Επιλεγμένες ετικέτες

Περιπαιχτική έκφραση, έναντι μακράς εις μάτην αναμονής τινός.

Ιδίως στο τάβλι, έχει την σημασία της ματαιοπονίας του αντιπάλου που περιμένει να απεγκλωβιστεί από εξάπορτο ή κωλυσιεργεί να την πουλέψει στη φεύγα (αφού κατά το δημώδες του φεύγα η μάνα ποτέ δεν έκλαψε).

Συναφείς κοροϊδευτικές εκφράσεις: Βάλε τα καλά σου, ετοιμάσου, περίμενε τον αγύριστο κλπ.

Η έκφραση ανάγεται στην παλιά συνήθεια του τραταρίσματος των μουσαφιρέων με γλυκό του κουταλιού (νεραντζάκι, συκαλάκι, σταφύλι, κυδώνι κλπ) όπου, κατά το τελετουργικό, καλούνταν να πουν μιαν ευχή προς τον αμφιτρύωνα μπουκωμένοι με το γλυκό, π.χ. «Και στις χαρές σας!» και καπάκι να πιουν απνευστί το νερό (κάνοντας ένα χαρακτηριστικό «άααχ!»).

Το ξύσιμο του αυτιού ή το διακριτικό ρέψιμο που ακολουθούσε, σηματοδοτούσαν την υποχρεωτική μετάβαση των γυναικών στην κουζίνα προκειμένου να επακολουθήσει «σοβαρή συζήτηση» μεταξύ των ανδρών...

  1. (Στην δημόσια υπηρεσία):
    Υπάλληλος Α:
    - Εσείς τί περιμένετε;
    Διοικούμενος:
    - Να μιλήσω στον κύριο προϊστάμενο για μια υπόθεσή μου...
    Υπάλληλος Α:
    - Έχει συμβούλιο ο κύριος προϊστάμενος και θ’ αργήσει. Εξ άλλου έχει πάει μια παρά τέταρτο.
    Διοικούμενος:
    - Δεν πειράζει, θα τον περιμένω.
    - Τί να σας πω, αν δε βαριέστε...
    Υπάλληλος Β που βάζει το σακάκι του:
    - Εγώ λέω να περιμένετε λίγο ακόμα. Να, τώρα θα βγάλουμε και νεραντζάκι!

  2. (Τάβλι):
    - Δε μου λες, αυτά τα πούλια εκεί πότε θα τα βγάλεις έξω; Τί τα κλωσάς που έχω αρχίσει το μάζεμα;
    - Περιμένω να φέρεις εξάπαντος, να σε πιάσω.
    - Άνοιξε το τριώδιο! Καλά περίμενε συ, τώρα θα σου βγάλω και νεραντζάκι...
    - Τώρα θα φέρεις μικρομέγαλο!
    - Εξάρες! Μην ανησυχείς εσύ! Παραπάνω από διπλό δεν πάει...

Σ.Σ. 1. Εξάπαντος = έξι-πέντε, όταν ο αντίπαλος είναι μαζεμένος με μια πόρτα στον άσσο στο σπίτι του παίκτη και ο τελευταίος μαζεύει κι έχει από δυο πόρτες στο 6 και στο 5 αφήνει δυο πούλια ανοιχτά, αν έχει πάνω από δυο πούλια στο 5 αφήνει ένα στο 6, αν έχει πάνω από δυο πούλια στο 6 αφήνει ένα στο 5 κλπ κι ο αντίπαλος παίζει να τον τσακώσει. 2. Μικρομέγαλο = μικρό και μεγάλο ζάρι π.χ. 6-3, έσχατη ευκαιρία ώστε ή να γκελάρει το ένα και να μείνει ανοιχτό ή να μείνει περιττός αριθμός στα πίσω και με την επομένη ν’ αφήσει κλπ.
3. «Παραπάνω από διπλό δεν πάει» = σκωπτική έκφραση (όπως και το «μέχρι διπλό πάει»), που δήθεν «καθησυχάζει» τον αντίπαλο ότι αποκλείεται να το χάσει τριπλό!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Με παχύ «λλ» ή με «λj», δεν παίζει ρόλο...

Ο θείος ο Ηλίας είναι ο ειδικός, ο μάστερ, που σε βάζει σε σειρά, σε τακτοποιεί, ειδικά στο τάβλι και σε παρεμφερή ανταγωνιστικά παίγνια. Ταυτόχρονα, με τη χρήση, ο χρήστης τοποθετείται σε θέση κατά τι ανώτερη από τον δέκτη - αφού τον έχει πλέον ανηψιό - αλλά διατηρεί και μια οικειότητα - «αφού δεν ξέρεις, να μη μάθεις; έλα στο θείο να σε διδάξει».

Εναλλακτικά ο θείος είναι ο αδικημένος του παίγνιου που όμως γυρίζει το παιχνίδι, κόντρα στην τύχη αλλά με φουλ τεχνική και ειδικά χάρη στην υπομονή που επέδειξε ενώ θεοί και δαίμονες ήτο εναντίον του. Η έκφραση έρχεται για να τον δικαιώσει και να αποκαταστήσει τη φυσική τάξη που ο αντίπαλός του, με μηδέν τεχνική και φουλ τύχη, είχε αναστατώσει.

Τα εργαλεία υπονοούν ότι ο θείος είναι και μάστορας, λαϊκός τύπος με μόρφωση του πεζοδρομίου που του επιτρέπει να ανταπεξέλθει σε κάθε δοθείσα δυσκολία, γιατί διαθέτει τεχνική στα πάντα. Μπορεί να φορεθεί και από ακαδημαϊκούς, πάντως.

- Ρίξε ένα ασόδυο, να δω πως θα το παίξεις, ρε φάντασμα...
- (ρίχνει τα ζάρια) Ασόδυο! τι λε ρε... του 'κατσε...
- 'Ελα στο θείο τον Ηλία πο' χει όλα τα εργαλεία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στο τάβλι υφίσταται μια εθιμοτυπία. Δεν είναι ούτε μπριτζ ούτε σκάκι, να παίζεται στα μουγκά.
Δεν είναι γνωστό αν ο Θεός παίζει ζάρια, αλλά είναι σίγουρο ότι ο Μακιαβέλι θα ήταν τρανός ταβλομάχος.

Η εν λόγω, είναι μια από τις πολλές ειρωνικές και ψευδο-αφελείς εκφράσεις, που χρησιμοποιούνται όταν η ενδεικνυόμενη κίνηση είναι ηλίου φαεινότερη και η νίκη βέβαιη. Ο έχων το πάνω χέρι χαζο-διερωτάται, πώς να παίξει την οφθαλμοφανώς ευνοϊκή ζαριά, πράγμα που κρύβει σαδισμό, αφού καλείται (δήθεν) ο γαμούμενος αντίπαλος να υποδείξει τον τρόπο με τον οποίον θα πουτσισθή...

Η έκφραση μπορεί να λεχθεί αφού ο παίκτης φέρει την ευνοϊκή ζαριά (π.χ. εξάρες), αλλά και (υποθετικά) πριν ακόμα ρίξει, δηλαδή μόλις τελειώσει το παίξιμό του ο αντίπαλος, που έχει αφήσει ανοικτούς λογαριασμούς στο ενδεχόμενο να φέρει στην συνέχεια ο παίκτης μια συγκεκριμένη ζαριά, με την οποίαν π.χ. θα πλακώσει πούλι του αντιπάλου, θα κάνει εξάπορτο κλπ. Έτσι, λέει ο παίχτης π.χ.: (Αν φέρω) «τα πεντάρια μου, πώς θα τα παίξω;» Πολλές φορές, ο εκνευρισμένος αντίπαλος θα αναγκασθεί να πει: «Βρέ, παίξε εκεί τώρα»...

Σημειωτέον η επικαλούμενη ευνοϊκή ζαριά (π.χ. ντόρτια, έξι-πέντε κλπ αναλόγως), πάντοτε συνοδεύεται από την κτητική αντωνυμία «μου», δηλαδή δικαιωματικά μου ανήκει-αξίζει να φέρω αυτό το συγκεκριμένο ζάρι, γεγονός το οποίον παραπέμπει αφ’ ενός στην δεισιδαιμονία των τζογαδόρων πριν να κάτσει η ζαριά, αφ’ ετέρου αφού κάτσει, επιρρωνύει το ταβλαδόρικο, αυτο-εξιλεωτικό της κωλοφαρδίας θέσφατο: «Ο καλός ο παίκτης έχει και καλό ζάρι-δεν συμβαίνει όμως απαραίτητα και το αντίστροφο».

Αν δεν έρθει η καλή ζαριά, τότε ο αντίπαλος λέει: «Έχει και τέτοια μέσα!» και τραβάει (κρυφά) μια βαθιά αναπνοή...

Στη συνέχεια, ο παίκτης σε περίπτωση που κάθεται η ευνοϊκή (γι’ αυτόν) ζαριά, συνήθως καμώνεται ότι παραπονιέται, π.χ. λέει «πάλι;», «όχι ρε γαμώτο!» κλπ και χτυπά τον αντίπαλο δήθεν δύσθυμος, για να μην διαπράξει ύβρι τρόπον τινά, ενώ ταυτόχρονα σπάει τ’ αρχίδια του αντιπάλου κωλυσιεργώντας, αφού τον γαμεί και τον φουμάρει κι από πάνω.

Αντίθετα, αν ο αντίπαλος αφού τελειώσει το παίξιμό του, μένει εκτεθειμένος σε ενδεχόμενη ψωλιά, είτε ένεκα αβλεψίας, είτε γιατί δε γίνεται αλλιώς (φορσέ), τότε ο παίκτης του δείχνει το έκθετο πούλι και ταυτόχρονα λέει πριν τραβήξει: «Τούτο;» ή «Τούτο νυφούλαμ’;» ή «Τούτο μαρ’ νύφ’;» (Ρούμελη), δηλαδή δήθεν διερωτάται με συμπόνοια τί θ’ απογίνει το έρημο το πούλι σε περίπτωση που το τσακώσει, φέρνοντας ένα συγκεκριμένο συνδυασμό.

Αν όμως ο αντίπαλος έχει στην πραγματικότητα πενταετές πλάνο υπ’ όψη του και αποκοιμίζει τον παίκτη, περί δήθεν μαλακισμένης κινήσεώς του, τότε απαντά απαθώς: «Εγώ θα το παίξω κι αυτό» ή «για πάρτη μου», (το τελευταίο λέγεται και στο μπαρμπούτι).

Παρά ταύτα, όσο στο τάβλι το βάθρο του νικητή θα έχει θέση μόνο για έναν, τόσο η αφελώς εύστοχη ερώτηση του Νάντο (αδελφού της Μαφάλντα) «τότε ο άλλος γιατί παίζει;» θα παραμένει επίκαιρη...

(Πλακωτό):
- Έτσι παίζεις; Μου αφήνεις το πεντάρι ανοιχτό;
- Για δούλευε ζάρι, να βλέπω!
- Και τα εξάρια μου, πώς θα τα παίξω;
- Καλά, φέρ' τα πρώτα και μετά βλέπουμε...
- Εξάρια! Πελάααααατες μουουου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλιά έκφραση, που δηλώνει προσποιητή άγνοια του λέγοντος, σε ερώτηση που η απάντησή της συνεπάγεται κίνδυνο ή που θίγονται τα συμφέροντά του (βλ. κάνω την κορόιδα / πέφτω να κάνω τη μπάμια τη γιαχνιστή).

Σύμφωνα με την καταγραφή των στρατιωτικών ψυχιάτρων Α. Δαβαρούκα – Γ. Σουρέτη («Τοξικομανία» 1981), προέρχεται από το αργκοτικό συνώνυμο του ναργιλέ «Θανάσης» ή «Θανάσης με το τρύπιο κεφάλι» ή «μάπας» κλπ.

Είναι γνωστό, ότι οι αυτοσχέδιοι ναργιλέδες στη φυλακή και στον τεκέ γίνονταν από ψωμί ή πατάτα κ.α. λόγω ελλείψεως υλικών, αλλά κυρίως ώστε να κρύβεται ή να αχρηστεύεται ταχύτατα το πειστήριον της χασισοποσίας και να αποφεύγεται η σύλληψη, οπότε σε έφοδο της αστυνομίας, που έψαχνε μπας κι είν’ εδώ-μπας κι είν’ εκεί (βλ. και εκδοχή μπασκίνας του poniroskylou), οι μάγκες ερωτώμενοι απαντούσαν δήθεν αθώα: Ποιος Θανάσης;

Εσφαλμένως συγχέεται με ομώνυμη ταινία του Θανάση Βέγγου (ο οποίος επανέλαβε λόγω ονόματος την ατάκα και σε πολλές άλλες), όπου ο ήρωας, κατόπιν μαζεμένων κατραπακιών, απαρνήθηκε τον παλιό φιλόστοργο εαυτό του και προσπάθησε να φανεί ανάλγητος και χοντρόπετσος, ώστε να μην τον εκμεταλλεύονται -κι απαντούσε «Ποιος Θανάσης;» όταν έκανε έκκληση στο φιλότιμό του τυχόν επίδοξος δωρεολήπτης.

Στο τάβλι έχει ειδική σημασία, διότι όταν ο αντίπαλος απειλήσει απρόσφορα να πλήξει κάποιο πούλι του παίκτη και ο τελευταίος ανατρέψει την εις βάρος του κατάσταση και περάσει δυναμικά στην αντεπίθεση (π.χ. φέρει εξάρες), τότε αρχίζει να λέει «Ποιος Θανάσης;» όσες φορές τον βρει εκτεθειμένο, ταυτόχρονα κοπανώντας ανηλεώς τα πούλια του αντιπάλου του, εν είδει τιμωρίας (π.χ. «ποιο χέρι ήτανε;» που βαράγανε μια φορά οι μαμάδες)…

  1. - Λοιπόν, πού θα πάμε το καλοκαίρι;
    - Θα πάμε Κρήτη, να τη γυρίσουμε όλη!
    - Μα καλά, η Κρήτη είναι μεγάλη, πώς θα τη γυρίσουμε χωρίς αυτοκίνητο;
    - Θα μου πάρει φέτος αυτοκίνητο ο μπαμπάς μου!
    - (Μπαμπάς): Ποιος Θανάσης;

  2. (Εξετάσεις):
    - Δε μου λες εσύ εκεί πίσω, για φέρε την κόλλα σου να τη δω…
    - Ποιος Θανάσης;

Μερικές φορές η άγνοια δεν είναι προσποιητή!... (από Khan, 28/08/09)

Βλ. και ποιος ήταν; / ποιος ήρθε;, τι έκανε, λέει;.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία