Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Παμπάλαια ποδοσφαιρική ιαχή, όπου στα πλαίσια της ευγενούς άμιλλας οι αντίπαλοι φίλαθλοι καλούνται να κάμουν γκέηκα κούνηματα.

Κάπου στα ογδόνταζ το άκουσα για πρώτη φορά σε μη ποδοσφαιρικά πλαίσια από μπαόκι συμφοιτητή («Αθηναίοι θύματα, κάντε μας κουνήματα!»).

Από το φίλαθλο κοινό

1. Χανούμια, του Μελισσανίδη θύματα, κάντε μας κουνήματα

2. Βαζελάκια θύματα κάντε μας κουνήματα!

3. Γουσουφάκια «βλήματα» - κάντε μας... κουνήματα!

Εκτός γηπέδου

4. Πλουτοκράτες θύματα, κάντε μας κουνήματα

5. Όσο κινήματα καθοδηγούνται από επαγγελματίες της υποκίνησης εμείς θα λέμε κάνουμε κινήματα και οι εξουσιαστές θα λένε «κάντε μας κουνήματα».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο γέρος, ο ηλικιωμένος, το χούφταλο, το ραμολιμέντο, ο χαρχάλης, ο υπέργηρος, το σαράβαλο, ο κωλόγερος.

Τουλάχιστον μπαμπαδισμός αν όχι... μπαμπαλισμός.

Η έκφραση, αναλόγως των περιστάσεων, χρησιμοποιείται με περιπαικτική διάθεση, κατανόηση και συμπάθεια, αντικαθιστώντας ή αποφεύγοντας βαρύτερους συνώνυμους χαρακτηρισμούς, αλλά και απαξιωτικά ή υβριστικά, είτε για άτομα περασμένης, τρίτης ηλικίας είτε για άτομα πάσης ηλικίας που εκφράζουν όμως, λόγω και έργω, άπιαστες, ανεπίτευκτες ανησυχίες και προσδοκίες νεώτερης ηλικίας.

Οι 20άρες φίλες στον 35άρη κορτάκια:
- Άντε βρε γερομπαμπαλή, που θέλεις και πιπίνια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«-άς, -άς;» = συνθηματικός εφηβικός τρόπος να ρωτήσεις το διπλανό σου αν το διερχόμενο γκομενάκι θα το γαμούσες (τη γαμάς, τη γαμάς;).
απαντιέται ή με «-ούλα!» (μόνο με σακούλα στο κεφάλι για γκόμενες-γαρίδες
ή «-αζώτα!» (της αλλάζω τα φώτα).
Απαρχαιωμένο μάλλον.

- άς, -άς;
- άσε μας ρε μαλάκα..
- άς ρε; (σκουντάει)
...
- εεε... -ούλα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτά τα πολύ συνηθισμένα συμφύματα επιθέτων των ελληνικών, καθώς και άλλα, χρησιμοποιούνται για να σχηματίσουν όνομα από λέξη που κατά τον ομιλητή χαρακτηρίζει πρόσωπο στο οποίο θέλει να αναφερθεί.

Ο ομιλητής μπορεί να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι κάθε σύμφυμα φέρει παραδοσιακά συγκεκριμένες πληροφορίες (κυρίως καταγωγής), αλλά δεν είναι απαραίτητο. Εξάλλου η εκάστοτε τέτοια λεξιπλασία στοχεύει να δημιουργήσει την εντύπωση ότι, τόσο χαρακτηρίζεται το εν λόγω πρόσωπο από την συγκεκριμένη ιδιότητα, ώστε θα άξιζε να φέρει και το αντίστοιχο επώνυμο.

Στα παραδείγματα, λέξεις που υπάρχουν ήδη σε λήμματα του σλανγκ τζι αρ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βήτα συστατικό της καθομιλουμένης και της αργκό, που σχηματίζει ουσιαστικά θηλυκού γένους.

Η κυριότερη σημασία που προκύπτει είναι η «μπόχα», η «(δυσάρεστη) μυρωδιά» που αναδίνει το πρώτο συστατικό, είτε στην κυριολεξία της (αρχιδίλα, μουνίλα) είτε και μεταφορικά (πιχί κορεκτίλα). Συνηθισμένη χρήση στην καθομιλουμένη είναι και η «απόχρωση» με βάση το πρώτο συστατικό (κοκκινίλα, κιτρινίλα), που και πάλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά (μαυρίλα για την «κακή διάθεση»). Οι μεταφορικές χρήσεις είναι τόσο συχνές, που ο Τριαντά πολύ σωστά απομονώνει ως κύρια σημασία και τη «δυσάρεστη κατάσταση» (στην αργκό πιχί τσατίλα, ψοφιμίλα), που εμένα τουλάχιστον μου φαίνεται να προέρχεται από τη σημασία της μπόχας.

Μ' αυτήν την έννοια η σημασία είναι κατά κανόνα μειωτική, καθώς οι συνδηλώσεις είναι συχνότατα μπόχας και βρομιάς, παρά απόχρωσης. Στο βαθμό δε που η βρομιά στην αργκό απενοχοποιείται*, μπορούμε φυσικά να μιλάμε και για θετικές χρήσεις (καφρίλα, σαπίλα), αυθεντικά αργκοτικές.

Άλλες χρήσεις, σε συνδυασμό ή και όχι με τα προηγούμενα, είναι η επίταση (αφαγία -> αφαγανίλα, τζάμπα -> τσαμπίλα, χέσιμο -> χεσίλα, δες και παράδειγμα 3), η περιληπτική (δες πιχί τη ρατσιστίλα εδώ), και είτε ο εξελληνισμός ξένων δανείων (εϊτίλα, τουματσίλα, χαρντκορίλα, δες και παράδειγμα 2) είτε γενικότερα η ουσιαστικοποίηση κατά τ' άλλα δυσουσιαστικοποίητων(!) άλφα συστατικών (θεΐλα, δες και παράδειγμα 5) –παράβαλε και την αντίστοιχη χρήση του -ιά (καμενίλα και καμενιά).

Παράγωγο: -ίλας, για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται απο την αντίστοιχη -ίλα (κορεκτίλα -> κορεκτίλας, δες και παράδειγμα 6, όπου το βρομίλας, με έλξη βέβαια απο το βρομύλος, εδώ ωστόσο προέρχεται απο τη βρομίλα).

Λίγες πίπες για τα συστατικά στην αργκό

Με το -ίλα συμβαίνει αυτό που συμβαίνει κατακόρον με επιθήματα και άλλα συστατικά της αργκοτικής: τα ονόματα που σχηματίζονται είναι πολύ συχνά προσωρινά, χωρίς αξιώσεις παγίωσης στη γλώσσα, προορισμένα να υποστηρίξουν μόνο και μόνο τη διατύπωση της στιγμής.

Το φαινόμενο παρατηρείται ήδη στην καθομιλουμένη –βλέπε τη χρήση του ξε- στη σημασία IV του ορισμού εδώ– και στην αργκό ίσως περισσότερο· χαρακτηριστική η περίπτωση του ψιλο-, το οποίο είναι τόσο ισχυρό συστατικό ώστε να έχει αυτονομηθεί ως επιρρηματικό.

Θα το έθετα λοιπόν ως εξής: στην αργκό υπάρχει αυξημένη τάση, μορφολογικά συστατικά να αυτονομούνται συντακτικά. Την αυτονομία αυτή την καταλαβαίνει κανείς αν αναλογιστεί το μάταιο στο να λημματογραφηθεί σε ένα λεξικό κάθε (καταγραμμένη) χρήση τέτοιου συστατικού –το λεξικό του Τριανταφυλλίδη θα έπρεπε τότε να έχει περίπου άλλο μισό λημματολόγιο μόνο και μόνο λόγω του ξε-...

(Το θέμα σηκώνει παραπάνω και συστηματική κουβέντα, ντάξει. Σταϋπόψη...)


* Για την αλλαγή προσήμου της βρομιάς στην αργκό, λέω κάτι χαζά εδώ στα σχόλια.

  1. Παραδείγματα που ήδη υπάρχουν στο σάιτ: ανετίλα, ανιωθίλα, αντρίλα, ανωτερίλα, αριστερίλα, αρχιδίλα, αυνανίλα, αφαγανίλα, βαλκανίλα, βαρβατίλα, βουτυρίλα, διχρονίλα, δωματίλα, εϊτίλα, επικίλα, καινουργίλα, καμενίλα, κατρουλίλα, κλανίλα, κομμουνίλα, κορεκτίλα, κορίλα / χαρντκορίλα, κωλίλα, μαντσίλα, μαυρίλα, μεϊνστριμίλα, μεταχειρίλα, μουνίλα, μπακαλιαρίλα, μπεκρίλα, μπουρντίλα, μπριζολίλα, ξεραΐλα, ουρδίλα, παπαρίλα, πατίλα, περιπτερίλα, πιουρίλα, πουτσίλα, προποτζίλα, σαπίλα, σατανίλα, σκατίλα, σκοτεινίλα, σπαρίλα, τουματσίλα, τραγίλα, τρενιχίλα, χεσίλα, χορτασίλα, ψαρίλα, ψοφιμίλα

  2. Όπλα, επιχειρηματίες που διαπρέπουν στον “αθλητικό χώρο”, συνδεση με την αστυνομία, παράνομες ελληνοποιήσεις, πλαστογραφίες με παρανόμως κτηθείσες αστυνομικές σφραγίδες, ματσίλα και εμφανής σεξουαλική στέρηση: η διάσπαση του πυρήνα της Χρυσής Αυγής στην Κεφαλονιά μάς ανοίγει μια τρύπα για να θαυμάσουμε το στερέωμα του φασιστικού υπονόμου. (από εδώ)

  3. Βαρειά κουβέντα; Για να φανταστείς πόση ανοητίλα τους δέρνει σου λέω το εξής απλό: Εφήυραν και επέβαλλαν την λέξη ανταγωνισμός Αν το καλοεξετάτάσεις θα δείς ότι είπαν πως το μηδέν είναι το άπαν. Πως την πατήσαμε εμείς; Μα οι περισσότεροι θεωρώντας ότι ο καθένας κάνει την δουλειά του σκύβαμε το κεφάλι και δουλεύαμε. Αυτοί το λοιπόν εύρισκαν ευκαιρία και μας ….. Τώρα που άνοιξε ο μάτης να τους δώ τους ξυπνοπουλάκηδους. (εδώ)

  4. — Είχα πάει που λες στην Όταβα, την ομοσπονδιακή πρωτεύουσα του Καναδά.
    — Τι μου λες!
    — Ναι παιδί μου, λούσα, ωραία πόλις, περιποιημένη. Πολλή αγγλίλα όμως βρε παιδί μου. Απαπα! Λες και ήμουν στο Λίντς ή στο Μάντσεστερ ή στο Μπέλφαστ.
    (εδώ)

  5. By the way λόγω τη φύσης του επεισοδίου αυτή ήταν η πρώτη φορά που μου έλειψε ο τρομερός Pierce...η χλαπατσίλα του στο πρώτο D&D ήταν η απόλυτη στιγμή του...στο 2ο D&D ο Dean ήταν απλά επικός...τρομερά δυνατό επεισόδιο (εδώ)

  6. Ο μικρούλης μου είπε 5 ετών και τελευταία παρατήρησα ότι μυρίζει η μασχάλη του!!! Δεν είναι σε φάση που μυρίζει ας πούμε όταν περνάει από δίπλα σου ,αλλά μία μέρα όπως τον πήρα αγκαλίτσα κάτι μου μύρισε και σκέφτομαι, μπα δεν είχαμε σήμερα κεφτεδάκια για φαγητό , τι μυρωδιά είναι αυτή... Και όπως κολλάω τη μύτη μου στη μασχαλίτσα του ...ωχ...μποχίτσα.. [...] Μίλησα με την παιδίατρο και με ρώτησε αν έχει τρίχες στο πουλάκι του ή κάτι τέτοιο , είπα ΟΧΙ.Ε μην ανυσηχείς είναι το δέρμα του τέτοιο , έτσι μου είπε. Εχετε παρατηρήσει κάτι τέτοιο στο μικρό σας; Πω πωωωωωωωω , λέτε να μου γίνει βρομίλας;;;; (αγωνιών γονιός, εδώ)

(από σφυρίζων, 06/10/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα σύνθετα επίθετα και ουσιαστικοποιημένα επίθετα σε -όβιος, -όβια, με δεύτερο συνθετικό το αρχαίο βίος (η ανθρώπινη ζωή ως κατάσταση, διάρκεια, τρόπος, στάση, πορεία) είναι πολύ δημοφιλή ως προσδιορισμοί που θέλουν να χαρακτηρίζουν συνολικά τον ποιόν του ανθρώπου.

Επηρεασμένη προφανώς από την ορμή της επιστημονικής αργκό, η οποία χρησιμοποίησε την κατάληξη κυρίως για την κατάταξη των ζωντανών οργανισμών σε κατηγορίες ανάλογα με τον τόπο και τρόπο ζωής τους –πχ. δενδρόβιος, υδρόβιος, αμφίβιος, λιμνόβιος, δασόβιος, αερόβιος (αυτός που μεταβολίζει με οξυγόνο) κλπ–, η σλανγκ έδωσε μερικά πολύ χαρακτηριστικά επίθετα και ουσιαστικά.

Προκαταβολικά να σημειώσουμε ότι: αν και έχουν περάσει στη σλανγκ, οι χαρακτηρισμοί αυτοί, επειδή με μια λέξη ξεμπερδεύουν με έναν ολόκληρο άνθρωπο, με τα λάθη του και τις αντιφάσεις του, τα καλά του και τα στραβά του, με τα κείνα του και με τ' άλλα του, έχουν μάλλον μικροαστική προέλευση και όχι πεζοδρομιακή, αφού η τελευταία, αν και γλώσσα στακάτη και σαφής, είναι και αγαπησιάρα και συγχωρητική για τον άνθρωπο με τα χιλιάδες λάθη του και τις μυριάδες αντιφάσεις του κλπ. Εξάλλου, πολλοί χαρακτηρισμοί σε -όβιος, λόγω μάλλον της κόσμιας εμφάνισής τους, έχουν καταγραφεί και στα επίσημα αντίστροφα λεξικά, ένα από τα οποία (Αναστασιάδη–Συμεωνίδη) με συμβούλεψε.

Πέραν λοιπόν των μπαρόβιος, πορνόβιος και τσοντόβιος, που ήδη έχουν καταγραφεί στο παρόν site, μπορούμε να συμπληρώσουμε και άλλα, η σημασία των οποίων εύκολα συνάγεται με τη βοήθεια του ρήματος ξημεροβραδιάζεται ή τη βγάζει σε/με:

  • καφενόβιος, μπουζουκόβιος, ντισκομπουζουκόβιος (το δίνει το αντίστροφο λεξικό που λέγαμε, προφανώς αναφέρεται στους «καρεκλάδες» εκείνης της εποχής), αλητόβιος (περνά τη ζωή του στην αλητεία), ταρατσόβιος (το δίνει το αντίστροφο λεξικό, δεν δίνει όμως τη σημασία, όποιος/α γνωρίζει ας γράψει), ταβερνόβιος, μηχανόβιος.
  • Το αντίστροφο λεξικό δίνει επίσης το οχετόβιος, που αν και δεν απαντά στη σλανγκ, μάλλον θα μπορούσε (για χαμηλής υποστάθμης άτομα, αφού αυτό το -χε- προσφέρεται).
  • Επίσης το λαθρόβιος όχι ως λήμμα αλλά ως σημασία είναι πολύ δημοφιλές στη σλανγκ: πέρα από το σχεδόν συνώνυμο περιφραστικό τζάμπα ζω, βλ. και τα λήμματα καβατζόπουστας, καβατζώνομαι, κροκόδειλος, του Κούτρα η μάνα δεν έκλαψε ποτέ.
  • Αξίζει επίσης να σημειωθεί το λήμμα νυκτόβιος, το οποίο στην επιστήμη σημαίνει το ζώο που είναι ξύπνιο τη νύχτα, ενώ στη σλανγκ (ως νυχτόβιος) τον άνθρωπο που λίγο-πολύ είναι όλα τα παραπάνω σε -όβιος, -όβια που καταγράψαμε –καμιά φορά και τον άνθρωπο που δουλεύει νύχτα, χωρίς να έχει σχέση απαραίτητα με τη Νύχτα.
  • Γενικά, ιδιοσυγκρασιακοί νεολογισμοί και λεξιπλασίες σε -όβιος είναι πολύ συνηθισμένα, ειδικά όταν η δεξαμενή σλανγκ κάποιου έχει στερέψει, ή αντιμετωπίζει μια νέα πρόκληση. Ωστόσο, αυτά είναι βραχύβια, ξεφυτρώνουν διαρκώς αλλά δεν διαδίδονται, είτε επειδή έχουμε άλλες πιο στρωτές λέξεις (πχ σίγουρα μπορούμε να πούμε ψωλόβια, αλλά έχουμε τόσες άλλες λέξεις) είτε –κυρίως– επειδή η λέξη ξεφεύγει ως προς τις συλλαβές (πχ. στοιχηματόβιος, κωλομπαρόβιος, ιντερνετόβιος). (Σημ.: Άλλες καταλήξεις της σλανγκ, όπως το , και το -ιά ή και το -ού για θηλυκά δεν έχουν τέτοιο πρόβλημα καθώς προσθέτουν μία μόνο συλλαβή.)
  • Η πιο κοντινή και κάπως απαρχαιωμένη σλανγκ κατάληξη με την ίδια με το -όβιος σημασία, που επίσης έχει τη χάρη να προσθέτει μόνο μία συλλαβή, είναι το -άκιας, όπως στα πρεζάκιας, κοκάκιας, ξιδάκιας, χαπάκιας, ματάκιας, τηλεορασάκιας, τσαντάκιας, καλοπερασάκιας, εξυπνάκιας, βολεψάκιας, αλλά και διαδρομάκιας (φοιτητοπατέρας που τη βγάζει στους διαδρόμους της σχολής), αποδυτηριάκιας (ο αρουραίος των αποδυτηρίων και γνωστή αθλητική στήλη), ή και κωλομερακλάκιας.
  • Να σημειωθεί επίσης η κλασική λέξη εξωλέμβιος, που σημαίνει τη γυναίκα με ωραίο, πεταχτό και μεγάλο κώλο (από το: αυτή έχει «έξω λέμε όλο της το βιος»).

— Ω ρε ένα εξωλέμβιο που περνά.
Κωλάρα η λόγκο!

(από vikar, 01/06/12)(από dryhammer, 01/07/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παραγωγικότατο βήτα συνθετικό της αργκό και της καθομιλουμένης, το οποίο συνδυάζεται κυρίως με ουσιαστικά ή επίθετα και σχηματίζει θηλυκά προπαροξύτονα ουσιαστικά που χαρακτηρίζουν πρόσωπο. Ακούγεται και ως -φατσας σε αρσενικό γένος.

Σημασιολογικά, αναφέρεται είτε κυριολεκτικά στην εμφάνιση του χαρακτηριζόμενου προσώπου, πιχί αγγλόφατσα για κάποιον που εμφανισιακά φέρνει σε άγγλο, ή, λιγότερο κυριολεκτικά, σε συνδηλώσεις που προκαλεί η εμφάνιση του προσώπου στον ομιλητή, πιχί μπουρδελόφατσα για κάποια που φέρνει σε πόρνη λόγω ντυσίματος ή μέικ-απ, ή για κάποιον που ο ομιλητής εκτιμά οτι συμπεριφέρεται σα μπουρδελιάρης.

Κατεπέκταση όμως, το -φατσα λειτουργεί και ως ελαφρά ειρωνική ή και απαξιωτική, πολλές φορές και υβριστική μετωνυμία για το πρόσωπο ενγένει, πιχί αριστερόφατσα για έναν αριστερό ή αγγλόφατσα για έναν όντως άγγλο, αλλά και γαμόφατσα, σκατόφατσα και λοιπά.

Άλλα μετωνυμικά συνθετικά: -ψώλης, -μούνα, -μαν

  1. Φάτσες που έχουν ήδη καταγραφεί στο σλανγκ τζι αρ: αγγαρειόφατσα, γκαυλόφατσα, εκφυλόφατσα, καμπανόφατσα, μουνόφατσα, μπατσόφατσα, μπουγελόφατσα, πουτανόφατσα, σκατόφατσα, ταβερνόφατσα, χριστιανόφατσα. Ακόμη: τρεντυφατσουλάκι, τσόντα-face.

  2. Βρε παιδιά, εγω έτσι όπως τον είδα τον Kensei, ήταν εντελώς γιαπωνεζόφατσα. Πως στο καλό ο σουηδόφατσας θα κάνει τον γιαπωνέζο; lol (από δω)

  3. Οταν ημανε μικρος στο σπιτι του θειου μου πρωην ναυτικου υπηρχαν 2 βαλσαμωμενα πιρανχας. Μιλαμε για την απολυτη σατανοφατσα. Τα σιχαινομουν και με τραβουσαν ταυτοχρονα. (από φόρουμ)

  4. Κλασσικη πιποφατσα κλασσικης πορνοταινιας... (σχόλιο στο γιουτιούμπ για χιποχοπογκόμενα –λέξη-γλωσσοδέτης, αν και όχι όπως αυτό)

  5. Τα πλανα που εχεις απο τη συναυλια, αναμεικτα με το ρεπορταζ της ΕΡΤ του 83, απο ποτε ειναι και που εγινε, γιατι αναγνωρισα κανα δυο μουσικοφατσες εκει μεσα. :-) (από φόρουμ)

  6. Το παραλήρημα μιας δεξιόφατσας (περιγραφή σε βίντεο γιουτιούμπ)

  7. ΑΙ ΡΕ ΠΑΛΙΟΣΙΧΑΜΕΝΟΙ ΜΑΣ ΕΧΕΤΕ ΚΑΝΕΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΚΑΝΕΝΑ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗ...ΜΑΚΑΡΙ ΝΑ ΓΙΝΟΥΝ ΦΑΣΑΡΙΕΣ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ...ΚΙ ΕΓΩ ΣΟΥ ΛΕΩ ΠΩΣ ΑΜΑ ΔΩΣΟΥΝ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΤΗΣ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΤΟ ΚΑΓΚΕΛΟ ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑ ΘΑ ΔΩΣΟΥΜΕ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΣΕ 1.000.000 ΠΑΡΑΝΟΜΟΥΣ;;ΑΙ ΣΙΧΤΙΡ ΑΡΙΣΤΕΡΟΦΑΤΣΕΣ! (φωνακλάδικο σχόλιο σε ιστολόι)

  8. ΤΡΟΜΠΕΣ ΓΑΜΙΕΣΤΕ ΕΣΕΙΣ ΚΙ ΟΛΟ ΣΑΣ ΤΟ ΣΟΙ ΠΑΠΑΡΟΦΑΤΣΕΣ
    ΖΩΑ ΟΡΘΙΑ ΜΑΛΑΚΕΣ ΧΡΥΣΑΦΙ ΝΑ ΠΙΑΝΕΤΕ ΚΑΙ ΣΚΑΤΑ ΝΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΝΑ ΣΑΣ ΚΑΕΙ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ ΚΑΙ ΝΑ ΣΑΣ ΤΕΛΙΩΣΟΥΝ ΟΙ ΜΠΑΤΑΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΔΟΝΗΤΗ ΠΟΥ ΒΑΖΕΤΕ ΣΤΟΝ ΚΩΛΟ ΣΑΣ ΚΑΙ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΙ ΤΑ ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΡΚΕΤ ΑΠΕΡΓΙΑ (άλλος φωνακλάς από δω)

  9. Παιχνιδιάρα μου γατούλα / με την ροκ εντ ρολ μυτούλα / αθωόφατσα γλυκούλα / με παράνοια Καλιγούλα. (Σάκης Μπουλάς, Τα κεφτεδάκια, 1985)

Fachούλα... (από MXΣ, 26/10/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η τρέντυ χαζοξανθιά, που ενδιαφέρεται όλο για γκόμενους, βόλτες, καφέδες, ψώνια, τηλεόραση και κουτσομπολιά.

Βλέπε Barbie

Καλα, με τη μπίμπο τα έφτιαξε ο Τέλης, που το παίζει και κουκουές;

Κάθε φορά που έχει μια καλή ιδέα, κάποιος πεθαίνει :P (από Galadriel, 07/06/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Jefferson! Είναι ο τύπος με το αυτάρεσκο αστραφτερό χαμόγελο και το ωραίο σώμα, που (θεωρεί ότι) καμία γυναίκα δεν θα μπορούσε να του αντισταθεί, ακόμα και αν τον έβλεπε να της φέρνει παραγγελία πίτσα στο σπίτι.

Η προέλευση του λήμματος Jefferson, και για τους μυημένους στο Παντρεμένοι με Παιδιά είναι από τον άντρα της Μάρσυ, ο οποίος είναι η πλέον τυπική no-name φάτσα αμερικάνικης τσόντας της δεκαετίας του 80.

- Καλά ρε συ, τι είναι αυτός ο Jefferson που κουβάλησε η Εύη, για να σε κάνει να ζηλέψεις;;;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υπάρχει ο ορισμός, αλλά η άποψη μου είναι διαφορετική και εξηγούμαι:

Αβανταδόρος είναι ο βαλτός επί τούτου να αβαντάρει μια κατάσταση να την προωθεί προς την κατεύθυνση που έχει πληρωθεί να σπρώξει.

Ο παπατζής έχει αβανταδόρο για να παίζει τον παπά και να κερδίζει χρήματα από τον παπατζή με απώτερο σκοπό ο αιμοδότης να τσιμπήσει να ποντάρει και να ανεβάσει τον τζίρο του παπατζή.

Επίσης, σε δημοπρασίες παίζει πολύ ο αβανταδόρος, με σκοπό να αυξήσει την τιμή του προς δημοπράτηση αντικειμένου.

- Δεν ξαναπάω δημοπρασία Γιώργο φίλε μου!

- Γιατί ρε Πάνο;

- Ε τι γιατί είχαν 4 αβανταδόρους και ανέβασαν την τιμή κοντά στο καινούργιο, σκέτη απάτη φίλε Τζορτζ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία