Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Ζαχαρώνω. Γυροφέρνω κάτι, μαζεύω πληροφορίες γι' αυτό, το παρατηρώ, το χαζεύω, επιθυμώντας τελικά να το αποκτήσω.

  1. Από εδώ:
    Βρε κορίτσια...εγω λουκουμιάζω αυτες τις μπότες.... ξέρω ξερω έγιναν της μόδας αλλα τώρα με το κρυο πολυ τις σκεφτόμουνα!

  2. Από εδώ:
    Πηγα σε ενα καταστημα Vodafone και ο πωλητης μου ειπε για μεσα Mαιου αρχες Ιουνιου! Βεβαια λουκουμιαζω και το Diamond1

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μου έρχεται η διάθεση και συμπεριφέρομαι ανόητα, και κάνω πράγματα που σε κανονικές συνθήκες θα θεωρούσα ασόβαρα ή και ανάρμοστα. Κανονικά δεν είμαι έτσι, ξες, απλά κάτι παίχτηκε, κάποια περίεργη συναστρία ρε παιδί, και θέλω να κάνω καραγκιοζιλίκια ή να πετάω κρυάδες χωρίς να μπορώ να σταματήσω και χωρίς να δίνω λογαριασμό και σε κανέναν. Ξες... γιατι κανονικά, είμαι πολύ-πολύ σοβαρός άνθρωπος.

Συνώνυμα: με πιάνει η μαλακία, κουτουρντίζω, παρανοώ, συνήθως λέγεται για καταστάσεις γέλιου και χαβαλέ. Η σύνταξη θυμίζει τα με πιάνει βήχας / λόξιγκας / νευρικό γέλιο (όλα τους αθέλητα!), αλλά δέον να σημειωθεί ότι -παρά τη στάνταρ έκθλιψη στον προφορικό λόγο, με πιάν' η βλακεία- εδώ έχουμε οριστικό άρθρο: ή βλακεία, όχι οποιαδήποτε βλακεία -αν και συχνά λέγεται και με πιάνει μιά βλακεία για έμφαση, με το μια τονισμένο.

Μετά το "Hesame mucho" του μπαμπά μας, πέταξε ατάκα και η μαμά (εγώ δηλαδή): "Πώς λέγεται η πάνα που έχει πάνω χαρακτήρες του Sesame street? Hesame street!!!!" (Ναι, μας έχει πιάσει η βλακεία μας.)

από ιστολόι

χωρις να σκεφτεσαι, πως να καθησεις, τι θα πεις, πως θα το πεις, αν θα κλαψεις αν θα γελασεις, αν θα σε βλεπει τις ωρες που θα σε πιανει η βλακεια κ θα λες χαζομαρες ή οταν θα σερνεσαι στο πατωμα.

από το ζου τζι αρ

Τους έπιασε η βλακεία όταν μπήκα (ήδη άκουγα τα γέλια πριν χτυπήσω το κουδούνι) και άλλαζαν τα ονόματα εκείνη την στιγμή, ενώ ξεκίνησαν να λένε τα κανονικά τους.

από το μπουρδέλα κομ

- Τι ακραία μουσική ακούτε τώρα;
- Δε ξερω, ειμαι εδω με ενα φιλο και μας εχει πιασει η βλακεια και ακουμε Κατη ολη μερα

από φόρουμ

Έτυχε μια φορά στα σαράντα ενός συγγενικού προσώπου να ακούσω μια θεια μου να κλαίει και έπεσα κάτω από τα γέλια. Επίσης στο τέλος μιας πολύ κουραστικής ημέρας αν είμαι με κανένα συνάδελφο ή κανένα φίλο με πιάνει η μαλακία και αρχίζει το σπαστικό γέλιο με το παραμικρό και δεν τελειώνει με τίποτα, λες και έχω καπνίσει φούντα.

από φόρουμ

Συχνή η κρίση βλακείας στους έλληνες, θεμελιακό συστατικό του χιούμορ των οποίων φαίνεται να είναι ακριβώς η σάχλα, η εγνωσμένη κι εσκεμμένη ανοστιά ή και χοντράδα, και συχνά το ψυχαναγκαστικό λογοπαίγνιο επιπέδου αθλητικογραφίας / φροντιστηρίων μέσης εκπαίδευσης / γυράδικων της Θεσσαλονίκης... Με άλλα λόγια, αυτά που απαρτίζουν τη λεγόμενη σεφερλίτιδα (εξού και άξιος ο Μάρκος). Όχι βέβαια ότι το ελληνικό χιούμορ δεν έχει και άλλα βασικά συστατικά -άλλη κουβέντα αυτό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν μετά από (χοντρή) μακακία, αλλού πήγαινα κι αλλού αυτό με πήγε ένα πράμα, θα έχω μπλεξίματα, φασαρίες, μπελάδες με το να μου γυρεύουν τα ρέστα για το πως και το τι. Ύστερα, επισύρονται φωνές, επιπλήξεις, ειδικά αν αυτό το μεγαλεπήβολο που επιχείρησα το έκανα στα κρυφά και με πιάσουν στα πράσα, λίγο πιο δίπλα απ'τα λάχανα.

Η πλήρης έκφραση, που ακούγεται σπάνια πλέον, είναι συνώνυμη του "την έβαψα" (τη ρίζα;), δηλώνει πως όταν μια βάρκα δεν πάει καλά και μπάζει από παντού νερά, έτσι και μια κατάσταση από λανθασμένους χειρισμούς λόγω παρεμβολής ασταθμήτων παραγόντων, κινδυνεύει να πέσει έξω, να βουλιάξει.


1.- Κοίτα ρε μλκ, τί μου έβαλε το αφεντικό να μηχανογραφήσω μέχρι αύριο. Πιο χαρτούρα, πεθαίνεις, ρε φίλε. - Ωραία, θα κάτσω να σου κάνω παρέα, αλλά μέριασέ τα λίγο να βάλω τον καφέ μου... Ωωωωωχ!
- Όχι, ρε πούστη μου! Τί να σου πω τώρα; Την έκατσα! Τί θα κάνω; Δεν μπορώ να του τα επιστρέψω έτσι...Αχ, Θεέ μου!

2.- Έλα ρε, θα στρίψεις καμιά φορά; Θα τελειώσει το διάλειμμα κι ακόμα! Όλοι οι άλλοι τις κάνετε τις τζούρες σας.
- Τώρα, ρε πρήχτη! Ορίστε, έτοιμος! Θα πεθάνω απ' την αγωνία! Πως δε μας έχουν πιάσει ακόμη...
- Σκάσε ρε, κατσικοπόδαρε! Μονίμως ο νους σου στο κακό...
- Τεκέ το κάναμε δω μέσα, δε βλέπεις; Ντουμάνι!... άμα κάνει ντου καμιά αγγλικού... Και ξέρεις αυτή δε μασάει. Διήμερη, για πλάκα!
- Ρε χαμένοι, τί κάνετε μέσα στις τουαλέττες; Βγείτε όλοι αμέσως έξω! Ορίστε μας, αντράκια μια σταλιά, το τσιγάρο σας μάρανε!
- ΩΩΩΧ! Αυτή είναι! Την κάτσαμε!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ατάκα "χρυσός" μεταξύ Μπραχαμιωτών και λοιπών υψηλών προσωπικοτήτων, χρησιμοποιείται είτε ως χαιρετισμός, είτε ως έκφραση σεβασμού μετά από μεγάλη ξήγα.

Προέρχεται, για τους μη μυημένους, από την κλασική ατάκα my nigger ή mah nigga, ελληνιστί, που χρησιμοποιείται ευρύτατα από τους αφρο-αμερικάνους της Ανατολικής και Δυτικής Όχθης.

Στο τηλέφωνο:
-Πού'σαι δικέ μου νέγρε;
-Πού'σαι μωρή;
-Εγώ εδώ μωρέ Μπραχάμι και ξερό ψωμί.

-Πω ρε μαλάκες δεν κατεβαίνω δεν παίζει σάλιο.
-Άραξε ρε μαλάκα κερνάω εγώ.
-Δικέ μου νέγρε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το σύνδρομο του ξερωγού. Χρησιμοποιείται κατά την ανάκυψη εγκεφαλικών βραχυκυκλωμάτων σε μία αφήγηση. Δε φέρει πλέον σημασία και λειτουργεί ως στολίδι του προφορικού λόγου για να μη λήγει ξερά κι αδιάφορα το εκφώνημα. Αντικαθιστά το πάλαι ποτέ ημι-λόγιο "φερ'ειπείν" (=μιας που το'φερε η κουβέντα) ή το παλαιομαγκίτικο "να'ούμ'".Αν και αυτά είχανε πιο πολύ κυριολεκτικά την έννοια του "παρεπιπτώντος" και οριστικοποιούσαν τα λεγόμενα, το "ξέρω 'γω" αν και θα μπορούσε να δηλώνει "με βάση αυτά που ξέρω εγώ" με την αναστροφή Υ - Ρ για έμφαση, παραπέμπει παρόλα αυτά σε αμηχανία, ασχετίλα, ενδεχόμενη και πολύ πιθανή ανατροπή των λεγομένων μου, έλλειψη αυτοπεποίθησης που προ(σ)καλεί για ανατροπή έστω κι αν είναι έγκυρα - έτσι για να ψαρώνουμε - και μορφολογικό clopyright από την εμφατική ερώτηση "ξέρω 'γω;". Καθίσταται μοναδική έκφραση νίλα που κινείται έντονα και κοντά στα εξωγλωσσικά δεδομένα (όπως πού - χού η αντίδραση με "Εεεεεε" όταν στακάρει το μυαλό και χάνει τον ειρμό του) και έχει μορφή (ψευδο)ερώτησης. Οι εμφατικές συντάξεις λόγω ύφους δύσκολα νιλοποιούνται, άρα η μορφή αυτή ως ερώτηση - κολιτσίδα ξεκίνησε ως χαριτωμενιά. Είναι αδελφή έκφραση της δεγκζερωγωτί με τη μορφή "και δεγκζερωγωτί" στο τέλος. Επίσης μπορεί να αντικαταστήσει την έκφραση "και τα λοιπά" του γραπτού λόγου που υπονοεί πως υπάρχουνε περισσότερα απ'όσα ξέρουμε, απλά εμείς αυτά εκθέτουμε χωρίς να αποκλείουμε τα άλλα έστω κι αν δεν τα αναφέρουμε. Πάντως, όσο πιο αγχωτική είναι η κατάσταση - επικοινωνιακή περίσταση, τόσο μεγαλύτερη είναι και η αμηχανία (πούχού μιλάω κι έχω όλα τα βλέμματα στραμμένα επάνω μου κι ανθρώπους να κρέμονται απ'τα χείλη μου) , το βραχυκύκλωμα και οι πιθανότητες να εμφανιστεί αυτή η πορδή της αλουπούς.


Σκηνικό - Σχολική τάξη.
Ι:[...] Ε, και τώρα με τους μετανάστες υπάρχουνε προβλήματα, ξέρω 'γω... Να, σήμερα το πρωί που ερχόμουνα σχολείο με σταμάτησε μια κοπελιά με μωρό στην αγκαλιά και μου ζήτησε να της πάρω κάτι να φάει το παιδί, ξέρω 'γω. Κι εντάξει... Θα της δώσεις, ξέρω 'γω κι αυτηνής να πάρει κάτι, αλλά έχουμε άλλους τόσους δικούς μας έξω που δεν έχουνε να φάνε ένα πιάτο φαΐ... Δεν το καταλαβαίνω αυτό με την ξενολαγνεία. Μόνο για τους πρόσφυγες και δεγκζερωγωτί άλλο πρέπει να πονάμε, να λυπόμαστε και να βοηθάμε, ξέρω 'γω;
Ν + Κ: (ψιθυριστά) έντεκα, δώδεκα, δεκατρία, δεκατέσσερα.
Κ: Πόσα μέτρησες;
Ν: Δεκατέσσερα όσα κι εσύ, αφού μαζί μετράγαμε.
Κ: Βάλε και δύο στην αρχή που δεν πρόλαβες στο "Κατά τη γνώση μου οι καιροί είναι δύσκολοι, κι όλοι πρέπει να βοηθάμε, ξέρω 'γω, αλλά πρέπει αυτό να μη μας εμποδίζει να σκεφτόμαστε καθαρά και να προσπαθούμε να οργανωθούμε καλύτερα σα κοινωνία, ξέρω 'γω", κάπως έτσι που έλεγε αυτή, δεκάξι.
Ν: Πω, ρε μας κούφανε πάλι, χιχι! Μα καλά, επίτηδες το κάνει; Έχει κολλήσει η βελόνα! Την επόμενη φορά, πάμε στοίχημα ότι θα μετρήσω περισσότερα;
Κ: Ναι, άμα το θυμηθείς... Αφού πάντα σε προλαβαίνω! Καθηγήτρια: Τί λέτε εσείς εκεί! Για σταματήστε αμέσως! Μόνο εσείς ακούγεστε! Μπλα, μπλα, μπλα...(συνέχιση ομιλίας μετά την παρατήρηση)
Ν + Κ:(ψιθυριστά) Ναι, σίγουρα, ξέρω 'γω...χαχαχα!
Ν: Πρόσεχε ρε μαλάκα μην κολλήσουμε κι εμείς... Είναι κολλητικό!
Κ: Ναι, ναι! Κι αυτό που το κοροϊδεύουμε, το λουστούμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Παραθέτω αὐτούσιο τὸν ὁρισμὸ τοῦ Νικολάου Πολίτη:

Ἐπὶ προώρου ἀποτυχίας ἐπιχειρήσεως ἤ ἐπὶ ἀποστερήσεως τῶν προσδοκομένων κερδῶν. Ὑποτίθεται λέγων τὴν φράσιν οἰκοδεσπότης πρὸς ξενιζόμενον, παρακελεύων αὐτὸν νὰ νιφθῇ, ὡς περατωθέντος δῆθεν τοῦ δείπνου, ἐνῷ οὗτος οὐδὲν ἤ ὀλίγον ἔφαγεν.

ἐδῶ

Λέγεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η αποτυχία μιας ενέργειας μας είναι δεδομένη από την αρχή και επομένως πρέπει να σταματήσουμε κάθε σχετική προσπάθεια.

ἐδῶ

Θὲς νὰ ρίξουμε παραγάδια ἀπόψε κι οὔτε δόλωμα, οὔτε νεταρισμένα παραγάδια ἔχουμε! Νίψου κι ἀποφάγαμε!

Σχετικὸ καὶ τὸ φέξε μου και γλίστρησα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ἡ ἔκφραση σημαίνει ὅτι τρεῖς μοιράζονται κάτι. Συνήθως ἀναφέρεται σὲ περίεργες ἤ ἁμαρτωλὲς καταστάσεις, τρίγωνα καὶ τὰ τοιαῦτα,

Γύρω γύρω τρεις στο γύρο αμαρτήσαμε, γύρω γύρω δυο για σένα την πατήσαμε

Στίχοι ἀπὸ τὸ τραγοῦδι Γύρω-γύρω

ἀλλὰ ὄχι πάντα.

- Δὲ μοῡ λὲς, τὴ βάρκα τὴν ἔχετε τρεῖς στὸ γῦρο; - Τὶ νὰ κάνω, ἀφοῦ δὲν εῖχα λεφτὰ νὰ τὴν πάρω μοναχὸς μου.

Ἡ ἔκφραση εἶναι αρκετὰ παλιὰ, τὴ θυμᾶμαι ἀπὸ τὴ δεκαετία τοῦ '50. Μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ πιὸ παλιὰ (τὸ πιὸ πιθανό).

Πάντως τὸ 1978 ὑπῆρχε ὁμώνυμη τηλεοπτικὴ σειρὰ στὴν ΥΕΝΕΔ.

Τρεῖς στὸ γῦρο

σλανγκασίστ: στη γύρα (ὁρισμὸς titsunited/σχόλιο xalikoutis)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τεζιάκι ἤ τεζάκι.


Ἐπίσης τεζιάχι ἤ τεζάχι ἐδῶ

"Το τεζιάκι, [ουσιαστικό], ξύλινος πάγκος στον οποίο τοποθετούνταν τα μπουκάλια με τα ποτά του καφενείου, αλλά και τα ποτήρια, τα φλιτζάνια του καφέ, καθώς και τα πήλινα και εμαγιέ πιατελάκια τους. Κάποιες φορές ήταν φτιαγμένο από πεντελικό μάρμαρο με σκαλιστές λεπτομέρειες, γούρνα από χαλκό, βρυσάκια-δοκιμαστές αλλά και ειδική θέση για τα χρήματα.

Στα παλαιά καφενεία συχνά, ήταν κατασκευή που περιβάλλονταν από ένα είδος ξύλινου τέμπλου, γεμάτο ράφια στολισμένα με μικρά μπουκαλάκια ποτών, όπου ετοιμάζονταν ο ο δίσκος με την παραγγελία, και αποτελούσε τον προσωπικό και συνήθως άβατο για τους πελάτες, χώρο του καφετζή." ἐδῶ

Στο τεζιάκι συνήθως βρισκόνταν κι ο μπεζαχτάς, το ταμείο δηλαδή του καφενέ.

Ετυμολογία

τεζιάκι < τουρκική tezgâh < περσική دستگاه (dastgāh) 

ἐδῶ

"... και πήγε και θρονιάστηκε ολομόναχος, στο βάθος, πλάι στο τεζιάκι του καφετζή", Νίκου Καζαντζάκη, "Ὁ Καπετάν Μιχάλης"

"πετάχτηκε από το τεζιάκι και έτρεξε να τον καλωσορίσει", Νίκου Καζαντζάκη, "Ὁ Χριστός ξανασταυρώνεται".

"ὁ δὲ Μιχάλης ἔλαβε τὴν βοτίλιαν τῆς μαστίχας ἀπὸ τὸ τεζάχι καὶ ἤρχισε νὰ πίνῃ ἡδονικῶς εἰς μεγάλας δόσεις." Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, "Βαρδιάνος στὰ σπόρκα"

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το χασίς.

Ρεμπέτικη, μάγκικη, και παλιομοδίτικη λέξη σε χρήση από μόρτηδες.

- Τα 'μαθες για τον Γιάννο; Γύρναγε με το τραίνο από Καλαμάτα με 10 κιλά νταμίρα στη βαλίτζα και τον επιάσανε, την επομένη ήταν έξω σαν να μη τρέχει τίποτα.

-Αφού στο έχω πει ρε μόρτη, είναι της ρουφιάνος της ασφάλειας.

Και φυσικά σε δύο-τρία τουλάχιστον εξαιρετικά ρεμπέτικα τραγούδια: εδώ, εδώ και εδώ !

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Σλανγκασίστ: Khan (σκατοψύχι).

Τὸ τμῆμα τῆς περιουσίας ποὺ κρατοῦσαν οἱ γονεῖς γιὰ τὰ γεράματά τους. Συνήθως τό 'παιρνε ὅποιος απὸ τὰ παιδιὰ ἤ τοὺς ὑπόλοιπους συγγενεῖς τοὺς φρὸντιζε στὸ τέλος τῆς ζωῆς τους. Ἡ λέξη ἦταν ἐν χρήσει στὴν Κύθνο τὶς παλιὸτερες ἐποχὲς.Πρέπει νὰ ἦταν διαδεδομένη καὶ σὲ ἄλλες περιοχὲς, ὅπως ἡ Κρήτη, ὅπως φαίνεται ἐδῶ:

"Οι άνθρωποι στα χωριά όταν παντρεύανε ένα παιδί, του δίνανε και το ανάλογο μερίδιο της περιουσίας τους, το μοιράσι, όπως το λέγανε. Για τους ίδιους κρατούσανε το δικό τους μερίδιο, το δικό τους μοιράσι, που το λέγανε γεροντομοίρι. Το μοιράσι αυτό είχε διπλή χρησιμότητα. Από τη μια εξασφάλιζε στους γέρους ένα ελάχιστο εισόδημα για να ζήσουνε, αφού τα παλιά χρόνια δεν υπήρχανε ούτε συντάξεις ούτε επιδοτήσεις, και από την άλλη οι γέροι εξασφαλίζανε κατά κάποιο τρόπο ότι όταν δεν θα μπορούσαν πια να αυτοεξυπηρετηθούν, κάποιο από τα παιδιά τους θα τους φρόντιζε, θα τους γεροντοκομούσε όπως λέγανε, προκειμένου να πάρει το γεροντομοίρι τους."

Στὴν Κύθνο ἡ διανομὴ τῆς οἰκογενειακῆς περιουσίας στὰ παιδιὰ δὲν ἀκολουθοὺσε συγκεκριμένους κανόνες, ὅπως σὲ ἄλλες περιοχὲς, ὅπου τὴ μερίδα τοῦ λέοντος (καὶ κάποιες φορὲς ολόκληρη τὴν περιουσία) ἔπαιρνε ὁ πρωτογιὸς, ὀ κανακάρης, συνήθως στὴν ἠπειρωτικὴ χώρα, ἥ ἡ πρωτοκόρη (κανακαριὰ ἤ κανακαρὰ), ὅπως συνηθίζονταν σὲ κάποια νησιὰ τοῦ Αίγαίου. Ὅπως ἀναφέρει ὁ Σιμόπουλος (ἄν θυμᾶμαι καλὰ) ἡ συνήθεια αὐτὴ εἴχε γίνει σοβαρὸ κοινωνικὸ πρόβλημα, γιατὶ καταδίκαζε τὰ ὑπόλοιπα παιδιὰ (τῶν τότε πολυμελῶν οἰκογενειῶν) νὰ ζήσουν σὲ πλήρη ἀνέχεια. Μάλιστα κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας τὸ Πατριαρχεῖο ἔβγαλε διάταγμα ποὺ ἀπειλοῦσε μὲ ἀφορισμὸ ὅλους ὅσοι τ' ἄφηναν ὅλα σ' ἔνα παιδὶ.

Οὕλα τῶ'ντάδωσα. Κράτησα μοναχά 'κεῖνο τὸ χωραφάκι στὴ Κατωμεριὰ γιὰ γεροντομοῖρι, κι ὅποιος μὲ κοιτάξει στὰ στερνὰ μου θὰ τὸ πάρει.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία