Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Η γυναίκα ή το θηλυκόν ζώον που ξεχωρίζει στον περίγυρό της λόγω της κατανομής βάρους και του χοντρού κεφαλιού της που την κάνουν να ομοιάζει με μπάλα.

-Η χοντρομπαλού!
-Κάνε πέρα, βάζει για δήμαρχος θα κυλήσει πάνω μας αν μας δει να μας δώσει προσπέκτους!

(από Δημήτρης Αρναούτης-Οικονομάκης, 04/04/14)(από Δημήτρης Αρναούτης-Οικονομάκης, 05/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βρισιά που σημαίνει ότι μία γυναίκα ή κόρη δεν είναι καθόλου σικ, είναι πολύ χαμηλού επιπέδου, βλαχάρα, τρε μπανάλ, καθόλου καλόγουστη με τον τρόπο που αρμόζει σε μια πελούσια. Βλ. και τελευτιλίκι.

Βρίσκω εν προκειμένω σωστό τον επιτονισμό του Παναγιώτη Χατζηστεφάνου:

"Βλάχα, βλαχάρα, τελευταία"

Όταν έβριζαν την Σώτη, δε μίλησα. Όταν έβριζαν τη Ζωή, δε μίλησα. Τώρα που βρίζετε όμως τα Louboutin θα μιλήσω. Αν δεν έχεις περπατήσει για πάνω από 3 λεπτά φορώντας τα και διατηρώντας την μπαλαρινίσια χάρη σου, βούλωσε το, ανόητη, βλάχα, βλαχάρα, τελευταία. (Από σόσιαλ μήδεια).

-Άμα είσαι πελούσια πρέπει και να το δείχνεις, αγάπη μου! Εμ τι, να μας περάσουνε για καμιά τελευταία;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χασάπης στην περίπτωση αυτή είναι ο άγαρμπος τεχνικός οπτικοακουστικού υλικού (τεχνικός προβολής, μοντέρ κττ) που δεν δίνει δεκάρα για τη δουλειά του και την εκτελεί ορθά-κοφτά με την τεχνική με την οποία οι χασάπηδες δίνουν μια στη σπάλα, πχ, και την κάνουν δέκα κομμάτια. Συνώνυμο του σκιτζής.

Ως επιφώνημα, ακουγόταν τον παλιό (καλό;) καιρό στους σινεμάδες όταν ο τεχνικός προβολής ξεχνιόταν (κοιμόταν; γαμούσε;) και κοβόταν ο ήχος της ταινίας ή κόλλαγε κάποιο πλάνο. Το κοινό τότε είτε χειροκροτούσε για να διαμαρτυρηθεί, ή φώναζε «χασάπηηηη!» μπας και ξυπνήσει το παλικάρι και δει ο κόσμος την ταινία. Αυτά βέβαια προ ντιβιντί και νεότερης τεχνολογιάς.

Χασάπης είναι και ο μοντέρ ο οποίος πετσοκόβει το υλικό του, με αποτέλεσμα να «πηδάνε» τα κατ, να μπαινοβγαίνουν άτσαλα οι σκηνές γενικώς.

- Μάκη, εδώ πρέπει να προσέξεις να βάλεις τον λόγο να ξεκινάει λίγο νωρίτερα, να μην ακουστεί «ατάκα».
- Έλα ρε Αντώνη, λες και δε με ξέρεις... για καναν χασάπη με πέρασες;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Φαυλιστικό για πόλεις, όπως η Αθήνα που έχουν γίνει τίγκα στο τσιμέντο, διαλύοντας το ενδεχομένως άλλοτε ειδυλλιακό παρελθόν, διατηρώντας ελάχιστο πράσινο, και αποκτώντας το χαρακτηριστικό τσιμεντί χρώμα που μας στοιχειώνει. Για περαιτέρω ανάλα βλ. το λήμμα τσιμέντο να γίνει και τα σχόλιά του. Τσιμεντούπολη, όμως, δεν είναι μόνο η Αθήνα, αλλά οι περισσότερες ελληνικές πόλεις που χτίστηκαν στη βάση του χουντικού ή καραμανλικού ρυθμού (με επιδράσεις από τη δωρικότητα του Le Corbusier #not)

  1. Κοκορομαχία στην τσιμεντούπολη. Μόνο ως "κοκορομαχία" μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς τη λεκτική "κόντρα", που εξελίσσεται τις δύο τελευταίες μέρες, μεταξύ του υπουργού ΠΕΧΩΔΕ Κ. Λαλιώτη και του δημάρχου της Αθήνας Δ. Αβραμόπουλου. Μια "κοκορομαχία", που διεξάγεται στην τσιμεντένια κόλαση της πρωτεύουσας, με 37 βαθμούς υπό σκιάν και με το νέφος να δηλητηριάζει ασύδοτα τα εκατομμύρια των κατοίκων της. Αλλά τι τους νοιάζει αυτούς για τον εργαζόμενο λαό της Αττικής; (Ρίζος).
  2. Τσιμεντούπολη; Και όμως δείτε πολυκατοικίες στην Πάτρα που μας βάζουν σε άλλο mood. (Εδώ).
  3. Τσιμεντούπολη το Ηράκλειο:Μόλις 3 τ.μ. πρασίνου για κάθε πολίτη. Λιγότερο τσιμεντούπολη σε σχέση με το παρελθόν αλλά και πάλι... τσιμεντούπολη-παραφωνία όχι μόνο για τον ελλαδικό αλλά για όλο το μεσογειακό χώρο παραμένει το Ηράκλειο! (Εδώ).

Ασφαλώς, παντού υπάρχει ένας τρασόβιος τρασοκαβλιάρης που θα πουστάρει άγρια τη φάση Τσιμεντούπολη και στο λουμπενοφρέντλι σάιτ μας τους αναδεικνύουμε. Εν προκειμένω, μία από τις πιο ποιητικές τσιμεντόκαυλες είναι η Αρλέτα που μας στιχώνει ως εξής:

Στον τσιμεντένιο κήπο μου έλα απόψε να σε κεράσω στην πόλη μου με την τρύπια καρδιά και τα φουγάρα

Έλα επάνω στην κίτρινη μπουλντόζα μου με το πελώριο σπαστό της χέρι ν’ ανοίξουμε ένα δρόμο ίσιο κι ατέλειωτο και μιαν αλάνα μαγική κι απέραντη να παίζουν τα παιδιά της τσιμεντούπολης

Εδώ όλοι οι στίχοι

Τσιμεντόκαυλη Αρλέτα

Αγγλικανιστί: concrete jungle.

Και για μια κονκρητζανγκλόκαυλη προσέγγιση της Νέας Υόρκης:

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει την μπασκλασαρία, τη λαϊκουριά με μια υποψία ηθικής έκπτωσης γιατί βέβαια, κατά την -κούνια που σας κούναγε- ταξική γνώμη των υβριστών, η προστυχιά πάει μαζί με τη φτώχεια. Παλιότερα, τα ξύλινα τσόκαρα, όχι του Dr. Scholl αλίμονο, τα φορούσαν οι πλύστρες και γενικά όσες δούλευαν μέσα σε νερά.

Συνώνυμα: Τσόκαρα, κλατσάρες.
Σλανγκασίστ: Deinosavros, εδώ

  1. Ελλάδα η χώρα που η τσοκαρία δεν έχει οικονομική τάξη αλλά διαχέεται κάθετα στον κοινωνικό ιστό. Πάντα ασορτί.
    Από δω
  2. Λείψανα αγίων, μαυρογιαλούροι, αυτοδιοικητική τσοκαρία. Συνήλθα με αυτό Bach: Piano Concerto No. 1 / Schiff https://youtu.be/TLOrt63CbIE (εδώ)

  3. Και η πασοκογενής αριστερή τσοκαρία πόσο υποκριτικά επικαλείται το σύνταγμα οταν ανέχτηκε να γίνει λάστιχο χάριν του σοσιαλισμού παλιότερα (εδώ)

  4. τσοκαρο, λαικογκομενα, τσοκαρια ραχηλ μακρη, τι ηταν αυτες οι εκλογες του 12 ρε πουστη μου, με λοταρια να εκλεγονταν καλυτεροι θα βγαιναν.. (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίσης και ανακατεύω τα πετρέλαια / το χυλό / τη φασολάδα / την κουτάλα / το γιαούρτι.

Χρησιμοποιώ αυτοκίνητο με μηχανικό κιβώτιο ταχυτήτων και όχι αυτόματο και, αναγκαζόμενος να αλλάζω συχνά ταχύτητα (σχέση στο κιβώτιο), υποτίθεται μοιάζω σαν να ανακατεύω με το χέρι μου το καύσιμο του αυτοκινήτου ή ένα φαγητό που βράζει, με κουτάλα τον λεβιέ των ταχυτήτων.

Η έκφραση οπωσδήποτε έχει αρνητική φόρτιση, κατά του μηχανικού κιβωτίου και υπέρ του αυτόματου.

  1. Από εδώ:
    Αλλά βλέπω και τους φίλτατους ταξιτζήδες... Μέχρι τώρα μόνο 3, από τους δεκάδες πούχω χρησιμοποιήσει για μεταφορά, είχαν αυτόματο κιβώτιο και τους ρώτησα : γιατί ρε παιδιά όλη μέρα να ανακατεύετε το χυλό?
  2. Από εδώ:
    Όταν οδηγείς στην πόλη τι να τον κάνεις τον λεβιέ ταχυτήτων; Να σε ταλαιπωρεί; Ή μήπως να ανακατεύεις το γιαούρτι;
  3. Από εδώ:
    Μάλλον το να αλλάζεις ταχύτητας με τα paddles είναι πλέον μόδα -και πιο εύκολο- από το να “ανακατεύεις την κουτάλα”.
  4. Από εδώ:
    “Μου αρέσει να ανακατεύω τα πετρέλαια” θα μου πείτε. Κι όμως, δε μου αρέσει καθόλου και όταν μετακινούμαι μέσα στην πόλη ή όταν ταξιδεύω το απεχθάνομαι, βαριέμαι, κουράζομαι, θέλω ένα αυτόματο κι ας είναι τόσο αργό σαν του [...]
  5. Από εδώ:
    Eμένα πάντως άμα με αξιώσει ο Θεός να πάρω άλλο αμάξι (οχι το vitara δεν το δείνω ποτέ) σίγουρα θα είναι αυτόματο!!!! 20+ χρόνια ανακατεύω την φασολάδα δίπλα μου με το μαρκούτσι, και ακόμα να βράση!! βαρέθηκα!!!
  6. Από εδώ:
    Εκεί μπαίνει και το θέμα κιβωτίου για εμένα. Ίσως είμαι παλιομοδίτης αλλά έτσι έχω μεγαλώσει ανακατεύοντας την βενζίνη....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παρόμοιο με το «όρσε

Το λέμε στον άλλον για να μην του ρίξουμε εμείς τη μούντζα, αλλά να φυσήξει ο ίδιος τα πέντε ενωμένα δάχτυλά μας, ώστε αυτά να ανοίξουν σαν λουλούδι και να τον μουντζώσουν. Παιδικό. Χρησιμοποιείται όμως κατά κόρον και από ενήλικες.

- Και που λες, εκεί που καθόμουν μόνος μου, σκάει μύτη η Λίλιαν και κάθεται δίπλα μου! Απίστευτο;
- Φύσα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στον στρατό ψηλός λέγεται ο ψαράς, ο νεοσύλλεκτος, και μάλιστα αποτελεί δείγμα ψαρά το ότι δεν ξέρει τι σημαίνει ο χαρακτηρισμός όταν τον αποκαλούν έτσι οι άλλοι και χαίρεται.

- Ψηλέ, πιάσε την τσουγκράνα και έλα από εδώ γιατί γίνεται αποψίλωση!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ανοησίες. Δηλαδή παπάρια, τρίχες, μπούρδες, μαλακίες κ.λπ.

Είναι ανεξερεύνητο το αν αναφέρεται στην Καλαβρία ή στα Καλάβρυτα.

- Το Pitsos-Cool γαμάει τo Bosch-Ice όποτε θες.
- Αρχίδια καλαβρέζικα. Και τι ξέρεις εσύ ρε μαλάκα από ψυγεία;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η άκομψη σε εμφάνιση και τρόπους γυναίκα, η άτσαλη, η άγαρμπη, η αδιάκριτη, η αγενής αλλά και (ή σε συνδυασμό με) παχύσαρκη, χοντρή, τόφαλος.

Από το θηλυκό του αγελαίου ζώου της Αφρικής βούβαλος, που συχνά εμφανίζεται σε σχετικά ντοκιμαντέρ.

Μεταξύ γυναικών για τη... φίλη τους:
- Α τη βουβάλα, δεν φτάνει που 'γινε τόφαλος, μας έρχεται κι άπλυτη, καθυστερημένη και μας το παίζει και γκόμενα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία