Ο τρελός, ανόητος, επιπόλαιος.
- Βρε κουζουλέ, πού πας ξεβράκωτος στα αγγούρια!
Ο τρελός, ανόητος, επιπόλαιος.
- Βρε κουζουλέ, πού πας ξεβράκωτος στα αγγούρια!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η βόλτα ο οποία έχει ως σκοπό την επίσκεψη σε πληθώρα οίκων ανοχής.
- Πάμε καμιά μπουρδελότσαρκα;
- Γιατί θες να γαμήσεις;
- Όχι μωρέ, για την πλάκα μας μόνο.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Παίρνω πρέφα / χαμπάρι, είμαι ενημερωμένος σε κάποιο αντικείμενο, γνωρίζω. Συνήθως χρησιμοποιείται αρνητικά για κάποιον που δεν πληρεί τα προαναφερθέντα.
- Καλά και θα πας μέχρι εκεί για να του αλλάξεις εσύ την ώρα στο PC του;
- Αφού δε σκαμπάζει μία από κομπιούτερς!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Χαρακτηρισμός που εκφράζει θυμό, τσαντίλα, αγανάκτηση.
- Μόλις μου είπε οτι με τα λεφτά για το νοίκι αγόρασε γούνα, έγινα Τούρκος!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Πάρα πολύ στενός φίλος - υπερθετικό του κολλητός (πεπαλαιωμένος όρος).
- Πες μου Μάκη, και είσαι κολλητός με τον Ψινάκη;
- Αυτοκόλλητος Μιμή - θα σε κάνω Βανδή...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Παλιός όρος που αντικαταστάθηκε από τους τα σπέρνω και τα σπάω - είμαι πολύ άτομο, τα πάω πολύ καλά σε κάτι, νικάω κ.τ.λ.
- Θα σας σκίσουμε την Κυριακή, γαυράκια!
- Θα μας κάνετε τα τρία δύο, κωλοχανούμια...
Βλ. και όλα τα λέιζερ πάνω μου (εδώ, σε μένα)!, φτύνομαι / φτου μου, φτου μου, με πάω με χίλια, δοξάστε με!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Είμαι καταπληκτικός, άπαιχτος, ανεπανάληπτος, σπέρνω!
Το καινούργιο των Parkinsons τα σπάει, ειδικά η διασκευή Bανδή.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ανάλογο του «δεν (μ)παλεύομαι». Σημαίνει είτε πως είναι αδύνατο να με αντέξει κανείς, είτε πως είναι αδύνατο για τον οποιονδήποτε να με ανταγωνιστεί.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο ομοφυλόφιλος, ο gay, η αδερφή, ο πούστης.
- Kαλά, δεν τον βλέπεις πώς κουνιέται ο ντιγκιντάγκας!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Ο μαλάκας (από τον -κυριολεκτικά- διπεριοδικό ήχο με τον οποίο συνδέεται ο αυνανισμός).
Άσε ρε, τον ντιγκιντάγκα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!