τζαμπουί, τσαμπουί

Δωρεάν, τζάμπα, χωρίς αντίτιμο.
Προέρχεται από το τουρκικό caba που σημαίνει ακριβώς το ίδιο. Με την προσθήκη διαφόρων καταλήξεων, προκύπτουν τα συνώνυμα τζαμπέ, τσαμπέ, τζαμπαντάν, τζαμπέισον, τζαμπουίτα.

Κατά το μπαγκουί, ντουί, τουί.

Σημείωση: Στη Β. Ελλάδα λέγεται πάντα τζάμπα και ποτέ τσάμπα.

  1. Άρα αν το Κράτος δώσει πραγματικά λεφτά θα πρέπει να πάρει κοινές μετοχές· τελεία και παύλα. Δημόσιο χρήμα τζαμπουί τέλος.(εδώ)

  2. στα παπαριας, τζαμπα είναι. Εγω πχ ημανε πριν στη γαύδο. Υπέροχα. και τσαμπουι (εδώ)

  3. από το Νουβελ θα πεις, θα σου τσεκαρουν και τα λαδγια τσαμπουΐ (εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τουλάχιστον. Προσδίδει γελοιότητα στο λόγο. Θεωρείται ίδιας συνομοταξίας με το «λουκλάνικο», το οποίο δράττομαι της ευκαιρίας να καταδικάσω ως κακόγουστη λέξη.

- Ψήνεσαι να βγούμε να πιούμε την ποτάρα μας;
- Άσε ρε, βαριέμαι. Πού να βγαίνουμε τώρα...
- Έλα μωρέ. Να πιούμε ένα ποτάκι τουλάστιχον...

Δες και Tούλα, χύσ' το! και αρκούδως.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία