Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Προτεινόμενος τίτλος πρωινής μουσικής εκπομπής της «νέας» ΕΡΤ οψέποτε αύτη ήθελε λειτουργήσει.
Εις τον παιγνιοκατάλογον (βαρβαριστί playlist) να περιλαμβάνονται άσματα εγερτήρια του τύπου: «Παιδιά σηκωθείτε να βγούμε στους δρόμους», «Ήλιε, ήλιε αρχηγέ»,«Ντιμπι-ντιμπι- ντιμπιντάι», «Μεγιεμελέ-μεγιεμελέ» και τα τοιαύτα.
Την παρουσίασιν δε της εκπομπής να αναλάβουν εκ περιτροπής:
- Η κυρία Ζωή Κωνσταντοπούλου.
- Η κυρία Ρενα Δούρου.
- Η κυρία Ελένη Αυλωνίτου. Εις περίπτωσιν καθ' ην αδυνατούν αι ως άνω, λόγω ανειλημένων υποχρώσεων, να μεταδίδονται ηχογραφημένα αποσπάσματα τηλεοπτικών διαξιφισμών των, με πολιτικούς αντιπάλους των.
Πιστεύω ότι η εκπομπή θα επιτύχει υψηλότατα ποσοστά ακροαματικότητος, ενώ παραλλήλως θα λύσει και το πρόβλημα της εγκαίρου πρωινής προσελεύσεως εις τους τόπους εργασίας και τα σχολεία. Ταυτοχρόνως, θα επιλύσει και το σοβαρότατον πρόβλημα πολλών γονέων, συζύγων κλπ. διά την πρωινήν έγερσιν των τέκνων, συζύγων και λοιπών «μαχμουρλήδων». Υπάρχει και άλλη εκδοχή, θαλασσινή αυτή τη φορά, που περιγράφεται στο δεύτερο παράδειγμα.

(Απόσπασμα τηλεφωνικής επικοινωνίας του μέλλοντός μας):
- Τι να σου πώ Σούλα μου! Ούτε στα πιό τρελά μου όνειρα! Σώθηκα με τα Μουσικώματα! Τώρα σηκώνονται τα χρυσά μου αμέσως, με την πρώτη τσιρίδα της Ζωής!
- Κι εγώ Νίτσα μου, είχα πάθει φαρυγγίτιδα με το Γιάννη. Τώρα με το που ακούει τη Ρένα, πετάγεται σαν ελατήριο! Αλλά και η Ελένη δεν πάει πίσω. Τι τίμπρο, τι μέταλλο!

Καλοκαίρι, γλυκοχάραμα, μπουνατσα, χαρά θεού. Ψαρεύουμε τσαπαρί στ'ανοιχτά και στη διπλανή βάρκα ο φίλος μου ο Γιώργος με το ράδιο στη διαπασών.
- Χαμήλωσέ το ρε Γιώργη, θα φύγουνε τα ψάρια!
- Τι λες ρε Μήτσο, αυτά μουσικώνονται! Δεν βλέπεις που τα πιάνουμε τώρα πιό ρηχά;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

μπέος (ο)

Εναλλακτική ονομασία για το «πέος». Χρησιμοποιείται ενίοτε λόγω αγνοίας, αλλά, κυρίως, προκειμένου να προσδώσει κύρος και αντριλίκι, αλλάζοντας το γένος του ουδέτερου και άχρωμου: «το πέος». Επιπλέον η χρήση του «μπ» αντί του «π» επιτείνει την ένταση των ανωτέρω (όπως λέμε ΜΠΑΟΚ).

Επίσης είναι πιθανό να προέρχεται από την (ευφωνική) μετατροπή του «ν» σε «μ» προ του «π» (στον πέο μου->στο μπέο μου). Τέλος, η (υφέρπουσα) αναφορά στον ομώνυμο πρόεδρο, του προσδίδει ένα επί πλέον βάρος.

Ό,τι και να του πω τα γράφει στο μπέο του!

Τα 'χω ρίξει όλα ένα μπέο.

(από Khan, 26/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προτεινόμενος τίτλος περιοδικού «αφόσον» γίνει νομιμοποίηση των ουσιώνε από την κυβέρνηση. (Κατ' αντιστοιχίαν προς τα «Μαστορέματα»).

Επίσης έτσι ονομάζονται οι ρεματιές κοντά στα «Μαστουροχώρια».

«Μόνο στα Μαστουρέματα: - Φτιάξτε μόνοι σας τους καλύτερους home made αργιλέδες !
- Όταν καπνίζει ο λουλάς... Τι προσέχουμε.
- Πάτα τόνε κι άναφ' τόνε. Πέντε Tips για... ένα αργιλέ αφράτο. »

«Κάτω στα μαστουρέματα εγώ θα σ' ανημένω τσαι θά'χω τσ' ένα τρίφυλλο ζια χάρη σου αναμμένο»
Μαντινάδα Ζωνιανών

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συλλογική ονομασία αναφερομένη στο γνωστό αθλητικογραφικό δίδυμο Καρπετόπουλος-Πανούτσος.

Έχει σαφή πλεονεκτήματα έναντι άλλων, επίσης συλλογικών ονομασιών του ιδίου αθλητικοδημοσιογραφικού ζεύγους, του τύπου Καρπετοπανούτσοι, Πανουτσοκαρπετόπουλοι και τα συναφή, διότι:
- είναι συντομώτερον
- είναι καρποφόρον και (ανα)παραγωγικόν
και τέλος
- είναι πλέον διεισδυτικόν

Διότι ως γνωστόν «τα εις -ουτσος ουσιαστικά είναι ανδρείας σημαντικά π.χ. Ανδρούτσος, Πανούτσος πλην των Γιούτσος και Πούτσος, άτινα σημαίνουν: "έμπαινε!"»
[εκ της γραμματικής Τζαρτζάνου].

- Θυμάσαι πού έπαιζε ο Βουνοτρυπίδης;
- Νομίζω στα Τρίκαλα. Πάρε καλού-κακού το Καρπούτσο να το σιγουρέψεις.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ναυτικός όρος (αφορά σε ιστιοφόρα, κυρίως, σκάφη): Όταν το σκάφος παίρνει μεγάλη κλίση, έτσι ώστε η μία πλευρά του (η υπήνεμη) να μπαίνει σχεδόν καθ' ολοκληρίαν (μέχρι τις κουπαστές) στο νερό.

Επίσης ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς αντικατάστασιν του βαρβαρικού: copy/paste.

Μας ήρθε ξαφνικά μια σπηλιάδα* και το σκαφος κουπαστάρησε άσκημα. Είχαμε ανοιχτό κι ένα φινιστρίνι και γίναν όλα μουσκίδι στη καμπίνα.

Τι θα πει παραπομπές κατ' ευθείαν στο λήμμα και τα τέτοια;
Δε σκαμπάζω απο δαύτα. Αυτά είναι πράματα του οξαποδώ, μεγάλες σολομωνικές!
Εγώ τα κουπαστάρω και τα μπουμπουνάω μιά κι όξω!

*σπηλιάδα: ανεμορριπή

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

ΕΛΕΟC, ΕΛΕΗCΟΝ

Ισχύουν τα ίδια με το ΕΥΛΟΓΗCON. Το ΕΛΕΟC βέβαια, χρησιμοποιείται με το νόημα του ελέους και του ελέωρος.

ΕΛΕΟC... ΜΕΤΑΝΟΩ... ΕΥΛΟΓΗCΟΝ+ ... και μιας και μιλάμε για έρωτες...

● ΕΛΕΟC ΠΧΙΑ

● Πέτρος Γαϊτάνος, Αθήνα 10 Οκτωβρίου 2013 μ.Χ. ελεηcον με και #agapimono (στο διαδίκτυο, στην τιβι πετάμε βατράχια)

● Τελικα καταφεραν να βρουν πιο γλαστρα απο τον Αβραμο.. ΕΛΕΟC!

● ρε μαλάκα να κερδίσει η Άλμπα στην Ινσταμπούλ; ΜΑ ΕΛΕΟC!!!!

● πίτσα=πουτσα τι γίνεται Φοβόμαστε να φάμε πίτσα δηλαδη +ΕΛΕΟC+

● Λοιπόν κορίτσια έμαθα ότι όταν είναι γιορτή δε πρέπει να βάζουμε πλυντήριο ή να καθαρίζουμε γενικά. Δεν είμαι βρωμιάρα, θρήσκα είμαι. Ελεοc

- οι κομμουνισταί είναι άγριοι, μπρουτάλ, αλλά τις γκόμενες τις τρώμε εμείς οι ποπ :Ρ
- πάντα...πάντα εσείς...: Τζόνυ Λόγκαν ρε μαλάκα; Ήμαρτον και ΕΛΕΟC

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ναυτικός όρος που σημαίνει ελευθεροκοινωνώ.

Όταν ένα βαπόρι πιάνει σε ξένο λιμάνι, απαιτούνται ορισμένες διαδικασίες, προκειμένου να επιτραπεί στο πλήρωμα και τους τυχόν επιβάτες η πρόσβαση στη στεριά. Τις διαδικασίες αυτές εκτελεί συνήθως κάποιος τοπικός εκπρόσωπος της ναυτιλιακής εταιρείας, ο επονομαζόμενος «πράτιγος».

Υπάρχει και άλλη έννοια του «πρατιγάρω», που σημαίνει συνουσιάζομαι.
(Την άκουσα από το «Στεφάκια» [βλ. κώλο-μουνί], αλλά δεν ξέρω αν ήταν προϊόν δικής του λεξιπλασίας [πολύ πιθανόν] ή όρος της ναυτικής διαλέκτου χρησιμοποιούμενος ευρύτερα και με αυτήν την έννοια. Πάντως το δεύτερο παράδειγμα το έχω ακούσει να το διηγείται ο ίδιος και αναφέρεται, με μια δόση υπερβολής βέβαια, σε πραγματικά γεγονότα. Ο ίδιος υπηρέτησε στη Μέση Ανατολή στη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου.)

-«Σαρανταδυό μέρες ταξίδι, ουρανό και θάλασσα. Μόλις το βαπόρι έπιασε λιμάνι, ίσα-ίσα που πρατιγάραμε δηλαδή,την κοπάνισε όλο το τσούρμο για τα καλά τα σπίτια. Με το ζόρι τους μάζεψε ο λοστρόμος την άλλη μέρα. Όλοι τύφλα!»

-«Εκεί στην Αλεξάντρεια να δείς ντουνιά! Άσπροι, μαύροι, κίτρινοι, όλες οι λατσιόνες* ! Τους είχανε κουβαλήσει οι Εγγλέζοι από την άκρη της γης. Κάργα σκουλαμέντο** . Άμα πήγαινα στις σαρμούτες *** για να πρατιγάρω, δυο-δυο τις έβαζα τις καπότες! Γινόταν η λουλού μου σαν το μπαλόνι*** του καϊκιού!«

  • εθνικότητες
    ** βλεννόρροια (βλ. λήμμα)
    *** πόρνες (στα Αραβικά, βλ. λήμμα)
    ****φουσκωτός κύλινδρος από ελαστικό για προστασία του σκάφους (όταν είναι αραγμένο) από επαφή με διπλανά σκάφη ή την αποβάθρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κωμική παραφθορά (με την λέξη «σαλάμι») του «θαλαμάρχης», του πιο ηλικιωμένου φαντάρου που υποχρεούται να εκτελεί χρέη αρχηγού ενός θαλάμου.

- Πού έχει χαθεί ο σαλαμάρχης μας ρε παιδιά; Έχουμε αναφορά στις εφτάμιση!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυριολεκτικά:
Αυτός που έχει κάγκελα στο πρόσωπο, όπως: - οι σιδηρόφρακτοι ιππότες του μεσαίωνα,
- οι παίκτες του αμερικανικού (οθεοςνατοκάνει) ποδοσφαίρου, - οι άνδρες των «ειδικών δυνάμεων αποκαταστάσεως τάξεως».

Μεταφορικά:
Διάφοροι «μερακλήδες» δήμαρχοι (π.χ. Αβραμόπουλος), που εξάντλησαν τη δημιουργική τους δραστηριότητα σε καγκελάκια, ζαρντινιέρες, φοινικοφυτεύσεις και σε άλλα συναφή έργα βασικών υποδομών. Τα έργα αυτά απέβησαν άκρως επωφελή για το περιβάλλον (τους). Ο όρος αυτός έχει συνάφεια με τον όρο «αλογομούρης»: όπως ο αλογομούρης «τάιζε τ' αλόγατα», έτσι και ο «καγκελομούρης» έτρεφε (αλλά και «ταϊζόταν» από) τους «πέριξ» εργολάβους. Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθεί εδώ η «αλογομούρικη» κραυγή-προτροπή: «έμπαινε δυνατά απ' το κάγκελοοο!» που φώναζαν προτρέποντας τον αναβάτη του αλόγου, στο οποίο είχαν ποντάρει, να προσπεράσει από την εσωτερική.

Τέλος ο όρος «καγκελομούρης/α» αναφέρεται και στους/στις οπαδούς της α(οι/η)δού καψουρονεοδημοτικών ασ(θ)μάτων Γωγούς Τσαμπά, τους εκσταζιαζομένους με το άσ(θ)μα «τα καγκέλια», όπου, άμα τω ακούσματι της επωδού: «πωπωπωπω....(ν φορές, όπου ν τείνει εις το άπειρον) ...πωπω» φθάνουν εις πολλαπλούς οργασμούς.

Μόλις φτάσαμε στο Σύνταγμα πλακώσαν οι καγκελομούρηδες και μας σαπίσανε στο ξύλο.

Σιγά τα έργα πού 'κανε ο καγκελομούρης! Καγκελάκια και ζαρντινιέρες! Όσο για τους φοίνικες, τους φάγανε τα μαμούνια! Δε λέω φάγανε κι οι εργολάβοι με τους σκατατζήδες. Ακόμη με τους βόθρους είμαστε!

Προχτές είδα το Μαράκι στ' «Αγρίμια». Καλά, αυτή ήτανε μεταλλού και έτσι. Πότε έγινε καγκελομούρα;

(από soulto, 22/03/15)The world\'s first Po counter by Calypso Larah  (από Khan, 22/03/15)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο κάβουρας που γαμάει σαύρες. Εκ του σαύρα+γαμώ+καβρός («κάβουρας» στην κρητική ντοπιολαλιά). [Προτίμησα το«καβρός» για λόγους ευφωνίας]

Μετά την αποκαθήλωση του καβουρογαμόσαυρου (βλ. σχόλιό μου στο σχετικό λήμμα), «ήγγικεν η ώρα της αποκαταστάσεως της βαναύσως τρωθείσης τιμής του συμπαθούς καρκινοειδούς, δόξει και τιμή (πλην άνευ ταλαιπωρίας της ημετέρας γλώσσης)».

-Εκεί που περπατούσα στην ανερούσα* τι είδαν τα μάτια μου: Ένας κάβουρας, φτου θεέ μου σχώρα με, γαμούσε μια σαύρα! -Βρε τι μου λες; Θα 'ταν ο σαυρογαμόκαβρος, με τ' όνομα, που μού 'λεγε ο μακαρίτης ο παπούλης μου!

*ανερούσα: η ακρογιαλιά, στη ντοπιολαλιά της Κύθνου.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία