Επιπλέον ετικέτες

Από το χύσι και την ντουλάπα. Αποθήκη σπέρματος. Χρησιμοποιείται για την έχουσα πολλούς ερωτικούς συντρόφους.

Πότε θα ωριμάσουμε επιτέλους σεξουαλικά σαν έθνος; Όλες φοβούνται να μας δείξουν τα ταλέντα τους φοβούμενες κάποιο ηλίθιο κοινωνικό στίγμα σε σχέση με τη σεξουαλικότητα. Ξαφνικά η κάθε χυσοντουλάπα έγινε πριγκιπέσσα!

Στο 1.30 το παράδειγμα (από Khan, 24/02/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο βλάχος που προσπαθεί να κρύψει την καταγωγή του και το παίζει κάπως... Είναι και συνώνυμο του λήμματος τραχανοπλαγιάς.

Κατέβηκαν όλοι οι τσοπανοτραβόλτες για μπάνιο την Κυριακή και γινόταν χαμός στην παραλία...

(από Khan, 26/03/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το άτομο που μιλάει πάρα πολύ άσχημα, που στον λόγο του, χρησιμοποιεί λέξεις ή εκφράσεις άσεμνες, προσβλητικές, μη πρέπουσες, αγοραίες και βωμολοχίες.

(Χαλές = Τουαλέτα)

Είναι αυτός ένα χαλιόστομα....! Άμα αρχίσει δεν σε ξεπλένει ούτε ο Νιαγάρας...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο μεζές του πέους / πούτσου. Η γκομενίτσα που φοράει πλατφόρμες και ψηλοτάκουνα και πάλι στο 1,60 βρίσκεται. Η πολύ κοντή γκόμενα η οποία ίσως έχει όμορφο πρόσωπο ή αδύνατο σωματάκι αλλά παρόλ' αυτά διατηρεί ψευδαισθήσεις ότι μπορεί να γίνει μοντέλο, να βρει χορηγό κούκλο και δίμετρο μόνο επειδή της είπαν κάποτε ότι είναι γλυκούλα! Όταν είναι μόνη, της βγαίνουν όλα τα κόμπλεξ γιατί πολύ απλά ένα ωραίο προσωπάκι δεν αρκεί για να σε κάνει γκομενάρα στο 1,50. Καταλήγει πουτσομεζές για τους μερακλήδες επιβήτορες.

- Συγγνώμη αλλά μου αρέσουν οι άντρες από 1,90 και πάνω!
- Χαχαχαχα δεν το περίμενα ποτέ από πουτσομεζέ αυτό ειλικρινά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο εύχοντρος χοντρομαλάκας.

Πάσα: Vrastaboy.

- Γύρω από την υποψηφιότητά μου συσπειρώνεται όλη η δημοκρατική προοδευτική παράταξη...
- Μπαμπά δεν βαρέθηκες να βλέπεις αυτόν τον χοντρομπαλάκα, βάλε λίγο Nickelodeon...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται από το «αναστατώνω» και το «σκατώνω» (= τα κάνω σκατά), υποδηλώνοντας εν συντομία ότι κάποιος έκανε άνω κάτω άνευ επιδιορθώσεως κάτι οργανωμένο.

-Για να τσεκάρω τι μουσική έχεις...
-Πρόσεχε ρε μαλάκα! Μου τα ανασκάτωσες τα CD!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η εμφάνιση και η αύρα μου φέρνουν σε μπουτς.

Ακόμα πιο σλανγκ όταν εκφέρεται ως ουσιαστικό.

Πάσα: assthorn

Αδερφοφέρνω: - Θα δε γαμήσω, μωρή αντρουτσοφέρνω!

Μπουτσοφέρνω: - Στα δώδεκά μου, μωρή συκοφέρνω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φερόμενη και ως τροτέζα, η γυναίκα η πόρνη στη ψυχή κατά προσπάθεια και κατ' ευχαρίστηση, χωρίς όμως πλήρη επιτυχία.

Συναντώνται παντού και ικανοποιούνται με μεσοβέζικες ντεμέκ καταστάσεις.

Δεν πρέπει να συγχέονται με τις συνειδητοποιημένες πουτάνες ούτε με τις άβγαλτες αθώες κορασίδες.

- Ρε μαλάκα πάλι μου τα γύρισε η Κατίνα, λέει ότι τελικά με θέλει και ότι χωρισμός μέσω mail ήταν επειδή είχε πιει πολύ..
- Γνωστή ψευτοπόρνη, πλασεδάκι και goodbye!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμο του τρόμπας, στο πιο γελοίο και ιδιαίτερα εύηχο.

Δεν ξέρω αν υπάρχει γενικότερα, και το μόνο χτύπημα στο νέτι είναι από ποστ του μπρο μου στους 4Τ, αλλά την αγαπάω αυτή τη λέξη και την καταθέτω.

Βλέπε και μαλακαντρέας για το φαινόμενο της βάφτισης του κατέχοντος την ιδιότητα.

  1. - Μάγισσες, να πούμε, και μαλακίες τούμπανα. Τι τρομπογιώργης την σκέφτηκε και την έγραψε αυτήν τη σειρά, δεν μπορώ να καταλάβω.
    - Τα μουνάκια που παίζουν, όμως, δέ σε χάλασαν.

  2. - Σα να ζεστάθηκε το πολύμπριζο. Θα του ρίξω λίγο νερό να πέσει η θερμοκρασία.
    - Τι κάνεις ρε τρομπογιώργη; Κούγκι θα γίνουμε.

Χαρακτηρισμοί με κύριο όνομα για συνθετικό: αστραπόγιαννος, βιαστικοθοδώρα, βουβαντώνης, γερολάζαρος, γυναικοθόδωρος, λωλοστεφανής, μαλακαντρέας, μαλακαντώνης, μουγγοθόδωρος, ντελημπάσχος, ντελήσαββας, παστρικοθοδώρα, στραβόγιαννος, τρελαντώνης, τρεμολάζαρος, τρομπογιώργης, τρυπαντωνάκης, ψευτοθόδωρος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Το πολύ βρόμικο ρούχο, που έχει πιάσει μάκα. Λόγοι που μπορεί ένα αθώο ρουχαλάκι να μετατραπεί σε αποκρουστική κλέτσα, είναι συνήθως ο υπερβολικός ιδρώτας, η σκόνη, διάφορα υγρά του έρωτα, ή ο συνδυασμός αυτών. Η κλέτσα πρέπει να καθαρίζεται, να πετιέται ή να καίγεται άμεσα, ανάλογα τα βίτσια του κατόχου της.

  2. Μεταφορικά, μια προσβλητική προσφώνηση παρόμοια με τη «γαλότσα».

  1. Πω πω μαλάκα, μετά το κάμπινγκ όλα μου τα ρούχα έχουν γίνει κλέτσες! Στον κλίβανο θα πάνε!

  2. Άσε μας μωρή κλέτσα κι εσύ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία