Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Στην φοιτητική ιδιόλεκτο, αναφέρεται σε εξεταστική μαθήματος του οποίου, ενώ (ή επειδή) ο υπεύθυνος καθηγητής έχει φήμη κοφτηριού με αποτέλεσμα να χρωστάει το μάθημα όποιος μιλάει ελληνικά, κάποια στιγμή αποφασίζει (ο ίδιος ή κάποιος αντικαταστάτης) να ξεσκαρτάρει, γιατί πλέον δεν τον φτάνουν τα αμφιθέατρα στις εξεταστικές και δεν θέλει να υποχρεώνεται στον στρατό να του παραχωρεί πεδία βολής για τις εξετάσεις.

Είναι η ιστορική ευκαιρία να περάσεις άκοπα μάθημα που υπό κου-σού θα σου έπαιρνε δέκα εξεταστικές, και με αμφίβολο αποτέλεσμα. Τίμημα, ότι δύσκολα θα πάρεις πάνω από πέντε. Όχι ότι σε απασχολεί κι όλας...

- Μαλάκα, αρρώστησε ο μουνόπανος ο (μπίιιιιπ)όπουλος και θα γίνει σκούπα στατική τέσσερα τον Φλεβάρη!!
- Γαμώ τη μπαναγία ρε πούστη...και τί γαμήθηκα να την περάσω με πέντε το Σεπτέμβρη...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ακούγεται σε φοιτητικά περιβάλλοντα.

Αναφέρεται στο πεντάρι (βαθμός 5) που αποτελεί τη βάση για να περάσεις ένα μάθημα στο Πανεπιστήμιο ή να κοπείς σ' αυτό.

Χρησιμοποιείται και με τα αρχικά ΠΦΣ (που φου σου). Στον πληθυντικό γίνεται πουφουσούδες.

  1. - Πώς τα πήγες Κβάντο δύο;
    - Αν πιάσω την παγκόσμια φοιτητική σταθερά θα κεράσω μπουρδέλο.

  2. - Πώς πήγε η εξεταστική;
    - Ένα εξάρι, τρεις πουφουσούδες και στα υπόλοιπα, τα τρία μου.

Τα θέματα ήταν βατά κι όποιος είχε διαβάσει έγραφε. (από Galadriel, 17/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πτυχίο πανεπιστημίου της ψωροτζέφραινας, αυτό που προσφέρει κάθε εχέγγυο να ενταχθείς κι εσύ στην γενιά των 700 Ευρώ. Και δεν αναφερόμεθα σε ΤΕΙ Ζαμπονοκοπτικής, μιλάμε για Μαθηματικό Πατρών και βάλε.

Αλλά ας μη γκρινιάζουμε, υπάρχει κι η οικοδομή.

- Ήμουν κι εγώ, κάποτε, ένα συμβατικό παιδί, με τους γονείς μου και τη μικρότερη αδερφή μου, δηλαδή ένα παιδί της μάζας (άχρωμο, άοσμο και άγευστο) που κάποια στιγμή κατάφερε να μπει στο πανεπιστήμιο και να πάρει το «πτωχείο» του ως Μαθηματικός.
(εδώ)

- Στη φτωχοελλάδα που ψωμολυσσαει ηρθαν ολοι και βρηκαν δουλεια και εγω με πτωχιο πανεπιστημιου δε μπορώ!!!
(εκεί)

(από Vrastaman, 01/11/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται από πανεπιστημιακά περιβάλλοντα και υποδηλώνει μια δραστηριότητα που απαιτεί κόπο και εξουθενωτική προσπάθεια για να επιτευχθεί, όπως η ύλη των μαθημάτων που πρέπει να καλυφτεί -βγει- πριν τις εξετάσεις του εξαμήνου.

- Την πρώτη μέρα θα δούμε το πύργο του Άιφελ (όλα τα πατώματα), την Αψίδα του Θριάμβου (ταράτσα και μουσείο), την Αψίδα στην Ντεφάνς (τις εκθέσεις και την Προμενάντ), το Λούβρο και τη γυάλινη Πυραμίδα …
- Μανάρι μου, γιαβάς – γιαβάς!! Τα ταξίδια δεν είναι ύλη για να βγει. Διακοπές πάμε στο δια ταύτα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παράφραση των αρχικών Α.Π.Θ. του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης.

Το ευαγές αυτό Ίδυρμα, από τα μεγαλύτερα των Βλακανίων, έχει προ πολλού ταυτιστεί με τη μοίρα της πόλης που το φιλοξενεί: Πλήρης παράκμα σε κάθε έκφανσή του, νεπωτισμός στο έπακρο στα υψηλά καπέλα, καταλήψεις, φράπα, κυλικεία-στέκια κουκουλοφλώρων, γκόμενες-ταγάρια, καταυλισμοί αθιγγάνων και ζάκια στον περίβολο της ΑΧΕΠΑ, αναμεμιγμένα με χαμένα χρόνια και απατηλά όνειρα φοιτητών, και όλαφ τα στο κέντρο της πόλης, μεταξύ Καυτατζογλείου και Παλαί ντε Σπορ (όπου κάποτε χτυπούσε η καρδιά του ελληνικού μπάσκετ, με τα αξέχαστα μαπίδια ανάμεσα σε Γκάλη-Πρέλεβιτς).

Τελέρε που θα σπουδάσω στο Αχρηστογέλειο –δεν πάω καλύτερα Κλουζ Ναπόκα;

αννα πρελεβιτς (από johnblack, 24/05/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γύψους έλεγαν τη δεκαετία του '80 οι φοιτητές τα πανεπιστημιακά συγγράμματα που τους διανέμονταν.

Το χαρακτηρισμό εμπνεύστηκαν τα τότε φοιτητόνια από την εμφάνιση των βιβλίων: δωρική, λιτή, απέριττη. Δεν υπήρχαν τότε πολύχρωμα φιγουρατζίδικα εξώφυλλα όπως αργότερα. Δεν υπήρχαν φωτογραφίες ούτε για δείγμα. Δεν υπήρχαν σκληρά εξώφυλλα και πλαστικοποιημένο χαρτί. Οι εποχές ήταν πιο ζόρικες. Τα εξώφυλλα ήταν κατά κανόνα άσπρα κάτασπρα, με μόνο κάτι μικρά μαύρα γραμματάκια πάνω (τίτλος, όνομα συγγραφέα κλπ). Μια πληκτική μονότονη ασπρίλα με μικρά μαύρα σκατουλάκια: ακριβώς σαν το γύψο με τις αφιερώσεις φίλων επάνω του αλλά κι εκείνες τις χαρακτηριστικές βρομίτσες που μαζεύει όταν έχει φορεθεί για καιρό... Σε κάποιες περιπτώσεις το χρώμα του εξωφύλλου μπορεί να ήταν και κάτι άλλο πλην του νεκρικού άσπρου, πάντα όμως μονοχρωμία. Και μιλάμε πάντα για χρώματα πολύ ανοιχτά, νερόβραστα και ξεθωριασμένα: κανα σιμπιζάκι, κανα εκρού του νεκρού, κανα σκοτωμένο πρασινάκι, τέτοια. Σαν γύψος βαμμένος με νερομπογιά δηλαδής.

Εννοείται πως αυτή η λιτή «γύψινη» εμφάνιση των βιβλίων δεν αφορά μόνο τη δεκαετία του '80. Από καταβολής Γουτεμβέργιου έτσι ήταν τα βιβλία, εξόν κι αν είχαν τίποτα χαρακτικά και τα ρέστα. Ενδεχομένως η έκφραση να υπήρχε και παλιότερα, π.χ. στα 60'ς ή τα 70'ς. Αυτό δεν το ξέρω σίγουρα. Το βέβαιο είναι πως για να φτάσει κανείς στο σημείο να σκαρφιστεί έναν τέτοια υποτιμητικό χαρακτηρισμό για το βιβλιαράκι του, πρέπει προηγουμένως το βιβλίο as such να έχει ευτελιστεί, να έχει απωλέσει το μύθο που το συνόδευε από καταβολής του. Κι αυτή η υποτίμηση έγινε δυνατή όταν άρχισαν να μοιράζουν τα βιβλία τζαμπέ με το κιλό. Αυτά είναι τα κακά του τζάμπα. Όταν κάτι το παίρνεις τζάμπα δεν το εκτιμάς. Όπως γίνεται και π.χ. και με την ψυχανάλα.

Για άλλες σλανγκικές ονομασίες πανεπιστημιακών και παρα-πανεπιστημιακών συγγραμμάτων, βλ. γκαρούτσος.

Το πατάρι μου έχει φισκάρει με κάτι γύψους απ' τον καιρό που σπούδαζα στη Νομική. Θα τα στείλω για φούντο μου φαίνεται.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Προσοχή, κίνδυνος-θάνατος, σεντόνι):

Aκολουθώντας την γαρδέλεια πεπατημένη, το επώνυμο Γκαρούτσος έγινε ουσιαστικό και επιθετικός προσδιορισμός, απαραίτητη στο λεξιλόγιο και την βιβλιοθήκη του κάθε φοιτητή θετικών και εφηρμοσμένων επιστημών.

Μικρή εισαγωγή για τους μη γνωρίζοντες:
Ο Γιάννης Γκαρούτσος είναι συγγραφέας πανεπιστημιακών βοηθημάτων μαθηματικών, φυσικής, μηχανικής κ.λπ. Τα βιβλία του τα συμβουλεύονται κατά κόρον οι πανεπιστημιακοί καθηγητές και από αυτά διαλέγουν ουκ ολίγες φορές ασκήσεις που θα βάλουν στα διαγωνίσματα.

Η ταύτιση:
Με την πάροδο circa δεκαπέντε ετών πλέον, όπου κυριάρχησε στην πιάτσα, επήλθε η φυσική ταύτιση του ονόματος του συγγραφέως με το βιβλίο. Κάτι ανάλογο με τον Μπάμπη και τον Τριαντάφυλλο. Με μια διαφορά όμως: ο Γκαρούτσος ξεπέρασε τα όρια του συγκεκριμένου βιβλίου, έγινε το οποιοδήποτε βοηθητικό υλικό που κυκλοφορεί κρυφίως στην ώρα της εξέτασης (βλ. παράδειγμα), έγινε κβαντισμένη ποσότητα, απέκτησε και πληθυντικό (σ.ς.: οι γκαρούτσοι).

Οι κοινωνιολογικές προεκτάσεις και το πέπλο μυστηρίου:
Οι αρχικές εκδόσεις των βιβλίων του, αποτελούσαν ουσιαστικά μια συρραφή προσωπικών σημειώσεων, γραμμένων με ένα πεντακάθαρο και ευανάγνωστο στυλ και συνάμα προκλητικά αντι-καλλιγραφικό (βλ. μήδι). Οι σημειώσεις μετά απέκτησαν εξώφυλλο, μετά και ISBN, και τελευταία δακτυλογραφήθηκαν. Χωρίς να είναι γνωστό στο αγοραστικό κοινό το τι πραγματικά έχει συμβεί, υποτίθεται ευρέως ότι ο Γκαρούτσος ήταν απλά ο ξύπνιος που έκανε τη μόντα που ουκ ολίγοι φοιτητές σκέφτηκαν --να διανείμουν σημειώσεις με το αζημίωτο δηλαδή και να μην τις χαρίσουν στο τραπεζάκι της ΔΑΠ/ΠΑΣΠ - αλλά έκανε και την κέντα, δηλαδή να το οργανώσει το θέμα σωστά και βγάλει τα φράγκα που του πρέπονται. Να γίνει ο ήρωας όλων αυτών που θεωρούν το αχανές χωράφι της ελληνικής 3βάθμιας εκπαίδευσης προσοδοφόρο και καλά κάνουν (;) (για τη 2βάθμια δεν το συζητάμε, αυτή καταγράφεται και στο ΑΕΠ από την ΕΣΥΕ).

Το στοιχείο που προκαλεί το μυστήριο είναι γενικώς το γεγονός ότι ο Γκαρούτσος έχει γράψει για τα πάντα όλα αναλύσεις, γραμμικές άλγεβρες, ηλεκτρομαγνητισμούς, στατικές, δυναμικές, κέρατα, χαμπέρια κ.λπ., χωρίς να γνωρίζουμε την ιδιότητα του. Οι εκδοχές του μύθου ποικίλουν από τον αιώνιο φοιτητή που την έψαξε αλλιώς (βλ. Λαλιώτης, Σκανδαλίδης, Πετροκωστόπουλος, Χατζηγλυκολάου κ.λπ.), τον φύτουκλα φραγκοκίλερ φοιτητή που πούλαγε τις σημειώσεις του από το πρώτο έτος, τον αριστερό κολλεκτιβιστή, κοινοκτήμονα της γνώσης επαναστάτη, ως τον εξωγήινο Ελοχίμ ή εσωγήινο νεφελίμ που γνωρίζει το άπαν σύμπαν σαν την παλάμη του και γράφει σαν γραμματοσειρά του MS Word.

  1. - Φιλιππάκο, πήγα παπασωτηρίου και ξεφραγκιάστηκα πήρα 5 γκαρούτσους!
    - Είσαι μαλάκας!... Μαθηματικά και στατική θα στους δάνειζα εγώ! Τα 'χω περάσει από πέρυσι!

  2. - Πέρασα, μαλάκες, χτες αντοχή υλικών νύχτα.
    - Πώς;
    - Κυκλοφόρησε ένας γκαρούτσος σε κάποια στιγμή που την έκανε ο καθηγητής για την άλλη αίθουσα και οι επιτηρητές τον έπαιζαν
    - Καλά... άμα γαμιόσανε με τον Μάικ Τάισον κι έχεις ένα κώλο να!

χειρόγραφο γκαρούτσου (από Abas, 09/02/10)(από Abas, 09/02/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιθετικός προσδιορισμός που προκύπτει από το ουσιαστικό ωδείο με την κατάληξη -ουχος (στην θηλυκή βερσιόν -ούχα π.χ. αδειούχα, στο ουδέτερο -ούχο, ή και -ουχάκι -Βλ. Παράδειγμα). Δηλώνει, είτε τον κάτοχο μουσικού πτυχίου από αναγνωρισμένο -ή μη- ωδείο, ή απλά κάποιον που έχει στο βιογραφικό του μουσικές σπουδές, ασχέτως με το αν δεν κατάφερε, όχι μόνο να τις ολοκληρώσει, αλλά ούτε καν να ξεπεράσει τα βασικά επίπεδα - χωρίς βέβαια αυτό να τον εμποδίζει από το να πουλάει μούρη λες και είναι η μετενσάρκωση του Παγκανίνι.

Χρησιμοποιείται ενίοτε ειρωνικά ή κοροϊδευτικά από μουσικούς που, ενώ κατέχουν τα τεχνικά κάποιου οργάνου, δεν διαθέτουν θεωρητικό υπόβαθρο των γνώσεων τους, δηλαδή από μουσικούς μη ωδειούχους (Παρένθεση: Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει αυτοί οι μουσικοί, είτε είναι καριερίστες είτε όχι, να αντιμετωπίζονται εξαρχής μειωτικά ως ερασιτέχνες, καθώς η ικανότητα τους και η μουσική ευαισθησία τους μπορούν να είναι πραγματικά πολύ υψηλού επιπέδου).

Εν τέλει, η αξία ή μη του να είσαι ωδειούχος τελεί υπό καθεστώς αμφισβήτησης στους κύκλους των μουσικών, ανάλογα βέβαια από το ποια σκοπιά το βλέπει ο καθένας -και όπως πάντα, ανάλογα με το μουσικό στρατόπεδο του καθενός.

  1. - Τι έγινε με μπασίστα, έσκασε μύτη κανένας;
    - Αμέ, μας ήρθε ένα ωδειουχάκι αλλά λάκισε μετά την πρόβα. Δεν πολυγούσταρε...

  2. Να τους χέσω όλους τους κωλοωδειούχους! Ένα σόλο της προκοπής τους ζητάς να παίξουν και σε κοιτάνε λες και είσαι από άλλο πλανήτη...

  3. - Αδερφέ έχεις ξαναπαίξει ποτέ;
    - Αμέ. Τόσα χρόνια ωδειούχος τι διάολο, άλλη δουλειά δεν κάνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

αλέκτωρ, αλέκτορας

Έτσι αποκαλείται με περιφρονητική διάθεση ο λέκτορας, δηλαδή κάποιος που έχει καταλάβει την πρώτη από τις 4 βαθμίδες (ονομαστικά λέκτορας, επίκουρος, αναπληρωτής καθηγητής και καθηγητής) του διδακτικού επιστημονικού προσωπικού (Δ.Ε.Π.) μιας πανεπιστημιακής έδρας.

Επίσης, το λήμμα αποδίδεται έναντι του ορθού όρου λόγω άγνοιας και όχι διάθεσης υποτίμησης, από κυρα-περμαθούλες του μεσο-δημοτικού (παρ. 2).

Ο λέκτορας μπορεί ωστόσο να μιμείται τις ιδιότητες του συνονόματου του αλέκτορα (κόκκορα) όταν είναι εξίσου υπερφίαλος και μπήχτης.

Ο επίκουρος επίσης αποκαλείται στοργικά και «επικουράδας», ενώ η συντομογραφία «Καθ.» του καθηγητή, δέον να μη δημιουργεί συνειρμούς με την έδρα όπου καθόμαστε κατά τη διάρκεια της αφόδευσης (καθίκι).

Τέλος, το Δ.Ε.Π., να μη συγχέεται με τη «διάχυτη ενδαγγειακή πήξη», έναν καταρράκτη αντιδράσεων που οδηγεί σε εκτεταμένη πήξη του αίματος, αν και τα δύο μπορούν ν΄αποβούν εξίσου θανατηφόρα.

  1. - Καλά, τί σου είναι άνθρωπος! Από τότε που έγινε αλέκτορας, την έχει δει κάπως τώρα και δεν μιλιέται, ο Δημητράκης. - Φταις που δεν τον γάμησες μικρό να σε λέει θείο.

  2. - Σπουδαίος γιατρός σου λέω, Νίτσα μου. Αλέκτωρ πανεπιστημίου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το ελληνικό άλφα, το γράμμα α σε αντιδιαστολή προς το λατινικό a, όπως μας μαθαίνουν οι δασκάλες μας να το γράφουμε στο δημοτικό. Ακούγεται σε συμφραζόμενα τυπογραφίας, γραφολογίας και μαθηματικών.

Να σχολιάσω ως παθός την τελευταία περίπτωση, που είναι και αξιόλογη. Στη διδασκαλία των μαθηματικών στην ελλάδα, ξεκινώντας ήδη από τη μέση εκπαίδευση –όπου τα περισσότερα γράμματα που χρησιμοποιούνται για σύμβολα είναι όντως ελληνικά– αλλά και συνεχίζοντας μέσα στο πανεπιστήμιο –όπου η κατάσταση αλλάζει ριζικά–, η πρακτική θέλει τα λατινικά γράμματα να εξελληνίζονται, δηλαδή να διαβάζονται σαν να επρόκειτο για τα αντίστοιχα ελληνικά. Έτσι, η εξίσωση y=ax+b διαβάζεται συνήθως «ψ=αχ+β», δηλαδή «ψι ίσον άλφα χι συν βήτα» και όχι ας πούμε «γουάι ίσον έι εξ συν μπι» ή «ιγκρέκ ίσον α ιξ συν μπε» ή «ούπσιλον ίσον α εξ συν μπε» και λοιπά –μάλιστα, το να τα διαβάσεις ξενικά είναι συχνά ό,τι πρέπει λόγος για καζούρα.

Η παράδοση αυτή λειτουργεί ικανοποιητικά μέχρι ένα σημείο, αλλά με το που ο φοιτητής θα παραμυθιαστεί αρκετά από τα μαθηματικά ώστε να πιστέψει ότι είναι τελικά και γαμώ τις ιδέες να κυνηγήσει μεταπτυχιακά, αρχίζει να παρουσιάζει προβλήματα. Γιατί αργά ή γρήγορα θα κληθεί να καταλάβει ας πούμε την εξίσωση β=aα+b. Και άντε καλά να την διαβάσει τυπωμένη· άμα την διαβάσει γραμμένη στον πίνακα;...

Από τα ψιλά γράμματα των μαθηματικών σπουδών αυτή η εξοικείωση με διαφορές του τύπου άλφα-α (a-α), χι-εξ (χ-x), ψι-γουάι (ψ-y), ύψιλον-βε (υ-v) και τέτοια. Παίρνει θα 'λεγα τουλάχιστον κάνα χρόνο ώσπου να πειστεί κανείς (ειδικά αν είναι κοριτσάκι...) ότι τουλάχιστον όταν γράφει μαθηματικά, θα πρέπει να παρατήσει τις γαμάτες του, ψαρωτικές καλλιγραφικές ιδιοτροπίες και να μάθει απ' την αρχή να γράφει το ελληνικό αλφάβητο ελληνικά και το λατινικό λατινικά –κάτι που ισχύει βέβαια και για τους αλλοδαπούς και την πολύ συνηθισμένη πρακτική τους να γράφουνε κυρτά. Φίλη μου ελληνίδα, διδάσκοντας πιθανότητες σε γερμανάκια, έφαγε βρίσιμο από τους φοιτητές γιατί έγραφε το πι χωρίς τα τσουνάκια: «Συγνώμη κυρία, τι σύμβολο είν' αυτό εκεί;» «Ποιο;...» «Να, εκείνο εκειπέρα». «...Ε, ελληνικό πι». «Μα δέν είναι έτσι το ελληνικό το πι!»(!...) Φανταστείτε να τους το 'γραφε και ϖ τι θα γινόταν...

Γιατί στα μαθηματικά, επιβάλλεται να είναι κανείς σαφής. Βέβαια.

Γ. ΜΑΚΡΗΣ: Εγώ θα σας κάνω δέκα άλφα ψαράκια δικά μου συνεχόμενα χωρίς να σκέφτομαι καθόλου και θα δείτε το ένα με το άλλο δεν είναι ακριβώς πανομοιότυπα.
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Τότε πως βρίσκετε ομοιότητα μεταξύ του Τζωρτζάτου...
Γ. ΜΑΚΡΗΣ: Αυτό είναι η δουλειά [μου] κύριε, να μπορώ να τα βρίσκω.
[...]
Ι. ΜΥΛΩΝΑΣ: Δηλαδή κύριε μάρτυς αναγνωρίζετε κι εσείς ότι στο συγκεκριμένο παράδειγμα που επικαλούμαι δεν είναι ίδια τα γράμματα;
Γ. ΜΑΚΡΗΣ: Όχι δεν το αναγνωρίζω. Τα γράμματα είναι ίδια, άλφα ψαράκι έχουμε και στη μία και στην άλλη και η σύνδεση, η τάση να συνδέει το άλφα με το σίγμα είναι ίδια και στη μία και στην άλλη.

απ' τα πρακτικά της δίκης της Δεκαεφτά Νοέμβρη, εδώ

— Τί γράφει ρ' ο παπάρας πάλι εκειπέρα;...
— Πού ρε;
— Αριστερός πίνακας, τρίτη σειρά: «άλφα επί άλφα ίσον» και τα λοιπά.
— Ποιό άλφα λές, το κεφαλαίο;
— Όχι ρε τρόμπα, τρίτη σειρά λέμε!
— Α ναί ναί... Έ τί;
— Ε γιατί δε γράφει «άλφα τετράγωνο», πλάκα μας κάνει;
— ...
— ...
— Έλα ρε κατάλαβα. Είναι «άλφα επι άλφα ψαράκι».
— Τι έγινε λέει;...
— Είναι «άλφα», πώς το λένε, «έι», άλφα αγγλικό, «επί άλφα ελληνικό».
— Καλά ρε πούστη, χάθηκαν τα γράμματα τον καραγκιόζη μου μέσα;...
Σκάσε και γράφε τώρα γιατί τα σβήνει.
Να πά' να γαμηθεί... Άκου «ψαράκι»...
— Πού πάς ρε μαλάκα;
— Για καφέ, δέν έχω όρεξη για ψάρεμα μεσημεριάτικα. Γράφ' τα εσύ και τα βγάζω φωτοτυπίες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία