Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Κατήγορία γυναικών που αν έπαιζε μπάλα θα 'ταν ο Τσιάρτας. Με λίγα λόγια ωραίες κοπέλες ιδιαίτερα κομψές και αέρινες με μια χάρη ένα κάτι που άμα θέλουν μπορούν, αλλά δε θέλουν...

Ασπαζόμενες όμως το δόγμα τσιάρτα (Έλα μωρέ ποιος τρέχει τώρα; άραξε, έχει και ίσκιο και άμα βγάλουμε 2-3 μπαλιές πέρασε η μέρα) καταλήγουν να γίνονται συχνά γκόμενες αστερίες και θεωρώντας ότι αφού είναι καλές γκόμενες το χρέος τους το 'καναν όποτε οι άντρες πρέπει να κάνουν όλοι τη δουλειά συμπεριλαμβανομένου του να καυλώνουν από μόνοι τους. Τέλος, συχνά είναι πιο βαρετές και από ούγγρο τροβαδούρο.

-Μαλάκα τι ωραία κοπελίτσα αυτή εκεί!!!
-Άσε την ξέρω... Τσιάρτας είναι... Άμα πας να τη μιλήσεις πάρε και ένα gameboy να περνάει και η ώρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κλασική ατάκα προπονητών, πραγματικών ή της κερκίδας. «Βλέπω γήπεδο» σημαίνει έχω καλή αντίληψη του χώρου σε ένα ομαδικό παιχνίδι. Δηλαδή, ξέρω ανά πάσα στιγμή πού είναι οι συμπαίκτες μου (γιατί δεν βλέπω μήπως σκουντουφλήσω με την μπάλα) και επίσης ξέρω σε ποιο σημείο και με τι δύναμη πρέπει να πασάρω, ώστε να μην ξελιγώσω τον συμπαίκτη προς τον οποίο πασάρω.

Χαρακτηριστικό κάποιου που βλέπει γήπεδο είναι η ικανότητά του να βγάζει τυφλές μπαλιές. Πάσες ή σέντρες, χωρίς να έχει άμεσα οπτική επαφή με τον συμπαίκτη. Και όχι κατά τύχη στα κουτουρού (όπως καμιά φορά συμβαίνει στον Βύντρα)! Να τις θέλει.

Η ικανότητα (να βλέπει γήπεδο) που έχει κάποιος παίκτης είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που ανήκουν στην αθλητική ιδιοφυΐα (για ομαδικά αθλήματα). Χαρακτηριστικά παραδείγματα παιχταράδων με τεράστια αντίληψη χώρου είναι (ή ήταν) ο Κρόιφ, ο Φραντσέσκο Τότι και προσφάτως ο Κακά (στη μούρη σου). Στην Ελλάδα ένας παίκτης που, εκτός όλων των άλλων χαρισμάτων του (πολλά κιλά μπάλα), έβλεπε και γήπεδο, ήταν ο Βάσια. Μετά από πέντε ή έξι τρίπλες, με κάτω το κεφάλι, έβγαζε συμπαίκτη τετ α τετ με το τέρμα, και το μόνο που είχε να κάνει (ο συμπαίκτης) ήταν να φυσήξει την μπάλα μέσα.

Τώρα, η έκφραση εκτός αθλητικής σλανγκ, χρησιμοποιείται και:

  • για να χαρακτηρίσει εργαζόμενους /-ες σε μπαρ. Δλδ ένας μπάρμαν γατόνι είναι αυτός που βλέπει γήπεδο, ξέρει πότε να πλησιάσει τον πελάτη, δεν αφήνει ποτέ τον πελάτη να περιμένει και πάντα βέβαια τσεκάρει με το κεφάλι ψιλά τι γίνεται γύρω από την μπάρα. Έχει δλδ τον έλεγχο.
  • για να χαρακτηρίσει γκόμενες και γκόμενους που παίζουν με τα μάτια.
  1. - Τι νέα παλικάρια;
    - Μια χαρά, εσύ;
    - Καλά. Γιατί δεν πίνετε τίποτα. Αφραγκιές, αφραγκιές;
    - Μπααααα. Μια ώρα είμαστε εδώ, αλλά ο καινούριος δεν λέει να μας δει. Φτιάχνει ένα κοκτέιλ και μετράει τα παγάκια.
    - Μιλάμε δεν βλέπει γήπεδο με τίποτα. - Αντιθέτως η γκόμενα απέναντι μοιράζει παιχνίδι...

  2. από ιστότοπους:

α. βυντρα δεν πρεπει ποτε να παιζει λιμπερο διοτι πρωτον δεν βλεπει γηπεδο, δευτερο ειναι ατσαλος και καντεμης και τριτον δεν εχει διαρκεια ...

β. ... Καλή κοψιά,τεχνηταράς ,με μάτι που βλέπει γήπεδο,δυνατό μακρυνό σουτ και μεγάλη μπαλλιά. Αλλά...

γ. ... Δεν βλέπει γήπεδο γι' αυτό και στα στατιστικά του δεν υπάρχει ενδιαφέρον στις ασίστ. Παρότι έχει μεγάλα άκρα και μεγάλο κορμί δεν είναι ...

(από electron, 31/08/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κοντόσωμος ποδοσφαιριστής με ευκινησία αλλά και αδυναμία στις σωματικές μονομαχίες.

Αγαπητός ορισμός παίκτης κατά τον Αλέφα, με πρώτη γνωστή αναφορά στον Τόγια της Προοδευτικής.

Πού να αντέξει τώρα ο Πάντος, το γατάκι, στον αράπη... Τον έκανε γιογιό.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από το χώρο του ποδοσφαίρου, σημαίνει το να ντριμπλάρω κάποιον, να τον κάνω χαζό. Ο όρος καθιερώθηκε από τον Νίκο Αλέφαντο. Πράγματι, δεν είναι σπάνιες οι φορές που έχουμε ακούσει τον εν λόγω προπονητή να περιγράφει εξαιρετικά ντριμπλαρίσματα με τις φράσεις «τον ζωγράφισε», ή «τους ζωγράφισε όλους», ή «τον εζωγράφισε» κλπ.

Παρ όλ' αυτά ο όρος χρησιμοποιείται και για το κατσάδιασμα, η το μπινελίκωμα. Λέμε, π.χ. «άσε τον φώναξε ο γενικός και τον ζωγράφισε». Ουσιαστικά, όμως, πρόκειται για την ίδια λειτουργία, καθώς και στις δυο περιπτώσεις έχουμε επιβολή της υπεροχής με μη προσχηματικό, αλλά μάλλον με κραυγαλέο τρόπο.

  1. - Πω, ρε μαλάκα. Είδες πώς τους πέρασε όλους;
    -Τους ζωγράφισε.

  2. - Τι σου είπε η Μαίρη; Τσαντισμένη την άκουσα.
    - Άσε, με ζωγράφισε και είχε και δίκιο. Είχαμε ραντεβού χθες και την έστησα.

Νίκος Αλέφαντος (από panos1962, 12/11/09)Ο Πελέ "ζωγραφίζει" (από panos1962, 12/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ιστορική φράση παρμένη από ιστορικό σύνθημα των 80ιζ μετά από ιστορικές μάχες του εν λόγω ιστορικού ποδοσφαιριστή με τελικό προορισμό την ιστορική κατάκτηση του πρωταθλήματος από την ΑΕΛ το 1988, ομάδα στην οποία ο ίδιος ήταν αρχηγός. Ο ποδοσφαιριστής υπήρξε μπαλαδότερος των μπαλαδοτέρων και χάρη στην υψηλή, αέρινη σχεδόν τεχνική του κατατάχθηκε ανάμεσα στους αγαπημένους της κερκίδας οι οποίοι τον έκαναν σύνθημα. Και κανονικά έπρεπε να λεχθεί πως «οι οπαδοί με καλλιτεχνικές φλέβες τον έκαναν σύνθημα», αλλά σιγά την πρωτότυπη ρίμα που εμπνεύστηκαν εδώ που τα λέμε.

Από τότε το εύληπτο αυτό σύνθημα ξεπέρασε τα στενά (πολύ στενά όπως με ενημερώνει ένας φίλος μου Βολιώτης) όρια των οπαδών της Λάρισας και έγινε σύνθημα στα στόματα όλων («ούλων» όπως μου θύμισε ένας φίλος Λαρισαίος ότι είπε ο Βολιώτης). Και φυσικά οι υπόλοιποι χρήστες της έκφρασης δεν την χρησιμοποιούσαν οπαδικά αλλά για χίλιες τρεις άλλες χρήσεις που τις αφήνω για τους μάστερς των λιστών.

Για να δώκω όμως ένα γενικό πλάνο χρησιμοποιείται μόνο όταν πρόκειται να ακολουθήσουν μεγάλες στιγμές για κάποιον/την ανθρωπότητα/μέρος της ανθρωπότητας:

  • Προ χεσίματος γιατί ο τύπος παραλίγο να σκάσει/ο τύπος είναι ιδιοφυΐα και θα ανακαλύψει φτηνές πηγές ενέργειας/ο τύπος έχει τρελάνει τους δίπλα του στο κλάσιμο.
  • Προ μεγάλης απόφασης που πρέπει να λάβει κάποιος γιατί δεν γίνεται να είναι συνέχεια καληνυχτάκιας/γιατί είναι ο πλανητάρχης και δεν δέχεται χυλόπιτες/γιατί έχει ζαλίσει τα αρχίδια στην παρέα του για την Κικίτσα που δεν-είναι-σαν-τα-άλλα-τα-κορίτσα.
  • Προ πράξης που ανέβαλλε συνεχώς αλλά κάποτε έπρεπε να γίνει γιατί δεν γίνεται να αποφεύγει για πάντα την περίεργη μαγειρική/γιατί είναι πρέσβης της Γης σε ειρηνευτική αποστολή στον πλανήτη Γκρουνξτς και πρέπει να δοκιμάσει τοπικές γεύσεις/γιατί οι γεύσεις είναι τα υπόλοιπα μέλη της αποστολής.

- Ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα.
Λέει ο ΕΠΟΠ με κατεύθυνση τις τουαλέτες.
- Ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα.
Λένε οι φαντάροι σε ακτίνα 5 μέτρων από τις τουαλέτες που δεν είναι συναχωμένοι, φεύγοντας.
- Ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα.
Λένε τα πουστόνεα που έχουν αγγαρεία τουαλέτες.
- Ήρθε η ώρα του Γιάννη Βαλαώρα.
Λέει ο λέλουρας που καταλαβαίνει πότε πρέπει να καταχωρίσει τι στο slang.gr

Το παράδειγμα-τα παστάκια-η ασκημούλα-το παστάκι στη μέση-το φτηνό τηλεπαιχνίδι στο μέγκα-τα χαρτομάντηλά μου-που είναι; (από knasos, 22/09/10)(από Khan, 23/09/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Through pass.

Κάθετη πάσα στο προ (και γενικά στο ποδόσφαιρο). Γίνεται με το κουμπί Δ (δέλτα ή τρίγωνο), και είναι η γαμιστερώτατη λειτουργία του υπέρτατου αυτού παιχνιδιού. Γίνεται και σκαφτή με ταυτόχρονη χρήση του «ελ-ένα» (L1-φτερό).

Είναι φυσικά η κάθετη πάσα στον κενό χώρο, ώστε ο παίκτης που τη δέχεται να βρεθεί στην πλάτη της άμυνας. Ο παίκτης που κάνει την πάσα (καλύτερα να είναι το δεκάρι μας), πρέπει να τη στείλει μπροστά από τον παίκτη μας, ώστε να κερδίσει χώρο, μακριά από τους αντίπαλους αμυντικούς, πριν τον αντίπαλό τερματοφύλακα, την κατάλληλη στιγμή, πριν μαρκαριστεί ο φορ μας και βγει οφ σάιντ, αλλά όχι και πολύ νωρίς, ώστε να εκμεταλλευτούμε όσο το δυνατόν περισσότερο κενό χώρο και να μεγιστοποιήσουμε τις πιθανότητες για γκολ.

Ακούγεται περίπλοκο, και έτσι είναι. Η θρου πας είναι μία τομή στο χωροχρόνο, μια επίδειξη ανώτερης τεχνικής, που μόνο ένας καλός παίκτης του προ μπορεί να εκτελέσει σωστά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Δεν αναφερόμεθα στο υπερστιλάτο ιταλικό πραπρά και υπέρτατο φετίχ των Mods, αλλά στην θεαματικότερη ίσως ποδοσφαιρική καγκουριά έβερ: στην ντρίμπλα λαμπρέτα.

Πρόκειται για ελιγμό όπου ο ντριμπλαδόρος εκτινάσσει την μπάλα από πίσω του και πάνω από το κεφάλι του αμυντικού σε τροχιά 360° που θυμίζει ουράνιο τόξο. Η λαμπρέτα είναι φιγουρατζίδικη και γαμάουα αλλά - φευ! - περιορισμένης αποτελεσματικότητας και ωσεκτουτού συναντάται κυρίως σε δρόμικα παιχνίδια και λιγότερο σε επαγγελματικούς αγώνες.

Αγγλιστί: rainbow kick, γαλλιστί coup du sombrero.

1. Ο ποδοσφαιριστής της Ιντερνασιονάλ «άδειασε» τον αντίπαλο αμυντικό με την λεγόμενη ντρίμπλα «λαμπρέτα» αλλά στην συνέχεια στάθηκε άτυχος καθώς το πλασέ που επιχείρησε βρήκε στο δοκάρι.

2. «Κακιά συνήθεια» έχει γίνει στον Λεάντρο Νταμιάο η ντρίμπλα «λαμπρέτα». Ο Βραζιλιάνος άσος βρήκε την ευκαιρία να προσφέρει θέαμα στο φιλικό της Βραζιλίας με την Αργεντινή.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τεχνικὸ χτύπημα τῆς μπάλλας μὲ τὴ μύτη τοῦ παπουτσιοῦ, ποὺ στέλνει τὴ μπάλλα ἐκεῖ ποὺ θέλει ὁ παίκτης καὶ συνήθως αἰφνιδιάζει τοὺς ἀντιπάλους. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα τὸ γκὸλ τοῦ Ρονταλντίνιο στὸν ἀγῶνα Τσέλσυ-Μπαρτσελόνα (8 Μαρτίου 2005), ὅπου πρὶν σουτάρει μὲ τὸ μυτάκι, κάνει τὴ μοναδικὴ προσποίηση "σβήνω τσιγάρο μὲ τὴ σόλα".

Γκολάρα Ροναλντίνιο

"Τύποις" προέρχεται ἀπὸ τὸ μύτο, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὅμως "οὐσίᾳ" ἀπέχει "παρασάγγας". Εἶναι ἡ διαφορὰ τοῦ παιχταρᾶ , τῆς παιχτούρας ἀπὸ τὸν ἄμπαλο, τὸν τσουρουκά.

Ἀφοῦ ἔκανε δυὸ προσποιήσεις σὰ νὰ σβήνει τσιγάρο μὲ τὴ σὸλα, σούταρε μὲ τὸ μυτὰκι κι ἔστειλε τὴ μπάλλα στὴν ἀπέναντι γωνία, μὲ τὸν Τσὲχ νὰ μὲνει ἄγαλμα!

Καμμιὰ σχέση μὲ τὸ ψάρι μυτάκι, χιόνα ἤ οὔγαινα ( Diplodus puntazzo) τῆς οἰκογενείας τῶν σαργοειδῶν.

μυτάκι, χιόνα ἤ οὔγαινα

Ἐπίσης καμμιὰ σχέση μὲ τὴ θαυμάσια τραγουδίστρια τοῦ δημοτικοῦ καὶ τοῦ ρεμπέτικου Γεωργία Μηττάκη. Στὸ ἐξαιρετικὸ κλέφτικο ποὺ ἀκολουθεῖ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐρμηνεία της, μποροῦμε ν' ἀπολαύσουμε καὶ τὸ ὑπέροχο κλαρίνο τοῦ Γιώργου Ἀνεστόπουλου (ἠχογράφηση τοῦ 1939).

Μὲ γέλασαν μιὰ χαραυγὴ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο όρος αναφέρεται σε ποδοσφαιριστή, του οποίου το πλήρες όνομα είναι Antônio Augusto Ribeiro Reis Junio, ή απλά Ζουνίνιο Περναμπουκάνο. Το όνομα του χρησιμοποιείται όπως παλιότερα του Πελέ ή του Μαραντόνα. Δηλαδή ποιος είσαι ρε μεγάλε; Ο ζουνίνιο; Ο οποίος Ζουνίνιο έχει μετατρέψει τα χτυπήματα φάουλ σε χτυπήματα πέναλτι. Το έχει το παλουκάρι. Επίσης όπως όλοι οι Βραζιλιάνοι είναι θρήσκοι, έτσι και αυτός προτού χτυπήσει τα φάουλ πέναλτι, φιλάει την μπάλα, κάνει το σταυρό του, και εκτελεί.

Η σλανγκιά χρησιμοποιείται από γνώστες του σπορ, αλλά το ωραίο είναι ότι χρησιμοποιείται και σαν έκφραση για να χαρακτηρίσει κάποιον ως γαμαωδέρνουλα σε όλους τους τομείς. Όπως παλιότερα ο Λοσάντα (στη μπάντα στη μπάντα, περνάει ο Λοσάντα, ένα πράμα). Σε αυτό συντελεί το κωμικό της λέξης. Για την ιστορία, το όνομα φανερώνει καταγωγή από το Περναμπούκο, επαρχία της Βραζιλίας.

  1. - Τι έγινε με το δάνειο;
    - Πού να σου τα λέω... Μπαίνω στην τράπεζα, στο γραφείο του υποδιευθυντή, με το σεις και με το σας, με είχανε. Πόσα θέλετε ρωτάνε, ντάκα ντάκα...
    - Ίσα ρε... ο περναμπουκάνο είσαι; Μας δουλεύεις; Εδώ έχουν κλείσει οι στρόφιγγες, κι εσύ μας λες ότι σε ρώτησαν κιόλας;
    - Ναι σου λέω, περιμένουμε την έγκριση.
    - Έτσι πες μου, όχι ότι σου τα μετρήσανε κιόλας!

  2. - Και που λες, χθες με το που μπήκα στο μπαράκι μου την πέφτουν δυο μουνάκια. Ένα 22 χρονών και το άλλο 23, το σύνολο 45. Και τους λέω, ήρεμα ρε παιδιά. Θα με φάτε....
    - Ο περναμπουκάνο είσαι ρε μπούστη; Έλειπα δηλαδή μια μέρα κι έπιασες το ποτιστήρι; Την άδεια μου την πήρες ρε τελειωμένε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ειρωνικά, αυτός που πιστεύει ότι είναι ο θεός της μπάλας, ότι παίζει φοβερό ποδόσφαιρο. Εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και το «Μαραντόνα» ή το «Ζιζού» (ή και οποιοδήποτε όνομα κορυφαίου ποδοσφαιριστή).

- Καλά, χθες που πήγαμε για 5x5, έβαλα ένα γκολ γαμάτο! Πέρασα 3 αμυντικούς και πριν καλά καλά καταλάβει τίποτα ο τερματοφύλακας, το κάρφωσα στη γωνία!
- Σώπα ρε Πελέ, και τι έχει να λέει αυτό... εγώ έχω βάλει καλύτερα γκολ.

Βλ. και σχετικά λήμματα: άμπαλος, ο και Ampalinho (Αμπαλίνιο)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία