Αμετάβατο ρήμα, από Ηράκλειο Κρήτης μεριά. Σημαίνει την πρώτη ή τις πρώτες συνουσίες των νεαρών αρσενικών χομοσάπιε, πράξη που γίνεται συνήθως με την παρότρυνση και τη μεσιτεία - βλ. συνοδεία σε μπουρδέλο - μεγαλύτερων αρσενικών της οικογένειας, προκειμένου αυτά τα νεαρά να βγάλουν τα χοντράδια, δηλαδή, να "ξεβαρβατέψουνε" προς ώρας, και να τωσε φύγει η πολύ έξαψη της παροξυσμικής λόγω ορμονών εφηβικής βαρβατίλας, και για λόγους πρόληψης, μη πάθουνε κανά ψυχολογικό καραμπεγλέρι ή μην πουστέψουνε ή μην παραφουριέψουνε και κάνουνε καμιά ψιλο-χοντρομαλακία και δε μαζώνουνται ύστερα.

Σίγουρα βουκολικής προέλευσης, ή που θα προήλθε από κάποιο πιο εκτεταμένο "ξε-βαρβατ-σίζω" (τα λεξικά λένε ότι βαρβάτος<barbatus λατινικά ο μουσάτος, δηλ. ο μη ευνούχος), ή μπορεί πιο άμεσα από το βατ(σ)- που έχει σχέση με το βατεύω = πηδώ, ζευγαρώνω, για ζώα, - υπάρχει βέβαια και το βατσ- από το vaccine, που σημαίνει κατά λέξη δαμαλισμός, βλ. βατσίνα, αλλά νομίζω άσχετο.

Αλλά ο πληροφοριοδότης μου που είναι από την πόλη μου είπε ότι έχει ακούσει να το λένε για αθρώπους.

Σε πήγε ρε γρόθε ο πατέρας σου να ξεβατσίσεις ή ακόμης; Να του πεις μιας στιγμής να σε πάει μη μας-ε επάθης πράμα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το σεξ σε στάση doggystyle ή σκυλίσιο, όπου δηλαδή η ερωμένη (ή η κόρη) στήνεται στα τέσσερα γονατιστή θυμίζοντας τετράποδα σκύλο, ώστε να παρθεί από τον εραστή της από πίσω. Η στάση αυτή θεωρείτο συχνά ως πιο ζωώδης, τουλάχιστον στο χριστιανικό παρελθόν, και αρμόζουσα σε τετράποδες όπως οι σκύλοι, πλην καθώς είναι εξαιρέτως ηδονjική και για τους δύο συντρόφους αποτελούσε εξαπανέκαθεν βασικό στοιχείο του ερωτικού μενού. Λατινιστί more canino, ήτοι με τον τρόπο του σκύλου, ή more ferarum, ήτοι με τον τρόπο των άγριων ζώων.

Επίσης, μπορεί να σημάνει και το έντονο γαμήσι, όπως στο σκυλοπηδιέμαι, όπου το α΄ συστατικό σκυλο- μπορεί να είναι απλώς μεγεθυντικό ή δηλωτικό έντασης. Τέλος, σε ορισμένες περιπτώσεις νοσηρής φαντασίας ή σεξουαλικής πράξης, καθώς στον σλανγιώτατον ποιητήν Ανδρέαν Εμπειρίκον, μπορεί να σημαίνει τελείως κυριολεκτικά την κτηνοβασία με σκύλο, -για την ακρίβεια σκυλογάμευσις είναι ο ακριβής όρος της εμπειρικείου ιδιολέκτου. (Οι ως άνω σημασίες μπορεί και να συνδυάζονται).

  1. Πολυ επικοινωνιακη και ομιλιτικη στην αρχη ισως περισσοτερο απο οσο ηθελα αλλα οταν καταπιαστηκε με το πνευστο οργανο οι συζητησεις πηραν τελος, καθιστος με την πλατη στο κεφαλι του κρεβατιου απολαυσα μια ωραια ρουφηχτη πιπα και η συνεχεια ειχε λιγο απο ιεραποστολικο και σκυλογαμησι. (Κριτικός μπορντέλου αξιολογεί σε μπουρδελοσάιτ).

  2. Τελικη φαση συνευρεσης σκυλογαμησι οπου η κωλάρα της ειναι διαβητης! (Έτερος κριτικός μπορντέλου σε έτερο μπουρδελοσάιτ).

  3. Τὰ ἐρωτικὰ σχήματα δήλ. οἱ στάσεις στὸ γαμήσι ἀπασχόλησαν ἀπὸ νωρὶς τοὺς παπάδες. Τὸ πίσω-κολλητὸ προκαλοῦσε πολλὲς ἐρωτήσεις στοὺς καθολικοὺς ἐξομολογητὲς ποὺ θέλανε νὰ μάθουν ἂν ὁ σύζυγος τὸν εἶχε χώσει στὸ αἰδοῖο ἢ στὸν πρωκτό. Τὴ στάση ἀπὸ πίσω τὴν ὀνόμασαν «more canino» ἂς ποῦμε σκυλογαμήσι καὶ ἤδη ἀπὸ τὸν μεσαίωνα θεωρήθηκε ἁμαρτωλή, σὰν κάτι τὸ ζωῶδες. (Πολυτονιάτης εκθέτει την ιστορία των στάσεων στις Ανάρμοστες Σελίδες).

  4. Ἡ Νόλα ἦτο τόσον καυλωμένη ποὺ οὔτε πρὸς στιγμὴν δὲν ἔκαμε τίποτε διὰ νὰ ἀποσείσηι τὸν μέγαν μολοσσόν, οὔτε πρὸς στιγμὴν κἂν δὲν διεμαρτυρήθη. Μὀνον μία διαπεραστικὴ κραυγὴ αἰφνιδίου πόνου, καὶ ἴσως καὶ εκπλήξεως, μία ὀξυτάτη κραυγὴ στιγμιαίου μόνον ἄλγους τῆς διέφυγε τὴν ὥραν ποὺ παρεβιάζετο ὁ μικρὸς σφιγκτήρ της, καὶ, χωρὶς νὰ παύσηι οὔτε δι' ἓν δευτερόλεπτον τὴν αὐνάνισιν τῆς Ὄλας καὶ τὴν τρῖψιν τοῦ ἰδικοῦ της ὀρθίου κλειτοριδίου, ἡ Νόλα ἀφέθη προθύμως καὶ ευχαρίστως εἰς ταῖς γαμιαῖς τοῦ βατεύοντος αὐτὴν εἰς τὸν πρωκτίσκον της κυνός. Ἦτο δὲ φανερὸν ὅτι ἀπελάμβανε τὴν σκυλογάμευσίν της, σχεδόν ὡσὰν νὰ τὴν γαμοῦσε προσφιλὴς ἀνήρ, καὶ ἔσειε καὶ ἔσπρωχνε τὸ ἀκάλυπτον κωλαράκι της πρὸς τὰ ὀπίσω, εἰς προϋπάντησιν τῶν ραγδαίων λογχισμῶν τῆς σουβλερᾶς τοῦ μολοσσοῦ ψωλῆς, ποὺ εἰσέδυεν εἰς τὴν στενήν της ὀπισθίαν σήραγγα, ἐνῶ ἡ γαμουμένη παῖς, ἐκβάλλουσα τώρα πάλιν, χωρὶς ἶχνος πόνου ἢ δυσφορίας, ὀξείας φωνὰς καθαρᾶς λαγνείας, ἔστρεφε τὴν κεφαλήν της διὰ νὰ ἀπολαύσηι, εἰ δυνατόν, καὶ διὰ τῶν ὀφθαλμῶν, ἐνῶ ὁ σφίγγων αὐτὴν μὲ τοὺς προσθίους του πόδας εἰς τὴν μέσην κύων, ἔλειχεν ἐνίοτε περιπαθῶς αὐτὴν εἰς τὸν ἀυχένα, καθὼς ἡ Νόλα κύπτουσα ηὐνάνιζε τὴν αὐνανίζουσαν τὴν Γκρέταν ἀδελφήν της. (Μέγας Ἀνατολικός, Τόμος 2, σ. 120).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι το τεραστίων διαστάσεων, το εκτός λογικής και πραγματικότητας, βυζί.

Συνήθως συναντάται στις αφρατούλες γυναίκες και φημίζεται εκτός των άλλων και για το βάρος του.

Η ονομασία φυσικά παραπέμπει ευθέως στα μαστάρια των αγελάδων.

- Τί μοσχαρόβυζα είναι αυτά ρε μαλάκα; Και ο Πύρρος θα δυσκολεύονταν να τα σηκώσει!

μοοού, έκανε ο γερο-ταύρος... (από BuBis, 10/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η γκόμενα που έχει κορμάρα που φουσκώνει παντελόνια αλλά μούρη που εκτροχιάζει τρένα από την ασχήμια της .... και ωσεκτουτού η χρησιμότητά της είναι αυτή της γαρίδας: τρως το σώμα και φτύνεις το κεφάλι ...

- Κολλητέ τσέκαρε κώλο το μωρό...!!
- Το είδα αλλά η τύπισσα είναι γαριδογκόμενα, άμα γυρίσει πρόσωπο θα πάθεις εγκεφαλικό!....

βλ. επίσης γαρίδα, γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα και πεσκανδρίτσα

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η σύνθετη αυτή λέξη παράγεται εκ των λέξεων τσιμπούρι και βυζί.

Το τσιμπούρι είναι ένα μικρό έντομο της οικογένειας των παρασίτων που τοποθετεί στο στόμα του μόνιμα πάνω στο δέρμα του οργανισμού του σκύλου, του πρόβατου, του ανθρώπου, κλπ και τρέφεται με το αίμα του συγκεκριμένου οργανισμού.

Η τσιμπουροβύζα είναι η γυναίκα που διακρίνεται για το υπερβολικά μικρό έως ανύπαρκτο στήθος της και ονομάζεται έτσι λόγω των πολύ μικρών διαστάσεων που έχει το τσιμπούρι. Η σχεδον flat επιφάνειά της θυμίζει κατ' αναλογία μορφολογία εδάφους Αγγλίας (ανυπαρξία ορεινών όγκων).

Η τσιμπουροβύζα τέλος, λόγω του σχεδόν αμελητέου στήθους της, έχει μικρή θηλυκότητα, με αποτέλεσμα πολλές εξ αυτών να μπορούσαν να αποκαλεστούν και ως: ουδέτερο pH

- Σου αρέσει το γκομενάκι που τραβάω τελευταία;
- Καλά κολλητέ... Πολύ τσιμπουροβύζα η δικιά σου.
- Μπα δεν με απασχολεί αυτό. Είναι ηφαίστειο!
- Ηφαίστειο με flat επιφάνεια; Δεν ξανακούστηκε. Βρε αν η γυναίκα δεν έχει πιασίματα... βράσε όρυζα.
- Ναι, ενώ η δικιά σου... σωστό θωρηκτό Ποτέμκιν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το αιδοίο από 'rear-view' οπτική γωνία.

Για να καταλάβει κάποιος την ακριβή έννοια του όρου, θα πρέπει να το δεί στην πραγματικότητα. Ένα super επιτυχημένο 'μύδι' επιτυγχάνεται ως εξής:

  1. Η γυναίκα πρέπει να φοράει μίνι
  2. Πρέπει να σκύψει να πιάσει κάτι από το έδαφος
  3. Σκύβοντας, τα πόδια πρέπει να είναι ενωμένα και να ΜΗΝ λυγίσει τα γόνατα
  4. ΔΕΝ πρέπει να φοράει εσώρουχο.
  5. Ο αναζητητής προέλευσης του όρου (δηλαδη ΕΣΥ) πρέπει να βρίσκεται ακριβώς από πίσω της και σε κάποια σχετική απόσταση

Αν όλα τα παραπάνω γίνουν με τη σωστή σειρά, τότε ο 'αναζητητής του όρου' θα μπορέσει να απολαύσει ένα υπέροχο μύδι.

Η εικόνα του αιδοίου σε αυτή την στάση θυμίζει έντονα το δημοφιλές οστρακοειδές, εξ' ου και ο όρος. Γι' αυτό:

(α) Τα μύδια είναι τόσο δημοφιλή και νόστιμα
(β) Θεωρούνται μεγάλο αφροδισιακό

Είχα την τύχη να ακούσω για πρώτη φορά τον όρο από έναν επίστρατο Θεσσαλονικιό - τελείως λαϊκό τύπο. Η στιχομυθία είναι πραγματική:

Είμαστε στην καρότσα μιας Καναδέζας και ο τύπος φοράει γυαλί μάσκα, με φραπεδιά στο χέρι και μπεγλέρι. Χαζεύουμε στο δρόμο, ώσπου ξαφνικά βλέπουμε Ρωσίδι να κάνει την κίνηση-μύδι. Ο τύπος πετάγεται απ'το κάθισμα σαν τρελλός (γνωρίζοντας το τι θα ακολουθούσε) και γουρλώνει τα μάτια λέγοντας:

- Μαλλλάκα...Κοίτα το μωρό! Φαίνεται το 'μύδι' της!!!
- Το ποιο;;;;;
- Το μύδι ρε φιλλλαράκι, το μύδι!!!! Μωρρρροοό μου!!!!

Για του λόγου το αληθές! (από Vrastaman, 22/10/08)Όλο μέσα. (από Galadriel, 05/02/09)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τα πολύ μικρό γυναικείο στήθος. Η λέξη αποτελείται από το γάτα + βυζιά -- βυζιά μικρά σαν της γάτας.

Τι φοράει αυτή το wonderbra; Ό,τι και να κάνει, γατόβυζα θα έχει...

Γατόκωλο. (από Galadriel, 01/03/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η παντελώς αγάμητη γυναίκα. Τόσο πολύ, που το μουνί της έχει αραχνιάσει.

Εσύ, αραχνομούνα, θα βρεις ποτέ κανένα γκόμενο;

Αγόρια προσοχή κυκλοφορούν αραχνομούνες. (από joe909, 01/09/11)

Βλ. και πιάνω αράχνες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία