Επιπλέον ετικέτες

Επισήμως: τέλος εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης αερολιμένων, επιβλήθηκε το 1992 στα αεροπορικά εισιτήρια για όλα τα αεροδρόμια της χώρας με αφορμή την κατασκευή του αεροδρομίου των Σπάτων. Λέγεται πως είναι ο δεύτερος ακριβότερος φόρος αεροδρομίου στον κόσμο, μετά από αυτόν του Τόκιο. Επιπλέον το Ελευθέριος Βενιζέλος είναι το ακριβότερο αεροδρόμιο της Ευρώπης μετά το Χίθροου (δες εδώ).

Ενόψει αυτής της απαράδεκτης κατάστασης πρέπει όλοι να βάλουμε πλάτες για να πάρουμε την πρωτιά από τους Άγγλους και τους Γιαπωνέζους. Το 75% των εσόδων του Σπατοσήμου από το Ελευθέριος Βενιζέλος αποδίδεται στην Hochtief (Υψιβαθής Α.Ε.) βάσει της σύμβασης εκμετάλλευσης του αεροδρομίου. Πριν από τους Ολυμπιακούς το ποσοστό είχε φτάσει μέχρι και 90%.

Το σπατόσημο
Τεσσερισήμισι χιλιάδες μαθητές από ακριτικές περιοχές μετέφερε δωρεάν η αεροπορική εταιρεία Aegean στην Αθήνα για να επισκεφθούν το νέο μουσείο της Ακρόπολης. Στόχος είναι να επισκεφθούν το μουσείο φέτος δέκα χιλιάδες μαθητές μαζί με τους καθηγητές τους. Στο πλαίσιο του προγράμματος το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» συμφώνησε να μην εισπράξει τον φόρο που επιβάλλει για κάθε επιβάτη που αναχωρεί. Στην ίδια λογική η Aegean ζήτησε από τους αρμόδιους (ΥΠΑ, υπ. Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων) να μην εισπράξει το ελληνικό Δημόσιο τα 24 ευρώ για κάθε μαθητή που αντιστοιχούν στο λεγόμενο σπατόσημο. Συνολικά, δηλαδή, 240.000 ευρώ. Απάντηση όμως δεν πήραν. Προφανώς, θεωρήθηκε σπατάλη. *Ακριβοί στα πίτουρα (εξοπλισμοί) και φθηνοί στ' αλεύρι (πολιτισμός)..εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίθετο που χαρακτηρίζει ταινίες που σε κάνουν να θες να κρεμαστείς. Επειδή το σχοινί είναι ολίγον παλιομοδίτικος τρόπος αυτοκτονίας, οι σχοινεφίλ ταινίες είναι συνήθως ασπρόμαυρες παλιατζούρες. Αν η ταινία είναι ρώσικη ή όπως λένε τα σχοινεφίλ άτομα (του Σοβιετικού κινηματογράφου), θεωρείται υπερσχοινεφίλ. Ο ιαπωνικός πλέον δεν παίρνει επιπλέον πόντους γιατί έχει γίνει πολύ δημοφιλής στους χιπστεράδες.

Αν η ταινία είναι καινούρια (δεκαετία του '90 και μετά), θεωρείται ποστ - σχοινεφίλ.

- Χθες στην ΕΤ1 πέτυχα μια σχοινεφίλ ταινία από τις Φιλιππίνες. Δεν κατάλαβα Χριστό αλλά είχε ωραία φωτογραφία!

τυπικοί σχοινεφίλ (από manitsa, 26/06/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γυναικείο (ως επί το πλείστον) ένδυμα, συνήθως τσίτι, αγορασμένο από λαϊκή αγορά (κοινώς παζάρι), που προσομοιάζει ελαφρώς με έτερο τσίτι αγορασμένο από τα zara, και επιδεικνύεται με υποβόσκουσα καταναλωτική υπερηφάνεια, λόγω της εξευτελιστικά χαμηλής τιμής του, ακόμη και μετά την ανακάλυψη της τρύπας μεγέθους εικοσάλεπτου κάτω από την αυτοκόλλητη ταμπελίτσα, που βρίσκεται κολλημένη σε ύποπτο σημείο του εν λόγω τσιτίου (είναι δόκιμο τώρα αυτό; anyway...)

- Καλέ τι ωραίο το κρουαζέ σου!
- Σ' αρέζει; Παzara, 5 ευρά τα δύο. Το πήρα και σε σικλαμέν!
- Γουάου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο γαμάτος, ο σούπερ, ο γουάου. Σπάνιος σλανγκισμός από τη δεκαετία του '90 και τα Λύκεια. Υποτίθεται αγγλισμός του γαμάτου.

- Μπήκες στο slang.gr, το site που σου είπα;
- Μπήκα, φίλε μου, κι έπαθα την πλάκα μου! Φακάτο!

Πίπη Φακ... ιδομύτη (από GATZMAN, 04/05/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι κάτι σαν το μουνόκωλο. Μόνο που, αντί για το μουνί και κώλο, αναφέρεται στην ψωλή και τα λαμπούρια.

Μπορείς να το πεις με πολλούς τρόπους, μιας και υπάρχουν εκατοντάδες ονομασίες για το πέος και για τους όρχεις. Π.χ. ψωλάρχιδο, καυλάρχιδο, τσουτσουνάρχιδο, πουτσάρχιδο, ψωλάμπουρο, καυλάμπουρο, τσουτσουνολάμπουρο κ.α.

- Έι, κορίτσια, δεν θα πιστέψετε τι έγινε χθες το βράδυ.
- Τι;
- Έκανα καυλόχρηστο με το πιο τρελό ψωλάρχιδο που 'χει δει ποτέ κανείς.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται από τον γνωστό ήχο «κρακ» (άρα ηχομιμητικό), αλλά μας προέκυψε από το γαλλικό craqueler: διασπώ –ώμαι / ραγίζω / πυρορραγίζω / διακοσμώ κεραμικό (κυρίως πορσελάνη) με ψηφίδες ή βερνίκι με ραγισμένη όψη.

Παίζουν και τα κρακελέ (κάργα), κρακλέ, κρακελάζ, κρακελάρισμα, κρακελαριστός.

Αποτελεί τεχνικό όρο - αθησαύριστο (ακόμη) απ’ τον Τριαντάφυλλο - των σιναφιών που ασχολούνται με βερνίκια, βαφές και γενικά επιστρώσεις υλικών πάνω σε άλλα είτε για να τα προστατέψουν είτε για να τα διακοσμήσουν.

Κυριολεκτικά, αναφέρεται στο φαινόμενο της εμφάνισης τριχοειδών ρωγμών / σπασιμάτων / ραγάδων / χαραγμάτων (ενίοτε πυκνών) στην επιφάνεια του βερνικιού ή της βαφής είτε λόγω επιλογής λανθασμένων, ελαττωματικών υλικών είτε λόγω σκιτζοδουλειάς, είτε λόγω φθοράς που επιφέρει ο πανδαμάτωρ χρόνος τόσο του ίδιου του επιστρώματος όσο και του υλικού που αυτό καλύπτει.

Αν τώρα το γουστάρει η ψυχούλα μας το αντικέ στυλάκι, υπάρχουν τα αντίστοιχα βερνίκια / βαφές, αλλά και τεχνικές, για να το πετύχουμε μέσω κρακελαρίσματος. Διάθεση για τέχνη, διακόσμηση ή και δηθενιά να υπάρχει.

Δεν νομίζω να παραξενεύει κανέναν που η χρήση του επεκτάθηκε και στο φαινόμενο του ραγίσματος γενικότερα κάποιου υλικού, άσχετα αν είναι ή όχι βαμμένο ή βερνικωμένο.

Χρησιμοποιείται και μεταφορικά - σλαγνκικά(;), όταν θέλουμε να δείξουμε πως κάτι / κάποιος έφτασε στα όριά του / είναι τσαλακωμένος / έτοιμος να ραγίσει / καταρρεύσει.

(Aπ’ το ΔΠ κατόπιν προσφοράς vicar)

  1. Όλα τα υαλώματά μας είναι ασφαλή για χρήση, τελείως αμόλυβδα και χωρίς κάδμιο, βάριο. Είναι επίσης πολύ ανθεκτικά καθώς δεν ξεφλουδίζουν ούτε κρακελάρουν ακόμη και μετά από πολυετή χρήση.

  2. ...την άλλη φορά που θα θέλεις το μπολ να μοιάζει με παλιό με χαρακιές και άλλα πάρε βερνίκι κρακελέ διάβασε τις οδηγίες στο μπουκαλάκι και έτοιμο το κρακελάρισμα!!!

3i. Οι ασφαλτοστρωμένοι λειτουργικοί αεροδιάδρομοι του παρελθόντος έχουν γίνει «κρακελέ», έχουν αφήσει ανεμπόδιστα την αέναη κίνηση της φύσης να επιβληθεί, το χορτάριασμα επεκτείνεται παντού και στην τελευταία κρυμμένη γωνιά, το σκουπίδι κυριαρχεί σε κάθε σου βήμα, διαλυμένα κάγκελα, συρματοπλέγματα -ζωντανοί μάρτυρες, καθρέπτης των χιλιάδων χωματερών της χώρας, των σπασμένων πεζοδρομίων, των αυθαιρέτων, των μολυσμένων ποταμών, των οραμάτων και σχεδίων διαδοχικών κυβερνήσεων.

3ii. ...σχετικά με το βάρος του καινούριου ενυδρείου των 180λ ή 220λ και των βάσεων του (δηλ. μαζί με ράφια ντουλαπάκια σετ γνωστής εταιρίας): Θα έχει επίπτωση στο ξύλινο δάπεδο; μήπως κρακελάρει /στραβώσει το ξύλινο δάπεδο;

4i. ...υπερκουφάθηκα. Ακούω παραπάνω απ’ όσο πρέπει και δεν ανέχομαι το θόρυβο. Παλιά, στα κλαμπ, στεκόμουν όρθιος μπροστά στα ηχεία, νταγκλάροντας, και ένιωθα το γούφερ να μου τριμάρει τη μούρη. Δεν το έκανα γιατί μου άρεσε η μουσική, I don’t care about music anyway. Ήθελα απλώς να νιώθω τον αέρα να τρεμουλιάζει κατά κύματα, με ρυθμό, επάνω μου και το γδούπο να κρακελάρει το ρινικό μου διάφραγμα.

4ii. Ένας κόκκος σκόνης μπορούσε να φέρει την καταστροφή! Τα μάτια του πετάγονταν έξω από τις κόγχες τους, οι φλεβίτσες τινάζονταν και πάλλονταν και το κιτρινιασμένο του δέρμα έδειχνε έτοιμο να ραγίσει. Ήθελα να του πω να μην φωνάζει γιατί κινδύνευε να κρακελάρει αλλά σιγά μην ήξερε τη λέξη αυτή. Αυτός δεν ήξερε τίποτα άλλο πέρα από ισοζύγια, λογιστικά ταυ και κέρδη.

(όλα τα’ ανωτέρω απ’ το δίχτυ)

  1. - Και πόσο το μαλλί γιατρέ μου;
    - Έννοια σου βρε Φορεμάνε. Θα τα βρούμε χαλαρά.
    - Για ξηγήσου.
    - Να σου φέρω την κυρά να μου τη σενιάρεις λίγο;
    - Χρειάζεται κάτι;
    - Μπαα κάνα ψιλομερεμέτι να φύγει το κρακελάρισμα απ’ τη μάπα!
    - Χμμ…
    - Άντε να γλιτώσω τη γεύση απ’ αστάρι όταν τη μπαλαμουτιάζω.
    - Εμένα λες; Δε βγάζει κι ο Φάκτορ τίποτε σε μπίο, το φελέκι μου! Το λοιπόν! Μέσα και πατσίσαμε!
    - Τόκα αδερφέ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δημοτομπατσοβανάκι είναι το όχημα της δημοτικής αστυνομίας που έχει μέσα κάτι χασομέρηδες με μπερέδες που τα ξύνουν, ενίοτε σου καρφώνουν και καμιά κλήση.

Πριν λίγη ώρα, μια ομάδα Δελτάδων μαζί με Φασίστες επιτέθηκαν στους μετανάστες έξω από την ΑΣΟΕΕ. Ένα δημοτομπατσοβανάκι σπάστηκε ελαφρώς από τους μετανάστες...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από ένα ακόμη περιττό φανάρι που δίνει την ευκαιρία σε κάφρους κάθε είδους να δοκιμάσουν αν λειτουργεί η κόρνα τους μισό δευτερόλεπτο αφού ανάψει πράσινο.

Η λειτουργία του περιορίζεται στο να σταματάει την κυκλοφορία για να περάσουν οι πεζοί και όχι κάποια άλλα οχήματα. Όποιος αναρωτηθεί γιατί δεν δημιουργείται υπέργεια/υπόγεια διάβαση αντί του σηματοδότη θέλω να τον κάνω παρέα.

Διάσημο πεζοφάναρο: Σύνταγμα προς Ερμού
Άσημο πεζοφάναρο: Θέλει να παραμείνει έτσι...

... αλλά δεν τα κατάφερε.

Κοντράκιας: Ώστε τα CRX είναι καλύτερα από τα Eclipse, ε μουνάκι; Πάμε τώρα ρε στο πεζοφάναρο στον Φοίνικα, δίπλα στην μπουγάτσα του κυρ-Θωμά, πριν στρίψεις για το αεροδρόμιο να σ' το παστελώσω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η δεντρωγετόπιτα αναφέρεται σε κάθε είδος πίτας (σπανακόπιτα, τύροπιτα, λουκανικόπιτα) που μπορεί κανείς να βρει σε φούρνο, σαντουιτσάδικο, κλπ και που απλά δεν τρώγεται (φουλ του λαδιού με ζυμάρι, 24ωρη ηλιοθεραπεία στο τζάμι επί 4 μέρες, κ.ά.).

  1. Πήγαμε στο φούρνο πριν με ένα συνάδελφο και φορτωθήκαμε παραγγελίες από το γραφείο για τα παιδιά. Θέλανε διάφορα, αλλά νταξ, δεντρωγετόπιτες έχει, οπότε δεν ψάξαμε και πολύ...

  2. Αλέκος: - Τι προτείνεις να πάρω; Πεινάω πολύ...
    Ταρζάν: - Πάρε στο 7793777, όλα εδώ είναι δεντρωγετόπιτες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέξη έχει πολλές έννοιες. Την λες ας πούμε όταν διαφωνείς με κάτι και λες, ας πούμε, ότι δεν θα γίνει ποτέ (τ' Αγίου Πούτσου), ή όταν θες να περιγράψεις κάτι που είναι χάλια, π.χ. μια κατάσταση, ή κάτι, τέλος πάντων. Σε όλες τις περιπτώσεις η λέξη είναι χυδαία.

Πω ρε με αυτή τη κρίση. Δεν θα καταφέρω να κρατήσω το σπίτι μου με τέτοιο τριπούτς επάγγελμα.

Jeanne Tripplehorn, έχει καυλώσει περισσότερα από τρία πουτς (από Vrastaman, 02/01/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία