Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Αυτός που του αρέσει να κεντάει άλλους από πίσω. Αντίστροφο του πισωγλέντης.
Οι περισσότεροι μόδιστροι είναι πισωγλέντηδες. Οι γαμιάδες τους όμως προφανώς είναι πισωκέντηδες.
Ο ενεργητικός ομοφυλόφιλος. Αυτός που του αρέσει να κεντάει άλλους από πίσω. Αντίστροφο του πισωγλέντης.
Οι περισσότεροι μόδιστροι είναι πισωγλέντηδες. Οι γαμιάδες τους όμως προφανώς είναι πισωκέντηδες.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Sexy θηλυκό που προκαλεί σεισμό στο πέρασμά του.
- Πήγα με μια σεισμομούνα όλα τα λεφτά. Μου τον πήρε λαμπάδα και μου τον επέστρεψε καμένο φιτίλι!
Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αυτός που τα σπάει σε όλους δημοσιεύοντας συνέχεια απαντήσεις σε κάποιο forum, ή στέλνοντας email, χωρίς τα οποία όλοι θα μπορούσαν να ζήσουν το ίδιο καλά, αν όχι καλύτερα.
Προκύπτει από το σπαμ (spam) + σπασαρχίδας.
- Απάντα του ρε!
- Δε μπαίνω καν στο τριπάκι ν' απαντήσω στο σπαμαρχίδα! Θα με πρήξει στα PM μετά...
βλ. και σπαμστικός, Spamστικός, σπαμεράς
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Οικιακή βοηθός που βρίσκει την ευκαιρία και την πουλεύει με όλα τα τιμαλφή του σπιτιού.
-Είχα χρυσή μου μια γυναίκα για το σπίτι, αλλά εκείνη πήρε τ' ασημικά και τον πούλο και ακόμα τρέχει. Παραπουλεύτρα, κανονικά.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο άντρας που έλκεται ερωτικά από την πεθερά του.
-Την είδες τη μάνα της Τασίας; Πεθεραστής θα γίνει ο Κώστας.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
... Από το «ρουφάω» και «κλάνω» -...ευνόητα τα περαιτέρω.
... Αναφέρεται, τόσο ΚΥΡΙΟΛΕΚΤΙΚΑ (στους αρεσκόμενους στην συγκεκριμένη πράξη) όσο και -κυρίως- μεταφορικώς με απαξιωτική έννοια...
Ωχ... καημένε, αυτή τη ρουφοκλάνα βρήκες και τη βλέπεις και σα γκόμενα;
Καλά... Τι περιμένεις από αυτόν τον ρουφοκλάνη... Τάξε του θέση, και δεν θα 'χει κανένα πρόβλημα...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Το πουλάω μούρη στα γαλλικά... Το ποζερίζειν.
-Κοίτα το μαλάκα. Όλο πουλ μουρ είναι, κι αν τον ρωτήσεις δεν ξέρει τίποτα...
Βλ. και πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο άντρας που συνοδεύει πολλές γυναίκες σε έξοδο.
- Πωωωωω ρε φίλε... Με πόσες γκόμενες είναι ο τύπος;
- Άσε μάγκα... Μουνοβοσκός ο τυπάς...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Το ποτήρι που αφήνουμε δίπλα στο νεροχύτη για να πίνουμε νερό ώστε να μη βγάζουμε καθαρό από το ντουλάπι κάθε φορά. Να σημειωθεί ότι η λέξη δεν έχει πληθυντικό. Αν είναι πάνω από ένα, τότε λέγονται σκέτο «άπλυτα ποτήρια».
- Πήρα από το ψυγείο την κανάτα με μπουζάτο νερό και γέμισα το απλυτήρι μέχρι πάνω.
Πηγή: Πλαθολόγιο, εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αυτός που περπατάει λες και έχει καταπιεί κρεμάστρα.
Ο πολύ γυμνασμένος (ή φουσκωμένος - γνωστός και ως τρόμπας ή πρησμένος), ο οποίος δεν παραλείπει σε κάθε ευκαιρία να επιδεικνύει τους μυς του (κυρίως σε γυναίκες).
Σχετικά: Κ.Δ.Ο.Α., κορμαρίων, μποντέος / μπονταίος, μποντιμπιλντεράς, ντούκι, σβάρτσος, σφίχτης, τίγκας, τίγκατρον, τρίπατος, φουσκωτός, χτιστός.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!