Ταχαμούτος ονομάζεται (από συναδέλφους του «παλαιάς κοπής») ο επαγγελματίας μουσικός, ο οποίος παίζει «πλήκτρα» (synthesizer) συνήθως σε «κέντρα διασκεδάσεως» χρησιμοποιώντας έτοιμες ενορχηστρώσεις σε αρχεία midi.

Παίζει δηλαδή «τάχα μου» εκείνος, ενώ στην πραγματικότητα το μουσικό κομμάτι παίζεται από τον η/υ ή κάποιο sequencer.

- Καλά, ρε Μπάμπη, φοβερός ο Λάκης, ε; Παπάδες παίζει ο πούστης!
- Άσε ρε φίλε, μη τσιμπάς... Ας είναι καλά το sequencer. Ταχαμούτος είναι μωρέ, τρομάρα του!!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο λαϊκός τραγουδιστής που εντάσσει στοιχεία ροκ στο ρεπερτόριό του, δημιουργώντας ένα αμάλγαμα λαϊκού, τσιφτετελέ (μπουζούκι) και εν γένει μοντέρνου, πιο ηλεκτρικού και αλλοδαπού («ροκ») ήχου.

Ο όρος χρησιμοποιείται σε καλλιτέχνες-βάρδους όπως ο Μπίγαλης και (μακράν και κυρίως) ο Δάντης.

- Εμένα μου αρέσει ο Δάντης. Είναι έθνικ ο ήχος του.
- Ποιος έθνικ ρε; Μπουζουκοροκάς είναι ο τύπος!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Νεωτεριστικός επιθετικός προσδιορισμός επηρεασμένος από τα αγγλικάνικα και συνώνυμος με την ωλ τάϊμ κλάσικ λέξη καφρομεταλλάς.

Η γέννηση της λέξεως οφείλεται στο γεγονός ότι σε κάποια μέταλ τραγούδια οι αοιδοί, είτε υπάρχει στους στίχους ή στο ξεκούδουνο, φωνάζουν πολλές φορές «DIE DIE DIE!!!»

Είθισται να χρησιμοποιείται από ξεπεσμένους εντεχνindies ή λατερνατίβους (με φανερά υποτιμητικό ή ενίοτε χιουμοριστικό τρόπο) που η συνήθης και αγαπημένη τους ασχολία είναι να ακολουθούν με θρησκευτική ευλάβεια το εκάστοτε ευαγές ίδρυμα που έχει ψωladies night.

- Tο βράδυ είπαμε να βγούμε να τα σπάσουμε σε κάνα Καρδαμίλη. Θα' χει λέιντις νάιτ με είπαν. Ψήνεσαι;
- Τι, σήμερα; Δεν παίζει. Κανόνισα να βγω με μια σειρά μου.
- Ε ας έρθει κ αυτός ρε, δεν τρέχει κάστανο.
- Όχι ρε συ αυτός είναι νταϊντάης, δεν παίζει να την παλέψει με τους σκύλους.

(από euripidisk, 14/03/10)(από euripidisk, 14/03/10)(από euripidisk, 14/03/10)(από euripidisk, 14/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο καθυστερημένος.

Αυτός που συχνάζει στα μπουζούκια μπας και του κάτσει καμιά χαζογκόμενα.

Συνήθως ο μπουζουκάγκουρας-μπουζουκοπίθηκος είναι ιδίας καταγωγής με τον αυστραλοπίθηκο. Αφού καθίσει σε ένα τραπέζι που χωράνε άνθρωποι στις διαστάσεις του Τζον Κόρφα και δώσει 150 ευρώ για μια φιάλη νοθευμένο τσόνι η κατεσάρ, σηκώνεται να κάνει το κομμάτι του χορεύοντας ποζεροζεϊμπέκικο, με το τσιγάρο στο στόμα και τον νταλγκά να τρέχει απ' τα μπατζάκια.

- ... Μετά την εξεταστική, μαλάκες θα το κάψουμε! Θα πάρουμε τα καλύτερα νιαμού της σχολής και θα πάμε στον πούσταρχο.
- Τι λες ρε μαλάκα μπουζουκοκάγκουρα, τράβα μόνος σου!
- Ταγάρι...

(από kapetank, 09/03/10)(από kapetank, 09/03/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επιθετικός προσδιορισμός που προκύπτει από το ουσιαστικό ωδείο με την κατάληξη -ουχος (στην θηλυκή βερσιόν -ούχα π.χ. αδειούχα, στο ουδέτερο -ούχο, ή και -ουχάκι -Βλ. Παράδειγμα). Δηλώνει, είτε τον κάτοχο μουσικού πτυχίου από αναγνωρισμένο -ή μη- ωδείο, ή απλά κάποιον που έχει στο βιογραφικό του μουσικές σπουδές, ασχέτως με το αν δεν κατάφερε, όχι μόνο να τις ολοκληρώσει, αλλά ούτε καν να ξεπεράσει τα βασικά επίπεδα - χωρίς βέβαια αυτό να τον εμποδίζει από το να πουλάει μούρη λες και είναι η μετενσάρκωση του Παγκανίνι.

Χρησιμοποιείται ενίοτε ειρωνικά ή κοροϊδευτικά από μουσικούς που, ενώ κατέχουν τα τεχνικά κάποιου οργάνου, δεν διαθέτουν θεωρητικό υπόβαθρο των γνώσεων τους, δηλαδή από μουσικούς μη ωδειούχους (Παρένθεση: Σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει αυτοί οι μουσικοί, είτε είναι καριερίστες είτε όχι, να αντιμετωπίζονται εξαρχής μειωτικά ως ερασιτέχνες, καθώς η ικανότητα τους και η μουσική ευαισθησία τους μπορούν να είναι πραγματικά πολύ υψηλού επιπέδου).

Εν τέλει, η αξία ή μη του να είσαι ωδειούχος τελεί υπό καθεστώς αμφισβήτησης στους κύκλους των μουσικών, ανάλογα βέβαια από το ποια σκοπιά το βλέπει ο καθένας -και όπως πάντα, ανάλογα με το μουσικό στρατόπεδο του καθενός.

  1. - Τι έγινε με μπασίστα, έσκασε μύτη κανένας;
    - Αμέ, μας ήρθε ένα ωδειουχάκι αλλά λάκισε μετά την πρόβα. Δεν πολυγούσταρε...

  2. Να τους χέσω όλους τους κωλοωδειούχους! Ένα σόλο της προκοπής τους ζητάς να παίξουν και σε κοιτάνε λες και είσαι από άλλο πλανήτη...

  3. - Αδερφέ έχεις ξαναπαίξει ποτέ;
    - Αμέ. Τόσα χρόνια ωδειούχος τι διάολο, άλλη δουλειά δεν κάνω.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο σπασαρχίδης πιανίστας.
Εκ του πρήζω + Richter (Ρώσος πιανίστας διεθνούς φήμης).

-Αν πρόκειται να είναι και ο μαλάκας ο πρήχτερ στη συναυλία, δεν πατάω με τη καμία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το στόκος και ability (= ικανότητα, δεξιότητα κλπ, άρα αντιφατική έννοια με αυτήν του στόκου) και με άρωμα από τη λέξη rockabilly, ο όρος χρησιμοποιείται χαϊδευτικά για να αποκαλέσουμε στόκο κάποιον που δεν θέλουμε να προσβάλουμε.

σλανγκασίστ: Nick

- Αχ συγνώμη, τα μπέρδεψα λιγάκι, δεν μου είχες πει ότι θα με περιμένεις μέσα στο μαγαζί κι όχι έξω;
- Πού μέσα, ρε στοκαμπίλιτι; Αφού δεν έχει ανοίξει ακόμα!

Βλ. και ελ στοκαδόρ, Στόκεμον

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μία από τις πολλές λεξιπλασίες της Λιλιπούπολης! Δεν είναι μυθικό ον όπως η Μασχαλίτσα ή η Τζιπούρα, αλλά χαρακτηρισμός του κ. Χαρχούδα (δες παράδειγμα).

Χρησιμοποιείται και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει άτομα που :

- παρόλο που φέρονται γούτσικα στον έξω κόσμο, μέσα τους παραμένουν αρκουδιάρηδες.

- σε ανθρώπους απτάληδες κάποιον κιλών που νομίζουν ότι είναι ανάλαφροι, περπατούν ή χορεύουν χαρωπά και άνετα, αλλά άμα πέσουν πάνω σου την γάμησες.

- σε άτομα που παρόλο που είναι gay, μοιάζουν με μπετατζήδες.

  1. Αντιπολίτευση:
    Εβγάλαν οι Χαρχουδικοί δήμαρχο το Χαρχούδα, και τη ζωή μας κυβερνά μια αρκουδοπεταλούδα.
    Όμως στις άλλες εκλογές η ρόδα θα γυρίσει
    κι όλη η Λιλιπούπολη εμένα θα ψηφίσει.

Στίχοι: Μαριανίνα Κριεζή, Μουσική: Νίκος Κυπουργός, Εκτέλεση: Σπύρος Σακκάς

  1. - Τι έγινε χτες Ερατώ μου με τον ψηλό που βγήκες ;
    - Τι να σε πω Δουκαίνη μου, όμορφος, καλοντυμένος, γλυκομίλητος, αλλά όταν πήγαμε σπίτι του για τα περαιτέρω, ήταν mes την μπίχλα, το βρακί του βρώμικο, ρευόταν και έκλανε στον ύπνο του… Αρκουδοπεταλούδα το άτομο…

  2. Ώπα ρε αρκουδοπεταλούδα, με ξενύχιασες! Μάθε να χορεύεις ή χάσε κανά κιλό, με γάμησες!

  3. Τι να σου πω, δεν μου φαίνεται να διαβάζει τον ομοφυλόφιλο τύπο που λέει κι ο vrasta… δεν του φαίνεται, τέτοιος αρκουδιάρης που 'ναι… Τι να πω, πιο πολύ σε αρκουδοπεταλούδα μου κάνει!

(από BuBis, 20/05/09)(από BuBis, 20/05/09)(από BuBis, 20/05/09)(από BuBis, 20/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γενικός, μάλλον υποτιμητικός, χαρακτηρισμός των Νεοελλήνων, με την έννοια ότι αρέσκονται σε ανατολίτικες συνήθειες, όπως τα τσιφτετέλια.

Γενικά, χρησιμοποιείται από αυτούς που κατηγορούν τους Νεοέλληνες μάλλον για την ανατολίτικη τάση τους παρά για την δυτικόφιλη, λ.χ. για αυτούς που θα ονομάσουν την Ελλάδα Ελλαδιστάν ή Λαϊκή Θεοκρατία του Ελλαδιστάν μάλλον παρά Ελλαδέξ, αν και το ένα δεν αποκλείει το άλλο.

Χρησιμοποιήθηκε αρκετά στην παπανδρεϊκή δεκαετία του '80 και απαθανατίστηκε απ' τον Διονύση Σαββόπουλο στο άσμα «Κωλοέλληνες» του αντιπασοκικού δίσκου «το Κούρεμα».

Οι πρώτοι στίχοι των Κωλοελλήνων:

Μελαμψές φυλές
κοντοπόδαρες,
Σειληνοί του κράτους
που ξερνάει και νάτους,
τσιφτετέλληνες!
Με γονείς ληστές
των συντρόφων τους θύτες
για αμνηστία οι αλήτες
τώρα διοικητές.
Κράτος ασυστόλων
και πεσμένων κώλων
κωλοέλληνες.

Η χάρτα αυτού του κράτους κρύβει απάτη
που φτάνει στον γνωστό αγριορωμιό
στο ντάτσουν μιας φυλής που ζει φευγάτη
απ`ό,τι Ελληνικό στον κόσμο αυτό.

Μπρέθλες. (από Galadriel, 17/10/10)(από Khan, 14/11/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το «κάτι άλλο», το «επί πλέον» στο παίξιμο μουσικού οργάνου, κυρίως του τρίχορδου μπουζουκιού, αλλά όχι μόνον.

Ρεμπέτικη μουσική ιδιωματική λέξη της οποίας ως πατήρ φέρεται ο Μάρκος Βαμβακάρης. Κατάγεται από το ταξίμι, τα περισσότερα των οποίων ξεκινούν με ένα κοφτό παίξιμο 4 νοτών, ηχομημιτικά «νταρουνταντράμ», σαν να λένε «προσοχή», «ησυχία».

Αν λοιπόν η συνέχεια δεν είναι η αναμενόμενη, το παίξιμο δεν σε «γονατίζει», δεν σε «λιγώνει» και δεν σε ταξιδεύει, τότε δεν το έχεις το νταρουνταντράμ. Δεν έχεις αυτό το κάτι άλλο, που θα καθηλώσει το ακροατήριο. Είσαι ένας, μπορεί και πολύ καλός, «απλός» οργανοπαίκτης. Διότι δεν αναφέρεται στην δεξιοτεχνία, αλλά στο αν καταφέρνεις να μιλήσεις με την ψυχή του οργάνου.

Η λέξη βγήκε και έξω από τα ρεμπέτικα μουσικά τείχη, όχι όμως σαν οργανοπαικτική αξιολόγηση, αλλά σαν χαρακτηρισμός της ικανότητας που έχει ή δεν έχει κάποιος, σε σχέση με αυτό που καταπιάνεται.

Από την δεκαετία 1960 και μετά, η λέξη ξεχάστηκε και δεν χρησιμοποιείται πλέον.

-Μάρκο τι λές για τον Νώντα και το μουζουκάκι του;
-Καλός είναι, αλλά δεν το έχει το νταρουνταντράμ μωρ' αδερφάκι μου.

-Έμαθα πήρες τον Νικόλα στην δούλεψή σου. Πως τον κόβεις;
-Φίνος είναι και θα πάει μπροστά. Το έχει το νταρουνταντράμ.

(από Βασίλης-7, 30/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία