Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Ολόχρονη κλασική ατάκα που έλεγε σε εϊτίλα διαφήμιση ο Λαλάκης ο Εισαγόμενος, κατά κόσμον Ν. Παπαναστασίου.

Η διαφήμιση είχε ως εξής: Ο Λαλάκης εμφανίζεται ως ο απόλυτα τρέντι της τότε εποχής, κι αρχίζει να απαριθμεί ένα ένα τα ρούχα του με δομή πρότασης: «-άκι; Εισαγόμενο!». Λ.χ. «Μπλουζάκι; Εισαγόμενο!». (Εννοείται «εισαγόμενο απ' το εξωτερικό»). Καμαρώνοντας. Στο τέλος η διαφήμιση τον δείχνει να πηγαίνει σε Υπηρεσία για Απόρους ή σε Ταμείο Ανεργίας. Το κοινωνικό μήνυμα της διαφήμισης ήταν ότι αν λόγω τρεντοσύνης δεν στηρίξουμε τα εγχώρια προϊόντα θα καταλήξουμε άποροι κι άνεργοι. Αντιθέτως, ο επιμένων ΕλληΝΙΚΑ!

Μέσα σ' όλα αυτά έλεγε με αμίμητο ύφος (βλ. μήδι):

- Τσιγάρο; Εισαγωγής! Παφ και τάληρο! Σκέτο Τέξας!

Και ταυτοχρόνως το τίναζε. Ως τάληρο εννοείτο το πεντοχίλιαρο, που εκείνη την εποχή ήταν μια ολόκληρη περιουσία. Να θυμήσω μόνο την ιστορική ατάκα που είχε πετάξει ένα καθίζημα στην εκπομπή του Λεβέντη: «Για να ρίξεις έναν πούτσο θες τρία χιλιάρικα!». Πεντοχίλιαρο = 15 Ευρώ, τίποτα δηλαδή σήμερα, σνιφ σνιφ.

Συμπερασμάτουσλυ, το λέμε όταν ένα προϊόν ή μια δραστηριότητα (κυρίως περιοδικά επαναλαμβανόμενη δραστηριότητα, όπως το τίναγμα ενός τσιγάρου) είναι πολύ ακριβή, και κάθε φορά που την κάνεις σου φεύγει κι ένα σεβαστό ποσό. Εννοείται ευκώλως, ότι στο παφ μπορεί να λανθάνει σεξουαλικό υπονοούμενο. Και συνήθως η έμφαση πέφτει στο τάληρο, που χάνουμε, αλλά μπορεί να πέσει και στο παφ...

Επίσης το τάληρο μπορεί να αντικατασταθεί από κάτι πιο επίκαιρο.

Στο Δημόσιο Πρόχειρο υπό Bubis.

-Τι θα γίνει με αυτά τα πρόστιμα για το κάπνισμα σε εσωτερικούς χώρους; Παφ και τάληρο το έχουμε καταντήσει!

- Πολύ φορτόγκας αυτός ο Αρίστος! Κάθε τσιμπούκι που κάνει η Καυλάουρα της δίνει και ένα δώρο! Παφ και μονόπετρο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

All time classic μαθητική σλανγκ. Το ανεπίσημο καπνιστήριο κάθε σχολείου, όπου οι θεριακλήδες teenagers μπορούσαν να παραδοθούν ανενόχλητοι στο πάθος τους, μακριά απ' τα μάτια των καθηγητών.

Απαραίτητη γλωσσική παρατήρηση: Απαντάται και ως ουδέτερο (ΤΟ τζούρα-κλαμπ) αλλά κυρίως ως θηλυκού γένους (Η τζούρα-κλαμπ), κόντρα σε κάθε γραμματική ορθοδοξία.

Συνήθως τοποθετείται στις τουαλέτες του σχολείου, ή πλησίον αυτών. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί να βρίσκεται και σε κάποιο εγκαταλελειμμένο υπόγειο ή σε κάποια απόμερη γωνιά του προαυλίου, ανάλογα πάντα με τη χωροταξία κάθε σχολικού συγκροτήματος. Εννοείται πως η τζούρα-κλαμπ δεν ταυτίζεται με το χώρο που την φιλοξενεί, όντας πάνω απ' όλα η ζωντανή κοινότητα των παιδιών που την συναποτελούν.

Η ύπαρξη της τζούρα-κλαμπ είχε - και έχει - εθιμικό χαρακτήρα για τα περισσότερα Γυμνάσια ή Λύκεια. Και το έθιμο συνιστά πηγή Δικαίου, μας υπενθυμίζει ο Αστικός μας Κώδικας. Η τζούρα-κλαμπ περιλαμβάνεται στα Ιερά και Όσια του μαθητικού βίου, μια κατάκτηση του μαθητικού κινήματος, ένα άγραφο Κείμενο που κανείς δεν τολμά να θίξει. Τώρα τελευταία, το φαινόμενο έχει παρατηρηθεί και σε ορισμένα Πρωτοβάθμια σχολεία (Δημοτικά), κάτι που στην εποχή του γράφοντος ήταν ακόμη αδιανόητο.

Η τζούρα-κλαμπ επιτελεί λίαν σημαντικές λειτουργίες εντός του δομημένου όλου που αποτελεί το σχολείο, όπως θα μας έλεγε ένας κοινωνικός ανθρωπολόγος. Συμβάλλει καταρχήν στην εκτόνωση εντάσεων και άλλων προστριβών που δημιουργεί ο καταναγκασμός της διδασκαλίας. Μια ελευθεριακή νησίδα, μια όαση σωτήριας παραβατικότητας μέσα σ' ένα αυταρχικό και αρτηριοσκληρωτικό περιβάλλον. Ως χώρος εστίασης ανταγωνιστικός της αίθουσας διδασκαλίας, προσφέρει πολύτιμη βιοτική πείρα, που κανένα βιβλίο δεν είναι σε θέση να μεταδώσει. Προωθεί την κοινωνική συναναστροφή και την κοινωνική μάθηση (Χονδρικά, σύμφωνα με τη θεωρία του συμπεριφοριστή ψυχολόγου Albert Bandura: «κάνε ότι κάνω», δλδ «καπνίζω, κάπνισε κι εσύ, μπορείς!»).

Φαινομενικά, το κλαμπ ανταγωνίζεται το «επίσημο» σχολείο και τις προβλεπόμενες δραστηριότητες που εκείνο οργανώνει (διδασκαλία, εκπαιδευτικές εκδρομές, συμμετοχές σε παρελάσεις και παράτες κλπ). Φαίνεται να υποσκάπτει τα αξιακά θεμέλια στα οποία βασίζεται το ένδοξο ελληνικό σχολειό: στείρα απομνημόνευση διδακτικής ύλης, τυφλή υποταγή σε καθηγητάδες, παντελής έλλειψη πρωτοβουλίας και αυτενέργειας.

Κι όμως, δεν είναι ακριβώς έτσι. Η τζούρα-κλαμπ τελεί σε μια συμπληρωματική σχέση συνεχούς αλληλεπίδρασης με το «επίσημο» σχολείο, μια σχέση διαλεκτική. Η «θέση» του σχολείου και η «αντίθεση» που εκπροσωπεί το κλαμπ, απολήγουν σε μια «σύνθεση», μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα που συνδυάζει την βιβλιακή γνώση με την κοινωνική μόρφωση. Ή τουλάστιχον έτσι θα έπρεπε να είναι.

Διότι, σε αρκετές περιπτώσεις, η τζούρα-κλαμπ λειτουργεί εν απομονώσει, περιχαρακωμένος χώρος, ένα περιθώριο που ελάχιστα επικοινωνεί με το «επίσημο» σχολείο. Γίνεται καταφύγιο για τα καλύτερα φιντάνια, τους πλέον αποτυχημένους, τους πλέον κατεστραμμένους «μαθητές», αυτούς που έχουν «μείνει» δεκάδες φορές στην ίδια τάξη και κοντεύουν να πάρουν σύνταξη όντας ακόμα στην Α' Λυκείου. Οι «φυσιολογικοί» μαθητές ψιλοχέζονται να πλησιάσουν, μήπως και εισπράξουν καμιά αδέσποτη φάπα απ' τους μαγκιόρους, ημιβάρβαρους ενοικούντες την τζούρα-κλαμπ.

Την ζοφερή εικόνα συμπληρώνουν οι διαβόητοι «εξωσχολικοί»: Συλλογικοί δαίμονες μιας μικροαστικής κοινωνίας (όπως παλαιότερα οι Εβραίοι, οι λεπροί, οι ομοφυλόφιλοι και άλλοι «παρεκκλίνοντες»), καταγγέλλονται με πάθος από τη θείτσα νοικοκυρά, τον καρμίρη μικροέμπορα, τον συνταξιούχο ψηφοφόρο του ΛΑΟΣ: «αυτοί οι αλήτες σπρώχνουν τα παιδιά μας στα ναρκωτικά», «αυτοί οι ανεπρόκοποι φταίνε για το κατάντημα της πατρίδας» και άλλα όμορφα.

Όπως και κάθε ελευθεριακός, κοινωνικοποιημένος και αυτορρυθμιζόμενος χώρος (βλ. καταλήψεις), η τζούρα-κλαμπ λειτουργεί υπό τη δαμόκλειο σπάθη της έξωθεν επέμβασης και καταστολής. Kατά καιρούς γίνονται κάποια ντου από και καλά αγανακτισμένους καθηγητές, που και καλά έχουν βγει απ' τα ρούχα τους «μ' αυτά που συμβαίνουν εδωπέρα», πάντα έτοιμους να σου ζαλίσουν τον έρωτα με το κλασικό κήρυγμα. Κι όταν λέμε πως μας ζάλιζαν τον έρωτα, το εννοούμε κυριολεχτικά, αφού στη τζούρα-κλαμπ πλέκονται ειδύλλια, πέφτουν τρελά μπαλαμουτιάσματα, χαμουρέματα και γενικώς φασώματα, μέσα σ' ένα κλίμα περιρρέοντος οτινανισμού...

Τέλος, να πούμε πως η έκφραση γνωρίζει νέες πιένες σήμερα, την εποχή της Καπνοαπαγόρευσης, όπου παρατηρείται διεύρυνση του σημασιολογικού της πεδίου: εκτός από το κλασικό σχολικό καπνιστήριο, «τζούρα-κλαμπ» λέμε ειρωνικά, τον ειδικό χώρο για καπνίζοντες που έχει προβλεφθεί σε κάθε εργασιακή μονάδα. Πρόκειται κατά κανόνα για χώρο περιορισμένων διαστάσεων, κανονική τρύπα, ανήλιαγο, καταθλιπτικό, εύγλωττη εξεικόνιση του αποκλεισμού και της περιθωριοποίησης που βιώνουν οι nicotine-freaks.

  1. - Mαλάκα θα μπεις Μαθηματικά την επόμενη ώρα;
    - Όχι ρε φίλε, ψήνεται κατάσταση με τη Λίνα και με περιμένει στη τζούρα-κλαμπ.

  2. - Μας τα 'πρηξε αυτή η μαλάκω η αγγλικού τόση ώρα, πάω τζούρα-κλαμπ να κάνω ένα τσιγάρο να έρθω στα ίσα μου.

  3. - Καλά ρε συ, καπνίζεις μες την τάξη, σε ώρα διαλείμματος; Πώς την έχεις δει, τζούρα-κλαμπ κι έτσι; Τραβήξου στις τουαλέτες αν είναι...
    - Δεν πα να δεις αν έρχομαι, σκατόφλωρε, σπασίκλα;

  4. Η σχετικά ελαστική εφαρμογή των μέτρων της Καπνοαπαγόρευσης, αφήνει το περιθώριο για τη δημιουργία πολλών ανεπίσημων «τζούρα-κλαμπ» στους εργασιακούς χώρους, για τα οποία οι εργοδότες κάνουν τα στραβά μάτια (αν θέλουν ας κάνουν κι αλλιώς).

Δες και τζούρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

θυμιάζω / θυμιατίζω: Καπνίζω. Φουμάρω. Τσιγαρίζω.

Ως ευφημισμός για το κάπνισμα, το θυμιάτισμα χρησιμοποιείται συνήθως από το παπαδοσυνάφι, την παρασιτική εκείνη κλίκα που έχει προ πολλού πάρει εργολαβία και το ορίτζιναλ θυμιάτισμα. Εννοείται πως θα το ακούσει κανείς μόνο σε κλειστούς κύκλους, μακριά απ' τα μάτια και τ' αυτιά του χριστεπώνυμου πλήθους...

Όποιος έχει συναναστραφεί κατ' ιδίαν κληρικούς, και δη υψηλόβαθμους (δεσποτάδες και τα ρέστα) θα γνωρίζει καλά πως οι άνθρωπες αυτοί δε διαφέρουν ουσιωδώς σε τίποτα από μας τους λαϊκούς: έχουν τα ίδια γούστα, τα ίδια χούγια, τις ίδιες παραξενιές, τις ίδιες ανωμαλίες. Η μόνη τους διαφορά είναι που μας έχουν κατσικωθεί στο σβέρκο, ζώντας απ' το περίσσευμα που παράγουμε όλοι εμείς οι μαλάκες. Ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, που θα 'λεγε κι ο Φρειδερίκος. Δημόσιοι υπάλληλοι, αμ πως;

Το γούστο είναι πως και οι ίδιοι, έχοντας πλήρη συναίσθηση της αχρηστίλας και του παρασιτισμού τους, κάνουν τη σχετική πλακίτσα και αυτοσαρκάζονται. Οι μάσκες πέφτουν και τα προσχήματα καταρρέουν όταν βρίσκεσαι με καλή παρεούλα... Αποδομούν και τα σχετικά με το «λειτούργημά» τους, εξ ου και θυμιάζω = φουμάρω. Αρέσκονται ακόμη σε κατινίστικα κακεντρεχή σχόλια προς κάθε κατεύθυνση, αναπολούν με νοσταλγία τα βυζιά της κουμπάρας στον τελευταίο γάμο, σιχτιρίζουν τα μπαστάρδια που δε βγάζουν το σκασμό την ώρα της βάφτισης ή της «θείας» μετάληψης, και πολλά άλλα θεάρεστα και ευσεβή.

Στην τελική όμως, για να είμεθα δίκαιοι με τα τραγιά, δε μπορούμε να μη τους βγάλουμε το καπέλο για τη συσχέτιση των θείων και του καπνού. Διότι τα καπνά είναι πράμα ευλογημένο, όπως ο σίτος, η άμπελος και το έλαιον. Διότι και των μαντείων οι χρησμοί σ' άγιο καπνό υφαίνονταν. Διότι υπάρχει ο όρκος στο τσιγάρο που κρατώ, στον ένα μου θεό (δεν τον πάω τον Κότσιρα αλλά άσχετο). Διότι το κάπνισμα φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά και εξημερώνει τα ήθη (βλέπε Πίπα της Ειρήνης). Γιατί κάθε τσιγάρο είναι μια προσευχή, σαν το άναμμα ενός κεριού. Γιατί το τσιγάρο είναι ο μόνος φίλος που καίγεται για σένα. Γιατί μόνο έτσι καλμάρουν τα νεύρα μας. Γιατί κάνει ωραίο στυλ (δε μπορώ να διανοηθώ ωραία γκόμενα και να μη καπνίζει). Γιατί σ' αυτή τη ρημαδοζωή είναι ότι φάμε κι ότι πιούμε κι ότι αρπάξει ο κώλος τους. Γιατί δε θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτουλα. Γιατί δεν ψαρώνουμε από άψυχα κουφάρια όπως «ποιότητα ζωής» και «σεβασμός στο περιβάλλον». Γιατί έτσι μας αρέσει.

Τέλος, γιατί από σήμερα κάθε τσιγάρο είναι μια φωτιά αντίστασης ενάντια στα ορθόδοξα πολιτικά δόγματα, ενάντια στην τυραννία του ορθού, ενάντια στον καρκίνο του υγιεινισμού και του αποστειρωτισμού. Ένας κόλαφος για τον εξουσιαστικό μπαμπούλα, ένα πλήγμα στην πανούκλα της κανονιστικότητας και της νομοτέλειας.

- Σεβασμιώτατε, προτείνω να συνεχίσουμε την κουβέντα μας στον εξώστη, όπου θα μπορούμε και να θυμιάσουμε συν τοις άλλοις.. Διότι, πιστέψτε με, έχω να σας αποκαλύψω ορισμένες πληροφορίες για τους ανταγωνιστές σας που σίγουρα θα σας ενδιαφέρουν...

- Ναι τέκνον, συνετώς ομίλησες, έχωμεν χαρμανιάσει τόσην ώραν άνευ των σεπτών ημών σιγαρέττων παπαστράτων...

(από xalikoutis, 05/07/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πακέτο - στοίβα χαρτονομισμάτων οποιασδήποτε αξίας και με οποιαδήποτε σειρά, τα οποία για να χωρέσουν στην τσέπη του παντελονιού διπλώνονται στα δύο. Και γίνεται φανερή η παρουσία τους στην τσέπη γιατί καταλαμβάνουν αρκετό χώρο.

Σίγουρα δεν χωρούν στο πορτοφόλι, το οποίο συνήθως δεν κουβαλάει μαζί του όποιος έχει παστάλι ή παστάλια. Ο τρόπος που τα βγάζει κανείς από την τσέπη είναι και ένα είδος επίδειξης. Αν τα χαρτονομίσματα είναι είναι λιγότερα σε ποσότητα και τα διπλώνει κάποιος όλα μαζί, έτσι ώστε να παίρνουν κυλινδρικό σχήμα, τότε λέμε πως τα έκανε μασούρι.

Παστάλι είναι μια στίβα από αποξηραμένα καπνόφυλλα περίπου ίδιου μεγέθους την οποία φτιάχνουν οι καπνοπαραγωγοί κατά τη διαλογή των καπνόφυλλων, ώστε όταν συγκεντρωθούν πολλά παστάλια να τοποτεθητούν όλα μαζί σε καπνοδέματα για να τα παραλάβει αργότερα ο καπνέμπορας.

Δεδομένου ότι κανένα φύλλο καπνού δεν έχει ολόιδιο σχήμα και μέγεθος με τα υπόλοιπα, ένα παστάλι καπνόφυλλων έφτασε να χαρακτηρίζει και τα χρήματα που στοιβάζονται με τον ίδιο τρόπο.

Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για τούρκικη λέξη.

- Τι έγινε μεγάλε χθες το βράδυ, έβγαλες τίποτε γούστα;
- Με τι λεφτά ρε παιδιά; Τραβάω ζόρια τώρα τελευταία...
- Πλάκα μας κάνεις ρε κόπανε, αφού οι τσέπες σου είναι γεμάτες παστάλια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συντασσόμενο με αντικείμενο που δεν πίνεται αλλά καπνίζεται, μπορεί να έχει τις εξής χρήσεις:

  • Kαπνίζω. Λέγεται για ναρκωτικές ουσίες (χασίσι, κρακ) και επίσης για τον ναργιλέ, είτε περιέχει χασίσι είτε σκέτο καπνό.
  • Το πίνει (ενν. το τσιγαριλίκι) ο αέρας. Λέγεται όταν οι άνεμοι πνέουν ισχυροί έως τοπικά θυελλώδεις, και ο μπάφος καίγεται γρήγορα και στο βρόντο. Σύνηθες φαινόμενο σε κατάστρωμα πλοίου.
  • Παλιότερα το λέγανε για την καθ' οιονδήποτε τρόπο λήψη ναρκωτικών (μυτιά, ένεση κλπ.), αλλά δε νομίζω ότι λέγεται πια. (Παράδειγμα 4)
  • Η σύνταξη «πίνω τσιγάρο», όταν το τσιγάρο είναι κυριολεκτικά τσιγάρο και όχι μπάφος, δεν εντάσσεται στο λήμμα γιατί δεν είναι σλανγκ, είναι απλώς μια παλιά έκφραση για το «καπνίζω», που ακούγεται καμιά φορά ακόμη σήμερα από λαϊκούς ανθρώπους μεγάλης ηλικίας.
  1. Άσε, ήπια ένα τσιγάρο το πρωί κι έχω γίνει ωραίος!

  2. Πίνε - δίνε (δηλ. μην αργείς να το περάσεις στον επόμενο).

  3. Όταν συμβεί στα πέριξ φωτιές να καίνε, πίνουν οι μάγκες ναργιλέ. (ρεμπέτικο)

  4. Πρέζα όταν πιεις ρε, θα ευφρανθείς, κι όλα πια στον κόσμο ρόδινα θε να τα δεις. (επίσης)

(από Khan, 05/01/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατά νεανικό ευφημισμό, το τσιγαριλίκι. Έκφραση που προέρχεται από το αποτέλεσμα της κατανάλωσης ινδικής καννάβεως, δηλ. τη δημιουργία καλής διάθεσης, χωρίς αιτία. Χαρακτηριστική εικόνα και από τον κινηματογράφο, όπου όσοι εμφανίζονται με νταφού στο στόμα, χαζογελάνε και βρίσκονται σε ευθυμία.

Στίχοι Τζίμη Πανούση:

«Μια αφίσα Τσε Γκεβάρα λίγα γελαστά τσιγάρα κλείνω στο δωμάτιο μου παίρνω τον ομματιών μου κάνω κότσο το μαλλί μου και μαθαίνω στο παιδί μου να μισεί το Φρανκ Σινάτρα να τη βγάζει τσάτρα-πάτρα»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ως καρκινιάρικες χαρακτηρίζονται οι τελευταίες τζούρες του μπάφου. Και αυτό διότι είναι καυτερές και ιδιαίτερα ανθυγιεινές και καταστροφικές για τον λαιμό και τα πνευμόνια. Δεν τις φοβούνται οι πεπειραμένοι μπαφόβιοι και τα χαρμάνια, οι οποίοι τις παίρνουνε αναλαμβάνουν να τελειώσουν το τσιγαριλίκι μέχρι και την τζιβάνα.

Συζήτηση μπαφοκατάστασης όπου κάποιος τα έχει παίξει:
- Ω ρε πούστη μου όλα γυρίζουν, δεν θέλω άλλο, θα ξεράσω! Σβήσ'το το γαμίδι!
- Καλά, καλά, χαλάρωσε και άσε τις καρκινιάρικες για μένα...

(από danielo, 17/01/09)

Δες ακόμη: καυτή, μπριζολάτη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατάσταση κατά την οποία το τασάκι έχει γεμίσει ασφυκτικά από κάθε μάρκας γόπες και αρχίζει να ξεχειλίζει. Δεν είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο αλλά από την εμπειρία αποδεικνύεται πως ο μέσος όρος ύψους που φτάνει η εν λόγω πίτα είναι τα 4,5 εκ. πάνω από την επιφάνεια του τασακίου. Φυσικά το παγκόσμιο ρεκόρ είναι πολύ πιο πάνω, αλλά εδώ μιλάμε για καταστάσεις νορμάλ και όχι πτυχιούχων αρχιτεκτόνων - μηχανικών που κάνουν μελέτες για το πώς θα τοποθετήσουν τις γόπες ώστε να επιτύχουν το μέγιστο ύψος. Παραδόξως, το ρεκόρ κατέχει η λατρευτή Λιάνα Κανέλλη που δεν έχει πτυχίο Πολυτεχνείου. Η τσιγαρόπιτα-Κιλιμάντζαρο της δωρίστηκε στην Τ.Ο. ΚΚΕ του Δήμου Σταυρούπολης ως έργο τέχνης με την ονομασία: «Είτε έχει ήλιο είτε όχι, τα τηλεοπτικά παράθυρα μένουν ανοιχτά (Η ένταση της φωνής ως υποκατάσταση λογικών επιχειρημάτων)»

Μπορεί και να χρησιμοποιηθεί και ως απάντηση σε ερώτηση Να σας φέρω κάτι; ή να χρησιμοποιηθεί ως αντικατάσταση οποιουδήποτε είδους φαγητού. Εκλεκτό έδεσμα πάσης φύσεως θεριακλήδων, φαντάρων που υπηρετούν σε φυλάκια περιοχών που δεν φυτρώνουν ούτε αυτοί που δεν τους σπέρνουν, φοιτητών που κάνουν τις εργασίες τους μισή ώρα πριν την παρουσίαση και του χαρακτήρα που ενσάρκωσε ο Σάμιουελ ΕΛ Τζάκσον στο πρώτο Τζουράσικ Παρκ. Η συνταγή της όσο και η παρασκευή της είναι τόσο απλές ώστε αποτελεί την πρώτη επιλογή όλων των παραπάνω ευαίσθητων ομάδων.

- Άσε φίλε, με μια τσιγαρόπιτα-μάρλμπορο είμαι από το πρωί. Καλή είναι, αλλά δε με κρατάει και πολύ, τώρα με κόβει λόρδα απίστευτη. Πάμε να τσιμπήσουμε κάτι;
- Μπα, εγώ είμαι χορτάτος. Τσίμπησα μια πίπα-γύρο από τα χεράκια της Ελένης μου, άλλο πράμα!
- Όντως, είναι πολύ χορταστική και θρεπτική η άτιμη!
- Και πού το ξέρεις εσύ ρε πιτσιρίκο;
- Ε, να μωρέ, φαίνεται από το ότι είσαι δυνατός σαν... τράγος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Αυτός που επιθυμεί πολύ ναρκωτική κυρίως ουσία. Το βιομηχανικό τσιγάρο ή το προερχόμενο από άλλου είδους ζαρζαβατικά.

  2. Προέρχεται από το τούρκικο harman, που είναι η έλλειψη τσιγάρου, το χαρμάνιασμα.

  3. Ρήμα: χαρμανιάζω.

  1. «Χαρμάνης είμαι απ΄το πρωί πάω για να φουμάρω...» (το λέει και το song)

  2. Ρε συ πάμε για ένα τσιγάρο, χαρμάνιασα τόση ώρα.

Μαύρα Χαρμάνια (από panos1962, 06/11/09)Χαρμάνης (από panos1962, 06/11/09)Να τελειώνουμε παιδιά, χαρμάνιασα! (από panos1962, 07/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Συνώνυμη έκφραση με το γνωστό «μπερδεύω την πούτσα με την γκλούτσα». Ο τεφροδέκτης είναι το τασάκι, ο σπερμοδέκτης είναι βέβαια το αιδοίο. Η σχέση τους είναι ανάλογη με αυτή του φάντη με το ρετσινόλαδο.

- Παιδιά δείτε έναν Κινέζο που στέκεται και μάς κοιτάει περίεργα!
- Ήρεμα ρε Μαρία, στο Βιετνάμ είμαστε, ποιον Κινέζο και ιστορίες μου λες... Μου φαίνεται ότι έχεις μπερδέψει τον τεφροδέκτη με τον σπερμοδέκτη...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία