Οι περισσότεροι το θεωρούν αρρώστια... Άλλοι πάλι το αντιμετωπίζουν ως κάτι απολύτως φυσιολογικό. Μου ζητήθηκε να γράψω τον ορισμό αυτού του λήμματος, γιατί εγώ έγειρα τον ασισματισμό στο σλανγκ τζηαρ.

Μα τι είναι αυτό το πράγμα τέλος πάντων;

Όλοι ξέρουμε ότι, στο τέλος των λέξεων το -σ γίνεται -ς. Όχι πάντα...
Οι «πάσχοντες» δε χρησιμοποιούν για λόγους συντομίας το αγαπημένο σίγμα στο γραπτό λόγο στον υπολογιστή και στη θέση του βάζουν το -σ (π.χ. μαλάκασ).

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι, τα κείμενα απο τους αστιγματιστές είναι δυσανάγνωστα και πρέπει να καταπολεμηθεί αυτή η αρρώστια με οποιοδήποτε τρόπο. Από την άλλη, οι αστιγματιστές δηλώνουν ότι, δεν είναι άρρωστοι και ότι, δεν πρέπει να δίνεται τόση σημασία σε αυτό, αλλά στο περιεχόμενο του λόγου.

Όσο εξελίσσεται η τεχνολογία, εξελίσσεται και ο ασιγματισμός. Το σίγμα που, όπως όλοι ξέρουμε, συντελεί στη δημιουργία των διπλών συμφώνων και κυρίως του ψ και του ξ, τείνει να τα καταργήσει και να τα κάνει πσ και κσ.

****Δεν πρέπει να μπερδεύεται με τους τριχοφοβικούς****

ΟΛΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΓΙΑ ΣΥΝΤΟΜΙΑ

- Καταργήθηκε το τελικό σίγμα;;;
- Ναι, θεωρηθηκε ότι παίρνει τη δουλειά του κανονικού σίγμα, το οποίο κατέθεσε ασφαλιστικά μετρα, τα κέρδισε και πήρε προσωρινή διαταγή, οπότε το τελικό πήρε τον πούλο... Δράμα σου λέω... Απλά μέχρι στιγμής το ξέρουνε λίγοι, οπότε μην το κανεις θεμα. ;)

(ντόπιο)

(όλα τα σχόλια μου κάπου θα έχουν παραδείγματα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η συνάντηση, η μάζωξη. Εμπαικτική μεταφορά της αγγλικής λέξης meeting, κυρίως όταν αυτή εκφράζει τις επαγγελματικές συναθροίσεις μεγαλοστελεχών ή και πιο παρακατιανών γιάπηδων. Αντί να γραφεί «μίτινγκ» ή «μήτινγκ», γράφεται με -υ- ώστε να παραπέμεπει στη λέξη μύτη. Προφέρεται δε και αναλόγως, όπως δηλαδή λένε οι γερμανοί το y ή οι γάλλοι το u.

Αν και δεν έχει καμία θέση η μύτη στον εμπαιγμό ή στο πραγματικό μήτινγκ, εντούτοις προσδίδει κάτι το γελοίο στη λέξη, γιατί φέρνει στο νου λέξεις όπως ψηλομύτης, («ψηλομύτινγκ» θα μπορούσε να είναι το μήτινγκ υψηλοβάθμων στελεχών), «σκάω μύτη» (εμφανίζομαι απροειδοποίητα σε μήτινγκ), ή θυμίζει τη μύτη του Πινόκιο που έλεγε ψέματα, έτσι ακριβώς όπως κάνουν όλοι οι συνδαιτημόνες αυτών των συναντήσεων.

Στη σλανγκ μύτινγκ είναι κάποιο «δήθεν» μήτινγκ, είτε ψεύτικο (δικαιολογία για την απουσία μας ή για το κλειστό κινητό μας) ή απλώς η συνάντηση μιας παρέας για χαβαλέ.

  1. - Γιατί άργησες αγάπη μου σήμερα και ήρθα σπίτι και δεν ήταν κανείς, τα φώτα σβηστά και φαγητό ούτε για δείγμα; Και σε έπαιρνα τηλέφωνο και δεν το σήκωνες;
    - Μωρέ είχαμε μύτινγκ στη δουλειά και δεν μπορούσα να φύγω ούτε να έχω ανοιχτό το κινητό.

  2. Ρε παίδες, να κανονίσουμε ένα μύτινγκ επί τέλους, χρόνια και ζαμάνια έχουμε να βρεθούμε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία