Ο ειδικός χορός με μικρά, χοροπηδητά βηματάκια, παρόμοιος με ορισμένους ποντιακούς, που κάνει κανείς σε αμμώδη παραλία από τις 12 έως τις 17.00, όταν, βγαίνοντας από τη θάλασσα, έχει να περπατήσει απόσταση μεγαλύτερη απ' όση αντέχουν οι πατούσες του μέχρι να φτάσει στην πολυπόθητη πετσέτα του. Θερμοκρασία άμμου: άνω των 45° C.

Άρχισε Λίτσα την αμμούμπα γιατί θα βγάλω φουσκάλες μέχρι να φτάσουμε στην πετσέτα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τύπος τουρίστα -συνήθως από βορειοευρωπαϊκή χώρα- που φοράει κατακαλόκαιρο πέδιλα με κάλτσες, παρουσιάζοντας αντιαισθητικό θέαμα για τα δεδομένα του καλοκαιριού της Ελλάδας και ο οποίος δεν έχει ιδέα ότι συνιστά αισθητική παραφωνία.

Συνώνυμα: καλτσοπεδιλούχος.

-Πέρασαν δύο καλτσοπέδιλοι τουρισταράδες.
-Καλά, ούτε ζεσταίνονται, ούτε τους νοιάζει το θέαμα που παρουσιάζουν...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μετά την κλιματική αλλαγή οι εποχές στην Ελλάδα έγιναν δυο:

Σεπτέμβρης - Φλεβάρης: καλοκαίρι
Μάρτης - Αύγουστος: καλυτεροκαίρι

Κάποιο καλυτεροκαίρι... τυχερό αστέρι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα διάφορα καμουφλάζ που κάνεις για να βγεις στην πλαζ χωρίς να φανεί πόσο χοντρός είσαι, όπως τεράστια πουκάμισα που κρύβουν τη μπάκα, παρεό κτλ.

Ντάξει να πάμε στην παραλία, αλλά να ετοιμάσω το καμουπλάζ μου πρώτα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το δεύτερο μαξιλάρι-ρεζέρβα που συνήθως χρησιμοποιείται για να μπαίνει ανάμεσα στα σκέλια κατά τη διάρκεια του βαθέως ύπνου (στάδια 3 & 4) προς αποφυγήν εφίδρωσης των γλουτών, κυρίως κατά τους θερινούς μήνες στις μεσογειακές χώρες.

Η ονομασία προέρχεται από την -κατά περίπτωση συχνή ή λιγότερο συχνή- συνήθεια του χρήστη να πέρδεται ακουσίως κατά τη διάρκεια του ύπνου, με συνέπεια το εν λόγω μαξιλάρι να γίνεται δέκτης δύσοσμων αερίων.

Σαν αξεσουάρ είναι λίαν βοηθητικό και πρακτικό, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες, που (1) μπερδεύεται με το κανονικό μαξιλάρι του χρήστη και (2) ο κοιμώμενος χρησιμοποιεί ως τέτοιο το μαξιλάρι της/του συγκοιμώμενης /-νου γκόμενας / συζύγου, κτλ.

Άσε φίλε, μπέρδεψα χθες το μαξιλάρι μου με το κλανομαξίλαρο και το πρωί έζεχνα κλανίλα!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το Κουνουπακιστάν είναι η μακρινή πατρίδα του κουνου-κουνουπιού που αγάπησε (και αγαπήθηκε, αλλά με την καλή έννοια, από) το κοριτσάκι Μυρτώ στο παιδικό βιβλίο του Ευγένιου Τριβιζά Η Μυρτώ και το Κουνουπάκι.

Σλανγκιστί, κουνουπακιστάν αποκαλείται κάθε καλοκαιρινός παραθαλάσσιος προορισμός όπου με την δύση του ηλίου εφορμούν μιλιούνια τα πεινασμένα μεταλλαγμένα κουνούπια και σου πίνουν μπαμπέσικα το αίμα. Συνήθως οι διαφημιστικές μπροσούρες και οι ιστιοσελίδες των εν λόγω θέρετρων αποκρύπτουν στο φαινόμενο.

Κουνουπακιστάν επίσης αποκαλείται το Πακιστάν μετά από τις συνέπειες του εγκέλαδου σύμφωνα με τον Gatzman στα σχόλια του λήμματος Αυνανιστάν.

Σλανγκασίστ: Ε. Τριβιζάς, Gatzman και Vrastagirl (η κόρη μου) που σλανγκοποίησε τον λήμμα όταν είχα την φαεινή ιδέα να επισκεφτούμε την Σκαφιδιά Ηλείας.

Το κουνουπάκι άρχισε να ντρέπεται και ζουζούνισε με συντριβή: ΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖΖ...
Δε σε τσίμπησα πολύ
αλλά λίγο, πολύ λίγο,
ήταν σχεδόν φιλί.
Αν όμως θες να φύγω
Αν θες, λέω αν,
Θα φύγω και θα πάω
Στο Κουνουπακιστάν!
(Η Μυρτώ και το Κουνουπάκι, Ε. Τριβιζά)

- Ρε μπαμπά στο κουνουπακιστάν βρήκες να μας φέρεις καλοκαιριάτικα;;; (Vrastagirl)

Η Μυρτώ και του Κουνουπάκι (από Vrastaman, 22/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο λεκές από κουνούπι ή σκνίπα συνήθως τους καλοκαιρινούς μήνες.

Ο Αγησίλαος είχε γεμίσει τους τοίχους κουνουπέδες μέσα στο δωμάτιο που κοιμόταν. Λογικό, τον είχα καταφάει τα άτιμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο τύπος που πάει για μπάνιο στη Βάρκιζα με πλήρη στολή δύτη, μαχαίρι στο πόδι και ψαροντούφεκο για φαλαινοκαρχαρίες (γιατί ως γνωστόν, στη Βάρκιζα, οι φαλαινοκαρχαρίες έρχονται μέχρι έξω και τους πετάνε παπάρες οι θαμώνες των παραλιακών ρεστωράν).
Επίσης φοράει σούπερ επαγγελματικό ρολόι καταδύσεων που αντέχει μέχρι 800 μέτρα βάθος, 35 ατμόσφαιρες πίεση, 5 εκρήξεις υποθαλάσσιων ηφαιστείων και 2 τρακαρίσματα με πυρηνικό υποβρύχιο, ενώ διαθέτει και φακό για την άβυσσο, ανοιχτήρι για στρείδια, πυροφάνι για καλαμάρια, κλουβί για τα σκυλόψαρα, μπιμπερό για ορφανά φαλαινάκια και πατώντας ένα κουμπί φωσφορίζει η φωτογραφία του Κουστώ.

Γεια σου Χρήστο λουοδύτη που πλατσουρίζεις στα ρηχά σαν φώκια!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η παραλία μετά μπιτς-μπαρ.

Αρχικά ο όρος είχε θετική αύρα αλλά με τον καιρό, θες γιατί παράγιναν τα μπιτς μπαρ, θες γιατί γερνάμε, τώρα νοείται η παραλία που σου σπανε τα κροκάδια με τα ντάπα-ντούπα.

- Πάμε Φούρκα;
- Να πάτε, εγώ μπαραλία δεν γουστάρω, θα την κάνω για Δεύτερο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο γυμνασμένος, συνήθως αντιπαθής άνδρας που αρέσκεται να επιδυκνείει τα μούσκουλά του σε νεαρές κορασίδες στις παραλίες το καλοκαίρι.

Η λέξη προέρχεται απο τις δημοφιλείς ρακέτες, κατεξοχήν σπορ των ατόμων αυτών στην παραλία.

Τσέκαρε πώς κορδώνεται ο μπρατσορακέτας για να τον δει η γκόμενα!

Βλ. και σφίχτερμαν, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία