Επιλεγμένες ετικέτες

Αφενός, ρατσιστικός χαρακτηρισμός του αφρικανικού πέοντα ο οποίος θεωρείται (και μάλλον δικαίως) ιδιαίτερα ευμεγέθης.

- ΟΛΟ το καστ μαυροι γυμνασμενοι κ κουλ, παντου nigga δηλαδη, οι μονοι λευκοι ειναι οι γκομενες που ψαχνονται να φανε αραποπουτσα... (εδώ)

Too beaucoup! (1'18'')

Αφεδύο, αραπόπουτσα αποκαλείται και η μελιτζάνα με λολαδερή διάθεση. Η έτσι χρήση τεκμηριώνεται τόσο στην Β. Ήπειρο...

- στους Δρύμαδες, χωρίο της Χιμάρας, και εκεί την ποδία την λένε μπροστομούνα! Και την μελιτζανα μαυρόπουτσα!
- αυτή είναι μια εκδοχή , τη λέγανε στα χωριά του βούρκου έτσι και αραπόπουτσα επίσης, αλλά στα Ριζά την έλεγαν μαύρη...
(Φόρουμ Βορειοηπειρωτώνε)

with the sympathy

...όσο και στην ορεινή Αρκαδία - βλ. Λαγκαδινό Λεξικό (Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 31.) του αείμνηστου Τζίμη Τσαφαρά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η πολύ μεγάλη, χοντρή και χορταστική πούτσα.

- Κοίτα τα μαλακισμένα μόνο να διαμαρτύρονται ξέρουν. Να πάνε να ανοίξουν κάνα βιβλίο ούτε λόγος. Α ρε βοϊδόπουτσα που σας χρειάζεται...

Μετά το 1.30 (από Khan, 17/05/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ψωλή του γαϊδάρου.

Τα λες αυτά γιατί δεν έχεις δει τη βουρδίγγλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Εργαλείο τιμωρίας δια μαστιγώσεως, εργαλείο ή σύμβολο απειλής. Συνήθως χρησιμοποιείται μετωνυμικά, ως σύμβολο δηλαδή.

Κρέμασε μια γαϊδαρόπουτσα στην πόρτα, και τον περίμενε.
Έβγαλε τη γαϊδουρόπουτσα και τον έκανε με τα κρομμυδάκια.
Έβγαλε τη γαϊδουρόπουτσα και πού σε πονεί και πού σε σφάζει.

Καλοκαιρινή καρτ-ποστάλ (από Khan, 02/05/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αγγούρι μεγάλου μήκους κυρίως με προέλευση από τα Καλύβια.

Χρησιμοποιείται για να περιγράψεις κάποιον με ασυνήθηστα μεγάλο γενιτικό όργανο

"Πωπω, ο Κοσμάς έχει μια γκρούτζα στο παντελόνι του."

Ξυλάγγουρο "Γκρούτζα" Καλυβιότικο/η.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

  1. Ο κόπανος για την σύνθλιψη, κονιοποίηση, πολτοποίηση και ανακάτεμα στερεών και λιπαρών ουσιών/συστατικών στου γουδί. Μπορεί να είναι ξύλινο, ορειχάλκινο, inox, πλαστικό, μαρμάρινο ή απο ηφαιστειακή πέτρα. Η λέξη είναι σύνθετη από τις λέξεις «Ίγδιον»(γουδί) & «χείρ»(χέρι). Χρησιμοποιείται ακόμα μιας και υπάρχουν παρασκευές που απαιτούν λεπτότερους χειρισμούς από εκείνους ενός αυτόματου πολυκόπτη/multi(σκορδαλιά, ταραμοσαλάτα, γουακαμόλε, σύνθλιψη υλικών για κοκτέιλ τύπου Mojito, Caipirinha κτλ.).

  2. Παρομοίωση για το μεγάλο, χοντρό και σκληρό σαν το γουδοχέρι πέος. Το ουσιαστικό «γουδοχέρι» ακολουθεί συχνά επιφώνημα θαυμασμού (ωωω, α, πωωω κ.α.) καθώς και την αντωνυμία «τί»(γουδοχέρι είναι αυτό;). Ειπώθηκε σαν ατάκα και στην Cult ερωτική ταινία του Νικ Τζάκσον «Ποιός θα πηδήξει την γοργόνα;»(1984). Παρατίθεται και σχετικό οπτικοακουστικό υλικό της εν λόγω σκηνής.

  1. - Με το multi το έφτιαξες αυτό το τέλειο γουακαμόλε; - Ποιό multi ρε μεγάλε, με το γουδοχέρι του Jamie Oliver, lάλλη φάση!

  2. - Πωπωπω μια ψωλάρα, τί'ν αυτό; Σαν γουδοχέρι είναι! (η ατάκα από την ταινία)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Απ' το «ψωλάρα».

-Ε, ρε τι έχει να γίνει σήμερα! Θα συναντηθούν οι δυο Λάρες!

(από Hank, 29/01/09)(από Hank, 29/01/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ήδη χρησιμοποιείται στο slang.gr με την έννοια του μεγάλος - μέγας.

  2. Ασφαλώς και είναι είδος φυσιγγιοθήκης για περίστροφα μ' αποτέλεσμα οι μη σχετικοί να εννοούμε πλέον το περίστροφο κι όχι την φυσιγγιοθήκη.

  3. Ήταν και πετυχημένη τηλεοπτική σειρά με τον Tom Selleck.

Αλλά χάρη στον Χάρρυ Κλυν απέκτησε και την έννοια:

  1. Ο πούτσος.

Η ατάκα του νονού Χάρρυ Κλυν «Άσ' το μάγκνουμ, βρε παιδάκι μου!!» όσο χαμουρεύονται με τη δικιά του, έχει γράψει ιστορία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μεγάλη ψωλή, στα καλιαρντά. Είναι η προτελευταία βαθμίδα της πεο-κλίμακας μεγέθους:

φίφα --> μεσίκ -> μπάρα -> γούδα.

Ντικ μπάρα το σολντό! (=Κοίτα μεγάλη πούτσα [που έχει] ο φαντάρος!)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα σουβλάκια των καταστημάτων «πίτα του παππού» ξεχωρίζουν για το μεγάλο μήκος και για το γενικότερα μεγάλο μέγεθος τους και λειτουργούν ως προσομοιωτές μεγάλου πέους.

Η σημασία της πίτας του παππού που δίνεται εδώ, αφορά τη θεώρηση και την αντίληψη ενός ψωλοπερήφανου λεβεντόγερου, ενός λεβεντομαλάκα μεσήλικα, ενός πουρεϊτζερ που βρίσκεται στην αρχή του τέλους της σεξουαλικής άνθησης του για το εργαλείο του.

Επειδή τον τρώνε οι ανασφάλειες, ψάχνει ολοένα για επιβεβαίωση της πίτας του. Ακούει κάποιους να του λένε «άσπρα μαλλιά στην κεφαλή κακά μαντάτα στην ψωλή». Τους απαντά: «μαλλί μπαμπάκι, ψωλή φαρμάκι»… Ωστόσο δεν ησυχάζει. Παρόλο που έχει καβατζάρει εδώ και χρόνια τα πενήντα, όταν ακούει το τραγούδι του Ζαμπέτα, ο «πενηντάρης» φτιάχνεται. Σκέφτεται, πως ο πενηντάρης στην εποχή του Ζαμπέτα, αντιστοιχεί σε έναν εξηνταπεντάρη ++ της σημερινής εποχής. Θέμα χουπουα βλέπεις. Ακούει το τραγούδι του Μπουγά, «Έλα στον παππού» και λέει μέσα του: «Περνάει ακόμα η μπογιά μου. Δεν ξόφλησα.».

Πάει καμιά μπαρότσαρκα για να μπανίσει κανα κόμματο και να προσφέρει την πίτα του σερβιρισμένη με παππουτσοθήκη βεβαίως βεβαίως. Πίτα που κάποτε ήταν ανάρπαστη αλλά… γήρας ουκ έρχεται... μόνον κι ο ανταγωνισμός από νέους και ωραίους στους πουτσομεζέδες καλά κρατεί. Όπου δει λοιπόν πιπίνι, φτιάχνεται. Πετάει «ωχ τα πόδια…», ωστόσο πολλές φορές το καμάκι του, αντί να πιάσει το πιπίνι, πιάνει μια κρύα χυλόπιτα, όταν η τύπισσα, αφού τον σκανάρει, τον αποκαλέσει απαξιωτικά γερομπισμπίκη και ραμολί. Τότε αυτός μένει με τα παντελονόψαρα και την πίτα του παππού ανα χείρας.

Ντάλα μεσημέρι, μεσήλικας βρίσκεται έξω από ένα κατάστημα «πίτα του παππού» και μπανίζει τους κόμματους που διέρχονται από τον πολυσύχναστο δρόμο
-Ε δεσποινίς πεινάτε; Να κεράσει ο παππούς… λαχταριστή ζεστή ζεστή πίτα του παππού; (Υπονοώντας το εργαλείο του, έχοντας όμως ως δικλείδα ασφαλείας το σουβλάκι. Ξεχνά όμως μια λεπτομέρεια.).
-Α ρε φίλε… κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια… και σε μένα και σε άλλες. Γερνάμε και ξεχνάμε, ε;

Ακολουθούν τα δύο τραγούδια, για τα οποία έγινε λόγος πιο πάνω:

Έλα στον παππού

Έλα στον παππού
έλα στον παππού
σ' αυτόν που τα 'χει όλα
και μην κοιτάς αλλού Έλα στον παππού, μωρό μου
έλα στον παππού
σ' αυτόν που τα 'χει όλα
και μην κοιτάς αλλού Για να περάσω όμορφα
στα χρόνια τα επόμενα
για χάρη σου, μπεμπέκα μου
αφήνω τη γυναίκα μου Έλα στον παππού
έλα στον παππού
σ' αυτόν που τα 'χει όλα
και μην κοιτάς αλλού... Μαζί μου θα περνάς καλά
δε θα σου λείπει τίποτα
θα 'χεις λεφτά κι άλλα πολλά
φτάνει να σ' έχω αγκαλιά Έλα στον παππού... Εκτέλεση: Τάσος Μπουγάς

Ο πενηντάρης

Όταν έφτανες πενήντα
την παλιά την εποχή
Σου φώναζαν όλοι γέρο άντε και καλή ψυχή
Τώρα όμως στα πενήντα είσαι άπιαστο πουλί
Έχεις πείρα στην αγάπη έχεις τέχνη στο φιλί

Ο πενηντάρης, ο πενηντάρης είναι ένας νέος της εποχής
Κυκλοφοράει σαν εικοσάρης, κι είναι ωραίος σαν εραστής

Όταν έπιανες τα πενήντα μια φορά κι ένα καιρό
Ήθελες δυο νοσοκόμες κι ένα μόνιμο γιατρό
Τώρα όμως στα πενήντα καλοστέκεις μια χαρά
Και για χάρη σου οι γυναίκες σε περιμένουν στην ουρά

Ο πενηντάρης, ο πενηντάρης είναι ένας νέος της εποχής
Κυκλοφοράει σαν εικοσάρης, κι είναι ωραίος σαν εραστής
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Ζαμπέτας

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία