αλέκτωρ, αλέκτορας

Έτσι αποκαλείται με περιφρονητική διάθεση ο λέκτορας, δηλαδή κάποιος που έχει καταλάβει την πρώτη από τις 4 βαθμίδες (ονομαστικά λέκτορας, επίκουρος, αναπληρωτής καθηγητής και καθηγητής) του διδακτικού επιστημονικού προσωπικού (Δ.Ε.Π.) μιας πανεπιστημιακής έδρας.

Επίσης, το λήμμα αποδίδεται έναντι του ορθού όρου λόγω άγνοιας και όχι διάθεσης υποτίμησης, από κυρα-περμαθούλες του μεσο-δημοτικού (παρ. 2).

Ο λέκτορας μπορεί ωστόσο να μιμείται τις ιδιότητες του συνονόματου του αλέκτορα (κόκκορα) όταν είναι εξίσου υπερφίαλος και μπήχτης.

Ο επίκουρος επίσης αποκαλείται στοργικά και «επικουράδας», ενώ η συντομογραφία «Καθ.» του καθηγητή, δέον να μη δημιουργεί συνειρμούς με την έδρα όπου καθόμαστε κατά τη διάρκεια της αφόδευσης (καθίκι).

Τέλος, το Δ.Ε.Π., να μη συγχέεται με τη «διάχυτη ενδαγγειακή πήξη», έναν καταρράκτη αντιδράσεων που οδηγεί σε εκτεταμένη πήξη του αίματος, αν και τα δύο μπορούν ν΄αποβούν εξίσου θανατηφόρα.

  1. - Καλά, τί σου είναι άνθρωπος! Από τότε που έγινε αλέκτορας, την έχει δει κάπως τώρα και δεν μιλιέται, ο Δημητράκης. - Φταις που δεν τον γάμησες μικρό να σε λέει θείο.

  2. - Σπουδαίος γιατρός σου λέω, Νίτσα μου. Αλέκτωρ πανεπιστημίου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία