Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Το ρήμα τζαμάρω αποτελεί εξελληνισμένο δάνειο του αγγλικού jam και δηλώνει την ενεργή και ενεργητική συμμετοχή σε μουσικό τζαμάρισμα.

Joe Satriani: Μου τηλεφώνησε ο Sammy το Φεβρουάριο του 2008 και μου ζήτησε να τζαμάρω μαζί του στο encore μιας από τις συναυλίες του στο Las Vegas. Εκεί ήταν επίσης ο Chad και ο Mike και μετά από αυτό ήμασταν μπάντα. (Πηγή: εδώ )

-Seven Mile Beach, Negril, Jamaica. Συγκλονιστικά ηλιοβασιλέματα (χωρίς τους Γιαπωνέζους της Oίας), οι κιτρινωποί φοίνικες που σκιάζουν ευεργετικά κι εγώ με τα ντόπια φιλαράκια στο στέκι του Alfred’s «τζαμάρω» σε ρυθμούς ρέγκε κάθε βράδυ. Κάπου από εκεί ψηλά, είμαι σίγουρος, ο Mπομπ μάς κοιτάζει. Kαι γουστάρει. Mόνο παράδεισος; Θα αστειεύεστε. Μένω ακριβώς πάνω στην παραλία, στο Couples Swept Away.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η σκούρα συνήθως περιοχή γύρω από την ρώγα και στα δύο φύλα. Ονομάστηκε έτσι επειδή περιβάλλει το κέντρο του βυζιού. Σε ξανθές γυναίκες είναι ροζουλί.

Έφαγα μια ήττα χτές με την Λωλότα... Της βγάζω το σουτιέν και πριν αρχίσω το γλυφοβύζι σταματάω. Είχε τρίχες στο γυροβύζιον της...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο σπασαρχίδης πιανίστας.
Εκ του πρήζω + Richter (Ρώσος πιανίστας διεθνούς φήμης).

-Αν πρόκειται να είναι και ο μαλάκας ο πρήχτερ στη συναυλία, δεν πατάω με τη καμία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Σ.ς. Οι τεχνικές λεπτομέρειες περί του κοινωνικού περιβάλλοντος, στο οποίο χρησιμοποιείται και βρίσκει εφαρμογή το λήμμα, περιγράφονται προς γνώση και μόρφωση στο κάτω μέρος του ορισμού. Σο, πριν απερίσκεπτα μαυρίσετε ό,τι δεν κατανοείτε, πάτε να ανοίξετε τα μάτια σας για το πως ζει ο κόσμος στο ίντερνετ και επανέρχεστε δημήτριοι)*.

Οπατζίδικο: Ειρωνικός (συνήθως) χαρακτηρισμός chat room μουσικού ενδιαφέροντος σε πρόγραμμα voice chat (που πα να πει ότι έχει και ήχο εκτός από κείμενο), όπου ο κόσμος διασκεδάζει ακούγοντας τραγούδια. Αναφέρεται και απλούστερα ως «όπα όπα» ή, για να ακριβολογούμε, «opa opa» (η λέξη room εννοείται εδώ).

Χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο από χρήστες άλλων chat rooms (όπου γίνονται συζητήσεις αμπελοφιλοσοφικού ενδιαφέροντος ή απλές ανταλλαγές μπινελικίων), οι οποίοι θεωρούν τους εαυτούς τους πολύ πιο σπουδαίους ή πολύ πιο κουλ από τους οπατζίδες. Με αυτό τον τρόπο εκδηλώνεται μια, να την πω, περιφρόνηση για τους τύπους αυτούς που και καλά το μόνο που τους νοιάζει είναι το σάιμπερ σα-δε-ντρέπονται (τρίχες κατσαρές, άμα είναι να το χεις με το σάιμπερ το 'χεις σε όποιο room και να 'σαι).


**Κάτω μέρος του ορισμού*: Ιδιαίτερα κατατοπιστικά τα αρχικά μήδια για το οπτικό του θέματος. Το πρωτόκολλο ενός οπατζίδικου έχει ως εξής:

  • Ένας παίζει τραγουδάκι στο mic (στο μήδι δεξιά πάνω) - καμιά φορά το αφιερώνει, είτε δημοσίως, είτε στο ανοιχτό πιμί στην τσαταγαπημένη του (ή τον τσαταγαπημένο της).
  • Κάποιοι περιμένουν στωικά την σειρά τους για το mic, ώστε να βάλουν μετά από τον προκάτοχο το τραγουδάκι της δικής τους επιλογής (στο μήδι δεξιά πάνω, ακριβώς κάτω από το mic φαίνονται τα σηκωμένα χεράκια που αιτούνται mic).
  • Κάποιοι δείχνουν την συμμετοχή τους στο γλέντι εγγράφως στο κεντρικό παράθυρο text (απίστευτο; κι όμως) ως εξής (μη εξαντλητική λίστα):~Ρίχνοντας «λουλούδια» στο main, δηλαδή συνεχόμενα -/@ -/@ -/--@, ή και απλά @@@ για συντομία (τριαντάφυλλα και καλά - παρακαλώ σημειώστε ότι σε αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται για αρχίδια). Επίσης γράφοντας «@@@ sto mic» (υπάρχει και η επιλογή «skata sto mic» για όσους δεν συμφωνούν με την μουσική επιλογή, αλλά είναι κάπως αγενής ως έκφραση και αν την δει ο άδμιν μπορεί να πάρεις πούλο εύκολα).~«χορεύοντας», δηλαδή γράφοντας με τον ρυθμό: [I](5:21 PM) adonis23: // (5:21 PM) adonis23: \ (5:21 PM) adonis23: // (5:22 PM) adonis23: \[/I] (ότι δηλαδή, αυτά είναι τα «χεράκια» του adonis που κουνιούνται αριστερά δεξιά με τον ρυθμό - γαμάτο; αχαχα), ή σε φάση: [I](5:25 PM) adonis23: /ο/ (χεράκια προς τα αριστερά) (5:25 PM) adonis23: \ο** (χεράκια προς τα δεξιά) (5:26 PM) adonis23: **\ο/ (άνοιγμα χεράκια) (5:26 PM) adonis23: **/ο** (παλαμάκι) [/I]~άλλες τέτοιες αηδίες χωρίς ιδιαίτερο νόημα εκτός του συγκεκριμένου χώρου όπως π.χ. το copy paste φιγουράτων κειμένων που υπαινίσσονται κατά κάποιο περίεργο τρόπο μεγάλα γλέντια, τί να πω...:[I](7:30 PM) Agnh-Agaph-gia-SENA: @@@@@@@ sto mic @@@@@ (7:31 PM) Agnh-Agaph-gia-SENA: (―'• .Έ.•'΄―) (―'•. Έ.•'΄―) (―'• .Έ.•'΄―) (―'• .Έ.•'΄―) (―'•. Έ.•'΄―) (―'• .Έ.•'΄―)[/I]
  • οι περισσότεροι ούτε προσέχουν τι γίνεται στο room, αλλά ξεσκίζονται στα πιμί με στόχο να βρουν παρέα για κανα σάιμπερ ή, ακόμα καλύτερα, για σεξ εκτός νετ.

Στα «δωμάτια» αυτά δεν πηδάμε στο μικρόφωνο και δεν βρίζουμε, επειδή απαγορεύεται και επειδή έτσι ρισκάρουμε μπανάνα. Είμαστε σοβαροί ακόμα και αν είμαστε από τους απέξω γιατί θα έρθει μια μέρα που θα μπουν όλοι οι κολλητοί μας να κάνουν χαβαλέ κι εμείς δεν θα μπορούμε να συμμετάσχουμε γιατί είμαστε μπαναρισμένοι. Τα ξέρατε; Είδατε τί μάθατε σήμερα;


Σ.ς. το πρόγραμμα από το οποίο προέρχονται τα μήδια κ.λπ. είναι ετούτο. Έχει κι άλλα αντίστοιχα και είναι όλα εθιστικά.

Διάλογος σε άσχετο room απ' αυτά της ανταλλαγής φιλοφρονήσεων - μπινελικίων:
(7:22 PM) DIAOLakos: malakes varethika pame na gamisoume kana opatzidiko;
(7:22 PM) aLiTiRiOs2: xese mas re pali
(7:23 PM) aLiTiRiOs
2: me tous malakides
(7:23 PM) aLiTiRiOs2: me exoune gamisei sta bounce ke den mporo na mpo pouthena
(7:24 PM) DIAOLakos: ke ti 8a kanoume tora 8a vrizomaste meta3i mas;
(7:25 PM) aLiTiRiOs
2: katse re olo ke kapio 8ima 8a mpei

opa opa (από Galadriel, 05/06/09)opa opa 2 (από Galadriel, 05/06/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το στόκος και ability (= ικανότητα, δεξιότητα κλπ, άρα αντιφατική έννοια με αυτήν του στόκου) και με άρωμα από τη λέξη rockabilly, ο όρος χρησιμοποιείται χαϊδευτικά για να αποκαλέσουμε στόκο κάποιον που δεν θέλουμε να προσβάλουμε.

σλανγκασίστ: Nick

- Αχ συγνώμη, τα μπέρδεψα λιγάκι, δεν μου είχες πει ότι θα με περιμένεις μέσα στο μαγαζί κι όχι έξω;
- Πού μέσα, ρε στοκαμπίλιτι; Αφού δεν έχει ανοίξει ακόμα!

Βλ. και ελ στοκαδόρ, Στόκεμον

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μία από τις πολλές λεξιπλασίες της Λιλιπούπολης! Δεν είναι μυθικό ον όπως η Μασχαλίτσα ή η Τζιπούρα, αλλά χαρακτηρισμός του κ. Χαρχούδα (δες παράδειγμα).

Χρησιμοποιείται και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει άτομα που :

- παρόλο που φέρονται γούτσικα στον έξω κόσμο, μέσα τους παραμένουν αρκουδιάρηδες.

- σε ανθρώπους απτάληδες κάποιον κιλών που νομίζουν ότι είναι ανάλαφροι, περπατούν ή χορεύουν χαρωπά και άνετα, αλλά άμα πέσουν πάνω σου την γάμησες.

- σε άτομα που παρόλο που είναι gay, μοιάζουν με μπετατζήδες.

  1. Αντιπολίτευση:
    Εβγάλαν οι Χαρχουδικοί δήμαρχο το Χαρχούδα, και τη ζωή μας κυβερνά μια αρκουδοπεταλούδα.
    Όμως στις άλλες εκλογές η ρόδα θα γυρίσει
    κι όλη η Λιλιπούπολη εμένα θα ψηφίσει.

Στίχοι: Μαριανίνα Κριεζή, Μουσική: Νίκος Κυπουργός, Εκτέλεση: Σπύρος Σακκάς

  1. - Τι έγινε χτες Ερατώ μου με τον ψηλό που βγήκες ;
    - Τι να σε πω Δουκαίνη μου, όμορφος, καλοντυμένος, γλυκομίλητος, αλλά όταν πήγαμε σπίτι του για τα περαιτέρω, ήταν mes την μπίχλα, το βρακί του βρώμικο, ρευόταν και έκλανε στον ύπνο του… Αρκουδοπεταλούδα το άτομο…

  2. Ώπα ρε αρκουδοπεταλούδα, με ξενύχιασες! Μάθε να χορεύεις ή χάσε κανά κιλό, με γάμησες!

  3. Τι να σου πω, δεν μου φαίνεται να διαβάζει τον ομοφυλόφιλο τύπο που λέει κι ο vrasta… δεν του φαίνεται, τέτοιος αρκουδιάρης που 'ναι… Τι να πω, πιο πολύ σε αρκουδοπεταλούδα μου κάνει!

(από BuBis, 20/05/09)(από BuBis, 20/05/09)(από BuBis, 20/05/09)(από BuBis, 20/05/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γενικός, μάλλον υποτιμητικός, χαρακτηρισμός των Νεοελλήνων, με την έννοια ότι αρέσκονται σε ανατολίτικες συνήθειες, όπως τα τσιφτετέλια.

Γενικά, χρησιμοποιείται από αυτούς που κατηγορούν τους Νεοέλληνες μάλλον για την ανατολίτικη τάση τους παρά για την δυτικόφιλη, λ.χ. για αυτούς που θα ονομάσουν την Ελλάδα Ελλαδιστάν ή Λαϊκή Θεοκρατία του Ελλαδιστάν μάλλον παρά Ελλαδέξ, αν και το ένα δεν αποκλείει το άλλο.

Χρησιμοποιήθηκε αρκετά στην παπανδρεϊκή δεκαετία του '80 και απαθανατίστηκε απ' τον Διονύση Σαββόπουλο στο άσμα «Κωλοέλληνες» του αντιπασοκικού δίσκου «το Κούρεμα».

Οι πρώτοι στίχοι των Κωλοελλήνων:

Μελαμψές φυλές
κοντοπόδαρες,
Σειληνοί του κράτους
που ξερνάει και νάτους,
τσιφτετέλληνες!
Με γονείς ληστές
των συντρόφων τους θύτες
για αμνηστία οι αλήτες
τώρα διοικητές.
Κράτος ασυστόλων
και πεσμένων κώλων
κωλοέλληνες.

Η χάρτα αυτού του κράτους κρύβει απάτη
που φτάνει στον γνωστό αγριορωμιό
στο ντάτσουν μιας φυλής που ζει φευγάτη
απ`ό,τι Ελληνικό στον κόσμο αυτό.

Μπρέθλες. (από Galadriel, 17/10/10)(από Khan, 14/11/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το Φραγκόφωνο είναι το αγαπημένο μουσικό όργανο των τσιγκούνηδων (φραγκοφονιάδων), κατά το σαξόφωνο, το οποίο είναι το αγαπημένο (ως επί το πλείστον) μουσικό όργανο των ανθρώπων που ασχολούνται με την Jazz μουσική.

- Ρε συ λες να αγοράσει εισιτήριο για την συναυλία ο Λάκης;
- Πας καλά; Αφού αυτός είναι στην μπάντα και παίζει φραγκόφωνο. Τσάμπα θα μπει!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μετά από αίτημα του Vrastaman στο ΔΠ, πλήρες ρισέρτς με γούγλε γούγλε και βιβλιογραφία απέδωσε τα εξής:

«Μεγιέ Μελέ» ή «μεγιεμελέ» (όπως ακούγεται): Μεγάλο hit του Φίλιππου Νικολάου (1973) (στίχοι, μουσική, α' εκτέλεση) και τίτλος του αντίστοιχου μουσικού άλμπουμ του καλλιτέχνη.

Η σημασία του «μεγιέ μελέ»:

Αντίστοιχη έννοια με το «λάι λάι λάι λάι» (που, σημειωτέον, περιέχεται επίσης στο προαναφερθέν τραγουδάκι) και το «τραλαλά» - εύηχες και χαρούμενες λεξούλες χωρίς καμία σημασία, που χρησιμοποιούνται σε κεφάτα τραγουδάκια (δεν έχει καταγραφεί μοιρολόι που να περιλαμβάνει «τραλαλά» ή «μεγιεμελέ») και προσδίδουν μια παιδική ανεμελιά στον στίχο. Σημαντικό ρόλο ενδέχεται να διαδραματίζει η ύπαρξη του υγρού (και γλυκού κατά μία έννοια) σύμφωνου «λ» που φαίνεται να λειτουργεί κατευναστικά στον εγκέφαλο.

Ειδικά το «μεγιέ μελέ» κάνει ρίμα με το «Τζεμιλέ», το «καλέ» και, λίγο πιο τραβηγμένα, με το «για πού το ‘βαλε» και το «μα δεν το λέει» - βλ. παράδειγμα.

Γενικώς το «μεγιέ μελέ» ξεσηκώνει τρομερά κέφια και μόνο που υφίσταται σε στίχο και ειδικά σε συνδυασμό με την χοροπηδηχτή μουσική, παραπέμπει σε τζερτζελέ και χαβαλέ, που δηλαδή να 'χεις πιει και καναν ναργιλέ (λέξεις εις -λε επίσης, ασφαλώς και δεν πρόκειται για σύμπτωση). Εξ ου και η μεγάλη επιτυχία του συγκεκριμένου άσματος, που οδήγησε και σε μεταγενέστερες εκτελέσεις (ενδεικτική εκτέλεση από τον Γ. Γερολυμάτο στο μήδι με την Μόργκαν - του οποίου η ακρόαση είναι μάλλον απαραίτητη προϋπόθεση για την κατανόηση του λήμματος σε όλο του το μεγαλείο).


Εκ των υστέρων συμπλήρωση μετά από νέες αποκαλύψεις:

Σε υψηλούς κύκλους του slang.gr φημολογείται ότι, το μεγιέ μελέ μπορεί να σχετίζεται με την έννοια μελέ, που αναφέρεται σε νταβαντούρια και μπάχαλο. Ερχόμαστε λοιπόν να επιβεβαιώσουμε, την εξαιρετικά ορθή (αλίμονο, εγώ την διατύπωσα) θέση περί τζερτζελέ, με μεγάλη μας χαρά που όλοι οι δρόμοι οδηγούν στην ίδια ακλόνητη αλήθεια. Θεγκζ Γκατζ για τον συνειρμό.

Δώστε βάση στο νόημα:

Ποιος ήλιος εξεπρόβαλε - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ,
ποιος ξέρει για πού το 'βαλε - πού πάει, καλέ, πού πάει καλέ;
Δεν είναι ήλιος μόνο, είναι - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ
που 'χει διψάσει για φιλιά - μα δεν το λέει, μα δεν το λέει.

Αν ήταν ήλιος και φεγγάρι - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
το νου δεν θα μου είχε πάρει - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ.
Γι' αυτή την όμορφη γυναίκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
λιώνουμ' εγώ και άλλοι δέκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ.

Ποια να 'ναι τούτη η κερασιά - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
που 'βαλε χάντρα θαλασσιά - μη τη ματιάσουνε καλέ
Αυτή δεν είναι κερασιά - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ
που 'χει διψάσει γι' αγκαλιά - μα δεν το λέει, μα δεν το λέει.

Αν ήταν δέντρο και κλωνάρι - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
το νου δεν θα μου είχε πάρει - η Τζεμιλέ, η Τζεμιλέ.
Γι' αυτή την όμορφη γυναίκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ
λιώνουμ' εγώ και άλλοι δέκα - Μεγιέ Μελέ, Μεγιέ Μελέ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το «κάτι άλλο», το «επί πλέον» στο παίξιμο μουσικού οργάνου, κυρίως του τρίχορδου μπουζουκιού, αλλά όχι μόνον.

Ρεμπέτικη μουσική ιδιωματική λέξη της οποίας ως πατήρ φέρεται ο Μάρκος Βαμβακάρης. Κατάγεται από το ταξίμι, τα περισσότερα των οποίων ξεκινούν με ένα κοφτό παίξιμο 4 νοτών, ηχομημιτικά «νταρουνταντράμ», σαν να λένε «προσοχή», «ησυχία».

Αν λοιπόν η συνέχεια δεν είναι η αναμενόμενη, το παίξιμο δεν σε «γονατίζει», δεν σε «λιγώνει» και δεν σε ταξιδεύει, τότε δεν το έχεις το νταρουνταντράμ. Δεν έχεις αυτό το κάτι άλλο, που θα καθηλώσει το ακροατήριο. Είσαι ένας, μπορεί και πολύ καλός, «απλός» οργανοπαίκτης. Διότι δεν αναφέρεται στην δεξιοτεχνία, αλλά στο αν καταφέρνεις να μιλήσεις με την ψυχή του οργάνου.

Η λέξη βγήκε και έξω από τα ρεμπέτικα μουσικά τείχη, όχι όμως σαν οργανοπαικτική αξιολόγηση, αλλά σαν χαρακτηρισμός της ικανότητας που έχει ή δεν έχει κάποιος, σε σχέση με αυτό που καταπιάνεται.

Από την δεκαετία 1960 και μετά, η λέξη ξεχάστηκε και δεν χρησιμοποιείται πλέον.

-Μάρκο τι λές για τον Νώντα και το μουζουκάκι του;
-Καλός είναι, αλλά δεν το έχει το νταρουνταντράμ μωρ' αδερφάκι μου.

-Έμαθα πήρες τον Νικόλα στην δούλεψή σου. Πως τον κόβεις;
-Φίνος είναι και θα πάει μπροστά. Το έχει το νταρουνταντράμ.

(από Βασίλης-7, 30/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία