Τουριστικό νησί (ελληνικό ή μη) με χάλια τουρίστες.
- Το κέρατό μου μέσα, πού μ' έφερες εδώ με τους τελειωμένους; Βλαχονησίδα το μέρος, κανονικά.
Τουριστικό νησί (ελληνικό ή μη) με χάλια τουρίστες.
- Το κέρατό μου μέσα, πού μ' έφερες εδώ με τους τελειωμένους; Βλαχονησίδα το μέρος, κανονικά.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
(ουσ. ουδ.): Ο καφές που σερβίρεται σε σταθμούς ΚΤΕΛ, καράβια κ.λπ.
- Άσε ρε φίλε που θα πιω το ρόφτυμα. Πιάσε μια χάινεκεν μέχρι να 'ρθει το Κτεου.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
(Oυσ. ουδ.): Παλιρροϊκό κύμα που σε χτυπάει αν βρεθείς κατά λάθος σε παραλία gay γυμνιστών στη Μύκονο!
- Μπάμπη πάμε να φύγουμε από δω, θα μας σηκώσει το τσουτσουνάμι.
%
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Αβυσσαλέο ντεκολτέ φερόμενο προκλητικότατα από αντίστοιχα προικισμένη γυναίκα. Γνωστό και ως χαράδρα. Προκαλεί συμπτώματα ιλίγγου παραπλήσια μέθης.
- Παραλίγο να πέσω στο βυζολάκκο.
- Κώστα πρόσεχε τη χαράδρα!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το ευρώ (ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα), όπως συνηθίζει να το αποκαλεί η «κυρία» Ανίτα Πάνια.
- Το τέσσερο Ανιτούλα μου.
- 150 ζεστά ευρώπουλα κυρία μου!
- Ανίτα μου!
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το πουλάω μούρη στα γαλλικά... Το ποζερίζειν.
-Κοίτα το μαλάκα. Όλο πουλ μουρ είναι, κι αν τον ρωτήσεις δεν ξέρει τίποτα...
Βλ. και πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ιδιότητα που χαρακτηρίζει καθυστερημένο, ηλίθιο άτομο. Από τον Κατέλη.
Με τον κατελισμό που τον διακρίνει, πως να μην τα σκατώσει ο βλάκας...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ο άντρας που συνοδεύει πολλές γυναίκες σε έξοδο.
- Πωωωωω ρε φίλε... Με πόσες γκόμενες είναι ο τύπος;
- Άσε μάγκα... Μουνοβοσκός ο τυπάς...
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία
Αυτός που περπατάει λες και έχει καταπιεί κρεμάστρα.
Ο πολύ γυμνασμένος (ή φουσκωμένος - γνωστός και ως τρόμπας ή πρησμένος), ο οποίος δεν παραλείπει σε κάθε ευκαιρία να επιδεικνύει τους μυς του (κυρίως σε γυναίκες).
Σχετικά: Κ.Δ.Ο.Α., κορμαρίων, μποντέος / μπονταίος, μποντιμπιλντεράς, ντούκι, σβάρτσος, σφίχτης, τίγκας, τίγκατρον, τρίπατος, φουσκωτός, χτιστός.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Τακτικό κάπνισμα μπάφου με σκοπό την επίτευξη νέου ρεκόρ μπάφων που πίνονται σε μία σεζόν.
Πάμε για μπάφκετ;
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!