Επιλεγμένες ετικέτες

Σχηματίζεται όπως το απαυτούλης (πρβλ. και απαυτούλα και απαυτώνω).

Δηλαδή: επειδή δεν θέλουμε να κατονομάσουμε ένα πρόσωπο ή πράγμα, χρησιμοποιούμε μια δεικτική αντωνυμία, λ.χ. αυτός ή τέτοιος. Στη συνέχεια κοτσάρουμε και την πρόθεση από, που λειτουργεί όπως η Γενική Διαιρετική στα αρχαία. Δηλαδή εννοούμε ότι ο τέτοιος είναι ένας από ένα χαοτικό πλήθος ομοειδών τέτοιων. Οπότε αν εξαρχής είχαμε περιφρόνηση για τον τέτοιο, τώρα έχουμε ακόμη μεγαλύτερη, καθώς τον εντάσσουμε σε μια περιφρονητέα μη κατονομαστέα ομάδα. Αρκετές λέξεις μπορούν να σχηματιστούν έτσι, όντας στα όρια της καταχωρισιμότητας στα δόκιμα λεξικά, λ.χ. η λέξη αποδαύτος.

Επομένως, αποτέτοιος είναι:

  1. Ένα πρόσωπο ή πράγμα που δεν θέλουμε να κατονομάσουμε, α) επειδή δεν το γνωρίζουμε καλά, β) επειδή το περιφρονούμε ως τιποτένιο (και ίσως γι' αυτό δεν θέλουμε να το γνωρίσουμε), γ) επειδή είναι δυσώνυμο και η κατονομασία του θα επέφερε γρουσουζιά, βλ. και ακατονόμαστος.

  2. Σχετικά με το πιο πάνω, αλλά ειδικότερα, είναι ο κώλος. Λ.χ. σε εκφράσεις, τον τρώει ο αποτέτοιος του, μου πιάσανε τον αποτέτοιο κ.τ.ό.

  3. Πιο σπάνια κάποιο άλλο όργανο γενετήσιας πράξης, λ.χ. το πέος ή το αιδοίο. Κυρίως σε περιπτώσεις λογοκρισίας, ενώ ο κώλος έχει καθιερωθεί να ονομάζεται αποτέτοιος και σε μη λογοκριμένα περιβάλλοντα.

Πάσα: Πέρκινς.

  1. Και πόσο θόρυβο κάνουν τα εξαεριστήρια αυτουνού του αποτέτοιου, του πωστονλέν, του Μότσαρτ ρε θείο; Εδώ

  2. Καποιος που με ρωτησε αν το παιδι ειναι απο εξωσωματικη και απαντησα θετικα,τον ετρωγε ο αποτετοιος του και ρωτησε <ποιος ειχε προβλημα;> Η απαντηση μου ηταν <εσυ που ρωτας>. (Εδώ).

  3. - τη δευτερη φορα δεν του σηκωνοταν απο το αγχος(ξανα ελεος)η κοπελα αρχισε να νιωθει ασχημα και οτι δεν του αρεσει...θελει να ξαναδοκιμασουν και πρεπει απο ο,τι φαινεται πρεπει να δρασει αυτη.ποια ειναι η καλυτερη σταση για πρωτη φορα;αν δεν μπαινει παλι τι μπορει να κανει;
    - ποιο δεν μπαίνει;
    - εσυ ποιο λες;το αποτετοιο του στο δικο της αποτετοιο
    (Κάπου στο Νέτι).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βουλώνω ή το βουλώνω: βγάζω τον σκασμό, βουλώνω / κλείνω το στόμα μου, δεν μιλάω, δεν βγάζω άχνα, τσιμουδιά, δεν λέω κιχ.

Παραλλαγαί: βούλω το, βούλωσ' το στόμα σου, βρωμάει πουτσίλα

  1. (τρεις το πρωί, καλοκαιρινές διακοπές σε νοικιαζόμενα, ένας γείτονας φωνάζει στους διπλανούς:)
    - Βουλώστε ρεεε! Θα φωνάξω την αστυνομία!

  2. - Βούλωσέ το ρε πούστη μου επιτέλους, μιλάω!

φερμουάρ ρε! (από nick, 02/12/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λέμε συνήθως όταν μια κατάσταση γίνεται ανυπόφορη.

- Τι λέει ρε, καιρό έχουμε να τα πούμε! Όλα καλά;
- Άσε ρε φίλος, δεν την παλεύω με την καμία. Όλη μέρα δουλειά.

(από patsis, 21/05/10)

Σχετικά: παλεύεται, μπαλεύω, απαλεψιά, την παλεύω, δεν την παλεύω κάστανο, αντιπαλευόν

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνήθως κάθομαι σε μια καρέκλα, σε ένα πεζούλι, στον καναπέ. Μπορώ όμως να κάτσω και πάνω σε κάποιον. Στα γόνατά του, ας πούμε. Αν όμως προτιμήσω κάτι άλλο, λίγο πιο πέρα από τα γόνατά του, τότε λέμε «του κάθομαι». Δηλαδή παθαίνω αυτό που έπαθε με καρεκλοπόδαρο η Μαίρη Χρονοπούλου σε μια ταινία κι έχασε την παρθενιά της (διορθώστε με αν δίνω λάθος πληροφορίες). Μόνο που δεν χάνω απαραιτήτως την παρθενιά μου, ούτε πρόκειται για απλό καρεκλοπόδαρο, αλλά για το βασικό εργαλείο που διαθέτει αυτός που του κάθομαι.

Παραλλαγές: Πρώτον, δεν είναι ανάγκη να φανταζόμαστε κάποιον καθιστό και μια γκόμενα πάνω στο τέτοιο του. Όχι πως έχει πρόβλημα η στάση αυτή, αλλά μπορούμε να φανταστούμε και όποια άλλη στάση κλπ θέλουμε.

Έπειτα, η έκφραση ισχύει και για τις γυναίκες. Ωσεκτουτού είναι και μεταφορική.

Άλλο: κυριολεκτικά και μεταφορικά λέμε και «καθίζω σε κάποιον /-α κάτι», του την καθίζω δηλαδή. Μπορεί όμως να είναι οτιδήποτε σεξουαλικό αυτό το «κάτι», εννοείται.

Τέλος υπάρχει και μια άλλη σημασία: στην έκφραση «μού 'κατσε», σημαίνει είτε ήμουν τυχερός, μου έτυχε κελεπούρι, ή κάποιος μου είναι ανάντεχος, ανυπόφορος και δεν μπορώ να τον ξεφορτωθώ (κυριολεκτικά, άμα μου έχει κατσικωθεί, και μεταφορικά άμα δεν μπορώ να τον βγάλω από το μυαλό μου).

Τα παραδείγματα θα τα εξηγήσουν όλα.

  1. Μαλάκα, μπαίνω στο δωμάτιο να πάρω το μπουφάν μου και βλέπω τη Σούλα να τού 'χει κάτσει του κυρ Μήτσου για τα καλά!
    - Και;
    - Χαμπάρι δεν πήραν! την έκανα με ελαφρά...

  2. Τι νέα με την Αλίκη; Της έκατσε κανα καλό τελικά;

3.α. Πολύ μου κουνάει τον κώλο της η Δεσποινούλα, άμα της τον κάτσω θα σου πω εγώ...

3.β. - Για πες για πες, τι έγινε με τον Αντώνη;
- Ά τον αλήτη, εκεί που ήμασταν γλυκά-γλυκά μαζί, μου καθίζει ένα πουτσοσκάμπιλο, μου 'ρθε νταμπλάς!
- Σιγά μωρή παρθενοπιπίτσα...

  1. Πώς κάνεις έτσι ρε φίλε, άμα δεν σου κάτσει αυτό που θες είσαι απάλευτος...

  2. Τι νέα;
    - Τι νέα ρε μαλάκα, που μού 'χει κάτσει δέκα μέρες τώρα στο σπίτι ο Παύλος και δε λέει να φύγει...

  3. Κάτι δεν μου κάθεται καλά με αυτόν τον τύπο (ή Δεν μου κάθεται καλά αυτός ο τύπος)...
    - Γιατί;
    - Δεν ξέρω, αλλά δε μ' αρέσει η φάτσα του καθόλου. Το νού σου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εκτιμώ, νομίζω, πιστεύω, προβλέπω. Στις φράσεις (την/το) κόβω να γίνεται κάτι (πιστεύω ότι θα γίνει κάτι, παράδειγμα 1), τον/την/το κόβω να κάνει κάτι (πιστεύω ότι αυτός/-ή/-ό θα κάνει κάτι, παράδειγμα 2).

Συνώνυμο: βλέπω

Συνάντηση την Κυριακή...
- [...] C U all there (I hope)...
- Τι I hope ρε μεγάλε; Θα έρθεις, γιατί την κόβω να είμαστε τα δυό μας... σαν πιτσουνάκια!

από φόρουμ

[...] μας τέλειωσε η βασιλόπιτα του Τερκενλή και η γαβάθα με το προφιτερόλ της Αναστασίας... Δηλαδή, και να είχε μείνει λίγο, την Αναστασία δεν την κόβω να το μοιράζεται ;-Ρ

από φόρουμ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Περίεργο που δεν υπήρχε. Ωστόσο μια αρχική διερεύνηση του θέματος γίνεται στο λήμμα δε μασώ.)

Έχει δύο βασικές σημασίες:
α) Τσιμπάω, ψαρώνω, ήτοι «πείθομαι εξαπατηθείς να αποθαρρυνθώ».
β) Δεν τσιμπάω, δεν ψαρώνω, ήτοι «δεν πείθομαι, καίτοι εξαπατηθείς, να αποθαρρυνθώ».

Η πρώτη σημασία είναι σήμερα η επικρατέστερη. Λέμε ότι κάποιος «μασάει» όταν εκτιμά ότι οι πιθανές δυσκολίες ενός εγχειρήματος είναι ανυπέρβλητες, και τα παρατάει. Αλλά επίσης, όταν κάποιος πιστεύει ένα ψέμα που του λένε.

Λέμε ότι κάποιος «δε μασάει» όταν αντεπεξέρχεται στις δυσκολίες και τα καταφέρνει. Και ακόμη, όταν αντιλαμβάνεται ότι πάνε να τον εξαπατήσουν και δεν πιστεύει.

Με την πρώτη υποέννοια, του κατά πόσο αντεπεξέρχεται κανείς στις δυσκολίες, το «δε μασάω» είναι συνώνυμο του «δεν κωλώνω», δε φοβάμαι, τα καταφέρνω. «Μη μασάς» σημαίνει βάλε τα δυνατά σου, μπορείς (συνηθισμένη έκφραση για να εμψυχώσουμε κάποιον). «Αμάσητος»: αυτός που δε μασάει, σκληρό καρύδι, σκυλί. Επιτατικόν: «δε μασάω τον πούτσο μου».

Με τη δεύτερη, της ευπιστίας, «μασάω» είναι (περιέργως) συνώνυμο του τρώω, καταπίνω, χάφτω. Μάλιστα καταπίνω [κάτι] αμάσητο σημαίνει το πιστεύω αβασάνιστα (όπως το ψάρι καταπίνει το δόλωμα αμάσητο).

Παράλληλα, υπάρχει και η παλιότερη χρήση του όρου, που βρίσκεται σε υποχώρηση. Κατ' αυτήν, «μασάω» σημαίνει δε μασάω. Αν πούμε λ.χ. «κάτι τέτοια τα μασάω (και τα φτύνω)», εννοούμε ότι κάτι τέτοια δε με τρομάζουν, δεν ιδρώνει τ' αφτί μου. Συνώνυμο, επίσης σχετικά απαρχαιωμένο: κάτι τέτοια τα τρώω για πρωινό.

Πώς προκύπτουν τόσο αντιφατικές έννοιες για την ίδια φράση; Προφανώς, στην παλιότερη έννοια (μασάω = αντεπεξέρχομαι) υπονοείται ότι κάτι δεν είναι τόσο σκληρό για τα δόντια μου ώστε να μην μπορώ να το μασήσω. Αντίθετα στην πιο πρόσφατη (μασάω = δεν αντεπεξέρχομαι) κάτι είναι τόσο σκληρό που δεν μπορώ να το καταπιώ αν δεν το μασήσω.

Άλλες σημασίες:

-«Μασάω τα λόγια μου», ή «τα μασάω»: λέω μπερδεμένες και ασαφείς κουβέντες από αμηχανία, επειδή πάω να δικαιολογήσω τα αδικαιολόγητα. «Δε μασάω τα λόγια μου»: λέω τη σκληρή αλήθεια με το όνομά της.

-Όταν το φωτοτυπικό ή ο εκτυπωτής παθαίνουν εμπλοκή χαρτιού, λέμε ότι «μάσησαν» το χαρτί. Παλιότερα και τα κασετόφωνα μασούσαν τις κασέτες, και ακόμη παλιότερα οι γραφομηχανές τη μελανοταινία.

  1. (= φοβάμαι)
    - Καλά, είσαι σοβαρός που θα πας ειδικές δυνάμεις; Θα σου σκίσουν το κορμί, θα λιώσεις στο καψώνι!
    - Στ' αρχίδια μου. Μασάω εγώ ρε;

  2. (=μην πιστεύεις και τρομάζεις)
    - Καλά, είσαι σοβαρός που θα πας ειδικές δυνάμεις; Θα σου σκίσουν το κορμί, θα λιώσεις στο καψώνι!
    - Μη μασάς, άσ' τον να λέει. Μια χαρά είναι οι ειδικές δυνάμεις.

  3. - Πώς πάνε οι ειδικές δυνάμεις; Σου σκίζουν το κορμί; Έχεις λιώσει στο καψώνι;
    - Όχι ρε, χαλαρά. Κολέγιο είναι εδώ.
    - Γεια σου ρε αμάσητε!

  4. (= μην το πιστεύεις)
    - Ρωτήσαμε στο χωριό πού είναι το μονοπάτι για την κορυφή. Αλλά μας είπανε ότι έχει πολύ περπάτημα, δε βγαίνει εύκολα.
    - Σιγά ρε, μη μασάς. Εδώ οι γριές οι ντόπιες ανεβοκατεβαίνουν κάθε μέρα φορτωμένες με τα ξύλα, και δε θα πάμε εμείς;
    - Άλλο οι γριές οι ντόπιες. Αυτές είναι αλλιώς μαθημένες, δε μασάνε τον πούτσο τους.

  5. - Μαλάκα, σε βλέπω να τη χάνεις τη χρονιά. Πάλι λευκή κόλλα έδωσες;
    - Τον έψησα να μην τη μετρήσει.
    - Τι δικαιολογία του είπες πάλι;
    - Ότι πέθανε ο πατέρας μου σε ξαφνικό ατύχημα.
    - Το μαλάκα! Και μάσησε ο καθηγητής;
    - Ήμουνα πολύ πειστικός. Αμάσητο το κατάπιε.
    - Καλά μαλάκα, άμα θα 'ρθει ο πατέρας σου να πάρει τους ελέγχους, εκεί θέλω να σε δω μάγκα.

  6. (Με την παλιά σημασία):
    Ο τυπάκος ήρθε να μου πουλήσει τσαμπουκά, αλλά δεν ήξερε ότι κάτι σαν την πάρτη του τους μασάω και τους φτύνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Με κόβει η πείνα. Η πολύ μεγάλη πείνα. Με κόβει λόρδα.

Έξι ώρες ταξίδι και δεν ήθελε να σταματήσουμε να τσιμπήσουμε τίποτα. Με είχε κόψει αλλά τι να κάνω, δεν σήκωνε κουβέντα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση που περιγράφει μία εξαιρετικά δύσκολη και φορτική κατάσταση για το άτομο, παρόμοια με ερωτική συνεύρεση παρά φύσιν, αλλά και στοματικώς.

Είχαμε πολλή δουλειά την εβδομάδα που μας πέρασε στο υπουργείο. Καθημερινά φεύγαμε κατά τις επτά το απόγευμα, πίπα κώλο μας πήγαν....

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποτελεί μια πιο κόσμια μορφή της φράσης έκλασα μέντες, τα είδα όλα, κοινώς σκιάχτηκα! (τώρα γιατί 3 και 5 και όχι και 10, άλλο αυτό).

το παράδειγμα νομίζω περιττό

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ευρέως διαδεδομένη μεταφορική έκφραση, η οποία σημαίνει απλά, ότι κάτι μου ρίχνει τη διάθεση, με απογοητεύει ή μου δημιουργεί κατάθλιψη. Εύστοχη μεταφορική διάσταση δίνει το ρήμα κίνησης, το οποίο παραπέμπει σε κινούμενο όχημα το οποίο παρασύρει πεζό.
Πιθανή είναι και η προέλευση της έκφρασης από την κλασσική ομογάλακτη «παίρνω την κάτω βόλτα».

  1. - Θα βγούμε αύριο, να κλείσω τραπέζι;
    - Δεν έχω καθόλου όρεξη, με πήρε από κάτω από χθες, όταν τηλεφώνησε η μάνα μου και μου είπε ότι ο αδερφός μου είναι πάλι άρρωστος. Γάμησέ τα...

  2. Διαδικτυακό σχόλιο:

Μάθε να κάνεις quote και edit. Και μη σε παίρνει από κάτω! Θα το παλέψουμε μέχρι τέλους και θα δικαιώθουμε. Και please μην αρχίζετε το κράξιμο για τον Χατζάρα. Είναι ο μόνος διαθέσιμος προπονητής που δίνει προοπτική στην ομάδα. Με αυτά τα λεφτά και αυτούς τους παίκτες έχει κάνει ότι καλύτερο γίνεται. Χατζάρας tο the end.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία