Επιλεγμένες ετικέτες

Ίσως ο κλασικότερος και πλέον καθιερωμένος σλανγκ όρος για την πρέζα, την ηρωίνη. Συναντάται και στο ουδέτερο: άσπρο.

Πρόκειται για ονομασία μάλλον παραπλανητική, στο βαθμό που η πραγματικά άσπρου χρώματος πρέζα, η λεγόμενη και καθαρή, σπανίζει. Για να βγει τέτοιο αστεράτο πράμα, απαιτείται ολοκληρωμένη κατεργασία των πρώτων υλών (όπιο) σε τέλεια εξοπλισμένα εργαστήρια. Τέτοιες μονάδες λειτουργούν κατά κύριο λόγο στο περίφημο Χρυσό Τρίγωνο στη ΝΑ Ασία. Η ταϊλανδέζικη πρέζα, η τάϊ, θεωρείται η καλύτερη του κόσμου και η λιγότερο αρρωστιάρα. Πάλλευκη και παντελώς άοσμη, έχει τη μορφή λεπτής κρυσταλλικής πούδρας. Τόσο λεπτής, που σχεδόν εξαφανίζεται με απλή τριβή πάνω στο δέρμα ή ανάμεσα στα δάχτυλα. Είναι δε εξαιρετικά όξινη, ρευστοποιείται πανεύκολα, χωρίς ξινά, λεμονάδες και άλλες διαλυτικές μαλακίες. Σχεδόν ούτε νερό δεν θέλει.

Στο Ελλάδα απλά δεν παίζει με την καμία να πετύχεις τέτοιο μπερκέτι. Αν τύχει και δεις άσπρη πρέζα, θα' ναι στάνταρ απ' τη ζάχαρη του κοψίματος... Ειδικά για την καθαρή ηρωίνη, επιφυλάσσονται λίαν χαϊδευτικά και γουτσιστικά σλανγκωνύμια, όπως Ασπρούλα ή Χιονάτη (με το δεύτερο να παραπέμπει τόσο στη λευκότητά όσο και στο γλυκό παραμύθιασμα της).

Οι εγχώριες αγορές μας, βολεύονται συνήθως με ηρωίνη χαμηλής ποιότητας, ατελώς επεξεργασμένη και με περισσότερες προσμείξεις. Σε αντίθεση με τη σιαμέζικη άσπρη, παίρνει τη μορφή χοντρόκοκκης σκόνης, με πολλούς σβόλους. Το χρώμα της ποικίλει από κιτρινωπό (συνήθως) μέχρι ροζ, γκρι ή καφέ. Παραδοσιακά, η πρέζα στις ελληνικές πιάτσες καταφθάνει εξ ανατολών, την Τουρκία ή το Πακιστάν, εξ ου και τα γνωστότατα «τούρκικη» και «πακιστάνικη». Σήμερα πίνουμε και μπόλικη αλβανική πρέζα, αλλά και σκοπιανή (!) Σ' όλες αυτές τις χώρες λειτουργούν καζάνια, προχειροστημένα δηλαδή εργαστήρια παραγωγής κι επεξεργασίας ηρωίνης. Ως τη δεκαετία του '60, καζάνια υπήρχαν και στην Ελλάδα.

Συμπέρασμα: η άσπρη είναι τυπική περίπτωση σλανγκ που λειτουργεί τρόπον τινά ευφημιστικά, εξωραΐζοντας μια πραγματικότητα και εκφράζοντας το «δέον», το ευκταίο (μακάρι δηλαδή όλες οι ζαπρέ να 'ταν άσπρες!).

Γενικά, παίρνοντας ως αφορμή τη λευκότητα, την ακουστικότητα, τη βρωμιά, την επίσημη ονομασία ή και οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα της ηρωίνης, μπορεί οποιοσδήποτε με λίγη φαντασία να δημιουργήσει άπειρα σλανγκωνύμια για την ουσία αυτή, πολλά από τα οποία δεν ξεπερνούν τα όρια της ιδιωτικής χρήσης. Θα έλεγε κανείς - με μια δόση υπερβολής - πως ο καθένας χρήστης έχει κατοχυρώσει μια δική του, καταδική του λέξη για να περιγράφει την ουσία-αρρώστια του...

Παραδείγματα: white horse=άλογο, hairy=μαλλιαρή (διότι προκαλεί μυρμήγκιασμα στο δέρμα), Harry=Ερρίκος (από το hairy), polvo, blanco, salt=αλάτι (υπάρχει και στο Εγκληματολεξικό του Γ. Πανούση), ζάχαρη, chick=γκόμενα, charlie, Helen, Hero, shit... Πολλά χρησιμοποιούνται αδιακρίτως και για την κόκα.

  1. Συχνά η άσπρη αντιδιαστέλλεται προς το μαύρο, δλδ το χασίς. Που κι αυτό, εξίσου παραπλανητικά, πολλές φορές μόνο μαύρο δεν είναι.

- Τρελάθηκες ρε; Δεν έχω φάει ποτέ άσπρη, μόνο κανά μαυράκι πού και πού πίνω, έτσι για το τζερτζελέ..

  1. Θεέ των μαύρων, τον καλό συγχώρεσε Γουίλ
    και δώστου εκεί που βρίσκεται λίγη απ' την άσπρη σκόνη.

Νίκος Καββαδίας, «Ο Γουίλι ο Μαύρος Θερμαστής από το Τζιμπουτί».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μεσάζων μεταξύ του εμπόρου παράνομων εξαρτησιογόνων (και μη) ουσιών και του χρήστη τους, με δυό λόγια, ο μικροέμπορος ή ο «μικροαστός», αν θέλετε, των παράνομα διακινούμενων ουσιών.

Λέγεται επίσης και γιατρός, ντηλέρι, ντήλερ, περιπτεράς, σπρώχτης.

Ονομάζεται βαποράκι από το γεγονός ότι συνήθως τα πλοία και μάλιστα τα επιβατηγά εισάγουν παράνομα τις ουσίες από χώρα σε χώρα μέσω των θαλασσίων οδών, συνειρμικά λοιπόν ο μικρός μεταφορέας λέγεται βαποράκι.

Ο Γιάννης είναι γνωστός στους κύκλους των πρεζάκηδων ως το βαποράκι που «δουλεύει» 24ωρο ακόμα και το καλοκαίρι.

Παύλος Τάσιος "Τα Βαποράκια" (1983) (από HODJAS, 25/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ηρωίνη ή αλλιώς πρέζα ή άσπρη.

Βλ. και ζαμπόν.

Ρε φιλαράκι, ξέρεις που θα βρούμε λίγη ζουζού να γίνουμε;

(από σφυρίζων, 22/01/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αν και το λήμμα παραπέμπει στο γνωστότατο χορό ή στο επίσης γνωστό μαντήλι, εδώ αναφέρεται στο πολύ καλής ποιότητος ελαφρό ναρκωτικό, παράγωγο της ινδικής κάνναβης, που φύεται στην Μεσσηνιακή πρωτεύουσα Καλαμάτα και πέριξ αυτής.

Όπως αναφέρει ο φίλος Azargled στο λήμμα κρητικό (βλ. και παρακάτω), το βασικό ουσιαστικό που είναι το «χασίσι» παραλείπεται, όχι μόνο χάριν συντομίας, αλλά και για την αποφυγή πλήρους κατανόησης της φράσης από πιθανή ανυποψίαστη ομήγυρη.

Συνώνυμα: αφγάνι, γάρο, γελαστό τσιγάρο, γκάντζα, ινδική κάνναβις, κανναβούρι, κρητικό, λεμόνι, Μαίρη Τζέην, μαριχουάνα, μαρουγάνα, μαυράκι, μαύρη, μαύρο, μελαχρινή, μονόφυλλο, μπάφος, νταμίρα, νταφού, πράσινο, σινσεμίλια, σκάνγκ / σκάνκ, σοκολάτα, τούφα, τρίφυλλο, τσιγαριλίκι, φοσμπά, φούντα, χασίς, χασίσι, χόρτο κ.α.. (Κοπί το πίτα και από εδώ).

- Πάρε πάστες κι έλα!
- Τι; είμαστε για επίσκεψη ή παίζει τίποτα καλό;
- Καλαματιανό αγόρι μου! Σου λέει τίποτα;...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ποκερικής προέλευσης λέξη, η σημασία της οποίας διευρύνθηκε συν τω χρόνω εντυπωσιακά. Ένας εξειδικευμένος τεχνικός όρος χαρτοπαιγνίου διάγει στας ημέρας μας έναν δεύτερο βίο, περιγράφοντας πάντοτε σύνθετα και συνδυαστικά φαινόμενα. Αναλυτικότερα:

  1. Κερδοφόρος συνδυασμός φύλλων στο πόκερ. Η απλή κέντα (straight) αποτελείται από 5 φύλλα σε αριθμητική σειρά, π.χ. Α, 2, 3, 4, 5, όχι όμως του ιδίου χρώματος. Η κέντα-φλος ή αλλιώς κέντα-χρώμα (straight flush) αποτελείται από 5 φύλλα σε αριθμητική σειρά και του ιδίου χρώματος, π.χ. 5, 6, 7, 8, 9 κούπα.

  2. Συνδυασμένη ενέργεια δύο ή παραπάνω ατόμων που στέφθηκε από επιτυχία αποφέροντας αξιόλογα οφέλη, συνήθως οικονομικής φύσεως. Η επιτυχία της ενέργειας-κέντας δεν είναι απαραίτητα τετελεσμένο γεγονός, αρκεί να εικάζεται με μεγάλες πιθανότητες. Με την ίδια περίπου σημασία χρησιμοποιείται κι ο όρος μόντα, που όμως είναι πιο γενικός.

- Kέντα κάνουν δυο φίλοι που βάζουν από κοινού λεφτά και αγοράζουν μια επιχείρηση, π.χ. παίρνουν το franchise για το everest, ή παίρνουν τον «αέρα» από κάποιο μπαράκι.
- Κέντα κάνουν (πάλι) δυο φίλοι που αποφασίζουν να συγκατοικήσουν ώστε να μοιράζονται τα έξοδα. - Κέντα κάνουν (ξανά μανά) δυο φίλοι φοιτητές που συνεννοούνται να αντιγράφει ο ένας απ' τον άλλο στις εξετάσεις.

  1. Άλλη μια λέξη για το γαμήσι, τη συνουσία. Και λέω συνουσία, διότι θέλω να δώσω έμφαση στο συν-αινετικό της υπόθεσης. Δυο άνθρωποι τα μιλάνε, τα συμφωνάνε κι αφού γίνουν αυτά πέφτει ο πήδουλας. Ένας βιασμός ποτέ δεν είναι κέντα, είναι ποινικώς κολάσιμη μονομερής ενέργεια. Εν προκειμένω, χρησιμοποιείται εναλλακτικά και το κέντημα, καθώς και το ρήμα κεντάω = γαμώ.

  2. Μεγάλη αστυνομική επιτυχία, συνήθως σύλληψη κάποιου «μεγάλου κεφαλιού» του οργανωμένου εγκλήματος, π.χ. Παλαιοκώστας. Ενέργεια που προετοιμαζόταν μεθοδικά και σχεδιαζόταν από καιρό, ενώ ήχθη εις πέρας με τη συνεργασία διαφορετικών υπηρεσιών (Ασφάλεια, Τροχαία, Άμεση Δράση).

  3. Στο χώρο των πρεζάκηδων, η κέντα είναι η σύλληψη ή κάποια άλλη ζημιά απ' τους μπάτσους, που όμως γίνεται κατά τύχη, επειδή απλά είχε καύλες ο μαλάκας ο Δίας. Δηλαδή οι μπάτσοι είχαν στηθεί για κάποιον άλλο, πιο μεγάλο (βλ. περίπτωση 4), έπεσαν ωστόσο στη φάκα τους μικρότερα ψάρια, που έκατσε να βρίσκονται φορτωμένοι με ντραγκς στο λάθος μέρος, τη λάθος ώρα. Μιλάμε για τρελή ατυχία, γι' αυτό και σε τέτοιες φάσεις πρέπει πάντα να είσαι στην τσίλια. Ποτέ δε ξέρεις που έχει στηθεί η κέντα και σε περιμένει. Αν την ψυλλιαστείς, το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να πας πάσο, ήτοι να συμπεριφερθείς σα να μη τρέχει κάστανο...

  1. - Έμαθες ότι πουλιέται εκείνη η καφετέρια κοντά στον ηλεκτρικό στο Μαρούσι, που αράζαμε παλιά;
    - Α ναι ρε συ, κατάλαβα, μιλάς για την τρύπα που πηγαίναμε μετά το φροντιστήριο. Κάτσε να δεις πως τη λέγανε τώρα..
    - Τι σημασία έχει αγόρι μου πως τη λέγανε... Θα της βγάλουμε εμείς άλλο όνομα!
    - Για κάν' το μου πιο λιανά αυτό, τι εννοάς;
    - Ε να, έχεις εσύ κάτι φραγκάκια στην άκρη, θα χτυπήσω κι εγώ ένα δάνειο, στήνουμε χαλαρά την κέντα και το παίρνουμε το μαγαζί!
    - Το σκεφτόσουν πολλή ώρα αυτό;
    - Έλα ρε, σκέψου μόνο τα μουνιά που έχουμε να κεντήσουμε ως αφεντικά κι έτσι..

  2. Με τις πυτζάμες στο σπίτι τους, έπιασε τους δύο της Siemens, Σκαρπέλη και Γεωργίου σε Κηφισιά και Δάφνη, απόψε ο Γιάννης Ραχωβίτσας. Είχε ένταλμα από τον 4ο ανακριτή και το εκτέλεσε ακαριαία. Εαν δεν τους έπιανε θα τον έθαβαν ότι έκανε τα στραβά μάτια. Νωρίτερα δεν είχε ανοίξει μύτη με τα μέτρα στο Σύνταγμα στη πορεία των μουσουλμάνων. Κέντα για τον «Ραχώ». Να λέμε και κανα μπράβο. Το χρειάζονται. (Από εδώ)

  3. - Πώς κι έτσι στεγνός τώρα τελευταία; Εσύ μας κέρναγες πάντα τις καλύτερες κοακόλες όταν ερχόμασταν σπίτι σου, τι τρέχει τώρα;
    - Ξέρω γω, την άκρη μου ρώτα..
    - Ωχ, ο Σήφης ο κατσαρίδας; Τι έγινε, τον τσακώσανε; Λέγε ρε, αφού ξέρεις..
    - Οκ, αφού θες να τα μαθαίνεις όλα, έπεσε ο μαλάκας σε μια κέντα απάνω στο Σχιστό, στα γύφτικα. Για άλλον πήγαιναν και δέσανε το δικό μου, κωλοατυχία μου μέσα..

αυτή κι αν είναι κέντα. (από johnblack, 17/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νόθευση ναρκωτικής ουσίας. Μείωση της καθαρότητάς της μέσω προσμείξεων. Συνηθέστατη πρακτική. Το κόψιμο μπορεί να φτάσει και σε ποσοστό 95%. Σε χώρες όπως η Ελλάδα αυτό δεν είναι καθόλου σπάνιο.

Κομμένη: νοθευμένη ναρκωτική ουσία. Η μη κομμένη είναι η καθαρή. Κόβω: νοθεύω ναρκωτικά (με σκοπό προφάνουσλυ το κέρδος)

Όλες σχεδόν οι ντρόγκες κόβονται. Η καθεμιά και με διαφορετικό υλικό. Είναι ανεδαφικό ωστόσο να μιλάμε για τυποποίηση στους τρόπους και τα υλικά των κοψιμάτων. Ο καθένας χρησιμοποιεί ό,τι έχει εύκαιρο, ό,τι βρει μπροστά του. Φουλ αυτοσχεδιασμός. Φαντασία να 'χεις κι η δουλειά θα γίνει. Πενία τέχνας κατεργάζεται.

Στη διαιωνιζόμενη πραγματικότητα του κοψίματος, οφείλεται η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων από ναρκωτικά. Αυτό που συχνά ακούγεται, «πέθανε από υπερβολική δόση» είναι μέγιστη ανακρίβεια, παραμύθι για μικρά παιδιά. Οι χρήστες –μιλάμε βασικά για τους πρεζάκηδες– δεν είναι ηλίθιοι. Γνωρίζουν πολύ καλά πόσο πρέπει να πιουν, μέχρι ποιο σημείο τους παίρνει. Η στραβή κάθεται συνήθως στην εξής περίπτωση: κάνεις χρήση νοθευμένης πρέζας για καιρό, και συνεπώς ξέρεις τι ποσότητα επαρκεί για να την ακούσεις, π.χ. 1 τζι (γραμμάριο) την ημέρα. Καμιά φορά όμως, σκάει μύτη στις πιάτσες σταφ υψηλότερης της συνήθους καθαρότητας. Ο πρεζάκιας, αν δεν την σακουλευτεί τη φάση και βαρέσει με την ίδια ποσότητα, την πούτσισε... Η κατ' εξαίρεση διοχέτευση καθαρής πρέζας στις πιάτσες, είναι συνήθως ενέργεια των ντηλεράδων καθ' όλα σκόπιμη, όταν θέλουν να απαλλαγούν από κάποιον / κάποιους ιδιαιτέρως ενοχλητικούς πελάτες...

Το αντίστροφο της παραπάνω φάσης –που επίσης αποβαίνει μοιραίο– έχει ως ακολούθως: κάποιος που είναι καθαρός καιρό, αν ξαναπέσει απότομα στην παραμύθα, κάνοντας το λάθος να ξεκινήσει με την ποσότητα που έπαιρνε παλιά, θα φάει χοντρό πακέτο, ίσως και να ψωνίσει κάνα ξύλινο παλτό... Αυτό συμβαίνει λόγω άγνοιας των μηχανισμών ανοχής του σώματος. Όταν πίνεις τακτικά, αναπτύσσεις ανοχή, που όσο πάει και μεγαλώνει (μιθριδατισμός). Με την απεξάρτηση όμως, επανέρχεσαι στα φυσιολογικά επίπεδα ανοχής, αυτά ενός «κανονικού» ανθρώπου. Έτσι τουλάστιχον λένε, γιατί υπάρχει κι η άποψη «once a junkie, always a junkie». Αλλά αυτό το ρητό μάλλον αναφέρεται στην ψυχολογική όψη της εξάρτησης, η οποία σε αντίθεση με την καθαρά σωματική, είναι πολύ πιο μανουριάρικη. Η Ηρώ είναι μια γκόμενα που δεν ξεχνάς ποτέ. Όποιος έχει νιώσει τη ζεστή θαλπωρή και τους απανωτούς οργασμούς του πρώτου λεπτού μετά το βάρεμα, θα καταλάβει.

Τρόποι και υλικά κοψίματος

Το χασίς κόβεται με χένα. Επίσης, του αφαιρείται το λάδι, το χασισέλαιο (απολαδοποίηση), οπότε χάνει το 60-80% της ποιοτικής του αξίας και γίνεται μπουρούχα.

Στις σκόνες συνηθίζεται η ζάχαρη, η λακτόζη, το μανιτόλ (φαρμακευτική σκόνη άσπρη σαν τη ζάχαρη, αλλά με ουδέτερη γεύση), το κινίνο, η καυστική σόδα, το ταλκ, η κιμωλία. Έχουν αναφερθεί ακόμη και μαρμαρόσκονη / τριμμένος σοβάς, χώμα και έτερα οικοδομικά υλικά. Οι ουσίες αυτές, μαζί με λίγο σταφ μπορούν π.χ. να ανακατευτούν σε μίξερ με έναν κύβο Κνορ, που με το λίπος του «δένει» το όλο μείγμα. Επίσης χρησιμοποιούνται διάφορα χάπια, π.χ. depon, τριμμένα ή και ψημένα, ώστε να πάρουν την τυπική καφετιά πρεζόμορφη απόχρωση. Καμιά φορά το κόψιμο γίνεται και με κανονικά δηλητήρια, π.χ. στρυχνίνη. Η κλασική κίνηση που κάνουν οι μπάτσοι στις ταινίες, να δοκιμάζουν με την άκρη του δαχτύλου τη σκόνη για να δουν τι σκατά είναι (σημειωτέον πως η πρέζα έχει πικρή γεύση), κατά καιρούς έχει στείλει μερικούς από δαύτους να δουν τα ραδίκια να φυτρώνουν απ' τη μέσα μεριά...

  1. Το κόψιμο της σκόνης (ηρωίνης, κοκαΐνης, μορφίνης) λαμβάνει χώρα όταν η ουσία βρίσκεται στη συμπυκνωμένη μορφή της λεγόμενης «βάσης», ένα βήμα πριν το λιανικό εμπόριο.

  2. Στην Ελλάδα διαθέτουμε, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, την πλέον κομμένη πρέζα όλης της Ευρώπης: μόλις 20% καθαρότητα κατά μέσο όρο.

  3. Οποιοσδήποτε μπορεί να κόψει λίγη κόκα και να την πουλήσει πολλαπλασιάζοντας το κέρδος του. Στην κουζίνα της μαμάς σου θα βρεις ό,τι χρειάζεσαι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το κυνήγι του δράκου είναι μέθοδος καπνίσματος του οπίου, ναρκωτικού πανάρχαιου, που καλλιεργείται σε τεράστιες εκτάσεις σε όλη την Ασία και αποτελεί την πρώτη ύλη για την παραγωγή μορφίνης, ηρωίνης κ.α. ισχυρών οπιούχων. Στις κουλτούρες της Άπω Ανατολής, το όπιο είναι γνωστό ως δράκος. Από εκεί η έκφραση πέρασε στα αγγλικά (chase the dragon), διεθνοποιήθηκε και έφθασε και εις τα ημέτερα.

Βέβαια, το κάπνισμα του οπίου είναι ολίγον τι παλιομοδίτικη συνήθεια, έτσι η έκφραση έχει καταλήξει να αναφέρεται κατά κανόνα στο κάπνισμα της ηρωίνης, της πρέζας, αλλά και του φοβερού κρακ.

Το κάπνισμα αποτελεί εναλλακτική λύση σε περιπτώσεις όπου η ενδοφλέβια ένεση («σουτάρισμα», «βάρεμα») είναι αδύνατη, είτε επειδή όλες οι φλέβες έχουν καεί, είτε γιατί πολύ απλά δεν υπάρχουν σέα (σύριγγες).

Περιγραφή. Η άσπρη σκόνη (που, παρεμπίπταμπλυ, απ' τις νοθεύσεις μόνο άσπρη δεν είναι), θερμαίνεται πάνω σε κάποιο είδος μετάλλου, συνήθως φύλλο από αλουμινόχαρτο. Απ' τη ζέστα λιώνει, και μετατρέπεται σε ρευστή καραμέλα, που κυλάει σαν μικρό ποτάμι ανάμεσα από τις «ρυτίδες» του αλουμινόχαρτου. Από την αχνιστή καραμέλα αναδύεται μια φίνα γραμμή καπνού, η οποία και πρέπει να κυνηγηθεί από το χρήστη, να γίνει δλδ εισπνοή της. Το κυνήγι γίνεται με τη βοήθεια μικρού σωλήνα/φυσούνας (συνήθως καλαμάκι, βλ. εικόνα 1). Οι σπείρες που σχηματίζει ο καπνός θυμίζουν ακριβώς τους φαντεζί κινέζικους δράκους με τις εντυπωσιακές ουρές (βλ. εικόνες 2-4).

Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί μια ενδιαφέρουσα σημασιολογική διεύρυνση του όρου κυνήγι του δράκου, ο οποίος καλύπτει πλέον και την πρακτική του σνιφαρίσματος γραμμών κόκας με το κλάσικ τυλιγμένο χαρτονόμισμα ή με κάποιο άλλου είδους γιούφι (καλαμάκι). Το χρησιμοποιούν οι γνωστοί νεοπλουτιζέ χαΐστες, που αφενός κράζουν τους πρεζάκηδες για το χάλι και για τη φτώχεια τους, αφεδύο γουστάρουν να ξεσηκώνουν τα συνθηματικά τους. Έτσι είν' αυτοί οι χλιδάμπουρες, τα θέλουν μονά ζυγά δικά τους, και την αλητεία και το πλατινένιο ρουθούνι.

  1. - Καρντάσι ξεμείναμε από σέα, ούτε για δείγμα σε λέω.
    - Νομίζω έχει ο γέρος μου στο συρτάρι του κάτι σύριγγες της ινσουλίνης, για να πα να δω..
    - Άστο, γάμα το. Ετοιμάσου να κυνηγήσουμε το δράκο.

  2. - Ρε φίλε εσύ το 'ξερες ότι σε πολλές χώρες στην Ασία, κάποιοι φουμάρουν όπιο κι έτσι κάθε μέρα;
    - Καλά ρε μαλάκα που ζεις, μάθε λίγο ιστορία, άνοιξε κάνα βιβλίο να ξεστραβωθείς.. Νομίζεις ότι θα 'χαν γίνει ποτέ όλα αυτά τα Σινικά Τείχη και τα παλάτια και οι σιδερόδρομοι και δε συμμαζεύεται, αν ο κινεζάκος ο εργάτης δεν είχε τη μαστούρα του, να ξεφεύγει λίγο απ' τη μαυρίλα της δουλειάς; Πολιτισμός και κυνήγι του δράκου πάνε πακέτο αγόρι μου, μην ακούς τι λένε οι γραβατάκηδες..

(από johnblack, 15/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απαρχαιωμένος χαρακτηρισμός του πρεζάκια. Αυτός που «πίνει» λάβδανο, παραμύθα, ζουζού κ.ά. Σήμερα έχει λίγο πολύ περιπέσει σε αχρησία.

- Τζάσε τον λαβδανάκια από τη μέση γιατί κάνει στα χάπατα τη ζωή πατίνι!! (έκφραση των πρεζάκηδων)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παμπάλαια ναρκοσλανγκιά: κρύβω στον πρωκτό στο λούκι σταφ (κυρίως ζαπρέ ή χάπια) για μεταφορά στην ψειρού.

Το Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) μας πληροφορεί ότι με άδειο στομάχι η καλά εκπαιδευμένη σούφρα έχει χωρητικότητα έως και 250 τζι. Ο εντοπισμός του λουκαρίσματος γίνεται μόνο μέσω ακτινογραφίας η κωλοδάχτυλου. Θέλει ιδιάιρετη προσοχή γιατί το σπάσιμο του υπόθετου μπορεί να επιφέρει και το μοιράιο.

1. Ενας από τους πιο συνηθισμένους τρόπους μεταφοράς ναρκωτικών από αδειούχο είναι το «λουκάρισμα», δηλαδή τα... υπόθετα με σακουλάκια γεμάτα ναρκωτικά και καλυμμένα με κερί..

2. ΟΛΟΙ οσοι γυρίζουν απο άδειες είτε ειναι «ΤΟΞΙΚΟΕΞΑΡΤΗΜΕΝΟΙ» είτε ΟΧΙ συνηθίζεται να «ΛΟΥΚΑΡΟΥΝ» ( φυλακίστικη εκφραση και παληά) Λουκάρω σημαίνει βάζω στο ΛΟΥΚΙ ή αλλιώς στον πισινό μου μιά ποσότητα ναρκωτικών η οποία οταν θα περάσει θα πάρει το μερτικό του σε χρήμα αυτός που την εμπασε δλδή αυτουνου που ο πισινός εκανε χρέη περαματάρη,αν δεν ειναι τοξικοεξαρτημένος.Αν ειναι θα πάρει το κατιτις του σε ειδος δλδή σε πρέζα.Αποεκει και μετά γινεται και η υπόλοιπη μοιρασιά.Οσοι βοηθησαν να μπει και οταν τελειώσουμε με αυτά αρχίζει το σπρώξιμο ή νταραβέρι.

3. Άντε λουκάρισε κανά σκουπόξυλο ρε λαχανά! Όσο εσύ είσαι φυλακισμένος άλλο τόσο εγώ είμαι ο Πάπας!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

1α. Μαγειρέματα = Μηχανορραφίες, ύπουλες, «υπόγειες» και δόλιες διεργασίες.

- Οι αποπάνω του ΔουΣου μαγειρεύουν μαζικές απολύσεις με στόχο και καλά την αναδιάρθρωση της εταιρείας.

1β. Μαγείρεμα = Παραποίηση, χάλκευση, νόθευση, αλλοίωση

- Θα μαγειρέψουμε τα νούμερα για να βγει θετικός ο ισολογισμός.

- Οι διαβόητες εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961 αποτελούν κλασική περίπτωση εκλογικών μαγειρεμάτων.

Οι δύο πιο πάνω σημασίες υπάρχουν όμως και στο Μπαμπίνο. Τα καλύτερα έρχονται.

  1. Μαγείρεμα της πρέζας. Όπως η ορίτζιναλ μαγειρική έχει τα διάφορα συμπράγκαλά της (κατσαρόλες κλπ) και υλικά, έτσι και η παραμύθα έχει τα δικά της, που λέγονται as we already know σέα. Και καταρχήν, η πρέζα, η πλέον διαδεδομένη συνθηματική λέξη για την ηρωίνη, είναι όρος της μαγειρικής και σημαίνει την δόση. Ο πρεζάκιας λέγεται και δοσάκιας, ενώ η πρέζα λέγεται και αλάτι, προφάνουσλυ από το πολύ συνηθισμένο «μια πρέζα αλάτι».

Το μαγείρεμα της ζαπρέ και η τελική της κατανάλωση είναι μια καθημερινά επαναλαμβανόμενη ιεροτελεστία, συχνά χρονοβόρα και επίπονη. Η σκόνη τοποθετείται στο κουταλάκι, του οποίου η στραβωμένη συνήθως λαβή προδίδει τη χρήση του. Εκεί γίνεται η επεξεργασία της, η μετατροπή της σε ενέσιμο διάλυμα προς ενδοφλέβια χρήση. Η σκόνη αναμειγνύεται με νερό και κάποιο οξύ: λεμόνι ή το γνωστό ξινό, υποκατάστατο του λεμονιού. Ακολουθεί το βράσιμο, με τη βοήθεια κάποιου αναπτήρα, και ιδού η αχνιστή καραμέλα, έτοιμη να μπει στη φυσούνα προς βάρεμα.

Το λεμόνι επαρκεί για τη διάλυση μόνο της καλά κατεργασμένης πρέζας και είναι φυσικά πολύ προτιμότερο από το ξινό. Το τελευταίο επιστρατεύεται όταν έχουμε σκουρόχρωμες πρέζες, επεξεργασμένες ατελώς, με λιγότερες χημικές αντιδράσεις. Λιγότερο ραφιναρισμένες και με μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε όπιο. Λόγω του χρώματός τους, στη διεθνή των ναρκωτικών ονομάζονται και brown sugar. Περισσότερο αρρωστιάρα, η μπράουν σούγκαρ καταστρέφει τις φλέβες, ενώ και η χαρμάνα της (δλδ τα συμπτώματα στέρησης) είναι πολύ πιο επώδυνη. Μετά το μαγείρεμα, αφήνει ημιστερεά κατάλοιπα στο κουταλάκι, τα λεγόμενα μπάζα: μπορεί να είναι όπιο, σε μορφή λάσπης, συνήθως όμως πρόκειται για ουσίες νοθείας που δεν διαλύθηκαν. Γι' αυτό λένε πως ο πρεζάκιας μόνο στο κουτάλι βλέπει τι πράμα ψώνισε... Αν το μπάζο είναι όπιο, εννοείται δεν πάει στράφι. Ξαναβράζεται και ξαναματαβράζεται με ξινό: όλο και κάτι θα βγάλει, του πούστη. Το κάψιμο που προκαλεί είναι απ' τα λίγα.
Αντιθέτως, η περίφημη τάϊ (ταϊλανδέζικη πρέζα που παράγεται στο Χρυσό Τρίγωνο, κάτασπρη και κρυσταλλιζέ) διαλύεται με τη μία, χωρίς σχεδόν καθόλου μαγείρεμα. Αλλά που να βρεις τέτοιο μπερκέτι στην Ελλάδα...

  1. Μαγείρεμα, τέλος, είναι όρος που χρησιμοποιούν για να περιγράψουν τη δουλειά τους οι ασχολούμενοι με την τέχνη της χαρακτικής, οι χαράκτες. Υπάρχουν πάρα πολλά είδη χαρακτικής, κι αν εξαιρέσεις την απλούστατη ξυλογραφία σε πλάγιο ξύλο (π.χ. Τάσσος), σχεδόν όλα βασίζονται στη χρήση οξέων και άλλων χημικών (aqua-tinta, οξυγραφία, τσιγκογραφία σε πλάκα ψευδαργύρου κλπ). Πολύ συχνά θα ακούσεις χαράκτες να παρομοιάζουν τη δουλειά τους με κουζίνα. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά της χαρακτικής από τις αδελφές εικαστικές τέχνες της ζωγραφικής (πιο εγκεφαλικής, αν εξαιρέσεις αφηρημένους εξπρεσιονισμούς και action painting) και της γλυπτικής (που ενίοτε προσομοιάζει σε βαριά χειρωνακτική εργασία).

«Αδειάζει τη σκόνη σε ένα κουτάλι. Με μια χρησιμοποιημένη σύριγγα προσθέτει νερό και λίγο ξυνό, ένα χημικό παρασκεύασμα που αντικαθιστά το λεμόνι και χρησιμοποιείται στη μαγειρική. Μας εξηγεί ότι είναι απαραίτητο γαι να διαλυθεί η ηρωίνη. Τα ανακατεύει με ένα σουγιαδάκι κι ύστερα ανάβει έναν αναπτήρα κάτω από το κουτάλι. Σε μερικά δευτερόλεπτα το περιεχόμενο του κουταλιού αρχίζει και βράζει. Μια μαύρη ουσία σαν υγρή πίσσα εμφανίζεται στον αφρό. Ο Γιάννης λέει ότι είναι οι βρωμιές με τις οποίες νοθεύουν το ναρκωτικό»
Από εδώ.

  1. Η «κουζίνα» της χαρακτικής χρειάζεται πολλά προαπαιτούμενα που δεν είναι μόνο εικαστικά.
    Από εδώ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία