Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Εύγε νονέ acg, το λεξικό σ' ευχαριστεί για την πρότασή σου κι εγώ άλλο τόσο.

Μουνίλα λοιπόν, όπως είπε κι ο νονός, είναι η λέξη-βασίλισσα στο βασίλειο των -ίλα. Ευωδιαστή και βρωμερή βασίλισσα συνάμα και όχι σαν την κωλίλα που, βεβαίως, είναι μόνο δυσάρεστη (υποθέτω ακόμα και για τους κοπρολάγνους). Κατά κοινή παραδοχή όμως, δεν πρόκειται για καμιά υπέροχη οσμή, αλλιώς δεν θα τελείωνε σε -ίλα. Τό 'χουν αυτό όλες οι μυρωδιές που βγαίνουν από το σώμα ή όσες, όπως η φαγητίλα, κατευθύνονται προς αυτό. Η μουνίλα είναι μάλλον η μόνη σωματική μυρωδιά που ακόμα διατηρεί και θετικές πλευρές. Δεν τις έχει χάσει, όπως η ιδρωτίλα, η ποδαρίλα, η κωλίλα, η στοματίλα, κλπ. Σαν την φαγητίλα ή την ψητίλα, μπορεί να αρέσει και να προκαλέσει, τουλάχιστον μέχρι να περατωθεί η πράξη για την οποία σε καλεί. Μετά, όταν μένει πάνω σου, μπορεί και να γίνει εφιάλτης.

Είναι λοιπόν η μυρωδιά που βγαίνει από τα γυναικεία κολπικά υγρά και, κατ' επέκταση, απ' όλη την σχετική περιοχή του γυναικείου σώματος. Μπορεί να έχει μικρό βεληνεκές (δηλ. να πρέπει να φτάσουμε κοντά στην πηγή της για να την οσμιστούμε) αλλά και ευρύτατο, όπως όταν πχ. μπαίνουμε σε γυναικεία αποδυτήρια σε μέρα ζέστης, υγρασίας και συνωστισμού. Είναι κάτι αντίστοιχο της βαρβατίλας, με τη διαφορά ότι έχει μόνο κυριολεκτική σημασία ενώ η λέξη βαρβατίλα μπορεί να χρησιμοποιείται και μεταφορικά. Προσωπικά μου έχει τύχει να ακούσω μόνο από έναν άνθρωπο τη μεταφορική χρήση της λέξης («μου κάνει για μουνίλες αυτό το μέρος» είπε, και εννοούσε κάτι αντίστοιχο του αρχιδόκαμπου). Η λέξη χρησιμοποιείται στον πληθυντικό για εμφατικούς λόγους ή υποτιμητικά (βλ. παρ. 2)

Θετική όψη του φαινομένου:
η φρεσκοσαπουνισμένη ή αρωματισμένη μουνίλα (η γκόμενα μόλις έχει βγει από το ντους), όπου το σαπούνι υπερτερεί της σωματικής μυρωδιάς
η φρέσκια ή νεανική (η γκόμενα δεν είναι πάνω από 22), όχι τόσο βεβαρημένη από ουσίες συσσωρευμένες στον οργανισμό από τον χρόνο η μουνίλα της καβλοπυρέσσουσας γυνής (πρώτο πράμα, σε ποσότητα, άρα πάει έτσι και με την οσμή. Χτυπάει κάθε νεύρο της αντρικής ύπαρξης)
η μουνίλα υγιεινής διατροφής (της γυναίκας που τρέφεται μόνο με καρατσεκαρισμένες τροφές που κάνουν το μουνόχυμα να ευωδιάζει και μόνον. Σπάνιο είδος που συνεπάγεται μάλλον υστερική γκόμενα αλλά δεν μπορείς να τα έχεις όλα.)

Η αμφισβητούμενη όψη του φαινομένου:
η μουνίλα της αγάμητης (άσπιλη, ανόθευτη, ιδανική, ή μήπως μπαγιατεμένη και βρωμούσα;;;)
Η μουνίλα της παρθένας (το ότι μας φτιάχνει είναι ιδέα μας ή τό 'χει;;;)

Τέλος, για όσους αντέξουν, η αρνητική όψη του φαινομένου:
Η άπλυτη μουνίλα (ξινή, επιθετική, με έντονη την απομυρουδιά των ούρων)
η σπερματομουνίλα (συνδυασμός σπερματίλας και μουνίλας. Φτούκακα. Ιδιαίτερα την επόμενη μέρα.)
η των τελευταίων ημερών της περιόδου μουνίλα (καμένο ντουί)
η μετά από κατανάλωση ψαρικών και θαλασσινών μουνίλα, κυρίως μετά την πέψη (καμένο ντουί)
η μουνίλα του τσιγάρου - σε ηλικίες άνω των 40 (δημόσια ουρητήρια)
η αλκοολική μουνίλα (σε γυναίκες άνω των 50)
η ιδρωμένη μουνίλα (μετά από πολύωρο περπάτημα το καλοκαίρι)
και το χειρότερο: η άρρωστη μουνίλα (από μύκητες και λοιπούς επισκέπτες του αιδοίου)

Γενικά: όποια ουσία πίνει ή καταπίνει η γυναίκα, μυρίζει και στα υγρά της όπως και στα ούρα της -και το σαπούνι δεν βοηθάει ιδιαίτερα στην περίπτωση αυτή. Πώς όταν, γυναίκες- άντρες, κατουράμε κόκκινο μετά από παντζάρι; Ή καλύτερα: πώς, όσο και να πλύνουμε τα δόντια μας, η σκορδίλα παραμένει; Οι άντρες οφείλουν να έχουν υπ' όψιν πως, καμιά φορά, όταν η γυναίκα λέει όχι είναι γιατί έχει τους λόγους της τους οποίους δεν γίνεται να εξηγήσει και πως η περιέργεια σκοτώνει τη γάτα.

Για πολλούς άντρες κάθε είδος μουνίλας είναι ευπρόσδεκτο αρκεί που είναι μουνίλα.
Για πολλούς άλλους είναι καταναγκαστικό έργο η επαφή μαζί της.
Γνωρίζω και κάποιον ο οποίος σιχαίνεται το σαπουνισμένο και θέλει το άπλυτο.

Όσο για τις γυναίκες, δεν έχουν και την πιο άριστη σχέση μαζί της. Κάνουν ό,τι μπορούν να την καλύψουν, με αποτέλεσμα μερικές φορές να δημιουργούν γυναικολογικά προβλήματα εκ του μη όντος. Υπάρχουν κοπέλλες, κυρίως οι νεότερες, οι οποίες λόγω απειρίας και έλλειψης ενημέρωσης, κινούμενες από την επιθυμία «να μη μυρίζουν», κάνουν τακτικά εξωτερική αλλά και εσωτερική πλύση του κόλπου με αντισηπτικά, με αποτέλεσμα να ξηραίνεται ο κόλπος και να είναι πιο ευάλωτος σε μικρόβια πάσης φύσεως. Έτσι φτάνουν ακριβώς στο αντίθετο αποτέλεσμα.

Αλλά για να τελειώσουμε ευχάριστα, η μουνίλα κάνει ωραίο χαρμάνι στα χέρια με άρωμα και μυρωδιά τσιγάρου. Ακόμα κι αν τα χέρια έχουν πλυθεί, βαστάει αρκετή ώρα. Και είναι μια ωραία ανάμνηση της στιγμής που μόλις πέρασε. Ίσως να έπρεπε να λέγεται αλλιώς εν τοιάυτη περιπτώσει και να μη φέρει αυτό το -ίλα.

Βασανίζω το μυαλό μου μήπως παρόλη τη διατριβή κάτι έχω ξεχάσει, αλλά if so, πιστεύω πως θα συνεισφέρετε αν χρειαστεί...

  1. - Καλά είσαι σοβαρός, δεν έχεις κάνει ποτέ σου γλειφομούνι;
    - Όχι κι ούτε πρόκειται. Σιχαίνομαι τη μουνίλα.
    - Μεγάλε, θες βοήθεια εσύ...

  2. - Πλύνε ρε μαλάκα τα μούτρα και τα χέρια σου, θα μυρίζεις μουνίλες και θα σε καταλάβει η Φρόσω ότι ξενοπήδηξες...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χαζή έκφραση που δηλώνει απόλυτη αδιαφορία, με υπογραφή. Ήταν πολύ της μόδας κατά την δεκαετία του '80. Το «Στ' αρχίδια μας κι εμάς» παρουσιάζεται εδώ σαν να ήταν στίχος με την υπογραφή του ποιητή Κωστή Παλαμά. Παρόλο που δείχνει να κάνει συμπτωματικά ομοιοκαταληξία το όνομά του, μάλλον δεν είναι απολύτως τυχαία η επιλογή «εθνικού» ποιητή για τον... εθνικό αυτόν στίχο.

- Αν το κάνεις αυτό θα σου πούνε ότι είσαι μαλάκας...
- «Στ' αρχίδια μας κι εμάς, Κωστής Παλαμάς»...

βλ. και *X/ΜΟΥ, *x/m, στ' αρχίδια μου

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φορτώνω κάποιον με αγγαρεία, ήτοι εργασία άνευ πληρωμής. Στο Στρατό και όχι μόνο.

Συνώνυμα: χώνω, μπριζώνω / βάζω στη μπρίζα, καβατζώνω, ρίχνω μπαλάκι, χαντακώνω, μπιφτεκώνω, πήζω κάποιον, τρέχω κάποιον. Τα δύο τελευταία με την ενεργητική σημασία.

Εξ ου και «βυσμάτωμα» = χώσιμο, καβάτζωμα, τρέξιμο (π.χ. τον έχω στο τρέξιμο), πήξιμο (π.χ. τον έχω στο πήξιμο), μπιφτέκωμα, μπρίζωμα (κατά την 3η σημασία του Μέσιου ορισμού).

Το ρήμα απαντάται συνήθως ως παθητικό, με τον ίδιο τον βυσματωμένο να εκφράζει την ξενέρα και την αγανάκτησή του, πνέοντας μένεα κατά του βυσματοδότη.

[I]- Τον παλιόπουστα, με βυσμάτωσε να μεταφέρω αυτά τα κωλοβιβλία από το γραφείο του στην αποθήκη, γαμώ το Χριστό του!
- Έμ, κολλητηλίκια με τον καθηγητή μου 'θελες μωρή λουμπίνα...[/I]

Είναι εν προκειμένω ενδιαφέρουσα η αμφισημία του όρου βύσμα. Το να έχεις βύσμα (άκρη, δόντι, γωνία) είναι ευλογία, πολλώ μάλλον στις αντίξοες συνθήκες του Στρατού. Το να σε βυσματώνουν είναι, αντιθέτως, κατάρα. Το ίδιο παρατηρείται και με ορισμένα συνώνυμα, όπως το καβάτζωμα: καβατζωμένος νοείται συνήθως ο βολεμένος, είναι όμως και ο χωμένος, αυτός δλδ του οποίου ο πολύτιμος ελεύθερος χρόνος καβατζώθηκε, σφετερίστηκε από κάποιον άλλο.

Trivia - διαβάζετε με ευθύνη σας. Iστορικά, η αγγαρεία ως εργασία άνευ ανταλλάγματος, είναι μια εκ των υποχρεώσεων των δουλοπαροίκων (serfs), σε φεουδαλικά - δουλοπαροικιακά καθεστώτα. Oι serfs, όντας δεμένοι με τη γη που τους παραχωρήθηκε από τον άρχοντα - χωροδεσπότη, έχουν την επιπρόσθετη υποχρέωση να προσφέρουν άνευ αμοιβής εργασία, στο ιδιόκτητο κτήμα του αφέντη (reserve), για ορισμένες μέρες το χρόνο (συνήθως 21).

  1. - ...το γνωστό «βυσμάτωμα» των γιατρών-επιμελητών των Κ.Υ και Π.Ι., των αγροτικών γιατρών και των ειδικευόμενων. [...] Καλούνται να εφημερεύουν 15-18 ημέρες το μήνα και να εκπαιδεύονται στου «κασίδη το κεφάλι» χωρίς την παρουσία τις περισσότερες φορές των εκπαιδευτών τους - επιμελητών.
    (από εδώ)

  2. Αυτο βεβαια, σημαινει πως πλεον υπαρχουν δυο ειδων praetoriani, με εντελως διαφορετικους ρολους και βυσματωμα. Απο τη μια, ειναι οι αστυνομικοι που φυλανε τους πατρικιους, τους οποιους καποιοι ρατσισται και σεξισται τους ονομαζουν κοροιδευτικα φιλιπινεζες. Απο την αλλη, ειναι οι αστυνομικοι που ξυλοφορτωνουν τους αναιδεις πληβειους, τους οποιους καποια κωλοπαιδα τους ονομαζουν μπατσους-γουρουνια-δολοφονους, παρατσουκλι τελειως αδικο αφου τα γουρουνια ειναι γλυκουλικα ζωακια, και οποιος δεν με πιστευει να δει την ταινια Babe.
    (Από εδώ)

  3. Υγειονομικό, παρουσιάστηκα Μεσολόγγι, Τεχνικός Αποθηκάριος. :o
    Πραγματικές ειδικότητες:
    Ελαιοχρωματιστής πυροσβεστικών φωλεών (τις επισκεύασα - έβαψα όλες, σε δύο στρατόπεδα)
    Τηλεφωνητής (βυσμάτωμα από τους παλιούς επί ένα μήνα) (από εδώ)

wanted: καταζητούμενος ή επιθυμητός; (από BuBis, 28/09/09)μη με βυσματώνεις ρε γαμώτο... (από BuBis, 28/09/09)χωριανοί! αδικήθηκε ο μπλακτζόνης! (από BuBis, 28/09/09)Είναι ατομο ο έλεκτρον; Η μήπως έιναι συγγραφική ομάδα, όπως αναφέρει στο τρίτο του σχόλιο;  (από GATZMAN, 28/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται από το κάφρος. Υποτιμητικός ορισμός προς άλλους ή καταστάσεις. Σημαίνει μαυρίλα ή, ενίοτε, αναφέρεται στην ιδιαίτερη οσμή ιδρώτα του μαύρου δέρματος.

Ουρά στα ταμεία μιας κλεφτοτράπεζας (το όνομα διαλέξτε το κατά το δοκούν, after all όλες ίδιες είναι):
- Ρε Μητσάρα, τι γίνεται εδώ ρε; Μέχρι στην είσοδο είναι η ουρά!
- Ναι ρε φίλε, πάμε να την κάνουμε, δεν αντέχω τέτοια καφρίλα…

(από Vrastaman, 28/11/09)

Οι νεότεροι σλάνγκοι ας εκλάβουν τον ορισμό, το παράδειγμα αλλά τα σχόλια του λήμματος αυτούνου ως οδηγό για το πώς [i]δεν πρέπει να λημματοδοτεί[/i] κανείς το σλανγκρρρ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σ’ εμάς το τσιμέντο ήρθε από το τούρκικο çimento και ετυμολογείται από το λατινικό caedere: τέμνω / κόβω.

Έκφραση που προέρχεται από τα σινάφια κυνικών πολιτικών, ανέμπνευστων αρχιτεκτόνων, μηχανικών, οικοδόμων, ακόρεστων οικοπεδούχων και οικοπεδοφάγων και λοιπών πάρα πολλών συνεμπλεκόμενων παραδόπιστων. Συμπούρμπουλοι, αντιμετώπισαν συνειδητά μονόμπαντα επιτακτικές οικιστικές ανάγκες, μπαζώνοντας και ταρατσώνοντας τα πάντα όλα σε βαθμό κακουργήματος.

Ανάγοντας ουσιαστικά τον όρο σε οικονομική πολιτική δεκαετιών, έγιναν υπεύθυνοι για το καρακιτσάτο βλαχομπαρόκ που κατέστρεψε τα ιστορικά κέντρα των πόλεων και μόλυνε αισθητικά και την ύπαιθρο, δυσχεραίνοντας κι υποβαθμίζοντας την καθημερινότητα όλων.

Σαν όρος αποτελεί διαστρέβλωση του «fiat lux» σε πολλά επίπεδα και μια από τις εκφράσεις που δίνουν καίρια –κατά τη γνώμη μου- το στίγμα του παρτάκια νεοέλληνα που αδυνατεί να πάρει κάβο τη διαφορά μεταξύ κέρδους και πλούτου.

Υπογραμμίζει: το ποιόν της οικολογικής του συνείδησης, το κοντόθωρο του βλέμματός του προς το μέλλον, το εγωκεντρικό της ύπαρξής του σε σημείο αυτισμού, την αποκοπή του από τη Φύση – Κόσμο σε σημείο υποβιβασμού της σε ντεκόρ, και στην τελική, την έλλειψη κουλτούρας κι αισθητικής.

Ως γνωστότατον, σημαίνει: «στ’ αρχίδια μου», «δε γαμείς;», «δεν πα’ να καεί / χαθεί», «σιγά μη κάτσω να σκάσω», ζαμανφού, χέστηκα, «δεν πειράζει», «δε βαριέσαι» και όλα τα σχετικά ωχαδερφικά και σταρχιδικά που δηλώνουν πλήρη αδιαφορία.

Όμως επιπλέον όσων έχουν καταγράψει Τριαντάφυλλος και Μπάμπης, έχει φτάσει να σημαίνει και:

--- «ντέφι να γίνει», «τέλος πάντων», «περασμένα ξεχασμένα» τα οποία εισάγουν μια απόχρωση μεγαλοψυχίας κι ανωτερότητας που, σε διαπροσωπικό επίπεδο, μπορεί μεν να οδηγεί σε πολύ μεγάλα πράγματα, σε πολιτικοκοινωνικό επίπεδο δε, δίνουν κώλο στην ατιμωρησία, καταργώντας κάθε επίφαση ντεμέκ δημοκρατίας, οπότε επιπλέουν μόνο μιζοκινούμενοι φελλοί με κληρονομικό χάρισμα και το σινάφι τους.

Και βέβαια αυτή η γονιδιακή (;) ανικανότητα αντίληψης του ποιος είναι ποιος και του τι είναι σοβαρό και τι όχι, γνωστή αναντάμ παπαντάμ («Ἕλληνες ἀεὶ παῖδές ἐστε, γέρων δὲ Ἕλλην οὐκ ἔστιν» -ο γέρος φέρει και μια άλω σοφίας), μαζί με σακατεμένο σκληρό –στον οποίο επένδυσε κάποτε φανερά διαβόητο πολιτικό βαμπίρ- και με πρωτοπόρα παιδεία, ανοίγουν το δρόμο στην εύκολη χειραγώγηση πάρα πολλών -νταξ, με τη βοήθεια δολίων ΜΜΕ -από πολύ λίγους εντός κι εκτός, αφού τηρηθούν, βεβαίως-βεβαίως, τα απαραίτητα προσχήματα προς εσωτερική κατανάλωση. Όχι πως πολλοί δεν την έκοψαν τη δουλειά, αλλά το status quo φευ, κλωνοποιείται ευκολότερα απ’ όσο κλονίζεται.

---Στο στόμα μαφιόζου με μεταπτυχιακό στην άπω Εσπερία, ηχεί αμετάκλητα θανατηφόρο για το υποψήφιο θύμα.

  1. Όταν η αστυνομία δεν μπορεί να περιφρουρήσει τα σπίτια της, που είναι τα αστυνομικά τμήματα, θα κάτσει ν ασχοληθεί με τη βία στα γήπεδα; Τσιμέντο να γίνει.
    (διεκπεραιωτικά)

  2. Αν οι «δουλειές» πάνε καλά, τότε τσιμέντο να γίνει το Κυπριακό, η κυριαρχία στο Αιγαίο ή η Μακεδονία και οι διεκδικήσεις των Σκοπιανών.

  3. Γι’ αυτό, για τις ανομίες που έκανε η κυβερνώσα παράταξη τα τελευταία 5,5 χρόνια, να μην πούμε κύριοι «τσιμέντο να γίνει», αλλά, να τούς καλέσουμε να πληρώσουν για τα εγκλήματά τους

(όλα από το δίχτυ)

  1. -Νονέ μου, κερατώνει το αθώο το μωρό μου μ’ εκείνο το τσουλί τη Λίλιαν.
    -Καλά! Θα του σπρεχάρω δυο φωνήεντα.

-Φαξάρισε στου Βουβού τη φωτό και στείλε μήνυμα: «τσιμέντο να γίνει».
-Στο Μπάμπη;
-Ποιον άλλον; Και τσακίσου φέρε τη Λίλιαν.
-O.K., Ντον!


Μακάβριο: Τσιμεντωμένο πτώμα κάτω από τζακούζι, σε οικία στο Μαρούσι!

(εμπνευσμένο απ’ την πραγματικότητα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(... ο λόγος το λέει, έτσι;)

Παθητική φωνή του γαμάω, βλ. ορισμό. Επίσης πρβλ. την μεγάλη (αλλά όχι πλήρη) καταχώρηση του Τριανταφυλλίδη. Παρακάτω συμπεριλαμβάνω τόσο σλανγκ όσο και μη σλανγκ σημασίες, για λόγους πληρότητας.

γαμιέμαι

1. Πρώτον και κύριον, κάνω σεξ δεχόμενος /-η διείσδυση. Κάνω σεξ με ρόλο παθητικό, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στο μυαλό του καθένα που χρησιμοποιεί το ρήμα.

i. - Α, φιλενάδα, εμένα όταν γαμιέμαι μου αρέσει να μου χαϊδεύει το στήθος και να με τραβάει από τα μαλλιά...
- Πώς δηλαδή;

ii. - Μπαίνω μέσα και τον πιάνω να γαμιέται με τον κολλητό του!
- Ουγκχ... Ε τον Μπάμπη...Πούστηδες και παλικάρια γίναμε μαλλιά-κουβάρια...

iii. - Στις τουαλέτες του Skandinavik έχω κάνει αμαρτίες εμένα που με βλέπεις...
- Μωρή! Γαμήθηκες σε τουαλέτα;
- Όχι, αλλά κάτι τσιμπουκάκια τά ’χω πάρει...

2. Κάνω σεξ ασχέτως «ρόλου», τόσο για άντρες ή γυναίκες, ετεροφυλόφιλους ή ομοφυλόφιλους. Κυρίως στον πληθυντικό.

- Μ’ αυτήν την γυναίκα την είχα καταβρεί, ίσως ήτανε χημεία, δεν ξέρω. Γαμιόμασταν συνέχεια και γουστάραμε, πέντε λεπτά να μας άφηνες, θα ορμούσαμε ο ένας στον άλλο. Ήταν μια περίοδος που κλεινόμασταν στο σπίτι και βγαίναμε μόνο για προφυλακτικά.

3. Έχω μια σεξουαλική σχέση με κάποιον ή κάποια. Η νοηματική έμφαση στο σεξ ενίοτε υποχωρεί, κυρίως όταν μιλά κάποιος σαν αντικειμενικός παρατηρητής. Τότε σημαίνει απλώς την «ερωτική» σχέση δύο προσώπων, οπωσδήποτε και σεξουαλική, αλλά όχι μόνο. Η εξειδίκευση και ο τυχόν ηθικός χρωματισμός που προσδίδει ο ομιλών διακρίνεται στα συμφραζόμενα (συν/μο: τραβιέμαι).

i. - ... την περιπτερού έμαθα ότι τότε την πηδούσε ένας σερβιτόρος απ’ το μπαράκι απέναντι, αλλά μετά τους έπιασε στα πράσα η γκόμενά του και το διαλύσανε. Τώρα γαμιέται μ’ ένα μυστήριο τυπάκι με ένα μπλε Λαγκούνα και...
- Τι μπλε λαγκούνα και μπλου λαγκούν! Πού νοίκιασες σε ρώτησα, όχι τα σεξουαλικά της γειτονιάς σου!

ii. - Την πρώτη μου δουλειά έτσι την είχα πιάσει, επειδή ο φάδερ μού ’κοψε το χαρτζηλίκι.
- Γιατί;
- Ε, τότε γαμιόμουνα με μία από το φιλοσοφικό και είχα γράψει εξεταστικές και βιβλία στ' αρχίδια μου...

iii. - Για πες, στην πολιτική δικονομία με ποιον να κάτσω για αντιγραφή;
- Ή με τον Μπονάντζα, ή με την Μαίρη, και οι δυο δυνατοί είναι.
- Ποια Μαίρη, την ψηλή;
- Όχι την ψηλή, την άλλη, αυτήν που γαμιέται με τον Γιώργο τον πασπίτη.
- Α, οκ.

4. Είμαι άντρας ομοφυλόφιλος, είμαι πούστης, κυρίως ως επισήμανση μεταξύ τρίτων για τον σεξουαλικό μου προσανατολισμό.

- Αυτόν τον Χαρίλαο πώς τον κόβεις, γαμιέται;
- Το σηκώνει το σακάκι, χαλαρά.

5. Ξηγιέμαι σκάρτα. Αθετώ υπόσχεση. Δεν ανταποκρίνομαι σε δικαιολογημένες προσδοκίες. Εμφανίζω καταστροφικά προβλήματα (ιδίως για άψυχα).

i. - Λοιπόν, εγώ από βδομάδα θα λείπω, να ξέρεις...
- Τώρα γιατί γαμιέσαι; Πήρα εγώ ποτέ άδεια σε τέλος εξαμήνου; Όλες τις εγγραφές εγώ θα τις κάνω δηλαδή;

ii. - Να σου πω, δεν την κάνεις την μετακόμιση το άλλο σουκού γιατί μου βγήκε μια δουλίτσα;
- Μη γαμιέσαι, αφού μου τα μιλήσαμε. Ή μιλάμε ή κλάνουμε. Έχω ήδη κανονίσει με το φορτηγό, τι θα τους πω τώρα;

iii. - Το βράδυ πάμε για κάνα ποτάκι;
- Άρχισες τα δικά σου ρε υποσχεσάκια; Αφού πάλι θα γαμηθείς και θα την κάνεις με ελαφρά πάνω στο καλύτερο...

iv. - Να φέρω ταινιούλα να δούμε σπίτι σου;
- Άσε καλύτερα γιατί το πισί μου γαμιέται συνέχεια, μια το ντιβιντί, μια η κάρτα γραφικών, σου σπάει τα νεύρα.

6. Ιδίως σε στιγμιαίους χρόνους: ξεκωλώνομαι, παρουσιάζω μεγάλη κωλοφαρδία σε μια κατάσταση, στέκομαι ιδιαίτερα τυχερός.

- Πώς πάει το παιχνίδι;
- Ε πώς να πάει, γαμηθήκανε στα τρίποντα οι άλλοι, νταμπλ-σκορ μας έχουνε...

7. Υβριστικά, χωρίς κυριολεκτική σημασία (όπως όλες οι βρισιές). Η ευρεία διάδοση της χρήσης αξίζει μιας μικρής ανάλυσης:

i. Στην προστακτική, συνήθως ακολουθώντας επιφώνημα. Βλ. άι γαμήσου, άντε και γαμήσου.

- Πού ’ν’ τα δελτία ρε σκουλήκι;
- Άντε γαμήσου ρε λαχαναγορίτη, μπινέ.

ii. Στην οριστική ενεστώτα.

- Για μίλα ρε σκατόφλωρε να δούμε πώς μιλάς!
- Γαμιέσαι ρε μουνί!

iii. Σε δευτερεύουσα τελική πρόταση, εξαρτώμενη από ρήμα κίνησης.

- Εγώ πάντως πιστεύω ότι μπορούμε να τα βρούμε και...
- Να πα’ να γαμηθείς! Δεν έχουμε να βρούμε τίποτα.

iv. Σε παγιωμένες φράσεις: δε γαμιέσαι (λέω ’γω);, δε γαμιέσαι να κάνεις καριέρα;, δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσεις;, άντε γαμήσου ρε να βγάλεις όνομα, γαμήσου παραπέρα, ιά και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου, σάλτα και γαμήσου και φέρε μου τα ρέστα, τράβα γαμήσου και φέρε μας και τις εισπράξεις, όταν γαμιέσαι κουνιέσαι;.

8. Εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι, καταταλαιπωρούμαι από κάτι. Παθαίνω ζημιά. Συντρίβομαι ψυχολογικά.

i. - Γιατί είσαι έτσι ψόφιος;
- Γαμήθηκα όλη μέρα στους δρόμους να βρω φορτιστή γι’ αυτήν μπαχατέλα.

ii. - Γεια χαρά, τι κάν-
- Αυτά τα pivot tables στο excel πώς στον πούτσο γίνονται; Έχω γαμηθεί από το πρωί, έχει πάει έντεκα και αύριο υποτίθεται ότι έχω παρουσίαση. Τα νεύρα μου, τα χάπια μου κι ένα ταξί να φύγω...

iii. - Μού ’βαλε ο εγκληματίας νοθευμένη βενζίνη και γαμήθηκε ο κινητήρας, βγήκε τελείως οφ.

iv. - Φίλος πάρε ένα μπουκαλάκι κι έλα από ’δω...
- Όπα ρε, ηρέμησε. Τι παίχτηκε;
- Εκεί που καθάριζα όμορφα κι ωραία τα ντουλάπια μου, βρήκα ένα άλμπουμ με φωτογραφίες της... Γαμήθηκα...

9. Αφοσιώνομαι σε κάτι με εντατικούς ρυθμούς, τρέχω με κάτι. Φτάνω στην υπερβολή με κάτι.

i. - Τι κάνεις αυτήν την περίοδο;
- Τίποτα φίλε, γαμιέμαι στην δουλειά, έχω μπει στο τριπάκι και γουστάρω αλύπητα.
- Μαζόχα...

ii. - Με τα φωτοβολταϊκά που έλεγες εντάξει;
- Μπα, ακόμα γαμιέμαι με τις προθεσμίες και τα κωλοδικαιολογητικά.

iii. - Πώς περάσατε χθες;
- Άστα, κωλοτρυπίδι έγινα, πάλι γαμηθήκαμε στα σφηνάκια με τους άλλους τους κοπρίτες...

10. Σε φράσεις (μη υβριστικές):

i. Λεξικογραφημένες στο slang.gr: Δε γαμιέται / να πα να γαμηθεί / δεν πα να γαμηθεί, γαμιέται ο Δίας, δε γαμείς που δε γαμείς, δε γαμιέσαι να γαμήσουμε κι εμείς;, εκεί που γαμιούνται οι αράχνες, υπόθεση γαμιόμαστε, οικογένεια γαμιόμαστε, χανόμαστε - γαμιόμαστε ένα και το αυτό, τώρα γαμιέσαι χαίρεσαι, στην γέννα θα τα πούμε / γαμιέσαι κόρη χαίρεσαι, μα θα 'ρθει η γέννα και θα δεις, μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι / κι οι Βλάχοι ή έμαθαν που γαμιόμαστε μας ήρθαν κι απ’ τη Σάμο / κι απ’ τη Χίο.

ii. άι γαμήσου!: Έκφραση κατάπληξης μπροστά σε κάτι που μας αφηγούνται (συν/μο: άι στο διάλο!). Ενίοτε και ειρωνικά.

a. - Τά ’μαθες για τον τμηματάρχη; Τον παίρνει!
- Ά(ει) γαμήσου!
- Εγώ όχι, αυτός στάνταρ.

b. - Εσύ τό ’ξερες ότι ο Σούπερμαν είναι ο Κλαρκ Κεντ;
- Άι γαμήσου! Σοβαρά;

Τέλος, βλ. και: τραβογαμιέμαι, γαμημένος, κακογαμημένη, στραβογαμημένη, ναι το γαμημένο, γαμιοντουστάντενε.

11. Στον πληθυντικό και σε στιγμιαίους χρόνους: μετέχω σε συμπλοκή, φραστική ή με χειροδικίες, από την οποία κανείς από τους συμμετέχοντες δεν βγαίνει αλώβητος. Εκδηλώνω οργή με αφορμή μια διαφορά μου με άλλον και σκοπό την εκτόνωσή μου, τον εκφοβισμό του άλλου και την οριοθέτηση των θέσεων που δεν σκοπεύω να εγκαταλείψω. Συνήθως σαν απειλή και μάλιστα ακολουθούμενο συχνά από τον τοπικό προσδιορισμό «εδώ μέσα».

i. Από εδώ:
- Βγάλε τη μούρη μου από τα αβατάρ Αλέξανδρε μη γαμηθούμε εδώ μέσα!
- Σπόρε το έχω τρία χρόνια τώρα δε θα το αλλάξω επειδή σου τη βάρεσε. Άντε στη μανα σου τώρα.

ii. Από εδώ:
Η υπομονή μας τελείωσε. Να κόψουν το λαιμό τους και να παίξουν μπάλα. Άντε μη γαμηθούμε καμιά ώρα.

Σ.σ: Γαμήθηκα να τον φτιάξω τον ορισμό, μη γαμηθείτε. :-D

Θεόδωρος Πάγκαλος, "Δε γαμιέσαι πρωί-πρωί". (από patsis, 15/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το παρακάτω απάνθισμα αρχαίων μπινελικίων προέρχεται από εδώ, από εκεί κι από αλλού.

ἁβροβάτης: λουγκρίτσα με κουνιστό βάδισμα [> αβρός (τρυφερός) + βαίνω (προχωρώ)]
ἁβροβόστρυχος: λουγκρίτσα με κοριτσίστικα κοτσιδάκια κοτσίδες (> αβρός (τρυφερός) + βόστρυχος (κοτσίδα))
ἀγγεῖον: μουνί
ἄμβων: Το μουνόχειλο [> ανά + βαίνω]
ἄντρον: η σπηλιά, το μουνί
ανασεισίφαλλος: η φραπεδιάρα (> ανασείω + φαλλός)
ἀνασύρτολις: η Άντα που κάνει τα πάντα ἀπεψωλημένος: ο αισχρός, ο ξεψωλιάρης. ἀπόψυγμα: σκατό [> αποψύχω (αφήνω κάτι να κρυώσει] ἀποψωλέω: επιδεικνύω την βάλανο την ψωλής μου όπου βρω, λατινιστί: praeputium retrahere alicui [> ψωλή]
ἄροτος: το γαμήσι [> όργωμα]
ἄτρητον: το ξεσκισμένο μουνί [α- επιτακτικό + τρωτόν]

βδέω: κλάνω [> βρωμάω]
βληχώ: το μουνάκι [ > βληχή (αρνάκι μαλλιαρό)]
βορβορόπη: Βρωμομούνα ή βρωμόκωλη (> βόρβορος + οπή) βουβονιῶ: καβλώνω[> βόμβων (πρήξιμο)]
βρῦσσος: μουνί-αχινός [> βρύσσος (αχινός)]
βυττός: μουνί-βαρέλι [> βυττός (βαρέλι)]

γεῖτον: μουνί-μαχαλάς
γίγαρτον: κλειτορίδα [> γίγαρτον (κουκούτσι σταφυλιού)]
γλωττοδεψέω: το γλειφομούνι [> γλώττα + δεψέω (κάνω μαλάξεις)]
γογγύλη: το καλοσχηματισμένο βυζί [> ολοστρόγγυλη]
γυναικοπίπης: ο μπανιστιρτζής [> γυναίκα + οπιπτεύω]

δέλτα: το μουνί, λόγω σχήματος και γονιμότητας.
δελφύς: το μουνί [> βολβός, αγριοκρεμμύδο]
δίδυμος: το αρχίδι [> δις]
διθυραμβοχάνα: το ραψωδικό μουνί-βόρβορος
δορίαλλος: το μουνί
δέλτα: το μουνί
δρομάς: τροτέζα [> δρόμος]

ἑδρόστροφος: πούστης που σου τουρλώνει τον κώλο του [> έδρα + στρέφω]
εἰλίπους: γκομενα που λικνίζει τους γλουτούς της.
ἐκμιαίνω: χύνω [> εκ + μίασμα]
ὲπανθούσα: το ανθηρόμουνο
ὲπιδερμίς: το μουνί
ἐσχάρα: το μουνί [> από το ρήμα ίσχω (εμποδίζω)]
εὔπυγος: γκόμενα με κώλο αναφοράς [> ευ + πυγή]
εὔστρα: το μουνί [εύστρα = σφαγείο όπου καψαλίζουν τα ζώα]

ἡδονοθήκη: το μουνί

θύρα: το μουνί

ἴακχος: το βακχικό ή τραγουδιστό μουνί
ἱπποπόρνος: Πληθωρική πουτάνα, έφιππη πουτάνα
ἰσθμός: το μουνί που σέρνει καράβι

κασσωρίς: πουτανίτσα [> κάσις (αδελφός, εταίρος)]
κῆπος: το μουνί[ > κήπος (μεταφορικά μουνί)]
κίνουρης: αυτός που περπατά κραδαίνοντας την ψωλή του σαν γύφτικο σκεπάρνι [> κινέω + ουρά]
κόκκος: η κλειτορίδα
κοσμάριον: το μουνί-στολίδι [κοσμάριον = στολίδι]
κτένιον: το μουνί-εδώ-ο-κόσμος-χάνεται
κύντερος: ο αναίσχυντος, ο κοπρίτης [> κύων]
κυσαρόν: το μουνί [> κυσανώ (γαμώ)]
κῦσθος: το μουνί [> κυσανώ (γαμώ)]
κυσολαμπίς: το φωτεινό μουνί [> κυσανῶ (γαμώ)]
κύων: η ψωλή [ > κύω (γεννώ)]

λαικαστής: ο έκφυλος [ > λαι (επιτατ.) + πασχητιάω (επιζητώ μίξη παρά φύση)]
λέχριος [ > λέχριος (λεχρίτης)]
λεωφόρος: η πουτάνα
ληκώ: Η ψωλή λοπάς: το μουνί [> λοπάς (πιάτο)]
λόχμη: το τριχωτό μουνί [> λόχμη (θάμνος)]

μανιόκηπος: γκόμενα νυμφομάνα [ > μανία + κήπος (μουνί)]
μέλαθρον: το μουνί
μῖνθος: το σκατό (> μίνθος (ανθρώπινο περίττωμα)
μύζουρις: η τσιμπουκλού[> μυζάω + ουρά (πέος)]
μυλλός: το μουνί [> μύλλος (χείλος)]
μυρρῖνον: το τριχωτό μουνί [> μύρρα (μυρτιά)]
μυρτοχειλίδες: το μουνί μου μοχχοβολάει
μῦσχος: το αφιλόξενο μουνί [> μύσις (κλείσιμο χειλιών)]
μυσχάνη: το αφιλόξενο μουνί [> μύσις (κλείσιμο χειλιών)]

ὄλεθρος: το μουνί

πανδοσία: Η Άντα που κάνει τα πάντα [> παν + δίδω]
πασιπόρνη: πόρνη που παίρνει τους πάντες
πελλάνα: το μουνί [> πέλλα (δέρμα κατεργσμένο)]
περιβασώ: η γυναίκα που καβαλάει τον άνδρα κατά το φίκι-φίκι [> περί + βαίνω]
πίττα: το μουνί με απ' όλα [> πίττα (κολλώδης ουσία, ρετσίνα)]
πιθηκαλώπηξ: ο μπαγαπόντης [> πίθηκος = αλώπηξ]
πλύμα: η ξεπλένω πουτάνα της εσχάτης υποστάθμης [πλύμα (ξέπλυμα)]
πορνοκόπος: ο μπουρδελιάρης
πορνομανής: ο μπουρδελιάρης
πόσθων: ο πουτσαράς [ > πόσθη (πούτσος)]
πτυχή: το μουνί
πτωχελένη: το φτωχομπινεδιάρικο πουταναριό πυγιστής: ο κωλομπαράς [> πυγή]
πύλη: το μουνί της κολάσεως

ῥαφανιδόω: χώνω ραπανάκια στον κώλο κάποιου. Αρχαία τιμωρία για την μοιχεία [ > ῥάφανος (ραπανάκι)]
ῥωποπερπερήθρας: ο φλύαρος, ξερόλας [> ρώπος (φτηνόπραγμα) + πέρπερος (φλυαρία)]

σλακανδρος: το μουνί
σαυλοπρωκτιάω: περπατάω κουνώντας τον κώλο μου.
σαῦλος: ο κουνιστός, η κουνίστρα.
σκύλλη: πουταναριό, σκυλί.
σποδηριλαύρα: σκατοφάγος [σποδή (καταβροχθίζω) + λαύρα (απόπατος)]
σῦκον: το προσφιλές σε όλους μουνί.

τέτανος: η ψωλή η καυλωμένη τιτίς: το μουνί (κυριολεκτικά, το πουλάκι που κελαηδά)

χαλκιδῖτις: η πολύ φτηνή πουτάνα, αυτή που εκδίδεται για ένα χάλκινο νόμισμα.
χοιροπωλεώ: γουρουνιάρα καριόλα [> χοίρος]

- ΕΥΜΕΝΙΟΣ: Αφού γλωττόδεψε την εύπηγο πλην βορβορόπη Λάουρα, η κασσωρίς Λίλιαν μου ξηγήθηκε πιθηκαλώπηκομυζουριά ! Έφτυνα αποψύγματα !

- ΠΕΡΙΚΛΗΣ: Τουλάστιχον εμείς οι λαικαστοί αβροβάτες πλένουμε την ληκώ τα δίδυμά μας πριν! Λέμε τώρα...

« Ω πασιπόρνη και κάπραινα και σαπρά...» (Έρμιππος, απόσπασμα)

«Ειπέ μοι, ω πόσθων εις τον σαυτού πατέρ’ άδεις;» (Αριστοφάνης, Ειρήνη)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι είναι. Τα πάντα είναι στο χέρι μας, εκτός από το τέλος μας. Το λεγόμενο αυτό προήρθε (νομίζω) από έναν κουτοπόνηρο χωρικό επί τουρκοκρατίας που θέλησε να γελοιοποίησει έναν Τούρκο αξιωματούχο, κρατώντας μέσα στη χούφτα του έναν ζωντανό σπουργίτη και ρωτώντας τον Τούρκο αν το σπουργίτι ήταν ζωντανό ή πεθαμένο. Αν ο Τούρκος του απαντούσε πεθαμένο, τότε απλά άνοιγε τη χούφτα του και το πετεινό θα πέταγε μακριά. Αν του έλεγε ο Τούρκος ζωντανό, ο κουτοπόνηρος χωρικός απλά θα έσφιγγε την χούφτα του και θα σκότωνε τον σπουργίτη.

Και ο Τούρκος του απάντησε: «Αν είναι ζωντανό ή όχι, είναι στο χέρι σου.»

Σαν αρχή λοιπόν το δεχόμαστε μια και το λέμε συχνά, αλλά και σε όποιον αναρωτιέται αν θα τα καταφέρει κάπου ή σε κάτι που κάνει.

Πράγμα που μας φέρνει στο άλλο αρχαιοελληνικό ρητό «το θέλειν εστί δύνασθαι» (όποιος θέλει μπορεί).

Και πραγματικά, αν θέλεις κάτι στην ζωή και το θες πραγματικά, θα γίνει (no matter what). Προσοχή όμως θέλει το τί εύχεται κάποιος, διότι παύει να είναι στο χέρι του, μια και υπάρχουν και άλλοι που εύχονται και επιθυμούν διάφορα που ίσως έρχονται σε αντιπαράθεση με τα δικά σου «θέλω» (αν ο θεός άκουγε τα κοράκια, θα μας είχε πεθάνει όλους) και τότε πάμε σε σύγχυση στο σύμπαν που, συνωμοτώντας να δώσει τα νικητήρια νούμερα του λόττο σε έναν που το εύχεται, δεν ξέρει τι να κάνει (το σύμπαν), διότι πολλοί είναι αυτοί που τα ζητιάνε τα νούμερα. Κι έτσι, τον πούλο όλοι. Να λοιπόν πώς βγαίνει τζακ ποτ τόσο συχνάκις.

- Λαμπάδα έταξα στον άγιο να μου φανερώσει τα νούμερα του λόττο,
αλλά τίποτα μωρή Μαρίκα...

- Άσ΄τα Τούλα μου, δεν το ζήτησες με δύναμη και ζέση αρκετή (τι λες μωρή καραπουτανάρα που θα σου φανερώσει εσένα τα νούμερα Άγιος, σε έμενα θα τα φανερώσει την επόμενη φορά), στο χέρι σου είναι χρυσή μου, στο χέρι σου. Άμα το θέλεις, έλεγε η μάνα μου, το μπορείς.

Δυσλεκτικοί υπήρξαν και οι Einstein, da Vinci, Churchill και J.F. Kennedy (από Vrastaman, 03/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ψευδο-αυθεντία. Το να παρουσιάζεται κάποιος ως αυθεντία στο είδος του με σκοπό να προσελκύει θαυμαστές, οπαδούς και «μαθητές», χωρίς βεβαίως να το αξίζει, ίσα-ίσα το αντίθετο.

Πρακτική την οποία χιλιάδες άσημοι ή διάσημοι τσαρλατάνοι έχουν εφαρμόσει με εξαιρετική επιτυχία από τις απαρχές του ανθρώπινου πολιτισμού. Πρακτική η οποία δεν πρόκειται ποτέ των ποτών να εκλείψει, όσο ο άνθρωπος είναι εξαρτημένος από την έννοια του (όποιου) Πατέρα, δηλαδή κάποιου ανώτερου, από τον οποίον εξαρτάται η μοίρα του και η σωτηρία του σώματος, την τσέπης του ή της ψυχής του. Και στην εξάρτηση αυτή, η γνώση και η παιδεία δεν βοηθάνε παρά ελάχιστα, δυστυχώς.

Για να πουλήσεις γκουριλίκι, πρέπει να κάνεις τα εξής:

α. Να μην το πουλήσεις. Δηλαδή να μη φαίνεται ότι έχεις κάποιο κέρδος απ' όλη αυτή την ιστορία (οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, προσωπικό –τόνωση του Εγώ– κλπ). Ίσα-ίσα, να δίνεις την εντύπωση ότι το κάνεις Μόνο για το καλό του άλλου, επειδή τον νοιάζεσαι και είσαι δω γι' αυτόν.

β. Να βρεις τι ακριβώς «ζητάει ο κόσμος». Να εξετάσεις πολύ καλά τον περίγυρό σου και να ξεκινήσεις απ' αυτόν. Σιγά-σιγά, αφού έχεις κάνει ένα άλφα όνομα, ανοίγεις τον κύκλο σου.

γ. Να παρουσιαστείς ως προφήτης της όποιας αλλά μοναδικής αλήθειας στον τομέα που «εκπροσωπείς» (θρησκεία, οικονομία, πολιτική, ιατρική, άστρα, στη δουλειά σου, στην τέχνη σου, σε οτιδήποτε). Εδώ θέλει κάποια προσοχή: πρέπει ο-πωσ-δήποτε να ακουμπά η ψευδο-θεωρία σου όχι μόνο στις εκάστοτε ανάγκες του κόσμου, αλλά και σε κάτι που είναι, αντικειμενικά, σωστό, ορθό, σοφό, βαθύ, δουλεμένο από την ανθρώπινη σκέψη, γνωστό σε όλους, κλπ. Αλλιώς δεν θα πιάσει το ποτ-πουρί που ετοιμάζεις. Επίσης, το ψήγμα πραγματικής αλήθειας που περιλαμβάνει η μπούρδα σου, πρέπει, παρότι γνωστό σε όλους, να είναι και δυσερεύνητο. Πρέπει να είσαι πέρα για πέρα σίγουρος και να επαφίεσαι στην τεμπελιά ή στη δυσχέρεια του άλλου να κάτσει να ψάξει σε βάθος την σχέση που έχουν οι κοτσάνες σου με τις 1-2 ξαναμασημένες σοφές κουβέντες που αμολάς.

δ. Να εστιάσεις την απόδειξη της «αλήθειας» αυτής σε ένα φαινόμενο σπάνιο, αξιοπρόσεχτο, εξαιρετικό, ασύγκριτο, το οποίο σε χαρακτηρίζει. Αυτό μπορεί να είναι είτε φτιαχτό (σικέ) ή πραγματικό: κάποιο θαύμα, κάποιο στυλ, κάποιο σωματικό ελάττωμα ίσως, κάτι μικρό αλλά ξεχωριστό. Αυτομάτως τότε, όλοι θα συνδυάσουν μέσα στο ηλίθιο (= εξαρτημένο) μυαλό τους την εικόνα του στοιχείου αυτού με τα λόγια «αληθείας» που εκφέρεις –και σιγά-σιγά θα πάψουν να επιτρέπουν στη λογική να παρεμβαίνει.

ε. αμέσως μετά, πρέπει να εκμηδενίσεις με το γάντι (= με πατρικό, πλην αλλ' όμως εξαιρετικά απαξιωτικό ύφος) τις όποιες πραγματικές –άρα επικίνδυνες για να αποκαλυφθείς– γνώσεις αυτών που προστρέχουν σε σένα. Μπορεί να είναι ικανότεροι από σένα, είναι το πιο πιθανό. Όμως, για χ λόγους, έχουν την ανάγκη σου. Άρα τους έχεις στο χέρι. Είναι εύκολο λοιπόν να τους αναιρέσεις στα ίδια τους τα μάτια. Όλοι είμαστε λίγο ή πολύ του ενοχικού, άρα με το που θα μας κομπλάρει κάποιος λέγοντάς μας ότι οι απόψεις μας είναι αποτέλεσμα προσωπικής αδυναμίας και ανασφάλειας και όχι αληθινές γνώσεις, τσιμπάμε και υποτασσόμαστε σε αυτόν που «ξέρει».

στ. Τέλος, να επεκτείνεις την επιρροή σου και προς τους εχθρούς σου, έχοντας ανακαλύψει πρώτα το ευαίσθητο σημείο τους και κάνοντας πάλι τα ίδια.

Γκουριλίκι έχουν πουλήσει πολιτικοί, στοχαστές, καθηγητές, θρησκευτικοί εκπρόσωποι, αλλά και καθημερινοί άνθρωποι που φουσκώνουν το προφίλ τους στα μάτια του άλλου όσο δεν πάει. Το γκουριλίκι είναι αποτέλεσμα προσωπικού κόμπλεξ και απωθημένου προς τους άλλους, σε συνδυασμό με την ικανότητα που έχεις (αλλιώς δεν παίζει) να «διαβάζεις» τον άλλον σαν ανοιχτό βιβλίο και την γερή σου μνήμη (= συσσώρευση πληροφοριών).

Στις αρχές του γκουριλικίου έχει βασιστεί η προπαγάνδα (πολιτική, θρησκευτική), η λαοπλάνη, η διαφήμιση, οι λυκοφιλίες, διανοητικά, καλλιτεχνικά, στοχαστικά ρεύματα και τάσεις, τέσπα ένα τεράστιο μέρος του ανθρώπινου πολιτικού και πολιτιστικού οικοδομήματος. Ανάλογα με τις επιταγές των εποχών, το γκουριλίκι προσαρμόζεται. Στις μέρες μας, για παράδειγμα, κατά τις οποίες ο ορθολογισμός έχει κλονιστεί γιατί έχει κατηγορηθεί για πολλά εγκλήματα και όλοι σπεύδουμε να πειστούμε από αυτή την μισή αλήθεια, το γκουριλίκι εξυπηρετεί τους Σωτήρες της κοινωνίας και της ψυχής, για άλλη μια φορά. Έτσι λοιπόν ανθούν οι ακροδεξιές και τα μεταφυσικά, το «παραδοσιακό» και το «εσωτερικό», και πάει λέγοντας, ενώ οι άλλες αξίες (αριστερά, διανόηση, οικολογία, ψυχολογία, τέχνη, επιστήμη, η ουσία της παράδοσης, ο πατριωτισμός –και όχι ο εθνικισμός) προσφεύγουν επίσης σε γκουριλίκι, γιατί από μόνα τους δεν έπεισαν και πολύ...

Και αυτό είναι το κακό: το γκουριλίκι αντιμετωπίζεται με γκουριλίκι, πρώτον γιατί και οι ρομαντικοί ξυπνήσανε και γίνανε πονηροί, δεύτερον γιατί το να πατάξεις κάτι την σήμερον είναι ταμπού και σε ταυτίζει μια κι έξω με την Ιερά Εξέταση στην καλύτερη των περιπτώσεων, τρίτον και σημαντικότερο γιατί όλ' αυτά τα σοφά ξέρουν να τα λένε πρώτοι οι ανίκανοι που πουλάνε ακριβώς αυτό το γκουριλίκι, άρα ποιον ν' ακούσεις. Πιάσ' τ' αυγό και κούρεφ' το λοιπόν...

Τέλος, γκουριλίκι είναι και το να αγοράζεις γκουριλίκι. Το να πιστεύεις σε αυτούς τους τσαρλατάνους, δηλαδή.

Στην ιστορία του δυτικού κόσμου, η πρώτη μεγάλη εποχή γκουριλικίου έσκασε την εποχή των σοφιστών. Μετά ήρθε ο χριστιανισμός. Και μετά οι ιδεολογίες κάθε είδους. Σήμερα έχουμε λίγο απ' όλ' αυτά + ψυχανάλυση + εναλλακτικά + οριενταλισμό + οικολογία + επιστήμη + υπερμεταφυσικά. Εννοείται ότι τα περισσότερα από τα προαναφερθέντα είναι αξίες που πατάνε σε γερές βάσεις, άσχετα αν μας βρίσκουν σύμφωνους ή όχι. Η πρακτική τους εφαρμογή όμως όταν πέφτουν σε χέρια τσαρλατάνων είναι αυτό που λέω γκουριλίκι. Και τσαρλατάνοι είναι όλοι όσοι τα έπιασαν στο στόμα τους μετά από τον πρώτο που μίλησε γι' αυτά.

  1. - Μαλάκα, τον χάνουμε τον Στέλιο...
    - Τι παίχτηκε;!
    - Έχει μπλέξει με κάτι μουσικούς που ψάχνουν άλλους τρόπους εκτέλεσης των οργάνων, αντισυμβατικούς και πρωτοποριακούς, και μ' αυτό, λέει, συμβολίζουν και επιδιώκουν την παγκόσμια συμφιλίωση και τον αφοπλισμό και άλλες τέτοιες πούτσες... Και μαζεύονται όλοι μια φορά τη βδομάδα σε κάτι γιάφκες και παίζουν με κατάνυξη, και ένα πουσουκού το μήνα πάνε στα βουνά να παίξουν μέσα στη φύση, γάμησέ τα σου λέω...
    - Και ποιος πούστης τους πουλάει αυτά τα γκουριλίκια;
    - Ένας τσελίστας από τη Νορβηγία.
    - Ποιος, αυτός που παίζει φορώντας μανδύες;

  2. - Μαλάκα, ο Τάκης είναι θεός, δεν το συζητάω! Ξέρει τόσα πράγματα ο πούστης! Για όποιο πράμα και να του μιλήσεις έχει να σου αραδιάσει τσουβάλια ατάκες και γνώσεις και βιβλία, δεν παλεύεται το άτομο, πόσα ξέρει! Πότε πρόλαβε και τα έμαθε όλ' αυτά!
    - Ξεκόλλα ρε, φτύσ' τ' αγκίστρι!
    - Δηλαδή;
    - Ε έχει ακούσει κάνα δυο πράγματα για 5 ονόματα και σου τα αραδιάζει για να σε ψαρώσει.
    - Και πού το ξέρεις εσύ;...
    - Ε κάτι παραπάνω ξέρω από δαύτον, μη βλέπεις όμως που δεν μιλάω και δεν πουλάω γκουριλίκια εγώ...
    - Ρε μαλάκα, τρία διδακτορικά έχει το άτομο, με δουλεύεις;
    - Σιγά μην είχε τέσσερα σαν τη Μάρα Μεϊμαρίδη...

mes... (από BuBis, 14/10/09)ελα, πλάκα κάνουμε! (από BuBis, 14/10/09)

Βλέπε και σενσέι, γκοσού, ίμπα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά, φρένο σε βαρέα και ανθυγιεινά οχήματα. Μεταφορικά, κάτι το απροσδιόριστο, όσο και αποδημητικό. Μεταναστεύει όταν εργαζόμαστε πολύ ή κατόπιν εκπλήξεως.

Κάποιες φορές αντικαθίσταται από το καυλί, το καφάσι, τη μαγκιά, το σκατό και άλλες αφηρημένες έννοιες που ψάχνουν ευκαιρία για να ξεχειμωνιάσουν στους τροπικούς.

.

- Τον τελευταίο καιρό μου έχει φορτωθεί όλη η δουλειά στο γραφείο και μού'χει φύγει το κλαπέτο.
- Άσε, ρε θείο, μια φορά δούλεψες κι εσύ και τό 'κανες Μεσανατολικό.
- Καλά λες. Πάμε για μπύρες;

Βαλβίδα με κλαπέτο (από panos1962, 15/11/09)

βλ. και «μου φεύγει η μαγκιά, το καφάσι, το μπρικολέτο»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία