Περασμένη ώρα, όταν έχει πάει αργά.

- Λοιπόν τι ώρα δείχνει τον αγώνα αύριο;
- Δεν θυμάμαι ακριβώς. Κατά τις αργάμιση πάντως, και θα τον χάσω γιατί μεθαύριο πρέπει να ξυπνήσω πολύ νωρίς να μαζέψω χόρτα.

βλ. και σλανγκιές διαφημιστών

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αγγλιστί: half past late.

Τουρίστας: - When will our flight leave?
- Half past late...

βλ. και σλανγκιές διαφημιστών

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ημερομηνία διεκπεραίωσης συγκεκριμένης υποχρέωσης σε παρελθοντικό μέλλοντα. Πρόκειται για «ληγμένη προθεσμία» οπότε το συναίσθημα που την διέπει είναι, αναπόφευκτα, δυσφορία για την αδυναμία εκπλήρωσής της.

Πάει η προχθεσμία για τη δόση του αυτοκινήτου... δύο μέρες... Με βλέπω από αύριο στο περπάτημα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία