Επιλεγμένες ετικέτες

Μαμαδίστικη γείωση.

Ακολουθεί σε χρόνο dt το αυθάδες μάλιστα που σηματοδοτεί τακτική υποχώρηση μάλλον παρά συμφωνία.

Στερείται, φυσικά, νοήματος - η παραπομπή στο πλέξιμο είναι παραπλανητική. Η παρήχηση αρκεί.

Δεν έχει καμία σχέση ούτε με μαλλιοκούβαρα ούτε με παλικάρια.

Αντιθέτως, συγγενεύει με άλλα ευφυή του τύπου οχιά διμούτσουνη.

- Γιώτααα ... το πήρες το κουστούμι του μπαμπά από το καθαριστήριο που σε είπα;
- Εεεεε, οοόχι...
- ΟΟΟΧΙ;;; Οχιά διμούτσουνη... το χρειάζεται για το ταξίδι αύριο, πόσες φορές πρέπει να στο πω;;; Τσακίσου τώρα να πας να το φέρεις...
- Ναι, μαμά... τώρα... - Όχι τώρα, ΤΩΡΑ, είπα... Φύγε...
- Μάααλιστα, μητέρα...
- Μαλλιά και κουβάρια... Θα μου πεις εμένα μάλιστα... κακομαθημένο πλάσμα... ξέρεις τι αίμα φτύνει ο πατέρας σου για να μη σας λείψει τίποτε;;;
- Ξέρω, ξέρω...
- Ξεράδια ξέρεις... ακόμα εδώ είσαι;;;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποστομωτική όσο και τζούφια απάντηση γονιού (μάνας κυρίως) προς το παιδί το οποίο αναρωτιέται γιατί, πχ, δεν πρέπει να τρώει τις μύξες του ή να τρώει με τα χέρια, ή να ουρλιάζει αντί να μιλάει, ή να ξύνει το τέτοιο του μπροστά στους καλεσμένους κλπκλπκλπ, όταν δηλαδή το παιδί θέτει ερωτήματα τα οποία εκνευρίζουν τον γονιό, καθότι αυτός δεν προλαβαίνει ή δεν γνωρίζει ή δεν έχει την υπομονή να αναλύσει τους λόγους εκπολιτισμού για τους οποίους ισχύουν αυτές οι απαγορεύσεις των έμφυτων ανθρώπινων τάσεων.

Έτσι λοιπόν, και μεις μεγαλώνοντας χρησιμοποιούμε αυτή την έκφραση όταν δεν θέλουμε να δώσουμε εξηγήσεις για κάτι το οποίο θεωρούμε αυτονόητο ή το επιβάλλουμε στους άλλους.

Παρομοίως απαντάμε: γιατί κλάνει το γατί, «γιατί έτσι γουστάρω», «για να ρωτάς», «επειδή.», «γιατί δεν σου πέφτει λόγος» κλπ.

  1. - ΜΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗ!!!!!!!!! Αμάν πια ρε Γιώργο!!! ΠΟΣΕΣ φορές θα σου πω να μην κολλάς τις μύξες κάτω από το τραπέζ;;; Είναι σιχαμένο!
    - Γιατίιιιι;;;
    - Γιατί έτσι, τι γιατί! Πήγαινε πλύνε τα χέρια σου μέχρι να τις μαζέψω!

  2. - Έκανα κάτι;
    - Μπα, όχι...
    - Ε και γιατί βρε γλυκιά μου μού κάνεις μούτρα;
    - Γιατί έτσι.

  3. - Ρε συ κλείσε αυτή την πόρτα επιτέλους!
    - Γιατί; Τι σε πειράζει να μείνει ανοιχτή;
    - Γιατί έτσι.

(από Vrastaman, 03/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι πολλές οι λέξεις και οι εκφράσεις που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι έλληνες σε συνομιλίες, όταν θεωρούν τα λεγόμενα των συζητητών γελοία, εσφαλμένα, βαρετά, ανεπίκαιρα, ή ακόμη εριστικά και προσβλητικά, και τελοσπάντων, άξια γείωσης εδώ και τώρα. Αυτή η γείωση μπορεί να γίνει με δύο βασικούς τρόπους: (α) αντρίκεια και στα ίσια, σε φάση «σόρι κιόλας, αλλα δέν έχω όρεξη ν' ακούω τις παπαριές σου και θα το εκτιμούσα αν το βούλωνες», ή (β) μάγκικα και έμμεσα (σ.ς. τώρα καταλαβαίνω γιατί θα μπορούσε, όπως έχει ειπωθεί, ο Πετρόπουλος να αποκάλεσε την αργκό «γλώσσα των φλώρων»). Εδώ θα πιάσουμε τη δεύτερη κατηγορία, μιά και η πρώτη δέν χρειάζεται ανάλυση, είναι αυτό που είναι.

Τις μάγκικες αυτές ατάκες, που μπορούμε να τις πούμε ακυρωτικές, απαξιωτικές, αποστομωτικές, αφοπλιστικές, καπελωτικές, ξενερωτικές και αλλιώς ίσως, εδωπέρα θα τις λέω για συντομία γειώσεις.

Οι γειώσεις μπορούν να είναι απλές δηλώσεις, εμβόλιμες στη συζήτηση με μορφή σχολίου, ή συνηθέστερα ευθείες απαντήσεις σε ερώτημα που έχει τεθεί –πράγμα φυσιολογικό, μια και σε τέτοιες περιπτώσεις συνήθως βαριέται κανείς να γειώνει τον κάθε πρήχτη, εκτός κι' αν ο άλλος του απευθύνει σαφώς το λόγο. Απώτερος στόχος κάθε γείωσης είναι η άμεση λήξη της συζήτησης ή απλά η γελοιοποίηση του συζητητή, ενώ πολλές φορές μπορεί να λέγεται και πειραχτικά, για αστείο.

Στοιχειώδης γραμματική ανάλυση

Μία γείωση αναιρεί τα συμφραζόμενα αυτού που έχει ειπωθεί με τρόπο που να το αφήνει μετέωρο και έτσι να το απαξιώνει, να το γελοιοποιεί και τελικά να το ακυρώνει, και αυτό μπορεί να γίνει τουλάχιστον σε δύο επίπεδα, το συντακτικό και το σημασιολογικό.

Στο πρώτο, το συντακτικό, και μάλλον το πιο συνηθισμένο, η ατάκα μπορεί να είναι παρήχηση των προλεγόμενων ή και να ομοιοκαταληκτεί:

— Δέ μπορώ να το χωνέψω ρ' εσύ!... Να μου πεί εμένα που τον έχω κάνει θεό οτι με βαρέθηκε τόσους μήνες που τάχα λέει τον έπρηζα και όλο λέει του τσαμπούναγα μαλακίες;!... Άκου «του τσαμπούναγα»!... «Του τσαμπούναγα» μου είπε ρ' εσύ... Μα, «του τσαμπούναγα»;...
— Και την πούτσα μου κούναγα...
— Ορίστε;
— Λέω, πάρ' το απόφαση φιλενάδα: οτι είσαι ολίγον τί πρηχτρί, είσαι. Πάμ' παρακάτ'.

Τα συντακτικά αυτά λογοπαίγνια μπορούν να είναι πολύ αποτελεσματικές γειώσεις, μια και η σημασία που δευτερεύοντα προκύπτει είναι συνήθως χτυπητά διαφορετική από τη σημασία των προλεγόμενων.

Άλλο πολύ συχνό είδος συντακτικής γείωσης είναι μία ερώτηση να απαντιέται πάλι με ερώτηση:

— Πώς;
— Έλα;
— Τί είπες;
— Ποιός ήρθε;
— Με κοροϊδεύεις ρε;
— Εσύ τί λές;

Από την άλλη, σε σημασιολογικό επίπεδο, η ατάκα ερμηνεύει τα προλεγόμενα σε διαφορετικά συμφραζόμενα από τα αρχικά, πιχί, από μεταφορά στην κυριολεξία ή αντίστροφα:

— Πέτυχα χθές το Βούλη φίλε.
— Δέ μ' ενδιαφέρει, τά 'χω κόψει αυτά...
— Άκου ρε να σου πώ. Έχει καβατζώσει λέει πράμα πρώτης, καλαματιανό τεφαρίκι που σε στέλνει. Βάζουμ' απο μιά πενηνταρού;
— Σε στέλνει και πού σε πάει;
— Στο υπερπέραν ρε φίλε, άκου «πού σε πάει»!...
— Δέν θέλω να πάω στο υπερπέραν, πέφτει μακριά 'π' την έβγα και δέ μπορώ τους μπάφους χωρίς σοκολάτα.
— Καλά, γιατί γίνεσαι μαλάκας τώρα ρε φίλε;
— Γιατι δέ μ'ενδιαφέρει ρε σου λένε, τό 'κοψα, καταλαβαίνεις ελληνικά;!...

Η επανερμηνεία μπορεί να γίνει και σε εντελώς ασυνάρτητα συμφραζόμενα (πολύ χρήσιμος εδώ ο τιραμισουρεαλισμός), και χωρίς αυτό να είναι αποτέλεσμα συντακτικού λογοπαίγνιου:

— Έφερες πατάτες;
— Ναί.
— Και λάδι που δεν είχαμε;
— Κι' απ' αυτό.
— Κρεμμυδάκι;
— Ναί...
— Φρέσκο λέω, να βάλουμε στη σαλάτα.
— Κατάλαβα.
— Γιατι χωρίς κρεμμυδάκι δέν γίνεται σωστή η πράσινη.
— Ναί.
— Ε έφερες;
— Βασικά, πέρασα 'π' τον Μπάμπη το μανάβη και μου λέει οτι δέν έχει κρεμμυδάκι, το κάπνισε όλο χθές που ξέμειν' απο χόρτο.
— ...
— Έφερα τελοσπάντων.

Ακόμη, ατάκες που διαβρώνουν καί το συντακτικό καί το σημασιολογικό επίπεδο της κουβέντας, και μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν γειωτικά, είναι οι λετριστικές:

— Ρε ποιός Αϊνστάιν να πούμε... Τί θα ήταν ο Αϊνστάιν αν δεν ήταν ο Καραθεοδωρής, άσχετοι; Αφού κι' ο ίδιος το έγραψε, «όλα τα χρωστάω στο μεγάλο μου δάσκαλο, τον έλληνα Καραθεοδωρή».
— Όλα έ;
— Όλα. Αφού το έγραψε ο ίδιος λέμε –δέ ξέρω, στο βιβλίο του εκεί με τη θεωρία της σχετικότητας ξερω 'γώ–, έγραψε «τις θεωρίες μου και τις ιδέες μου τις οφείλω όλες στο δάσκαλό μου, τον»–
— «Έλληνα Καραθεοδωρή», εντάξει. Αλλα δέ μας λές, εσύ που τα ξέρεις αυτά: ο Καραθεοδωρή τί λέει, το σύμπαν είναι ολόπρωτο και ζινεξεριτάλ κατα την αβήλωτο;
— Έ;... τί;...
— Γιατι ρε παιδί μου λέω, αν πρόκειται για κόλνυμπαν και πέριστρο και δή το περιτάλι, στην Αστρονομία του εικοστού πρώτου αιώνα εννοώ –και μετά τον Αϊνστάιν–, τότε να το δεχτώ αυτό με τον Καραθεοδωρή.
— ...Ε... εντάξει... Κοίτα να δείς, αυτό που λές δέν το θυμάμαι τώρα καλά–
— Ε τότε παράτα τα 'φτά, και γύρνα το επιτέλους γιατι μύρισε νύχι να πούμε [παπαρολόγε ελληνάρα, σιχτίρ]...

Παγιωμένες γειώσεις

Οι γειώσεις είναι φαινόμενο γενικό στον καθημερινό λόγο και ειδικά στην αργκό, το οποίο παίρνει διαφορετικές μορφές ανάλογα με την περίσταση κάθε φορά. Πολλές απ' αυτές πάντως έχουν παγιωθεί και ακούγονται αρκετά συχνά ώστε η καταγραφή τους να 'χει νόημα –κάποιες τέτοιες ακολουθούν στα παραδείγματα (που με τη βοήθεια του κοινού, μπορούν να συμπληρώνονται με τον καιρό):

Νομίζω ότι εδώ υπάρχουν αρκετές στρατηγικές γείωσης. (από Khan, 21/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λέμε ειρωνικά (και ρυθμικά) διακόπτοντας και εκνευρίζοντας αυτόν που μιλάει όταν

(α) αυτά που λέει δεν μας βρίσκουν σύμφωνους:

— Φέτος να δεις που θα το πάρουμε το πρωτάθλημα!
Ναι ναι ναι ναι ναι.
— Αμφιβάλλεις μήπως;
— Μπα ιδέα σου!

(β) αυτός που μιλάει είναι παραμυθάς και λέει τα δικά του:

— Και που λέτε, καθώς γαμούσα την Λίλιαν...
Ναι ναι ναι ναι ναι.
— Θα με αφήσεις να μιλήσω;
— Όχι ρε ψεύτη δεν σε αφήνω, σε λίγο θα μας πεις ότι έσπρωξες και την μάνα της!

(γ) λέει απειλές:

Πούστη, άμα ξαναενοχλήσεις την Μαρία θα σε γαμήσω όρθιο...
Ναι ναι ναι ναι ναι.
— Τολμάς και ειρωνεύεσαι, την έβαψες!
— Καλά, ψηλέ, κατούρα και λίγο!

(Και μην ξεχνάτε, ρυθμικά είναι πιο σπαστικό.)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ευγενέστατη απάντηση σε κάποιον που μας πρήζει σχετικά με κάποια μειονεκτήματα του χαρακτήρα μας. Δλδ, αποτελεί τον ευγενικό τρόπο να πούμε σε κάποιον κολλητό ή πολύ δικό μας, ότι αρχίζει να μας πρήζει τα αρχίδια. Αλλά επειδή τον εκτιμάμε και μάλλον αντικειμενικά έχει δίκιο, ή έχει καλές προθέσεις, τον αφοπλίζουμε με αυτή την δήλωσή μας. Η οποία παρεμπιπτόντως είναι αληθής -και θα ήταν και συγκινητική, αν δεν χρησιμοποιόταν για να σκαπουλάρουμε από το ζάλισμα των γεννητικών οργάνων μας!

  1. - Είσαι ένα κουρέλι!!! Φέτος θα έπρεπε να τελειώνεις τη σχολή, κι εσύ δίνεις ακόμα μαθήματα του πρώτου έτους! Ντροπή σου. Και γυρνάς και τα ξημερώματα. Και κάθεσαι και δέκα ώρες στον σλανγκγκρ...
    - Κι εγώ σ' αγαπώ ρε μάνα, αλλά δεν σου κάνω τέτοιες σκηνές, με την τσίμπλα στο μάτι!!!! Κάνε μου έναν καφέ και μετά βάρα....

  2. - Δεν παίζεσαι με τίποτα! Γιατί δεν ήρθες χθες που σου ζήτησα ρε;
    - Κάτι θα μου έτυχε, δεν θυμάμαι.
    - Ρε σου είπα ότι ήταν ανάγκη. Σε ήθελα για κάλυψη, για ξεκάρφωμα. Και με πούλησες! Μόνο την πάρτη σου κοιτάς! Παρτάκια, ε παρτάκια. Δεν θα μου ζητήσεις ρε μια φορά βοήθεια. Τ' αρχίδια μου θα πάρεις. Αλλά πρέπει να στο ξεπληρώσω αυτό. Πού θα μου πας. - Κι εγώ σ' αγαπώ.
    - Άσε ρε τις αγάπες μωρή σουπιά, μη σε κάνω με σπανάκι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το βρακί σου ανάποδα: Συνήθης απάντηση στο ερώτημα «(χμμ) τί να φορέσω (άραγε)». Η σημασία της είναι αντίστοιχη των: φόρεσε ό,τι θες, δεν θα μπορούσα να ενδιαφέρομαι λιγότερο, μη μου ζαλίζεις τον έρωτα, ξεσκότα μου τομπούτσο, δεν με αφορά το θέμα, κόψε τον σβέρκο σου.

(εδώ):
Αντζελίνα: Aγάπη μου, τι να βάλω στο event;;
Μπραντ: Ουφ, μας έπρηξες τι να βάλω και τι να βάλω!!! Το βρακί σου ανάποδα!!
Αντζελίνα: Δε φοράω βρακί, αλλά καλή ιδέα!!!

Στην μορφή το βρακί μου ανάποδα εκφράζει ίδιου βαθμού αδιαφορία ως απάντηση στο «τί θα φορέσεις», ενώ επιπλέον εκδηλώνει έμμεσα την περιφρόνηση για το κοινωνικό γεγονός (χάπενινγκ) στο οποίο αναφέρεται.

-Τί σκέφτεσαι να βάλεις στο πάρτυ της Σοφίας;
-Το βρακί μου ανάποδα, χέσε με με το πάρτυ της Σοφίας, όλοι οι μαλάκες μαζεμένοι, θα 'ναι και ο πρώην μου...

Επεξήγηση: Είναι αδιευκρίνιστη η ακριβής σημασία του «ανάποδα», αλλά συνήθως υπονοείται «το μέσα-έξω» (βλ. επεξηγ. μήδι 1). «Το μπρος-πίσω» είναι δυσχερής πρακτική, ειδικά σε περιπτώσεις στρινγκ, ενώ δημιουργεί θέματα υγιεινής εφόσον πρόκειται για φορεμένο εσώρουχο. «Το πάνω-κάτω» (βλ. επεξηγ. μήδι 2) σκαλώνει στο κεφάλι και ισοδυναμεί με το να μην φοράς βρακί, συνεπώς ξεφεύγει από τον παρόντα ορισμό.

Προέλευση: Η έκφραση προέρχεται από την λαϊκή δοξασία ότι, το να φορέσεις το βρακί σου ανάποδα φέρνει γούρι και προστατεύει από τη γλωσσοφαγιά.

(εδώ):
Πολύς κόσμος παρεξήγησε την Καλομοίρα που είπε ότι φοράει το βρακί της ανάποδα για γούρι. Πολύ υποκρισία έχει πέσει φίλοι μου. Στις μέρες που ζούμε η είδηση ήταν ασφαλώς ότι η Καλομοίρα φόραγε βρακί.

Λοιπές σημασίες: Στο πιο κυριολεκτικό του, να αναφέρω ότι μια Μαρία (υπαρκτό πρόσωπο, Μυτιληνιά, καλή της ώρα της κοπέλας) με είχε πληροφορήσει ότι, όταν ξέμενε από καθαρά βρακιά, φορούσε τα φορεμένα της ανάποδα – σε εξτρίμ περιπτώσεις που εξαντλούνταν και διπλοφορεμένα, σταματούσε να φοράει και καθόταν κατάμουνα. Ισχυριζόταν ότι αυτό ήταν οικονομικό και της έφερνε τύχη. Το να βάλεις το βρακί σου ανάποδα λοιπόν μπορεί να έχει και τέτοια έννοια, το οποίον δεν είναι σλανγκ ως φράση, αλλά είναι σαφώς σλανγκ ως πρακτική, επομένως σπεκ.

Το μέσα-έξω. (από Galadriel, 09/09/09)Το πάνω-κάτω. (από Galadriel, 09/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λακωνική αλλά αόριστη απάντηση στην ερώτηση «τί κάνεις-καλά είσαι;», η οποία θα ήταν τουλάχιστον συντακτικά ορθότερη αν η ερώτηση είχε ως: «Πού' σαι ρε;» με την αυτή έννοια.

Δηλώνει, είτε μεμψιμοιρία που οφείλεται σε ακινησία και τέλμα (τα δίφλαγκα) στην ζωή του απαντώντος (ή το αντίστροφο), είτε βαρεμάρα, ή αποφυγή του τελευταίου να επεκταθεί σε σχόλια περί της τρέχουσας (προσωπικής, επαγγελματικής κλπ) καταστάσής του.

Ο δε απαντών χαριτολογώντας «και εδώ» (κατά τα: Και θα δούμε / και μάλλον / και μπορεί / και μπορέλι κ.λπ.), μάλλον παρουσιάζει χωρο-χρονική σύγχυση και παράκρουση θέωσης ως πανταχού παρών...

Παρόμοια: Τα ίδια / όπως τα 'ξερες / δε βαριέσαι / πώς να 'μαι / τί να κάνουμε κ.λπ.

Υφίσταται πανομοιότυπη έκφραση στην ισπανική:
-Que tal; (Τί κάνεις;)
-Aqui estoy / por aqui (Εδώ)...

-Χαθήκαμε ρε σύ! Τί κάνεις;
-Εδώ...
-Κι εγώ εδώ είμαι!
-Ε, κλείσ’ το τότε να μην πληρώνεις τσάμπα...

(από patsis, 25/03/15)

Δες και έλα (κλισέ σλανγκ χαιρετούρες).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ελαφρώς απαξιωτική απάντηση στην ερώτηση «τι ώρα είναι;», αρκετά δημοφιλής στους εκνευριστικούς τύπους που αρέσκονται να απαντούν σε μια ερώτηση με ερώτηση.

Ο χρήστης της φράσης αδημονεί να διακόψει τον συνομιλητή του, υπονοώντας εμφανώς ότι ποσώς τον ενδιαφέρει τη δεδομένη στιγμή τι ώρα δείχνει το ρολόι του (εάν έχει καν).

Η φράση συναντάται πολλές φορές και με το επιφώνημα ε στην αρχή της (ε, δε θα 'ναι;).

— Γαμώτο, έχω ραντεβού για πεντικιούρ στις δώδεκα. Τι ώρα είναι Τάκη μου;
Ε, δε θα 'ναι;

Δες ακόμη: η ώρα που γαμούν οι σκύλοι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μπαμπαδίστικο αυτό λήμμα το χρησιμοποιούμε για να ταπώσουμε κάποιον στις παρακάτω τρεις (τουλάχιστον) περιπτώσεις που αυτός:

α) απάντησε σε μια ερώτησή μας με «Ε;» (με την ένοια του «Ορίστε;», «Πώς είπατε;»)
β) απευθύνθηκε στο άτομο μας με την κλητική αντωνυμία «Ε!»
γ) τα μασάει και αντί να μας εξηγήσει κάτι επαναλαμβάνει συνεχώς «εεε...εεε...»

Το λήμμα το έχει χρησιμοποιήσει (και απογειώσει) στην περίπτωση γ' ο μέγας Διονύσης Παπαγιαννόπουλος σε διάλογό του με την Αλίκη Βουγιουκλάκη στο «Το ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» (νομίζω).

(συνηθισμένο βρις-οφ σε δρόμο μεγάλης πόλης):
- Σου είπα να μη παρκάρεις εδώ! Δεν ακούς; Ε!
- Έξινος!
- Και ξερός!
- Και ξεράδια στο λαιμό σ'!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ίσως η μοναδική μη τετριμμένη απάντηση στην απελπιστικά τετριμμένη ερώτηση «τι κάνεις», ή κάποια παρόμοια. Δείχνει ενόχληση σε ακραίο βαθμό, και απέχθεια προς τον ερωτώντα, εκτός και χρησιμοποιείται δίκην αστεϊσμού.

Παρά τις πολυετείς έρευνες, δεν έχει βρεθεί αντίδοτο, ανταπάντηση ή α-ντά-ντιρλάντ-α-ντά.

Παραπέμπω στο μεγάλο κάτω για το παράδειγμα έτερης ατάκας που επί μακρόν είχα παραξηγήσει. Για πολύ καιρό αντιλαμβανόμουν τον περίεργο όχι ως τον περίεργο-ρωτάω να μάθω (γαλλ. curieux), αλλά τον περίεργο τύπου «είναι περίεργος αυτός ο τύπος» (γαλλ. bizarre). Μήπως τελικά είμαι ηλίθιος;; Όχι, απλά παράλογος.

- Τι κάνεις;
- Γαμάω περίεργους.
- ...
- Τι «...» ρε καραγκιόζη, @%^@$%&;;
Ακολουθεί επίδειξη τάππερ.
Μπόνους μάλους: Το τάππεργουερ προηγήθηκε των χάρντγουερ και σόφτγουερ. Νομίζω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία