Η φυσαρμόνικα είναι ένα (εισ-)πνευστό όργανο, που ανήκει στην ίδια κατηγορία με το κλαρίνο και το πουλόφωνο, όντας ελάχιστα μόνο κρουστό, όπως το τελευταίο. Το ιδιάζον της φυσαρμόνικας είναι ότι είναι πιο μινιόν απ' το κλαρίνο και συνιστάται για ρομαντικές βραδιές με καλή παρέα (βλ. πρώτο άσμα στα παραδείγματα), για να δημιουργηθεί ατμόσφαιρα.

Ο όρος υπήρχε ανέκαθεν, αλλά παγιώθηκε έτι περαιτέρω ύστερα από τα κατορθώματα της σολίστ στην φυσαρμόνικα, Monica Lewinsky. Από τότε ο όρος «φυσαρμόνικα» χρησιμοποιείται και για να προσδιορίσει θήλεα νέας κοπής, που επιλέγουν (ή έχουν ήδη) ως ονοματάκι τους, το «Μόνικα» (βλ. και Λάουρα, Λίλιαν κ.ο.κ.), και οι οποίες εικάζουμε ότι διαλέγουν το όνομα αυτό επί τούτου, για να επαγγελθούν ότι είναι σολίστ στην φυσαρμόνικα. Για να είμαστε πάντως δίκαιοι απέναντι στις λοιπές κορασίδες με προεξάρχουσα τη Λίλιαν , ήτοι στις Λάουρα, Μαριλού, Δεβώρα, Βερόνικα, Σάντρα, Αλέξια κ.τ.λ., πρέπει να πούμε ότι: το όνομα Μόνικα στα τέλη των 90ς και στα 00ς έχει καταστεί κακόσημο, όπως άλλοτε το Λολίτα, κι ενώ αυτές που τυχόν το είχαν ήδη δικαιολογούνται, αυτές που το λαμβάνουν επί τούτου, δηλώνουν με αυτό ότι είναι (ή επιδιώκουν να γίνουν) τελειωμένες σολίστ της φυσαρμόνικας, και ωσεκτουτού δεν έχουν καμία δικαιολογία να μην επιτελέσουν τα υπονοούμενα που αφήνουν να αιωρούνται με το ονοματάκι τους.

Ασφαλώς, το όνομα έχει καταστεί διάσημο από την θρυλική Monica Belucci, την πρέσβειρα του μονικικού σεξουαλισμού. Ενώ δεν είναι τυχαίο ότι το όνομα «Μόνικα» τιμά ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός πολλά υποσχόμενων πορνοστάρ (συνήθως αμερικάνες, ανατολικές και βραζιλιάνες), όπως η Monica Mayhem, η Monica Mattos, η Monica Mendez, η Monica Roccaforte, η Monica Sweetheart, η Monica Hajkova κ.ά.. Στην περίπτωση που, όπως οι τρεις τελευταίες, η Μόνικα είναι ανατολικής προέλευσης το «Μόνικα» προφέρεται με βαριά προφορά «Μούνικα», επιτείνοντας τις υποσχέσεις.

Να τονίσουμε, τέλος, ότι η νέα τροπή που έχει λάβει το μουσικό όργανο της φυσαρμόνικας, έχει δώσει νέες διαστάσεις και στην κλασική έκφραση «βραχνή φυσαρμόνικα» (βλέπε πρώτο άσμα). Η «βραχνή φυσαρμόνικα» είναι πλέον ο Υπερθετικός της φυσαρμόνικας, κατά τον υπαινιγμό ότι κάποια/ος έχει βραχνιάσει από το υπερβολικό παίξιμο φυσαρμόνικας με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Είναι γνωστό ότι το παίξιμο της φυσαρμόνικας προκαλεί βραχνάδα, βήχα, πνιξίματα και άλλες τέτοιες ενοχλήσεις, που αντιμετωπίζονται πάντως αποτελεσματικά με καραμέλες Halls και άλλους παρόμοιους τρόπους. Πάντως, το ότι το εν λόγω κάπως ερασιτεχνικό μουσικό όργανο έχει καταστεί ιδιαίτερα σέξι, έχει απογειώσει τον σεξουαλισμό μουσικών χώρων, όπως τα ναμαγαπάδικα, τα κατσιμηχέσω, οι «Παλόμες» κ.ο.κ. (Βλ. πρώτο άσμα).

- Τον βλέπεις τον Σάκη; Έχω να σου πω εγώ ράμματα για την γούνα του!...
- Τι εννοείς; Την ρουφάει τη λάβα σοκολάτας;
- Ακριβώς! Την παίζει την φυσαρμόνικα!

- Να σου πω ρε Μένιο... Αν ήταν να διαλέξεις ανάμεσα σε Λάουρα και Μόνικα, ποιαν θα προτιμούσες;
- Την Λάουρα την Καυλάουρα δαγκωτή!
- Πρόσεξε όμως! Η Λάουρα μπορεί να είναι Καυλάουρα. Όμως κι η Μόνικα είναι Φυσαρμόνικα!
- Δύσκολα διλήμματα μου βάζεις ρε φίλε πρωινιάτικα! Δεν γίνεται να τις συνδυάσουμε και τις δύο;

- Άσε ρε φίλε! Είδαμε μια τσόντα όλοι μαζί χτες! Τον κάναμε σφεντόνα!
- Και οι πρωταγωνίστριες;
- Ξέρεις, όλο το μουνικαριό. Όλες που 'ναι καλές στην φυσαρμόνικα!

- Ρε Χάρη πότε θα μαζευτούμε όλοι μαζί με καμιά κιθαρίτσα, έτσι να κάνουμε κέφι βρε αδερφέ;
- Λες να πάμε σε κανά ναμαγαπάδικο;
- Μπα καλύτερα home-made. Θα φέρω και την φίλη μου την Μόνικα, να μας παίξει κανά κομμάτι στην φυσαρμόνικα, να φτιάξουμε ατμόσφαιρα.
- Ε, πες το απ' την αρχή ρε φιλάρα! Μέσα είμαι!

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΜΕ ΑΣΜΑΤΑ

  1. «Παίξε βραχνή μου φυσαρμόνικα», των Πάνου και Χάρη Κατσιμίχα
    Παίξε βραχνή μου φυσαρμόνικα
    γι' αυτούς που 'ρθαν απόψε εδώ πέρα
    ποιος ξέρει τι θα φέρει το πρωί
    φίλοι και φίλες καλησπέρα
    Παίξε βραχνή μου φυσαρμόνικα
    ποιος ξέρει τώρα πια αν με θυμάται
    παίξε για την αγάπη μου
    που μ' άλλονε κοιμάται
    Παίξε βραχνή μου φυσαρμόνικα
    παίξε μου την Παλόμα
    μη φύγετε κι ας είναι αργά
    ας πιούμε κάτι ακόμα
    παίξε γι' αυτούς που ήρθανε
    η νύχτα κρατάει ακόμα.

  2. «Αμερικάνα Όμορφη» του πλανητάρχη Τάσου Μπουγά.

Καμ αν λέντις εν τζέντλεμεν! Μπέλι ντανς! Καμ αν εβρυμπάντι στην πίστα!

Αμερικάνα όμορφη πηγαίνει στην δουλειά,
Αμερικάνα όμορφη πηγαίνει στην δουλειά,
τον Μπίλυ ερωτεύεται και ήθελε για να,

(ο πλανητάρχης γυρνάει στην τραγουδίστρια απορητικός):
- Τι ήθελε, ξέρεις εσύ να μας πεις;
- Μπουλκουμέ!
- Γουάτ ις δις, μπουλκουμέ;
- Αμέρικαν κλαρινέ.
- Οοο γιέααα!

Τα Μέσα Ενημέρωσης με το Ντι-Εν-Ε,
τα Μέσα Ενημέρωσης και το Σι-Εν-Ε,
εβγάλαν στον αέρα του Μπίλη το λεκέ,
(σε πρόζα, α καπέλα:) κι έτσι έγινε και σταρ η Μίσιζ Φυσαρμόνικα.

(γυρνώντας προς την τραγουδίστρια:)
- Πήγαινε κι εσύ με κανά Πρεζιντέν.
- Ο γιέα, γιέα!...

Γι' αυτό, λοιπόν, ο Μπίλυ από σαξοφωνέ,
γι' αυτό, λοπόν, ο Μπίλυ από σαξοφωνέ,
το γύρισε στο πούρο,
και στο κλαρινέ, και στο κλαρινέ, και στο κλαρινέ, (δις)

(προς τραγουδίστρια σε πρόζα:)
- Έτσι είν' αυτά τα παιχνίδια, άκου τα...
- Δατς γκουντ! Δατς γκουντ!
- Δατς γκουντ, ε; Οκέι!

(θαμών με ενθουσιαστικές τάσεις:)
-Αυτός είσαι ρε Μπουγά!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Φωνάζω πολύ
  2. Τραγουδάω με φουλ λαρύγγι ή τραγουδάω χάλια
  3. Σλανγκικώς πως: τον παίρνω στο στόμα μέχρι λάρρυγγος γιατί θέλω να το παίξω Λίλιαν αλλά δεν το αντέχω ούτε το κατέχω και τα παίζω και πνίγομαι και γίνομαι ρεζίλι των σκυλιώνε.
  1. (ο δάσκαλος στα παιδάκια)
    Ξελαρυγγιάστηκα να σας λέω τα ίδια και τα ίδια... Πότε θα με ακούσετε επιτέλους!!!

  2. - Πώς πήγε η τσάρκα με τα μπουζουκομούνια χθες;
    - Άσε, μας πήγανε και καλά για πλάκα σε ένα d class κωλάδικο στην εθνική με μια τραγουδιάρα που ξελαρυγγιαζόταν και μας έφυγαν τ' αυτιά...

  3. (ΓΚΑΧ! ΓΚΟΥΧ! ΓΚΜΟΥΧ! ΟΥΓΚΑΧ! ΜΓΚΑΧ! ΜΠΦΦΦΦ!)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένα όφωνο αλλιώτικο απ' τ' άλλα. Με αυτό, ορισμένες αξιέπαινες κυρίες που ζουν ανάμεσά μας, δίνουν κανονικά ρεσιτάλ. Ο λυτρωτικός και καθαρτικός χαρακτήρας μιας υψηλής τέχνης απαιτήσεων.

Το πέτσινο μικρόφωνο θέλει να το πονάς, θέλει να το ματώνεις. Η επιτυχία στο άθλημα επ' ουδενί πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Απαιτείται μακροχρόνια τριβή με το αντικείμενο, στοχοπροσήλωση, συνέπεια και συνέχεια. Πάνω απ' όλα πρέπει να το αγαπάς το άθλημα. Όχι «πιάσαμε όλοι από 'να μαρκούτσι και την είδαμε τραγουδιστές». Όχι αγάπη μου, δεν είναι τόσο απλό.

Όροι επομένως όπως πέτσινο μικρόφωνο, κλαρίνο ή βουκολική φλογέρα, υπογραμμίζουν τον εξόχως συναγωνιστικό χαρακτήρα της εν λόγω αγαθοεργού και θεαρέστου πρακτικής. Δεν είμαστε όλες ίσα κι όμοια, πώς να το κάνουμε. Άλλες το 'χουν, άλλες δεν το 'χουν. Όπως σημειώνω και στα παραδείγματα εδώ, η πεολειχία ελάχιστα απέχει από την αναγόρευσή της ως επισήμου ολυμπιακού αθλήματος. Τα όργια (διαγωνισμοί τσιμπουκιού) που έκαναν οι αγγλίδες σε θέρετρα όπως Φαληράκι Ρόδου, Λαγανάς Ζακύνθου, Κάβος Κερκύρας κ.ο.κ., δεν σοκάρουν όπως παλιά την ελληνική καθημερινότητα.

Και μια τελευταία βελτσιά, έτσι να μην ξεχνιόμαστε: οι πεολειχιάστρες αποτελούν τους σύγχρονους συνεχιστές μιας μακράς και αγλαούς προφορικής παράδοσης, εκπρόσωποι μιας αειθαλούς κουλτούρας προφορικότητας. Παράδοση που ξεκινά απ' τον Όμηρα, τους ραπ-σωδούς και τους αοιδούς, την αρχαϊκή ποίησις της Σαπφούς και του Αλκμάνα, συνεχίζεται εν τη Ρωμανία με τον Διγενή Ακρίτα και τα λοιπά άσματα του ακριτικού κύκλου, περνάει κι απ' τα Δημοτικά Τραγούδια. Με τις υγείες σας.

- Θυμάσαι κάτι χαρακτηριστικό που σου έχουν πει για τον κώλο σου;
- Πολλά έχουν πει: «Ποπο κωλάρα!», «Τι κωλάρα είν' αυτή!», «Να σε σκίσω!» κλπ. Δεν μ' αρέσουν όμως αυτές οι ατάκες...
- Τραγουδάς στο μπάνιο σου;
- Όχι, δε μ' αρέσει.
- Έχεις τραγουδήσει ποτέ στη ζωή σου με πέτσινο μικρόφωνο;
- Τι εννοείς; (σ.σ.: γέλια) Σα δε ντρέπεσαι!

Το παραπάνω είναι απόσπασμα από συνέντευξη μιας κάποιας κιουρίας Μάρσιας Αλεξάνδρου, η οποία φωτογραφίζεται με αδαμιαία περιβολή στο MAXIM Δεκεμβρίου (αυτό με τη Σάσα Μπάστα). Όποιον ενδιαφέρει, ας ρίξει μια ματιά εδώ.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ανάλογα με τις δραστηριότητες που κάνουμε με το λαρύγγι μας, μπορεί να σημαίνει:

  1. Τον ρουφιάνο, τον σπιούνο, τον πληροφοριοδότη. Βλ. και χαμοκελάηδα, όπως και βαθύ λαρύγγι.

  2. Αυτόν /-ήν που κάνει βαθύ στοματικό σεξ, το βαθύ λαρύγγι, και ξελαρυγγιάζεται (αγγλιστί deepthroat, throatfuck).

  3. Την εντυπωσιακή φωνάρα.

  1. - Παρνασσέ, οφείλω να σε προειδοποιήσω, μέσα στην ομάδα σου έχεις ένα λαρύγγι!
    - Ποιον εννοείς, Γκιώνα;
    (Από ταινία για την Αντίσταση που δεν γυρίστηκε ποτέ).

  2. Δυστυχώς, οι κλειτορίδες των γυναικών βρίσκονται εκεί ακριβώς που πρέπει, οπότε το «βαθύ λαρύγγι» δε βρίσκεται στις πρώτες προτεραιότητές τους στη λίστα του τι θέλουν να κάνουν κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης. Αν η πεολειχία-γεώτρηση είναι αυτό που πραγματικά επιθυμείς, μάλλον θα πρέπει να το συζητήσεις πρώτα μαζί της. Το να χώσεις το πέος σου απροειδοποίητα βαθιά στο στόμα της, μάλλον θα έχει σαν αποτέλεσμα ασφυξία ή τάση προς έμετο. (Πορνοταινίες: Ποια sex tricks να μην αντιγράψεις)

  3. - Πω πω φωνάρα η δικιά σου δικέ μου, και το πρώτο λαρύγγι. Κοίτα να δεις! Τέτοια λαρύγγια και να τραγουδάνε στα νταμάρια!
    (Ο ήρωας Βασίλης του Χάρρυ Κλυνν, όταν πήγε στο Ηρώδειο).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Βασίλης Σαλέας. Ο γνωστός Τσιγγάνος λαϊκός κλαρινοπαίχτης. Επίσης με το ίδιο όνομα και επίσης κλαρινοπαίχτης δημοτικών τραγουδιών (και το γνωρίζουν λίγοι) ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος-Σαλέας (1929-1972).

  2. Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε γυναίκα, η οποία έχει μεγάλη εξειδίκευση, πολύ υψηλή τεχνική στον στοματικό έρωτα, αλλά και αγάπη σ'αυτό που κάνει. Παίζει τόσο αριστοτεχνικά το αντρικό μόριο στο στόμα της που πραγματικά θυμίζει το κλαρινοπαίξιμο που μαγεύει μικρούς και μεγάλους του γίγαντα Βασίλη Σαλέα. Είναι επαγγελματίας, καταξιωμένη και με μετάλλια στον χώρο της πίπας.

- Φτηνό πολύ το 'ρδέλο που πήγαμε χθες και λίγη ώρα κάτσαμε αλλά περάσαμε καλά τουλάχιστον.
- Ναι ρε φίλε. Τι πίπα ήταν αυτή που έκανε η τανάπου, ένα τέταρτο μου τον είχε στο στόμα. Ο Σαλέας ήτανε;

(από Mpiliardakias, 03/04/14)(από Mpiliardakias, 03/04/14)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Θα σε φτιάξω εγώ (αλλά με οικείο ή και φιλικό τόνο), θα σε σενιάρω, θα σε τακτοποιήσω, θα σε βυσματώσω/βολέψω.

    Απευθύνεται από φίλο/συγγενή προς φίλο/συγγενή όταν θέλει να βοηθήσει τον δεύτερο να ξεμπερδέψει από κάτι κτλ. Από βύσμα προς βυσματία όταν θέλει να εφησυχάσει τον δεύτερο για το σίγουρο αποτέλεσμα της πρόσληψής του σε μια Ιδιωτική ή Δημόσια επιχείρηση/οργανισμό, την καλή μετάθεση του υιού στο ΓΕΣ κτλ. Ακόμα κι από έναν συνοικιακό έμπορα(μανάβη, κρεοπώλη, ιχθυοπώλη κτλ.) προς έναν συχνό του πελάτη όταν θέλει να πείσει σε φιλικό τόνο τον δεύτερο για την υψηλή ποιότητα του προϊόντος που θα του δώσει.

  2. Θα σε φτιάξω εγώ (αλλά με απειλητικό ή και εχθρικό τόνο), θα σε κανονίσω, θα σε τακτοποιήσω με μαφιόζικο/μάγκικο τρόπο.

  3. Θα σε κάνω Μάγκα ή Γιώργο Μάγκα! Μεταφορική, απειλητική και με σεξουαλικό υπονοούμενο έκφραση συνήθως προς μια γυναίκα. Μιας και υπονοεί ότι θα την κάνει εκείνος που το λέει, εξπέρ στο «κλαρίνο»(στοματικό σεξ, κοινώς στην πίπα) ταυτίζοντας την μαεστρία που θα αποκτήσει στην πίπα η εν λόγω γυνή με εκείνη του πασίγνωστου δεξιοτέχνη Τσιγγάνου κλαρινοπαίχτη από την Λιβαδειά Γιώργου Μάγκα.

  1. - Θα της μιλήσεις ρε φίλε να τα ξαναβρούμε; Σε παρακαλώ κι από εμένα ότι θες!
    - Μην ανησυχείς καθόλου, θα σας τα ξαναφτιάξω εγώ. Τί φίλοι είμαστε;

  2. - Σε έδωσε στο αφεντικό ρε έμαθα ο Άκης γι'αυτά που συζητούσαμε προχθές στο γραφείο.
    - Άσ'τον, θα'ρθει η ώρα του σύντομα. Θα τον κάνω μάγκα εγώ τον τύπο!

  3. Τί τσιμπουκόχειλα έχει αυτό το μωρό απέναντι, κοίτα, κοίτα ρε φίλε... Πω πω, την κάνεις ή δεν την κάνεις Μάγκα;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία