι τώρα που λείπει ο αρχιμηχανικός... Αυτός μπορεί να κουλαντρίζει τα φινιστρίνια! Άνοιξε τη ρετσέτα που έχεις στην κωλότσεπη και βουτήξου στην 5-1 να δεις τι φταίει. Και γρήγορα! Αύριο ξεμπαρκάρουμε και πρέπει να είναι όλα έτοιμα! Εγώ θα κοιτάξω το δεξιό αξονικό...

  3. Το κλασικό έργο του στωικού φιλοσόφου Επίκτητου, «Εγχειρήδιον», όπως ορίζει ο τίτλος του, αποτελεί μία ρετσέτα βιονομίας, ένα βιβλίο-εργαλείο για καλή ποιότητα ζωής και ψυχικής αγωγής. Ένα handbook ευζωίας - πώς το λέτε, βρε παιδιά;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία