Το μουνί, το μπουγαδοκόφινο. Κυρίως στη φράση «της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης» (στην πυργιώτικη slang).

- Τι μουνάρα είσαι εσύ, μάνα μου!
- Της μάνας σου ο μπουγαδοτρίφτης, παλαιόπουστα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη παιδικής ηλικίας και πολύ περιορισμένης εμβέλειας. Απ' ό,τι φαίνεται, το φαινόμενο ενδημεί στη Λευκάδα, ενδεχομένως και στην πόλη της Λευκάδας και ούτε καν στα χωριά (ή μόνο σε κάποια από αυτά, τα κοντινά στην πόλη).
Η κατσίκα συνίσταται στο να πιάνεις το ποδήλατο από το τιμόνι και τη σέλα, να τρέχεις από δίπλα του σπρώχνοντάς το και, μόλις αυτό αποκτήσει μια ικανοποιητική ταχύτητα (δεν είπαμε να συναντήσει και τον Μιρ), να το αφήνεις να νιώσει ελεύθερο, διανύοντας την πιο μεγάλη δυνατή απόσταση.
Εξασκεί τις ηγετικές ικανότητες, την αίσθηση ανισορροπίας και τους διχίλιαρους και τριχίλιαρους μυς του μπαμπά. Εάν φτάσει να εξασκεί και τους δεκαχίλιαρους, πα να πει ότι το παραγάμησες, μπόμπιρα, όλα τα πράματα θέλουν και ένα μέτρο, και μάλλον θα βρέξει Παναγίες.

- Πώπω, μαλάκα μου, κοίτα κατσίκα που έκανε ο Γιαννάκης! Ακόμα πηγαίνει το προράιντερ!!!!
- Και γαμώ τις κατσίκες! Πάμε στα μπιλιάρδα του Κομπίτση να μας πει καμιά μαλακία να γελάσουμε;
- Φύγαμε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ρουμάνικης προέλευσης. Αρχικώς ο χυλός από σιμιγδάλι ή άλλο (φθηνό) αλεύρι. Γνωστό και ως Κατσαμάκι στην Μακεδονία, την Θράκη αλλά και στην Βουλγαρία. Πιο τρέντυ ως Πολέντα.
Μεταφορικώς το χρήμα, το κέρδος.

- Να κάνουμε αυτή τη δουλειά;
- Ναι, αλλά έχει μαμαλίγκα η υπόθεση, ή τζάμπα μιλάμε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία