Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Στην δεκαετία του '30 ένα τάλιρο ήταν μιά ποσότητα χασίς μεγέθους κέρματος πεντάδραχμου της εποχής (με το κατάλληλο πλάσιμο, καθότι μαλακό και εύπλαστο - δεν είχε πέσει πολλη χέννα) το οποίο ζύγιζε περι το 1 δράμι = 3,2 γρμ.
Δεν ξέρω άν είχε και σχέση με την τιμή του (αν και από πάντα η τιμή ήταν πιό ευμετάβλητη, ανάλογα την επάρκεια της αγοράς την ποιότητα, την αξία του νομίσματος κλπ κλπ)

Στην υπόγα

Ρε ν’ από πι ρε ν’ από πίσω στη στρατώνα βαρέσαν μα βαρέσαν μάγκα στην υπόγα

Μπαίνει 'νας μπα μπαίνει 'νας μπάτσος με το κούφιο Και ρίχνει μου και ρίχνει μούσμουλα στο ρούφο

Και κατρακύ και κατρακύλισε το φέσι μας σβήνει ο να μας σβήνει ο ναργιλές στη μέση

Ωωωωωώχ ωωχ!

Και τον ανά και τον ανάβει η Κυριακούλα ρε που `χει τάλιρα και τσιγαριές στη ζούλα

Γεια σου ρε Μή γεια σου ρε Μήτσο στραβοκάνη που σαι μαστού πουσαι μαστούρι απ’ το ντουμάνι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πιτόγυρος κακής έως κάκιστης ποιότητος, ο οποίος σουρεαλιστικά πιθανολογείται ότι περιέχει κομμάτια γάτας. Παρόμοια έκφραση αποτελεί και το ''Μίκυ Μάους'' με ευνόητες μάλλον προεκτάσεις.

-Πάμε από τον Μπάμπη για κάνα πιτόγυρο;
-Νιάου θα φάμε πάλι;''

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα δόκιμα, μολυβήθρα αποκαλείται το μολύβδινο βαρίδι που δένεται στα δίχτυα ή στην πετονιά για να παραμένουν στον πάτο, η καντηλήθρα (rhymes with κωλήθρα), και το μολύβδινο έλασμα των παλαιών οπισθογεμών όπλων.

Όπως είπε κι ο Πετρόπουλος στο “Μπουρδέλο”, η αργκό των θαλασσινών και του υποκόσμου είναι συγκοινωνούντα δοχεία, εξ ου και η κουτσαβάκικη σλανγκοποίηση της μολυβήθρας για την χιλιοτραγουδισμένη σούφρα. Ο Πετρόπουλος γράφει ότι υιοθετήθηκε τοιουτοτρόπως περί τα έτη '45-'46.

Το λήμμαν συνήθως συνοδεύεται με άκρως μπουτς ρήματα τ. θα σου ξεσκίσω, θα σου σπάσω, θα σου τρυπήσω, και πάει λέγοντας.

Βλ. και μολυβοθήκη.

Ασίστ: HODJAS, εδώ.

1.
γλίστρησε κι έπεσε, σα *μολυβήθρα *στον ***πάτο***.
(Ν. Καββαδίας)

  1. Τὸ δὲ παράδειγμα εἶναι μᾶλλον ἀτυχές, διότι σιγὰ μὴν περίμενε ἡ γεροντόπουστα νὰ τὸν σπάσουν τ΄ ἀγοράκια. Ἡ μολυβήθρα της θὰ εἶχε προφανῶς ἀκράτεια ἀπὸ χρόνια.
    aias.ath, εδώ

3.
Πίσω λαμόγια! Πίσσα και πούπουλα! Καμμένε σκίστους τη μολυβήθρα!!!!!

4.
Στα αρχαία και λόγια συνώνυμα του πρωκτού συμπεριλαμβάνονται τα: αφεδρών / έδρα / πυγή / οπίσθια κτλ. Στα σύγχρονα συνώνυμα προέχουν τα: κώλος / πισινός / πάτος / καπούλια / το νόθο μετόπισθεν και άλλα. Στην αργκό του υποκόσμου βρίσκουμε τα συνώνυμα: χαλκάς / δεκάρα / μολυβήθρα / πάτος / σούφρα / κλανιάς / κεφτές / διαφορικό κτλ.
(Ηλίας Πετρόπουλος, «Το Μπουρδέλο»)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το ξέρω, ξεχασμένος γαλλισμός είναι, τι νομίσατε ρε, ότι βγαίνανε βόλτα οι κοπελιές στη Φραγκιά με το απαυτό ανά χείρας; Έλα Παναγία μου, χαρτοφύλακα βαστάγανε les chaperdones, άντε ανοίχτε κάνα ντιξιοναίρ να ξεστραβωθείτε.

Τεσπα, από το παράδειγμα υπ' αρθιμόν ένα ανθιζόμεθα ότι η λέξη ήταν αν μη τι άλλο κατανοητή, τουλάχιστον σε ελληνικό μεσοπολεμικό αστικό περιβάλλον (για παραέξω δεν το κόβω). Κι όσο για τις χειροποίητες σερβιέτες υγειονομικού ενδιαφέροντος, αν θυμάμαι καλά σκέτο(;) πανιά τις λέγανε ανά την επικράτεια.

  1. Από πού βγήκανε και ξεχυθήκαν αυτά τα πλήθη των γυναικών στο Παρίσι; [...] Γυναίκες φοιτήτριες, υπάλληλες, μιντινέτες, γκαρσόνες [...] Γυναίκες, που βαστάνε στην αμασκάλη ή στο χέρι μια σερβιέτα με βιβλία ή νότες, βιολιά μέσα στη θήκη τους, παλέτες ή πινέλα [...]

(Χωρίον ανερυθριάστως κατσικωθέν από το βιβλίο «Κώστας Βάρναλης. Γράμματα από το Παρίσι», εκδ. Αρχείο 2013 ).

  1. Ο ανόητος μεταφραστής των «Καπετάνιων» του Ντομινίκ Έντ περιγράφει το αρχείο του Άρη τυλιγμένο σε μια πετσέτα, επειδή η γαλλική λέξη serviette έχει διττή σημασία (: πετσέτα, πεσκίρι, και, χαρτοφύλακας ).

Η. Πετρόπουλου «Ο κουραδοκόφτης», εκδ. Νεφέλη.

  1. Σερβιέτα φοράνε στη Σερβία. Στη Ρωσία φοράνε σοβιέτα.

«Είτε παίδες Ελλήνων, είτε παίδες βαρβάρων»
Δ. Ν. Μαρκόπουλος, Αθήνα 1994.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όπως γράφει κι αλλού, κυριολεκτικά σημαίνει στολίζω κάποιον με την ιαχή άι σιχτίρ: άντε γαμήσου δηλαδή (για τους συμβατικούς ετυμολόγους), ή σε οικτίρω (για τους εσπεριδοειδίζοντες).

Πέον όμως να καταγραφεί και μια διαφορετική νυάνς του το λήμμαν αποκτά στον αόριστο χρόνο: σιχτίρισα σημαίνει απηύδησα, έγκωσα, χτύπησα μπιέλα, έβγαλα φλύκταινες εξαιτίας κάποιας κωλοσιχτιροκατάστασης. Το ότι έφτασα και στο σημείο να αναφωνήσω σιχτίρια δεν είναι παρά δευτερογενές σύμπτωμα.

1.
ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ EΒΔΟΜΑΔΑ ΠΟΥ ΣΙΧΤΙΡΙΣΑ ΝΑ ΠΕΤΑΩ

2.
Τη μία είχε κατάθλιψη το ζιγκλέρ και δεν έπαιρνε μπρος, την άλλη δάκρυζε η τσιμούχα, την τρίτη πόρδιζε η φλάντζα, ε, όσο και εάν την αγαπούσα κάποτε κουράστηκα, σιχτίρισα. Η Norton αποστρατεύτηκε με δόξα και τιμή, κι επειδή η τιμή τιμή δεν έχει, δεν την πούλησα ποτέ, την έχω ακόμη και τη βλέπω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχουν τουλάστιχον πέντε μεγάλες κατηγορίες από σκοτώστρες:

1.
Σκοτώστρα Κορίνθου Πατρών! Διόδια STOP! Δεν πληρώνουμε!

2.
Η ΑΤΤΙΚΗ ΟΔΟΣ…ΣΚΟΤΩΣΤΡΑ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΠΟΜΠΟΛΑ

3.
Η καθημερινή Έδεσσα: Μετέτρεψαν πάρκο σε παιδική σκοτώστρα

4.
Στάση ΣΚΟΤΩΣΤΡΑ στην καρδιά της Αθήνας

5..
Ένας ακόμη νέος άνθρωπος έχασε τη ζωή του οδηγώντας μια «σκοτώστρα» όπως συνηθίζουν να αποκαλούν τις μοτοσικλέτες, πολλοί, κυρίως γονείς.

6.
Τα φιξάκια είναι λίγο σκοτώστρες στην αρχή, αλλά σου γίνονται πάθος

7.
- Η Tata Motors παρουσίασε την Πέμπτη το φθηνότερο αυτοκίνητο του κόσμου αξίας κάτι λιγότερο από 1.700 ευρώ.
- Πραγματικη σκοτωστρα. Των Flinstones αυτοκινητο πιο ασφαλες ειναι απο δαυτο.

8.
Γιαγιά - <σκοτώστρα> Μιλάμε τώρα ότι αυτή θα πρέπει να είχε βγάλει το δίπλωμα το ...1920.

9.
- Πάμε ρε μια βόλτα με την αμαξάρα μου να δείς τί πήρα.
(Ο φίλος ξέρει τι σκοτώστρα οδηγός είναι ο άλλος και αρνείται ευγενικά)
- Άσε ρε κι έχω μια δουλειά σε μισή ώρα.
- Μισή ώρα; Σε μισή ώρα πάμε Θεσσαλανίκη και ξαναρχόμαστε. Μια βολτίτσα εδώ κοντά σου λέω.

10.
Με τόση σήψη έχει γεμίσει ο τόπος έντομα και κάτι κουνούπια-τίγρεις, να με το συμπάθιο, ολόκληρη μετάγγιση σου κάνουν στο λεπτό. Μια σκοτώστρα θα την χρειαστώ φέτος. Όχι τις απλές. Εκείνες τις εισαγόμενες, τις ηλεκτροφόρες, που σου κάνουν το έντομο-μετάλλαγμα στραγάλι στο λεπτό να τελειώνουμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Απαξιωτική αναφορά στις ψήφους που οι ψηφοθήρες μαυρογιαλούροι διεκδικούν με άκομψες μέθοδες κι αθέμιτα καραγκιοζιλίκια.

1.
Όχι στις συμμαχίες για τα ψηφαλάκια (...) η ηγεσία του ΚΚΕ σημειώνει ότι όποια μορφή κι αν παίρνει η πολιτική συμμαχιών «σε καμία περίπτωση δεν πρέπει το Κόμμα να απεμπολεί το πρόγραμμά του και να υιοθετεί ως δικό του πρόγραμμα το πλαίσιο συμφωνίας των κοινωνικών ή στην περίπτωση που είναι εφικτή των πολιτικών δυνάμεων».

2.
Εκλιπαρεί για ψηφαλάκια η Milf ~ «Νεκρή γλώσσα τα Αρχαία Ελληνικά» «Νεκρή γλώσσα» χαρακτήρισε τα Αρχαία Ελληνικά η βουλευτής της ΔΗΜΑΡ διψασμένη για προβολή, Μαρία Ρεπούση, επισημαίνοντας ότι θα έπρεπε να είναι προαιρετικό μάθημα στο σχολείο για όσα παιδιά δεν επιλέξουν κλασικές σπουδές.

3.
Καταλαβαίνω πως ως πολιτικός ένα από τα καθήκοντα σας είναι και οι συλλογή «ψηφαλακίων» που θα έλεγε και ο Καφετζόπουλος στην ταινία «Πρώτη φορά νονός», αλλά υπάρχουν και όρια κύριε Πρωθυπουργέ. Ως άνθρωπος της πολιτικής επικοινωνίας καταλαβαίνω πως μία φωτό με κιπά δεν θα καθόταν καλά με τους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής που τόσο θέλετε να προσελκύστε τώρα που η οργάνωση αυτή καταρρέει. Αναρωτιέμαι όμως αν πράγματι η ΝΔ και εσείς προσωπικά θέλετε τέτοια άτομα στο κόμμα σας και αν πράγματι ο αριθμός αυτών των ψήφων αξίζει την δυσαρέσκεια των απανταχού Εβραίων, όταν μάλιστα όλοι οι άλλοι ηγέτες που επισκέφτηκαν αυτών τον ιερό χώρο κάλυψαν το κεφάλι τους.

(από σφυρίζων, 15/10/13)(από σφυρίζων, 15/10/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εξοπλισμός και παραφερνάλια που φοριούνται από τραμπούκους, κουραδόμαγκες, μαχαιροβγάλτες, κ.ά. συστημικά και μη καθίκια: πιστόλια, καλάσνικοφ, σιδερογροθιές, αλυσίδες, στιλέτα, πτυσσόμενα γκλοπ και δε συμμαζεύεται.

1.
Μέχρι πριν κάποια χρόνια, η απόκτηση ενός μαύρου «σιδερικού» –χωρίς δηλαδή τα απαραίτητα έγγραφα– δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Αντίθετα, στις μέρες μας, όποιος ενδιαφέρεται, μπορεί να προμηθευτεί σχετικά εύκολα ένα όπλο κάνοντας μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας.

2.
Το σιδερικό λοιπόν δεν ειναι για το μάγκα που έρχεται στα χέρια για να καθαρίσει το «κούτελό» του αλλά για μαγκες «γιαλαντζί» που ανοίγουν το «χελιδονοουράτο» σακάκι για να φανει το «σιδερικό» για να τον φοβηθούνε και όχι τα μπράτσα του και το κουράγιο για να τραβήξει τη «διμούτσουνη».

3.
Βουλευτής με “σιδερικό” στο ναό της Δημοκρατίας

  1. ...επειδή ερχόταν η αστυνομία και ήταν «μιλημένοι», όποιος είχε «σιδερικό» πάνω του έπρεπε να το δώσει στον Γιώργο...
    (συνέντευξη με χρυσαυγίτισσα από την Νίκαια, ΕΘΝΟΣ 20.09.13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Σήμερα δεν έχει ασκήσεις ύφους. Μόνο παλιά καλή επαγγελματική αργκό. Η ξυλογαϊδάρα ήταν / είναι μια ξυλοκατασκευή με διάφορες παραλλαγές και για διάφορες χρήσεις. Μεταξύ μας, πρόκειται για εντελώς μαγικό εργαλείο. Τα κάνει όλα, από τον τεμαχισμό μεγάλων κορμών δέντρων, τα παλιοκαιρίσια άουτντόρς ομαδικά παιδικά παιχνίδια, τις παραδοσιακές τέχνες, μέχρι και την Εθνική Ηθική Διαπαιδαγώγηση των μέσων του 20ου αιώνα. Τι σκατά παραπάνω θέτε;

1.Eδώ η υλοτομική γεδουρίτσα, μετά το 0:40.

  1. Τις ημέρες της Αποκριάς, τα παιδιά του χωριού έπαιζαν και με την ξυλογαϊδάρα [...] έμπηγαν στέρεα στο έδαφος ένα κάθετο δοκάρι (ξύλο) ύψους περίπου ενός μέτρου. Το επάνω μέρος του δοκαριού το πελεκούσαν ώστε να γίνει αιχμηρό. Ένα άλλο δοκάρι αρκετά μακρύτερο (περίπου 4 με 5 μέτρα) στου οποίου τη μέση δημιουργούσαν μια τρύπα βάθους αρκετών εκατοστών και εύρους αρκετού ώστε να εφαρμόζει στο αιχμηρό άκρο του κάθετου δοκαριού, το τοποθετούσαν οριζόντιο επάνω στο κάθετο δοκάρι, έτσι ώστε να μπορεί να περιστρέφεται κατά τον κάθετο άξονα. Στην κάθε άκρη του οριζόντιου δοκαριού καθόταν ένα, δύο ή και περισσότερα παιδιά και φρόντιζαν να ισορροπεί [...] ένα άλλο παιδί άρχιζε να σπρώχνει το δοκάρι οριζόντια και να το περιστρέφει με όσο μεγαλύτερη ταχύτητα μπορούσε. Για να γλυστράει το ξύλο και να περιστρέφεται εύκολα έβαζαν στην αιχμή του κάθετου στύλου ένα κομμάτι λίπος [...] και ένα κάρβουνο που έτριζε και έκανε δυνατό θόρυβο. Όσο μεγαλύτερο το τριζοβόλημα, τόσο πιο μεγάλη η επιτυχία της ξυλογαϊδάρας [...]
    Εδώ

  2. Εδώ η ξυλογαδούρα αναφέρεται ως συνώνυμο της μακριάς τοιαύτης. Εκεί η ξυλογαϊδάρα είναι τεχνική μεταφοράς πέτρας για ξερολιθιές, με τη βοήθεια ξύλων, σκοινιών και κυρ-Μέντιου. Παραπέρα η γαϊδούρα ήταν τρίποδο επί του οποίου άπλωναν τα υπό κατεργασία δέρματα οι ταμπάκηδες. Αλλού στο νέτι την πήρε το μάτι μου ως συνώνυμο της τραμπάλας ή ως ξυλοκατασκευή στην οποία έδεναν τους προς μαστίγωση κατάδικους.

  3. Δεν του 'φτανε ο Στράτος, που κάθε φορά που τον έβλεπε στη Γιούρα, τον έβαζε να πηδάει τη γαδάρα...Ποιά κτηνοβασία, ρε, γαδάρα λένε ένα, ας πούμε, μεγάλο καβαλέτο με δυό υποδοχές δεξιά αριστερά σε σχήμα V, όπου βάζουνε κορμούς δέντρων και τους κόβουνε με μεγάλα πριόνια. [...] Πήγαινε λοιπόν τον παπά μπροστά στη γαδάρα και του 'λεγε, πήδα το. 'Ελεγε ο παπάς, να πούμε, δεν δύναμαι, τέκνον μου, τον τσάκωνε από τη γενειάδα και τον πλάκωνε με τη μαγκούρα φωνάζοντας, και πώς πήδαγες, ρε πούστη, τα βραχάκια στο αντάρτικο; [...] ο παπάς [...] πήδαγε τη γαδάρα [...]Τον τσάκωνε πάλι ο Στράτος [...] έτσι, ρε πούστη, πήδαγες τα βραχάκια στο αντάρτικο; [...] μιά μέρα κάθεται καβάλα στη γαδάρα [...]τώρα κατάλαβα, ρε καργιόλη, καθοδήγα ήσουνα, ε; Τον παπά τον πήρανε με το φορείο πιά...Στράτος, ναι, ο άρχων του τρόμου του τετάρτου όρμου της Γιούρας.

Χρ. Μίσσιος «Χαμογέλα, ρε...Τι σου ζητάνε;». εκδ. Γράμματα.
[Ο τότε διαβόητος βασανιστής της Γιούρας Στράτος Κοζομπολίδης και η ξυλογαϊδάρα του καταγράφονται και στο «Υπόμνημα Κρατουμένων» (εκδ. Γνώση, 1984) που επιδόθηκε το 1951 από τους εξόριστους στον Δημ. Παπασπύρου, Υπουργό Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Πλαστήρα. Στο κείμενο οι γαϊδάρες ορίζονται ως «στηρίγματα όπου τεμαχίζονται τα καυσόξυλα», ενώ το «Πήδημα της γαϊδάρας» αποτελεί ξεχωριστό κεφάλαιο του υπομνήματος, ανάμεσα στα «Βασανισμοί κατά την εργασίαν» και «Καθάρισμα αποχωρητηρίων με τα χέρια»].

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το τιγκαριστό ποτήρι ή φλιτζάνι: γεμάτο έως τα μπούνια, σαν καντήλι γεμάτο λάδι.

Σπάνια κουτσαβάκικη σλανγκιά.

(από σφυρίζων, 15/09/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε