Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Το παρακάτω απάνθισμα αρχαίων μπινελικίων προέρχεται από εδώ, από εκεί κι από αλλού.

ἁβροβάτης: λουγκρίτσα με κουνιστό βάδισμα [> αβρός (τρυφερός) + βαίνω (προχωρώ)]
ἁβροβόστρυχος: λουγκρίτσα με κοριτσίστικα κοτσιδάκια κοτσίδες (> αβρός (τρυφερός) + βόστρυχος (κοτσίδα))
ἀγγεῖον: μουνί
ἄμβων: Το μουνόχειλο [> ανά + βαίνω]
ἄντρον: η σπηλιά, το μουνί
ανασεισίφαλλος: η φραπεδιάρα (> ανασείω + φαλλός)
ἀνασύρτολις: η Άντα που κάνει τα πάντα ἀπεψωλημένος: ο αισχρός, ο ξεψωλιάρης. ἀπόψυγμα: σκατό [> αποψύχω (αφήνω κάτι να κρυώσει] ἀποψωλέω: επιδεικνύω την βάλανο την ψωλής μου όπου βρω, λατινιστί: praeputium retrahere alicui [> ψωλή]
ἄροτος: το γαμήσι [> όργωμα]
ἄτρητον: το ξεσκισμένο μουνί [α- επιτακτικό + τρωτόν]

βδέω: κλάνω [> βρωμάω]
βληχώ: το μουνάκι [ > βληχή (αρνάκι μαλλιαρό)]
βορβορόπη: Βρωμομούνα ή βρωμόκωλη (> βόρβορος + οπή) βουβονιῶ: καβλώνω[> βόμβων (πρήξιμο)]
βρῦσσος: μουνί-αχινός [> βρύσσος (αχινός)]
βυττός: μουνί-βαρέλι [> βυττός (βαρέλι)]

γεῖτον: μουνί-μαχαλάς
γίγαρτον: κλειτορίδα [> γίγαρτον (κουκούτσι σταφυλιού)]
γλωττοδεψέω: το γλειφομούνι [> γλώττα + δεψέω (κάνω μαλάξεις)]
γογγύλη: το καλοσχηματισμένο βυζί [> ολοστρόγγυλη]
γυναικοπίπης: ο μπανιστιρτζής [> γυναίκα + οπιπτεύω]

δέλτα: το μουνί, λόγω σχήματος και γονιμότητας.
δελφύς: το μουνί [> βολβός, αγριοκρεμμύδο]
δίδυμος: το αρχίδι [> δις]
διθυραμβοχάνα: το ραψωδικό μουνί-βόρβορος
δορίαλλος: το μουνί
δέλτα: το μουνί
δρομάς: τροτέζα [> δρόμος]

ἑδρόστροφος: πούστης που σου τουρλώνει τον κώλο του [> έδρα + στρέφω]
εἰλίπους: γκομενα που λικνίζει τους γλουτούς της.
ἐκμιαίνω: χύνω [> εκ + μίασμα]
ὲπανθούσα: το ανθηρόμουνο
ὲπιδερμίς: το μουνί
ἐσχάρα: το μουνί [> από το ρήμα ίσχω (εμποδίζω)]
εὔπυγος: γκόμενα με κώλο αναφοράς [> ευ + πυγή]
εὔστρα: το μουνί [εύστρα = σφαγείο όπου καψαλίζουν τα ζώα]

ἡδονοθήκη: το μουνί

θύρα: το μουνί

ἴακχος: το βακχικό ή τραγουδιστό μουνί
ἱπποπόρνος: Πληθωρική πουτάνα, έφιππη πουτάνα
ἰσθμός: το μουνί που σέρνει καράβι

κασσωρίς: πουτανίτσα [> κάσις (αδελφός, εταίρος)]
κῆπος: το μουνί[ > κήπος (μεταφορικά μουνί)]
κίνουρης: αυτός που περπατά κραδαίνοντας την ψωλή του σαν γύφτικο σκεπάρνι [> κινέω + ουρά]
κόκκος: η κλειτορίδα
κοσμάριον: το μουνί-στολίδι [κοσμάριον = στολίδι]
κτένιον: το μουνί-εδώ-ο-κόσμος-χάνεται
κύντερος: ο αναίσχυντος, ο κοπρίτης [> κύων]
κυσαρόν: το μουνί [> κυσανώ (γαμώ)]
κῦσθος: το μουνί [> κυσανώ (γαμώ)]
κυσολαμπίς: το φωτεινό μουνί [> κυσανῶ (γαμώ)]
κύων: η ψωλή [ > κύω (γεννώ)]

λαικαστής: ο έκφυλος [ > λαι (επιτατ.) + πασχητιάω (επιζητώ μίξη παρά φύση)]
λέχριος [ > λέχριος (λεχρίτης)]
λεωφόρος: η πουτάνα
ληκώ: Η ψωλή λοπάς: το μουνί [> λοπάς (πιάτο)]
λόχμη: το τριχωτό μουνί [> λόχμη (θάμνος)]

μανιόκηπος: γκόμενα νυμφομάνα [ > μανία + κήπος (μουνί)]
μέλαθρον: το μουνί
μῖνθος: το σκατό (> μίνθος (ανθρώπινο περίττωμα)
μύζουρις: η τσιμπουκλού[> μυζάω + ουρά (πέος)]
μυλλός: το μουνί [> μύλλος (χείλος)]
μυρρῖνον: το τριχωτό μουνί [> μύρρα (μυρτιά)]
μυρτοχειλίδες: το μουνί μου μοχχοβολάει
μῦσχος: το αφιλόξενο μουνί [> μύσις (κλείσιμο χειλιών)]
μυσχάνη: το αφιλόξενο μουνί [> μύσις (κλείσιμο χειλιών)]

ὄλεθρος: το μουνί

πανδοσία: Η Άντα που κάνει τα πάντα [> παν + δίδω]
πασιπόρνη: πόρνη που παίρνει τους πάντες
πελλάνα: το μουνί [> πέλλα (δέρμα κατεργσμένο)]
περιβασώ: η γυναίκα που καβαλάει τον άνδρα κατά το φίκι-φίκι [> περί + βαίνω]
πίττα: το μουνί με απ' όλα [> πίττα (κολλώδης ουσία, ρετσίνα)]
πιθηκαλώπηξ: ο μπαγαπόντης [> πίθηκος = αλώπηξ]
πλύμα: η ξεπλένω πουτάνα της εσχάτης υποστάθμης [πλύμα (ξέπλυμα)]
πορνοκόπος: ο μπουρδελιάρης
πορνομανής: ο μπουρδελιάρης
πόσθων: ο πουτσαράς [ > πόσθη (πούτσος)]
πτυχή: το μουνί
πτωχελένη: το φτωχομπινεδιάρικο πουταναριό πυγιστής: ο κωλομπαράς [> πυγή]
πύλη: το μουνί της κολάσεως

ῥαφανιδόω: χώνω ραπανάκια στον κώλο κάποιου. Αρχαία τιμωρία για την μοιχεία [ > ῥάφανος (ραπανάκι)]
ῥωποπερπερήθρας: ο φλύαρος, ξερόλας [> ρώπος (φτηνόπραγμα) + πέρπερος (φλυαρία)]

σλακανδρος: το μουνί
σαυλοπρωκτιάω: περπατάω κουνώντας τον κώλο μου.
σαῦλος: ο κουνιστός, η κουνίστρα.
σκύλλη: πουταναριό, σκυλί.
σποδηριλαύρα: σκατοφάγος [σποδή (καταβροχθίζω) + λαύρα (απόπατος)]
σῦκον: το προσφιλές σε όλους μουνί.

τέτανος: η ψωλή η καυλωμένη τιτίς: το μουνί (κυριολεκτικά, το πουλάκι που κελαηδά)

χαλκιδῖτις: η πολύ φτηνή πουτάνα, αυτή που εκδίδεται για ένα χάλκινο νόμισμα.
χοιροπωλεώ: γουρουνιάρα καριόλα [> χοίρος]

- ΕΥΜΕΝΙΟΣ: Αφού γλωττόδεψε την εύπηγο πλην βορβορόπη Λάουρα, η κασσωρίς Λίλιαν μου ξηγήθηκε πιθηκαλώπηκομυζουριά ! Έφτυνα αποψύγματα !

- ΠΕΡΙΚΛΗΣ: Τουλάστιχον εμείς οι λαικαστοί αβροβάτες πλένουμε την ληκώ τα δίδυμά μας πριν! Λέμε τώρα...

« Ω πασιπόρνη και κάπραινα και σαπρά...» (Έρμιππος, απόσπασμα)

«Ειπέ μοι, ω πόσθων εις τον σαυτού πατέρ’ άδεις;» (Αριστοφάνης, Ειρήνη)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι είναι. Τα πάντα είναι στο χέρι μας, εκτός από το τέλος μας. Το λεγόμενο αυτό προήρθε (νομίζω) από έναν κουτοπόνηρο χωρικό επί τουρκοκρατίας που θέλησε να γελοιοποίησει έναν Τούρκο αξιωματούχο, κρατώντας μέσα στη χούφτα του έναν ζωντανό σπουργίτη και ρωτώντας τον Τούρκο αν το σπουργίτι ήταν ζωντανό ή πεθαμένο. Αν ο Τούρκος του απαντούσε πεθαμένο, τότε απλά άνοιγε τη χούφτα του και το πετεινό θα πέταγε μακριά. Αν του έλεγε ο Τούρκος ζωντανό, ο κουτοπόνηρος χωρικός απλά θα έσφιγγε την χούφτα του και θα σκότωνε τον σπουργίτη.

Και ο Τούρκος του απάντησε: «Αν είναι ζωντανό ή όχι, είναι στο χέρι σου.»

Σαν αρχή λοιπόν το δεχόμαστε μια και το λέμε συχνά, αλλά και σε όποιον αναρωτιέται αν θα τα καταφέρει κάπου ή σε κάτι που κάνει.

Πράγμα που μας φέρνει στο άλλο αρχαιοελληνικό ρητό «το θέλειν εστί δύνασθαι» (όποιος θέλει μπορεί).

Και πραγματικά, αν θέλεις κάτι στην ζωή και το θες πραγματικά, θα γίνει (no matter what). Προσοχή όμως θέλει το τί εύχεται κάποιος, διότι παύει να είναι στο χέρι του, μια και υπάρχουν και άλλοι που εύχονται και επιθυμούν διάφορα που ίσως έρχονται σε αντιπαράθεση με τα δικά σου «θέλω» (αν ο θεός άκουγε τα κοράκια, θα μας είχε πεθάνει όλους) και τότε πάμε σε σύγχυση στο σύμπαν που, συνωμοτώντας να δώσει τα νικητήρια νούμερα του λόττο σε έναν που το εύχεται, δεν ξέρει τι να κάνει (το σύμπαν), διότι πολλοί είναι αυτοί που τα ζητιάνε τα νούμερα. Κι έτσι, τον πούλο όλοι. Να λοιπόν πώς βγαίνει τζακ ποτ τόσο συχνάκις.

- Λαμπάδα έταξα στον άγιο να μου φανερώσει τα νούμερα του λόττο,
αλλά τίποτα μωρή Μαρίκα...

- Άσ΄τα Τούλα μου, δεν το ζήτησες με δύναμη και ζέση αρκετή (τι λες μωρή καραπουτανάρα που θα σου φανερώσει εσένα τα νούμερα Άγιος, σε έμενα θα τα φανερώσει την επόμενη φορά), στο χέρι σου είναι χρυσή μου, στο χέρι σου. Άμα το θέλεις, έλεγε η μάνα μου, το μπορείς.

Δυσλεκτικοί υπήρξαν και οι Einstein, da Vinci, Churchill και J.F. Kennedy (από Vrastaman, 03/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ψευδο-αυθεντία. Το να παρουσιάζεται κάποιος ως αυθεντία στο είδος του με σκοπό να προσελκύει θαυμαστές, οπαδούς και «μαθητές», χωρίς βεβαίως να το αξίζει, ίσα-ίσα το αντίθετο.

Πρακτική την οποία χιλιάδες άσημοι ή διάσημοι τσαρλατάνοι έχουν εφαρμόσει με εξαιρετική επιτυχία από τις απαρχές του ανθρώπινου πολιτισμού. Πρακτική η οποία δεν πρόκειται ποτέ των ποτών να εκλείψει, όσο ο άνθρωπος είναι εξαρτημένος από την έννοια του (όποιου) Πατέρα, δηλαδή κάποιου ανώτερου, από τον οποίον εξαρτάται η μοίρα του και η σωτηρία του σώματος, την τσέπης του ή της ψυχής του. Και στην εξάρτηση αυτή, η γνώση και η παιδεία δεν βοηθάνε παρά ελάχιστα, δυστυχώς.

Για να πουλήσεις γκουριλίκι, πρέπει να κάνεις τα εξής:

α. Να μην το πουλήσεις. Δηλαδή να μη φαίνεται ότι έχεις κάποιο κέρδος απ' όλη αυτή την ιστορία (οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, προσωπικό –τόνωση του Εγώ– κλπ). Ίσα-ίσα, να δίνεις την εντύπωση ότι το κάνεις Μόνο για το καλό του άλλου, επειδή τον νοιάζεσαι και είσαι δω γι' αυτόν.

β. Να βρεις τι ακριβώς «ζητάει ο κόσμος». Να εξετάσεις πολύ καλά τον περίγυρό σου και να ξεκινήσεις απ' αυτόν. Σιγά-σιγά, αφού έχεις κάνει ένα άλφα όνομα, ανοίγεις τον κύκλο σου.

γ. Να παρουσιαστείς ως προφήτης της όποιας αλλά μοναδικής αλήθειας στον τομέα που «εκπροσωπείς» (θρησκεία, οικονομία, πολιτική, ιατρική, άστρα, στη δουλειά σου, στην τέχνη σου, σε οτιδήποτε). Εδώ θέλει κάποια προσοχή: πρέπει ο-πωσ-δήποτε να ακουμπά η ψευδο-θεωρία σου όχι μόνο στις εκάστοτε ανάγκες του κόσμου, αλλά και σε κάτι που είναι, αντικειμενικά, σωστό, ορθό, σοφό, βαθύ, δουλεμένο από την ανθρώπινη σκέψη, γνωστό σε όλους, κλπ. Αλλιώς δεν θα πιάσει το ποτ-πουρί που ετοιμάζεις. Επίσης, το ψήγμα πραγματικής αλήθειας που περιλαμβάνει η μπούρδα σου, πρέπει, παρότι γνωστό σε όλους, να είναι και δυσερεύνητο. Πρέπει να είσαι πέρα για πέρα σίγουρος και να επαφίεσαι στην τεμπελιά ή στη δυσχέρεια του άλλου να κάτσει να ψάξει σε βάθος την σχέση που έχουν οι κοτσάνες σου με τις 1-2 ξαναμασημένες σοφές κουβέντες που αμολάς.

δ. Να εστιάσεις την απόδειξη της «αλήθειας» αυτής σε ένα φαινόμενο σπάνιο, αξιοπρόσεχτο, εξαιρετικό, ασύγκριτο, το οποίο σε χαρακτηρίζει. Αυτό μπορεί να είναι είτε φτιαχτό (σικέ) ή πραγματικό: κάποιο θαύμα, κάποιο στυλ, κάποιο σωματικό ελάττωμα ίσως, κάτι μικρό αλλά ξεχωριστό. Αυτομάτως τότε, όλοι θα συνδυάσουν μέσα στο ηλίθιο (= εξαρτημένο) μυαλό τους την εικόνα του στοιχείου αυτού με τα λόγια «αληθείας» που εκφέρεις –και σιγά-σιγά θα πάψουν να επιτρέπουν στη λογική να παρεμβαίνει.

ε. αμέσως μετά, πρέπει να εκμηδενίσεις με το γάντι (= με πατρικό, πλην αλλ' όμως εξαιρετικά απαξιωτικό ύφος) τις όποιες πραγματικές –άρα επικίνδυνες για να αποκαλυφθείς– γνώσεις αυτών που προστρέχουν σε σένα. Μπορεί να είναι ικανότεροι από σένα, είναι το πιο πιθανό. Όμως, για χ λόγους, έχουν την ανάγκη σου. Άρα τους έχεις στο χέρι. Είναι εύκολο λοιπόν να τους αναιρέσεις στα ίδια τους τα μάτια. Όλοι είμαστε λίγο ή πολύ του ενοχικού, άρα με το που θα μας κομπλάρει κάποιος λέγοντάς μας ότι οι απόψεις μας είναι αποτέλεσμα προσωπικής αδυναμίας και ανασφάλειας και όχι αληθινές γνώσεις, τσιμπάμε και υποτασσόμαστε σε αυτόν που «ξέρει».

στ. Τέλος, να επεκτείνεις την επιρροή σου και προς τους εχθρούς σου, έχοντας ανακαλύψει πρώτα το ευαίσθητο σημείο τους και κάνοντας πάλι τα ίδια.

Γκουριλίκι έχουν πουλήσει πολιτικοί, στοχαστές, καθηγητές, θρησκευτικοί εκπρόσωποι, αλλά και καθημερινοί άνθρωποι που φουσκώνουν το προφίλ τους στα μάτια του άλλου όσο δεν πάει. Το γκουριλίκι είναι αποτέλεσμα προσωπικού κόμπλεξ και απωθημένου προς τους άλλους, σε συνδυασμό με την ικανότητα που έχεις (αλλιώς δεν παίζει) να «διαβάζεις» τον άλλον σαν ανοιχτό βιβλίο και την γερή σου μνήμη (= συσσώρευση πληροφοριών).

Στις αρχές του γκουριλικίου έχει βασιστεί η προπαγάνδα (πολιτική, θρησκευτική), η λαοπλάνη, η διαφήμιση, οι λυκοφιλίες, διανοητικά, καλλιτεχνικά, στοχαστικά ρεύματα και τάσεις, τέσπα ένα τεράστιο μέρος του ανθρώπινου πολιτικού και πολιτιστικού οικοδομήματος. Ανάλογα με τις επιταγές των εποχών, το γκουριλίκι προσαρμόζεται. Στις μέρες μας, για παράδειγμα, κατά τις οποίες ο ορθολογισμός έχει κλονιστεί γιατί έχει κατηγορηθεί για πολλά εγκλήματα και όλοι σπεύδουμε να πειστούμε από αυτή την μισή αλήθεια, το γκουριλίκι εξυπηρετεί τους Σωτήρες της κοινωνίας και της ψυχής, για άλλη μια φορά. Έτσι λοιπόν ανθούν οι ακροδεξιές και τα μεταφυσικά, το «παραδοσιακό» και το «εσωτερικό», και πάει λέγοντας, ενώ οι άλλες αξίες (αριστερά, διανόηση, οικολογία, ψυχολογία, τέχνη, επιστήμη, η ουσία της παράδοσης, ο πατριωτισμός –και όχι ο εθνικισμός) προσφεύγουν επίσης σε γκουριλίκι, γιατί από μόνα τους δεν έπεισαν και πολύ...

Και αυτό είναι το κακό: το γκουριλίκι αντιμετωπίζεται με γκουριλίκι, πρώτον γιατί και οι ρομαντικοί ξυπνήσανε και γίνανε πονηροί, δεύτερον γιατί το να πατάξεις κάτι την σήμερον είναι ταμπού και σε ταυτίζει μια κι έξω με την Ιερά Εξέταση στην καλύτερη των περιπτώσεων, τρίτον και σημαντικότερο γιατί όλ' αυτά τα σοφά ξέρουν να τα λένε πρώτοι οι ανίκανοι που πουλάνε ακριβώς αυτό το γκουριλίκι, άρα ποιον ν' ακούσεις. Πιάσ' τ' αυγό και κούρεφ' το λοιπόν...

Τέλος, γκουριλίκι είναι και το να αγοράζεις γκουριλίκι. Το να πιστεύεις σε αυτούς τους τσαρλατάνους, δηλαδή.

Στην ιστορία του δυτικού κόσμου, η πρώτη μεγάλη εποχή γκουριλικίου έσκασε την εποχή των σοφιστών. Μετά ήρθε ο χριστιανισμός. Και μετά οι ιδεολογίες κάθε είδους. Σήμερα έχουμε λίγο απ' όλ' αυτά + ψυχανάλυση + εναλλακτικά + οριενταλισμό + οικολογία + επιστήμη + υπερμεταφυσικά. Εννοείται ότι τα περισσότερα από τα προαναφερθέντα είναι αξίες που πατάνε σε γερές βάσεις, άσχετα αν μας βρίσκουν σύμφωνους ή όχι. Η πρακτική τους εφαρμογή όμως όταν πέφτουν σε χέρια τσαρλατάνων είναι αυτό που λέω γκουριλίκι. Και τσαρλατάνοι είναι όλοι όσοι τα έπιασαν στο στόμα τους μετά από τον πρώτο που μίλησε γι' αυτά.

  1. - Μαλάκα, τον χάνουμε τον Στέλιο...
    - Τι παίχτηκε;!
    - Έχει μπλέξει με κάτι μουσικούς που ψάχνουν άλλους τρόπους εκτέλεσης των οργάνων, αντισυμβατικούς και πρωτοποριακούς, και μ' αυτό, λέει, συμβολίζουν και επιδιώκουν την παγκόσμια συμφιλίωση και τον αφοπλισμό και άλλες τέτοιες πούτσες... Και μαζεύονται όλοι μια φορά τη βδομάδα σε κάτι γιάφκες και παίζουν με κατάνυξη, και ένα πουσουκού το μήνα πάνε στα βουνά να παίξουν μέσα στη φύση, γάμησέ τα σου λέω...
    - Και ποιος πούστης τους πουλάει αυτά τα γκουριλίκια;
    - Ένας τσελίστας από τη Νορβηγία.
    - Ποιος, αυτός που παίζει φορώντας μανδύες;

  2. - Μαλάκα, ο Τάκης είναι θεός, δεν το συζητάω! Ξέρει τόσα πράγματα ο πούστης! Για όποιο πράμα και να του μιλήσεις έχει να σου αραδιάσει τσουβάλια ατάκες και γνώσεις και βιβλία, δεν παλεύεται το άτομο, πόσα ξέρει! Πότε πρόλαβε και τα έμαθε όλ' αυτά!
    - Ξεκόλλα ρε, φτύσ' τ' αγκίστρι!
    - Δηλαδή;
    - Ε έχει ακούσει κάνα δυο πράγματα για 5 ονόματα και σου τα αραδιάζει για να σε ψαρώσει.
    - Και πού το ξέρεις εσύ;...
    - Ε κάτι παραπάνω ξέρω από δαύτον, μη βλέπεις όμως που δεν μιλάω και δεν πουλάω γκουριλίκια εγώ...
    - Ρε μαλάκα, τρία διδακτορικά έχει το άτομο, με δουλεύεις;
    - Σιγά μην είχε τέσσερα σαν τη Μάρα Μεϊμαρίδη...

mes... (από BuBis, 14/10/09)ελα, πλάκα κάνουμε! (από BuBis, 14/10/09)

Βλέπε και σενσέι, γκοσού, ίμπα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κλασική απάντηση όταν κάποιος διακόπτει μια από τις μεγαλύτερες απολαύσεις του ανδρός.

Τη στιγμή που το κάτουρο απελευθερώνεται και αδειάζει ανακουφιστικά τη φούσκα, τη στιγμή που οι τρείς μπύρες που έχεις πιεί ζητούν απελπισμένες την απελευθέρωση τους, τη στιγμή που η πρωινή στύση, δυσκολεύοντας την όλη διαδικασία, προκαλεί σύγχυση των αισθήσεων ηδονής και ανακούφισης, δεν είναι ώρα για πολλά λόγια και αυτός που χτυπάει την πόρτα κατανοεί απόλυτα την κατάσταση όταν ακούει την λακωνική απάντηση… άλλος!

  1. Παλαιά εποχή:
    - τοκ τοκ (χτύπημα στην πόρτα του αποχωρητηρίου)
    - Άλλος!
    - Ωχ, συγνώμη!

  2. μεταγενέστερα 60'-70'.
    - τοκ τοκ (χτύπημα στην πόρτα του καμπινέ)
    - Άλλος!
    - Mε το μπαρδόν!

  3. Σήμερα
    - Άνοιγμα της πόρτας του WC - Άλλος!
    - Sorry!

Olga Kozakiewicz: Η Άλλη που κόλασε τον Sartre.  (από Khan, 03/09/09)κι άλλος, κι άλλος!!! (από BuBis, 03/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο εκτρέφων περιστέρια για διασκέδαση, πέταγμα, ψήλωμα κτλ. Το περιστέρι, πουλί της Αφροδίτης, Πιράχ-Ιστάρ (Τσιφόρος), από πολύ παλιά έγινε οικόσιτο. Χάρη στον καλό προσανατολισμό του, έγινε αγγελιοφόρος (ταχυδρομικό περιστέρι), ενώ περισσότερο εκτρεφότανε για τροφή. Γνωστή και η πιατέλα «ασπίδα της Αθηνάς», όπου μεταξύ άλλων το πιάτο που απολάμβανε ο Λούκουλλος και η παρέα του περιελάμβανε και γλώσσες περιστεριών. Ίσως και ο Λεονάρντο να μελετούσε το πέταγμά τους κτλ κτλ.

Όλα αυτά μέχρι να εμφανιστούν οι περιστεράδες, οι οποίοι από προσωπική και μόνο γκάβλα, διατηρούν αυτοσχέδια κουμάσια, για να ψηλώνουν τις ηλιόλουστες μέρες τα πουλιά τους. Μετά τον χειμώνα ακολουθεί μια περίοδος εκγύμνασης γιατί τα πουλιά είναι βαριά από το κατσιό και τη μάσα. Υπάρχουν διαφορετικά είδη, μερικά από τα οποία αναλύονται παρακάτω:

  • Παγγούρι: μόνο για να κλωσάει. Δεν διαθέτει κάτι το ιδιαίτερο.
  • Βούτα: ανεβαίνει με μεγάλους κύκλους και βουτάει κατακόρυφα με χαρακτηριστικό ήχο. Καλό είναι να μην υπάρχουν σύρματα απλώματος στην ταράτσα.
  • Εξελιγμένη βούτα: το ίδιο, μόνο που ανεβαίνει με μικρούς κύκλους και πιο γρήγορα.
  • Ντουνέκι: διακρίνεται για τα ακροβατικά του τσαλίμια στον αέρα.
  • Μετεωρολόγος: όλα τα είδη που, προσβεβλημένα από μια ασθένεια, στρέφουν το κεφάλι και κοιτάζουν τον ουρανό.

Γενικά η φάρα των περιστεράδων, έχει το στίγμα της αλητείας. Η διακίνηση παράνομων ουσιών με ταχυδρομικά περιστέρια είναι σύνηθης κι εξάλλου τα κουμάσια πάντα είναι καλές κρυψώνες (λόγω μυρωδιάς). Γνωστή και η περίπτωση μεταφορέα ο οποίος είχε σκαρφιστεί το εξής: στο πορτ-μπαγκάζ μετέφερε περιστέρια με μικροποσότητες κοκαΐνης, δεμένες στα πόδια των πτηνών. Σε περίπτωση ελέγχου τα περιστέρια διέφευγαν κι άντε βρες αποδεικτικά μετά. Οι δε κλοπές και τα πιασίματα αλλοκούμασων περιστεριών δίνει και παίρνει. Ειδικά αν το περιστέρι είναι ράτσας. Υπάρχουν όμως και νοικοκυραίοι περιστεράδες για να λέμε και του στραβού το δίκιο.

- Για πού ρε Στελλάκη;
- Πάω στον Τέο να ψηλώσουμε τα περιστέρια, καμιά φράπα κι έτσι.
- Πού ρε, σ΄αυτόν τον χασικλή; Καλό κουμάσι είσαι και του λόγου σου, με τους περιστεράδες φτιάνς παρέα.
- Κι εγώ σ΄αγαπάω, αμίγκο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά, φρένο σε βαρέα και ανθυγιεινά οχήματα. Μεταφορικά, κάτι το απροσδιόριστο, όσο και αποδημητικό. Μεταναστεύει όταν εργαζόμαστε πολύ ή κατόπιν εκπλήξεως.

Κάποιες φορές αντικαθίσταται από το καυλί, το καφάσι, τη μαγκιά, το σκατό και άλλες αφηρημένες έννοιες που ψάχνουν ευκαιρία για να ξεχειμωνιάσουν στους τροπικούς.

.

- Τον τελευταίο καιρό μου έχει φορτωθεί όλη η δουλειά στο γραφείο και μού'χει φύγει το κλαπέτο.
- Άσε, ρε θείο, μια φορά δούλεψες κι εσύ και τό 'κανες Μεσανατολικό.
- Καλά λες. Πάμε για μπύρες;

Βαλβίδα με κλαπέτο (από panos1962, 15/11/09)

βλ. και «μου φεύγει η μαγκιά, το καφάσι, το μπρικολέτο»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έκφραση πασπαρτού που ετυμολογείται από το «μία φορά» ή «μία στιγμή», και σημαίνει το ξεκίνημα μιας ενέργειας.

Το μία μπορεί να παραλειφθεί χωρίς να αλλάξει το νόημα, η χρήση του όμως δίνει ένα νόημα σπιρτάδας, αμεσότητας, ή ταχύτητας στην έκφραση.

  1. Το σ/κ πάμε μια Αράχοβα; [εννοείται: θεωρώ ότι μας είναι εύκολο να αποφασίσουμε να πάμε, γίνεται μπαμ μπαμ. προφανώς προ κρίσης γιατί τώρα μετράμε τα χιλιόμετρα για να φύγουμε :)]

  2. Ρε συ ξέχασα το αλατοπίπερο, πας μία στην κουζίνα να το φέρεις; [εννοείται σου είναι εύκολο να πας και να έρθεις]

  3. Πάμε μία skype; [δηλαδή θέλεις να ξεκινήσουμε έναν διάλογο στο skype; εννοείται ότι δε μας είναι δύσκολο]

  4. - Πάμε;
    - Κάτσε, πάω μία τουαλέτα και φύγαμε [εννοείται θα κάνω γρήγορα, δε γεννάται θέμα]
    (γυρνάει) - Πάμε;
    - Κάτσε να πληρώσουμε μία τον λογαριασμό... [εννοείται μπαμ μπαμ]

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτοπροδίδομαι με μια κίνηση, λέξη, βλέμμα ή πράξη που μου ξέφυγε από τον έλεγχο, με αποτέλεσμα να καταλάβουν όλοι την ενοχή μου.

  1. - ...και τον κλώτσησα ελαφρά κάτω από το τραπέζι για να μη μιλήσει και πετάχτηκε σα να του μπήκε κατσαρίδα στο μπατζάκι... και όχι μόνο αυτό, αλλά λέει και μπροστά σε όλους: «γιατί με κλωτσάς ρε Νίνα!»... Τι τούβλο!

- Ααααα, χρυσό μου, σου έχω πει ή δεν σου έχω πει χίλιες φορές: μην, λες, ποτέ, κάτι, συνθηματικό, σε άντρα, μπροστά, σε κόσμο! Δεν ξέρουν να κρύβονται και καρφώνονται με τη μία... Ε δεν με ακούς!

  1. Μην καρφώνεσαι ρε μαλάκα, κουλ, κανείς δεν ξέρει ότι έχεις τζι πάνω σου, περπάτα χαλαρά και μην γουρλώνεις τα μάτια...

αυτο κι αν ειναι καρφωμα- το γνησιο το ιμιτασιον του Τζιζα. (από perkins, 03/10/10)

Δες και καρφώνω. Συνώνυμο: είμαι χου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει την μετά χωρισμό φάση μιας γυναίκας. Είναι συνώνυμη του poutsless δηλαδή, αλλά εδώ η προσέγγιση γίνεται με μεγαλύτερη συμπάθεια και λιγότερη κακεντρέχεια. Η αναφορά στο λεμόνι γίνεται απλά για να τονίσουμε δια της επανάληψης τη λέξη «μόνη».

(από πρωτοσέλιδο της Εσπρέσσο):
«Μόνη σαν το λεμόνι η Σάσα Μπάστα μετά τον πρόσφατο χωρισμό της. Ερώτημα παραμένει τί θα γίνει με το Hummer που της είχε χαρίσει ο πρώην αγαπημένος της, Θ. Λανταβός.'

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Κυριολεκτικά, η κλασσική γλώσσα που ομιλείται στην Περσία. Λέγεται και παρσί (περσικά). Κάποτε ήταν επίσημη γλώσσα σε πολλές περιοχές της Ασίας γειτονικές του Ιράν και εχρησιμοποιείτο από τους λόγιους.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται για να δώσει την έννοια της άπταιστης γνώσης μιας ξένης γλώσσας ή άλλη γνωστικού αντικειμένου.

«Μιλάει φαρσί τα γαλλικά» (μιλάει πολύ καλά).
«Την ιστορία την έμαθε φαρσί» (την έμαθε πολύ καλά).

Achtung τριχοφοβικοί, ο γάτος αυτός νιαουρίζει φαρσί (από Vrastaman, 24/11/09)Γκιουλ Καντιμ Λούβαρη Φιξ, ιρανικής καταγωγής (από johnblack, 24/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία