Επιπλέον ετικέτες

Μία άλλη εκδοχή του πασίγνωστου ακρωνυμίου σε όλο το μοδιστρόκοσμο είναι: «124 Πούστηδες Βασανίζουν Εσένα».

Ουδέν

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το κομάντο είναι ο στρατιώτης ο οποίος είναι εκπαιδευμένος στην εκτέλεση ειδικών και συνήθως επικίνδυνων αποστολών (αιφνιδιασμούς, δολιοφθορές, ανατινάξεις, κτλ). Η λέξη παραπέμπει σε δυναμισμό, ντουρασελάτη αντοχή, τεχνική, κλπ.

Η λέξη πτωμάντο προκύπτει με παράφραση της λέξης κομάντο, γεννήθηκε στα στρατά, χρησιμοποιείται ευρύτερα και αναφέρεται σε κομάντο με σπεκς πτώματος. Αναφέρεται δηλαδή σε κομάντο για κλάματα.

Αναλυτικότερα, μιλάμε για:

  • Άτομο που το παίζει δραστήριος, δυναμικός, ανθεκτικός και στην πράξη αποδεικνύεται κότα λιράτη (βλ. παρ. 1). Πολλές φορές μπορεί να βγάζουμε κι απωθημένα χαρακτηρίζοντας έτσι κάποιον (βλ. παρ. 2).
  • Άτομο που έχει τα παραπάνω χαρακτηριστικά, αλλά συγκυριακά είναι σε φάση αποσύνθεσης (μπαγιάτικο μύδι από την κούραση, καταρρακωμένος ψυχολογικά, καταβεβλημένος από αρρώστια, έτοιμος για απογείωση, κλπ). Βλ. παρ. 3, 4.
  • Μούχλας, τεμπέλης, άτομο που μέχρι να κουνήσει το ένα πόδι βρωμάει το άλλο (βλ. παρ. 5).

Βλ. και λήμμα κομάντο.

  1. Στον στρατό, ο λοχίας παρατηρεί τον τρόπο που εκτελεί τις κάμψεις ένας φαντάρος (Καλούδης) που το παίζει κομάντο.
    - Έτσι είναι τα κομάντα ρε Καλούδη; - Γιατί;
    - Έχεις ξεσκιστείς στο αερογάμ και αγκομαχάς με 5 κάμψεις. Δεν είσαι κομάντο ρε... πτωμάντο είσαι.

  2. Στον στρατό, σε πορεία νεοσύλλεκτων πεζικάριων που φέρουν πλήρη φόρτο, ένας κομπλεξικός λοχαγός τους βγάζει την πίστη υποχρεώνοντάς τους να ταχύνουν υπερβολικά το βήμα.
    - Άντε ρε παλιοκηδείες, πιο γρήγορα ρε παλιοντακότες. Χωρίς να κόψετε ρυθμό αρχίστε να φωνάζετε: Στην μπάντα, στην μπάντα περνάνε τα πτωμάντα. Δε χαλαρώνουμε λέω...

  3. - Άσε, εδώ και πολύ καιρό μου 'χει φύγει η μαγκιά στη δουλειά. Εγώ που δεν κώλωνα σε τίποτα, έχω καταντήσει πτωμάντο του ελέους.

  4. - Άσ΄τα... Χθες τράβηξα μεγάλο λούκι ως νεροκομάντο και σήμερα είμαι πτωμάντο απ' την κούραση.

  5. Στο δημόσιο, ένας εργατικός πλησιάζει έναν τεμπελχανά φίλο του.
    - Ά ρε Κώστα, αν μ' αρέσει κάτι σε σένα είναι η σταθερή απόδοσή σου. Απ' το πρωί ως το βράδυ... είσαι το απόλυτο πτωμάντο, χα χα χα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για την προσαρμογή του γνωστού ρητού «από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια» στα μέτρα και τα σταθμά του Ε.Σ. Ο «μικρός» του ρητού αντικαθίσταται εδώ από τον «λελέ» (=παλιός) του στρατού, ενώ η λέξη «τρελελέ» διατηρεί εδώ την έννοια του τρελού.

Η φράση υποδηλώνει ότι μόνο από κάποιον που είναι παλιός ή τρελός (αν ήταν τρελός προτού μπει στο στρατό ή έγινε αφ' ότου μπήκε δεν έχει ιδιαίτερη σημασία), μπορείς να μάθεις τι πραγματικά συμβαίνει στον Ε.Σ.

Το ρητό αυτό, όμως, επιβεβαιώνεται ως επί το πλείστον κατά το ήμισυ: ο τρελός μπορεί να σου πει την αλήθεια, ο παλιός θα σου πει πάντα την δική του αλήθεια.

- Μήτσο, τι λέει ρε μαλάκα; Μεθαύριο παρουσιάζεσαι;
- Άσε με ρε και έχω κλάσει πάνω μου... μίλαγα χθες στο τηλέφωνο με τον Κωστή που μπήκε με την προηγούμενη σειρά και μου 'λεγε κάτι σκηνικά...
- Ώπα! Μαγκεψάμεν ο Κωστάκης και δίνει συμβουλές; Το νεούδι; Αγόρι μου... Μην φοβάσαι και εγώ είμαι εδώ. Από λελέ και τρελελέ μαθαίνεις την αλήθεια... Εγώ θα στα εξηγήσω όλα... 27 και σήμερα ρε ο δικός σου... Όταν παρουσιάστηκα εγώ αντί για όπλα μας δίναν πέτρες και ρόπαλα...
- Ρόπαλα; Αλήθεια;
- Χμμμ... κάτσε να τα πάρουμε από την αρχή...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μπισκότο στην Καλιαρντή σήμαινε τον χουντικό, απλό υποστηρικτή του δικτάτορα ή/και χαφιέ. Η σημασία προέκυψε συνειρμικά από τα μπισκότα Παπαδοπούλου.

Η λέξη πριν το ’67 ήταν μπισκοτότεκνο και σήμαινε τον αξιαγάμητο στρατιώτη, το λόμπα. Ο στρατός γενικότερα ελεγχόταν από επίδοξους χουνταίους. Όταν μας έκατσε λοιπόν ο φλεγόμενος φοίνικας, η λέξη μπισκότο αυτονομήθηκε για να καλύψει τις ανάγκες των ομοφυλόφιλων, πολλοί απ’ τους οποίους φύσει και θέσει ήταν αντικαθεστωτικοί. Με τη μεταπολίτευση και κυρίως μετά το ’81 η λέξη περιέπεσε σε αχρησία. Στο μεταξύ οι ομοφυλόφιλοι οργανώθηκαν (ΑΚΟΑ) και το ’78 κυκλοφόρησαν ένα από τα πιο προχώ περιοδικά (ΑΜΦΙ), που έφεραν τους ομοφυλόφιλους κοντά στο ενεργό και ανήσυχο φοιτητικό (και όχι μόνο) κίνημα της αμφισβήτησης. Κατηγορήθηκαν για ελιτισμό-Βελτσισμό από αντίπαλη ομάδα, με το περιοδικό Κράξιμο και το ’88 το ΑΜΦΙ σταμάτησε να κυκλοφορεί. Κι οι χαφιέδες έπιασαν αλλού δουλειά.

Σχετικό γλωσσάρι:

κατσικέ: ο αριστερός
ναψιάρης: το καρφί, ο καταδότης, ο κουτσομπόλης, ο σπιούνος (ίσως εκ του αναψιάρης
προβατέ: ο δεξιός
τζασροβεσπάκης: ο φασίστας

Δε γνωρίζω αν οι νεότεροι ομοφυλόφιλοι επινόησαν ξανά τη λέξη μπισκότο (ως κολομπαράς) από τα El bisko (o Xότζας ίσως μας διαφωτίσει).

Βλ. επίσης μπισκότο, τα cookies στον κομπιούτορα.

Πηγή: Πετρόπουλος και πρωτογενής έρευνα.

H Πάολα και ο Μητσάρας σε αφισοκόλληση κάπου το ’80, μεσάνυχτα, ο Μητσάρας κολλάει κι Πάολα κάνει τον τσιλιαδόρο σιγομουρμουρίζοντας το εξής:

“Πω-πω-πω μια ευκαιρία
Ψηφίστε Μανολία
Να’ χει ο δρόμος δυο τζουρά (ουρητήρια-ψωνιστήρια)
Και όχι υπουργεία,
Να πηγαίνουν οι αδερφές
Να δικέλουν σερμελιές (να κόβουν μπαργαλάτσους)
Και ν’ αβέλουν τις μπαρές” (να διαλέγουν τους χοντρούς)
(Πετρόπουλος)

Μητσάρας: “Σιγά ρε, κι οι τοίχοι έχουν αφτιά”.
Πάολα: “Παντού μπισκότα...”
Και μετά από λίγο η Πάολα λέει βραχνά: “Τζάσε Μητσάρα, μπισκότο, μπισκότοοο!”

αυτό λες μάλλον... (από BuBis, 30/09/09)Ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται! (από Khan, 03/10/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατά μαργαριτάρι του στρατού, ο «εφοδεύων», που ελέγχει τον σκοπό αν κάνει καλά την σκοπιά του, ειπώθηκε «αφοδεύων», δηλαδή «χέζων» στα καθαρευουσιάνικα. Από το αρχικό μαργαριτάρι του άγνωστου στρατιώτη, η έκφραση έχει εξελιχθεί γενικά σε σλανγκιά για τον εφοδεύοντα.

Ασίστ: allivegp, HODJAS

- Αλτ! Τις ει;
- Αφοδεύων!
- Ε, χέσε μας τότε!

(Κόπιράιτ: Χότζας).

Δήθεν ανέκδοτο:
Ο Σάκης όντας καινούριος στο στρατό παρατηρεί κάτι πολύ παράξενο κάθε βράδυ που κάνει την σκοπιά του.Είναι ένας αξιωματικός ο οποίος γυρνάει από σκοπιά σε σκοπιά και χέζει και μετά βάζει και μια υπογραφή στο τετράδιο της σκοπιάς.
«Ρε συ»,ρωτάει τον Τάκη που είναι παλιός και θα ξέρει κάτι παραπάνω,«τι είναι αυτός ο τύπος που ξεκωλώνεται στο χέσιμο κάθε βράδυ στις σκοπιές;»
«Τη δουλειά του κάνει και μάλιστα πολύ ευσυνείδητα.»
«Ποια δουλειά ρε με δουλεύεις;«
«Είναι αφοδεύων.»

Βλ. και περνάω περιοδεύον

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Καλλιόπη = 9η μούσα (κυρ)
Καλλιόπη = ο απόπατος (μετ)

Κατά τον Ησίοδο, η Καλλιόπη ήταν η μεγαλύτερη και η ευγενέστερη των 9 μουσών, προστάτις της επικής ποίησης και της Ρητορικής.

Σήμερα είθισται να λέμε Καλλιόπη την τουαλέτα. Η συνήθεια έρχεται από τότε που η πλατεία Ομονοίας στολιζόταν από τα αγάλματα των μουσών. Η τουαλέτα στην πλατεία Ομονοίας ήταν πίσω από την Καλλιόπη, εξού και όποιος ρώταγε πού ήταν η τουαλέτα τον στέλναν στην Καλλιόπη.

Η μεταφορά, για αδιευκρίνιστους λόγους, είθισται να συναντάται σε στρατόπεδα.

Πώπω ρε φίλε, δεν ξέρω τι να προτιμήσω, το πλοίο της αγάπης ή την Καλλιόπη;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λεξιπλασία που προκύπτει από το ελληνικό ρήμα «έρπω» και την απαρεμφατική κατάληξη («γερούνδιο») της αγγλικής «-ing».

Υποδηλώνει το mode κίνησης «ένα-με-το-χώμα», όπου το υποκείμενο προχωρά μπρούμυτα έχοντας πλήρη επαφή με το έδαφος.

Συναντάται κατά κόρον στον ένδοξο Ε.Σ.

- Ε, εσείς οι τέσσερεις, φέρτε μου ένα Μάλμπουρο από το Κ.Ψ.Μ. Και που 'στε, να το κρατάτε από μια γωνία ο καθένας να μη σας πέσει.. Τι; Εννοείται με έρπινγκ!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Ναυτικό): Κατ' ευφημισμόν η μετάθεση στο Ναύσταθμο Κρήτης στη Σούδα. Εκ του αλήστου μνήμης μπάρ plus (+) soda στην Αθήνα.

- Άσε, με στείλανε πλας Σούδα. Πηξ λα μουν και δυο χορεύουν.
- Ντάξει 15-15 θα παίζεις τί γκρινιάζεις; Τί να πώ κι εγώ, που είμαι Σαλαμύκονο κι έχω κολλήσει στη 1-1 καραβίσια και δε με βλέπει το σπίτι μου;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το λέμε όταν καμαρώνουμε για κατόρθωμα. Προέρχεται από στρατιωτικό τραγούδι, όπου λέγεται ρυθμικά. Και μάλιστα αντιφωνικά, οι μεν το «Έλα μά-να να με δεις» και οι δεν το «τώρα πού 'μαι λο-κατζής».

Έλα μάνα να με δεις, τώρα πού 'μαι σλανγκιστής.

(Το λέει καβουροσλανγκοσαυράκι στην μαμά του την «κυρία καβουρίνα»).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Το Γενικό Επιτελείο Στρατού- Γ.Ε.Σ. σλανγκίζεται γραφικώς ως YES, λόγω ενδοτισμού, επειδή υποτίθεται πως λέει πάντα yes (= ναι στα αγγλικά) στους Αμερικάνους.

Πηγή: Δόκτωρ και Ελευθεροτυπία.

Τι έγινε; Πάλι yes είπε το YES και έκανε τα προηγούμενα σχέδια με τους Ρώσους γαργάρα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία