Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Οι διαφορές ή οι κόντρες εις την χιπχοπικήν. Τα ραπερόνια και οι λοουμπαπάδες λύνουν τα μπιφ τους με αμοιβαία χωσίματα φρήσταϊλ ριμών σε κλαμπ, ή με τσο και λο στο πεζοδρόμιο.

Εκ του μελαψοαγγλοσαξονικού beef (διαφωνία, κόντρα), το οποίο έχει αρχαιότερες ρίζες.

1.
κοιταξτε ρε σεις , μου κλεψανε τις ρυμες! θα αρχισει νεο μπιφ στην ελληνικη σκηνη!

2.
«Σε ραπ challenge που απηύθυνε ο Νικήτας Κλιντ στο Γιωργάκη δεν έλαβε καμία απάντηση, ενώ σε προσπάθειες του ιδίου να κλείσει τις συζητήσεις στο Facebook με ένα «έγινε οκ», ο 14χρονος συνέχιζε την κουβέντα. Φαίνεται πως πρέπει να περιμένουμε το αποτέλεσμα της μάχης της Παρασκευής για να λήξει μια για πάντα αυτό το «μπιφ»».

3.
Μογλη τιποτενιε θιφ; ξεκίνησες μπιφ και θα σου κανω τη μαπα πορτατιφ και μετα θα φαω ενα ροζμπιφ απεριτιφ;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μουσικής έμπνευσης σλανγκ, παλαιάς κοπής. Κορώνα είναι το σημείο σταθμός μιας άριας ή ενός χορωδιακού, αλλά και ενός όποιου μουσικού έργου, εκεί όπου κορυφώνεται και στέκει για λίγο η φωνή / φράση κατάτι περισσότερο από τη νορμάλ διάρκειά της, κάτι σαν τα άλματα του Νουρέγιεφ στον αέρα.

Όταν λοιπόν, μετά από χιλιάδες στραβοπατήματα, λάθη, βρωμιές και μουντζούρες τα μπουρδουκλώνουμε και καταλήγουμε στην τελική νότα -είτε παίζουμε μόνοι μας ή συναντιόμαστε εκεί με τους άλλους- η ανακούφιση του εκτελεστή και του ακροατή είναι τέτοια, η τελική αυτή στιγμή είναι δηλαδή τόσο ισχυρή, που επισκιάζεται το προηγούμενο χάος, λέμε τώρα.

Μεταφορικά, είναι η αίσια κατάληξη μιας προηγουμένως χαοτικής κατάστασης.

Περίπου συνώνυμο των «παρά τρίχα», «στο παρά πέντε», στο τσακ.

  1. - Πώς ήταν η συναυλία;
    - Σκατά, ο καθένας έπαιζε μόνος του, στρώσανε την τελευταία στιγμή. Ραντεβού στην κορώνα, που λένε.

  2. - Το λύσατε το μεσανατολικό;
    - Ας πούμε ναι, ραντεβού στην κορώνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στέκομαι κλαρίνο. Σημαίνει στέκομαι όρθιος, ευθυτενής σαν κλαρίνο όρθιο (βλ. και στέκομαι σούζα). Να μην συγχέεται με το κλαρίνο/τσιμπούκι, καθώς δεν έχει καμία σχέση ο ένας ορισμός με τον άλλο.

Ο όρος προέρχεται από το μουσικό όργανο κλαρίνο ή, πιο ορθά, κλαρινέτο, το οποίο είναι πνευστό που ανήκει στα λεγόμενα «ξύλινα» πνευστά μαζί με το όμποε (οξύαυλος, κοινώς πίπιζα), αγγλικό κόρνο (μεγάλο όμποε), φαγκότο (βαρύαυλος), κόντρα φαγκότο, φλάουτο (πλαγίαυλος), σαξόφωνο κλπ. Προφανώς ο όρος «ξύλινα» δεν αναφέρεται τόσο στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όργανα αυτά, αλλά πιο πολύ στον τρόπο παραγωγής του ήχου: όσα πνευστά παράγουν ήχο με «μπουκίνο» (μεταλλικό «ποτηράκι» στο οποίο εφαρμόζουν τα χείλια) ονομάζονται «χάλκινα» (τρομπέτα, τρόμπα - καμία σχέση με την τρόμπα μαρίνα, η οποία είναι έγχορδο αναγεννησιακό όργανο), τρομπόνι, κόρνο, τούμπα κλπ), ενώ τα υπόλοιπα που παράγουν ήχο με καλάμι (διπλό ή μονό), είτε με άλλο τρόπο, ανήκουν στα «ξύλινα» πνευστά.

Ο επίσημος όρος για το κλαρίνο είναι ευθύαυλος, αλλά είναι παρεξηγήσιμο να πει κανείς «παίζω ευθύαυλο», αντί του ορθού «παίζω κλαρίνο» ή «παίζω το κλαρίνο».

  1. Βγήκε ο στρατηγός και στάθηκα κλαρίνο!

  2. Τους είχε σαν στρατιωτάκια. Να φανταστείς, μόλις έμπαινε στην αίθουσα, στεκόταν όλοι κλαρίνα!

κλαρινέτο (από panos1962, 30/10/09)Μπουκίνο, τσι-μπουκίνο ἢ σκέτο μποκίνο; (από aias.ath, 30/11/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κραυγή ενθουσιασμού του δημοσίου υπαλλήλου, που μπορεί να τα ξύνει με την ησυχία του στο Δημόσιο μονιμοποιημένος, αντί να τον τρέχει στον ιδιωτικό τομέα ο κάθε ρουμάνος.

«Φορέβα» από το «for ever», όπως καθιέρωσαν τα Ημισκούμπρια.

Δεν θέλω κάτσε σήκω, ανέβα και κατέβα,
γιατί τα ξύνω μόνιμα, Δημόσιο φορέβα!
(Ημισκούμπρια)

Δημόσιο φορέβα (από Dirty Talking, 13/02/09)συμβαίνει κ αλλού (από gaidouragathos, 11/04/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ειρωνική Σκαρίμπεια έκφραση (κλασσική πλέον), που αναφέρεται στους κουραδόμαγκες και στους βλάχους, που μόλις πιούνε κανα ποτήρι παραπάνω, σερνικώνουνε ευθύς και απαιτούν να χορέψουν ζεϊμπέκικο (δικής τους χορευτικής εμπνεύσεως), χαζοπηδώντας σα να πατάνε σταφύλια, παρά τα θυμηδή χαμόγελα των μουσικών.

Είπαμε. Η κοινωνική αναμόχλευση στην Ελλάδα (ιδίως μετά τη Χούντα), απέβη μοιραία για την ορατότητα των κοινωνικών τάξεων. Αυτά τα «εργάτες-αγρότες-φοιτητές», μας αποτέλειωσαν. Ο Κοεμτζής μπορεί να καθάρισε καμπόσους για μια παραγγελιά (λέει), αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Η αρετή μπορεί να είναι διδακτή, μπορεί και όχι. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον χορό.

Οι περισσότεροι σημερινοί άνδρες θεωρούν καθήκον των να παραλληλισθούν προς τους ασίκηδες ανατολίταις (κι ας φοράνε εβροπαηκό κουστούμι κι ας πιθηκίζουνε τα θέσφατα του Ζαμπούνη), όμοια όπως οι περισσότερες γυναίκες παρασταίνουν το εντεψίζικο νταρντανοθήλυκο της παλιάς (σκατά!) γειτονιάς, λικνιζόμενες σε μελάτα νησιωτο-τσιφτετέλια, χωρίς να τα γνωρίζουν -ενώ πληρώνουν αδρά για μαθήματα ταγκό (sic)- (κι ας φοράνε Ντιορ κι ας έχουν διδακτορικό φιλοσοφίας).

Για την ιστορία, τα κατά τόπους ζεϊμπέκικα, ούτε αποκλειστικά κατά μόνας χορεύονται (βλ. το χορικό στον «Δράκο» του Ν. Κούνδουρου), ούτε ανδρικό προνόμιο είναι (π.χ. Στο τούρκικο ζεϊμπέκικο χορεύει κι η γυναίκα, που όμως κάνει διαφορετικές κινήσεις π.χ. σαν να φέρνει νερό με τη στάμνα κλπ).

Δυστυχώς, ο παραδοσιακός χορός κι η μουσική στην (όποια) Ελλάδα, έχουν κακοποιηθεί βάναυσα και οποιαδήποτε ρετροβασία (κατά το κτηνοβασία) αποβαίνει άκαρπη.

Υφίσταται μια μυθολογία (και παπαρα-φιλολογία) γύρω απ’ το τρίπτυχο ρεμπέτικο-μαγκιά-ζεϊμπέκικο, αλλά δεν προτίθεμαι να ρίξω το άπλυτο φως, γιατί θα σεντονιάσει ο ορισμός.

Άλλωστε, περί τα «βαριά πεπόνια» και τα σεντόνια, υπάρχει και το σκωπτικόν:
«Αντώνη-Αντώνη-μην τρώς πολύ πεπόνι-ο κώλος σου τεντώνει-θα χέσεις το σεντόνι».

- Πώ ρε σύ, κοίτα τί φιγούρες κάνει ο τύπος!
- Χαρά στον κύριο με μί κεφαλαίο! Σα να πατάει σταφύλια κάνει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέγεται για μια απολύτως αποτυχημένη συνεννόηση, που είναι τελείως άλλα αντ' άλλα της Παρασκευής το γάλα, καθώς άλλα λέει ο ένας, άλλα καταλαβαίνει ο άλλος και η επικοινωνία ναυαγεί πλήρως. Συναφής έκφραση το συνεννόηση κλαρίνο, όπου και μια σειρά από συνώνυμα.

Σημειωτέον ότι κατά την μάλλον επικρατούσα εκδοχή το μπουζούκι (δες εδώ) «ετυμολογείται από την τουρκική λέξη bozuk που σημαίνει χαλασμένος, ακατάστατος, ίσως επειδή χρειαζόταν να αλλάζει συχνά κούρδισμα» (χωρίς να υπονοούμε ότι από αυτήν την τουρκική σημασία προέρχεται η ελληνική έκφραση συνεννόηση μπουζούκι). Δες και τα σχόλια στο μπουζουκοκέφαλος.

Πάσα: Allivegp.

  1. Η ωριμότητα είναι καθαρά θέμα ατόμου. Αλλά μια 20άρα δύσκολα θα έχει κοινά με έναν 35άρη. Όχι ότι είναι θέσφατο αλλά συνήθως εκείνη θα νοιάζεται να περάσει το μάθημα και να πάει το Σάββατο στον Μαζωνάκη κι εσύ να βγάλεις τον μήνα και να πληρώσεις τα χαράτσια. Θα σου λέει για κλάμπινκγ και εσύ θα της λες για το ωραίο ταβερνάκι στην ακρογιαλιά. Συνεννόηση μπουζούκι δηλαδή. (Εδώ).

  2. CIPA-ΚΕΒΕ: Συνεννόηση μπουζούκι… κινέζικο. Όσο παράδοξο και αστείο και αν ακούγεται, τη Δευτέρα 30 Μαϊου πραγματοποιήθηκαν δύο διαφορετικές παρουσιάσεις για την Κύπρο στη Σανγκάη της Κίνας σε ξενοδοχεία που απέχουν μεταξύ τους μερικά λεπτά! [...] Τίθεται ξεκάθαρα θέμα ασυνεννοησίας και ελλειπούς οργάνωσης. Ειδικά για τον CIPA που λειτουργεί με κρατικούς πόρους εύκολα μπορεί να διερωτηθεί κάποιος γιατί δεν έγινε μία διευθέτηση τα δύο συνέδρια να πραγματοποιηθούν μαζί. Και για εξοικονόμηση πόρων αλλά και για διευκόλυνση τυχόν ενδιαφερόμενων επενδυτών. (Εδώ).

  3. Οι σχέσεις σήμερα. Συνεννόηση μπουζούκι. (Δες εδώ το παράδειγμα).

(από Khan, 04/12/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αποτελεί σύντομο διάλογο σε μπαφοκατάσταση. Μετά το πέρας αρκετών γύρων του μπάφου που έχει αρχίσει και επέρχεται σχετικά ο κορεσμός των συνδαιτυμόνων σε THC ή σε λιγότερο οργανωμένες παρέες που δεν τηρούν τον κανόνα του ρολογιού (το τσιγάρο να γυρίζει αυστηρά από το ένα άτομο μόνο προς αυτόν που κάθεται αριστερά του, ώστε να γίνεται ένας κύκλος) ο κάτοχος του μπάφου λέει τη λέξη «Μποπ» και όποιος από την παρέα απαντήσει τη λέξη «Μάρλεϋ» τον παίρνει.

Αυτή η μέθοδος είναι πολύ αποτελεσματική στο να εξασφαλίζει γρήγορα και άκοπα τη διαδοχή του μυρωδάτου τσιγάρου προς το άτομο της παρέας που το θέλει περισσότερο, ενώ είναι και αποδεδειγμένα λιγότερο κλασμένος από τους άλλους, αφού κατάφερε να συγκεντρωθεί και να απαντήσει πρώτος στο κάλεσμα του χόρτου. Επίσης είναι και ένας εύκολος τρόπος για τον κάτοχο του γάρου να το γυρίσει χωρίς να χρειαστεί να σκεφτεί τίνος σειρά είναι και να μπει στον κόπο να ειδοποιήσει τον επόμενο στη διαδοχή, ο οποίος ίσως είναι τελείως ζάντα για να ανταποκριθεί γρήγορα ή μπορεί να έχει δηλώσει στον προηγούμενο γύρο πως δεν θέλει να πιει άλλο. Τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό πλεονέκτημα για τον εκκινητή της διαδικασίας Μπομπ-Μάρλεϋ είναι πως δεν είναι υποχρεωμένος να σηκωθεί/τεντωθεί/ζοριστεί για να περάσει το τσιγάρο στον επόμενο, καθώς αυτός που θα πει το «Μάρλεϋ» έχει την ευθύνη να πάει να το παραλάβει ο ίδιος.

Ο διάλογος αυτός αποτελείται από το όνομα του θρυλικού μουσικού Bob Marley, ο οποίος είναι γνωστός πέρα από τη μουσική του και για τη συχνή και βαριά χρήση μαριχουάνας, οπότε αποτελεί ένα φόρο τιμής στο πρόσωπό του. Ο διαλογικός τρόπος εκφοράς του ονόματος του Bob Marley φαίνεται να είναι εμπνευσμένος από το παιχνίδι Marco Polo, το οποίο είναι ένα είδος τυφλόμυγας στο οποίο ο παίχτης που έχει δεμένα τα μάτια του φωνάζει «Marco», ενώ οι υπόλοιποι παίχτες «Polo» και ο πρώτος παίχτης προσπαθεί να ακολουθήσει τη φωνή τους για να τους πιάσει.

(21:21) Θάνος: Μπομπ
(21:22) Νάσος: Μάρλεϋ
(21:23) Θάνος: Φφφφφ, μια τελευταία τζούρα.
(21:25 και 3 τζούρες μετά) Θανάσης: Μάρλεϋ
(21:26) Νάσος: Ε το έχω ζητήσει ήδη ρε φίλε, με 3 τζούρες είμαι όλο το βράδυ. Εσείς έχετε πιάσει τα 7 μάρλευ και εγώ δεν έχω φτάσει ούτε το πρώτο.
(21:27) Θανάσης: Καλά ρε φίλε, άραξε θα στρίψουμε κι άλλο. Πήγαινε φέρε τα χαρτάκια.
(21:28) Νάσος: Πάλι εγώ να σηκώνομαι;
(21:39) Θανάσης: Μόνος σου το είπες πως είσαι χαμηλά στην κλίμακα.
(21:45) Θάνος: Έλα πάρ'το.
(21:46) Νάσος: Τι πάρ'το ρε; Αυτή είναι μόνο η τζιβάνα!
(21:47) Θάνος: Άραξε μωρέ έχουμε σταφ. Φέρε τον τρίφτη. Και καμία σοκολάτα.
(21:55) Θάνος: Μποπ
(21:56) Θανάσης: Μάρλεϋ
(22:00) Νάσος: Πάλι δε θα πιω τίποτα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λατέρνατιβ. Ο σύγχρονος νέος που υποτίθεται ότι πάει κόντρα στο μουσικό, ενδυματολογικό και κοινωνικό κατεστημένο. Στην ουσία ένας επαναστάτης του κώλου, ένας μαλάκας του γλυκού νερού.

Ένας λατέρνατιβ τύπος:

  • Ακούει μουσικές που δεν του αρέσουν, απλά για να δείξει διαφορετικός και «ψαγμένος».
  • Θεωρεί τους Kaiser Chiefs ψαγμένη μουσική.
  • Θεωρεί τον Χατζηγιάννη ροκ.
  • Συχνάζει στο Γκάζι, επειδή είναι το πιο hot spot της πόλης, ακόμα και αν δεν του αρέσει.
  • Καπνίζει στριφτό, αλλά τα τσιγάρα του μοιάζουν σαν κακοτυλιγμένα πιτόγυρα.
  • Στο super market, στα ποτά, ακόμα ψάχνει να βρει το μπουκάλι του mojito.
  • Βλέπει μόνο ψαγμένες ταινίες που αυταπατάται ότι τις κατανοεί, αλλά στις 9 βλέπει τον «Λάκη τον Γλυκούλη».
  • Θεωρεί μια κουράδα σε αλουμινόχαρτο τέχνη και πληρώνει 500 ευρώ για να την βάλει στο σαλόνι του.
  • Με τους φίλους του συζητάνε για την δυσπρόσιτη γοητεία του τσαλακωμένου εγώ και για τον αβάσταχτα κατακερματισμένο πλούτο της εσωτερικότητας του κοινωνικού γίγνεσθαι. Κάνουν μια παύση και κοιτάζονται στα μάτια, προσποιούμενοι ότι συλλογίζονται, ενώ στην ουσία λένε από μέσα τους: «Τι μαλακίες είναι αυτές; Θέλω να δω ειδήσεις του Star ΤΩΡΑ!»
  • Φοράει και την παλαιστινιακή μαντίλα, επειδή είναι και επαναστάτης.
  • Προσπαθεί να εντάξει ξένες λέξεις στο λεξιλόγιο του, χωρίς καν να ξέρει τι σημαίνουν. Λέξεις τύπου «cult», «extravagant» κ.λπ.
  • Του «αρέσουν» τα ρακόμελα, είναι in. Άσχετα αν του προξενούν τάση προς εμετό.
  • Ένας φίλος του του λέει ότι, χθες το βράδυ έκανε one night stand 5 φορές (και του δείχνει την παλάμη του). Ο λατέρνατιβ νομίζει ότι αυτό είναι ένας cool όρος για τη μαλακία και από κει και έπειτα το χρησιμοποιεί και αυτός.

Στην ουσία ο λατέρνατιβ είναι ένας πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος. Από μέσα του νιώθει ότι θέλει να σκίσει τα επιμελώς ατημέλητα trendy ρούχα του, να φορέσει το ριγέ σακάκι του το διπλοσταυροκουμπωτό, το καναρινί πουκάμισο, το άσπρο παντελόνι και το φούξια καστόρινο μοκασίνι του και να τα σπάσει στα μπουζούκια, ολοκληρώνοντας με έναν απίστευτο οργασμό χυδαίου τσιφτετελιού πάνω σε έναν δίμετρο λόφο από γαρίφαλα, στην πίστα της Στέλλας Μπεζαντάκου.
Κάθε φορά που βλέπει διαφήμιση του derti fm, μπορεί να δείχνει ότι το σιχαίνεται, μέσα του όμως ένας μικρός μπουζουκόβιος κλαίει, με τα δάκρυα να κυλάνε και να χάνονται στο δασύτριχο στήθος του. Το όνειρο ζωής του είναι να τον δείξουν οι ειδήσεις του Star και να δει live την Έφη Θώδη.

Αυτά όμως πρέπει να τα ξεχάσει, γιατί τώρα η Ελλάδα είναι Ευρώπη, πρέπει να εκσυγχρονιστούμε, να γίνουμε ξεχωριστοί και μοντέρνοι. Είναι χειρότερος από έναν απλό μπουζουκόβιο, γιατί δεν έχει τα αρχίδια να παραδεχτεί αυτό που του αρέσει και να είναι αυτός που πραγματικά θέλει.

...

Βλ. και εντεχνindie

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φυσική βραχνάδα στη φωνή. Αποτελεί προτέρημα σε πολλά είδη μουσικής καθώς προσθέτει βάρος και συναίσθημα στην ερμηνεία. Προέρχεται εκ του ιταλικού greggio (γκρέτζο) που σημαίνει ωμό, ακατέργαστο και συντάσσεται σχεδόν αποκλειστικώς με το πετρέλαιο και δηλώνει, εννοώντας αυτό που λέμε στα ελληνικά αργό.

Η λέξη όμως έχει ακολουθήσει μεγάλη διαδρομή στην ελληνική σλανγκ μέχρι την προαναφερθείσα σημασία. Τα γρέζια στην μαστοριλίστικη αργκό είναι το παχύρρευστο μείγμα ορυκτελαίου και μικρορινισμάτων μετάλλων που έχουν αποπλυθεί από την κυκλοφορία του ελαίου κατά την διάρκεια μιας μηχανουργικής διεργασίας ή ρονταρίσματος κάποιας μηχανής.

Εμφανώς, κάποιος εύστοχα συνέδεσε το παχύρρευστο και ακατέργαστο των ελαιωδών αυτών διαλυμάτων με την φλεγματώδεις εκκρίσεις της λαρυγγοφαρυγγικής κοιλότητας, που προκαλούν και την εν λόγω βραχνάδα.

Υπάρχουν βέβαια και φέηκ γρέζια στα οποία ουκ ολίγοι νεομέταλ φρόντμεν προσπαθούν να επιδοθούν, χρησιμοποιώντας σάλιο επιγλωττίδα και ότι άλλο μπορεί να βάλει κάνεις με το νου του.

Καταχρηστικά το γρέζι, κυρίως ως ανεπιθύμητο background noise, χρησιμοποιείται σε κάθε είδους συσκευή ήχου (ενίοτε και εικόνας)

  1. Φιλε Χαρη το εχω το προγραμμα!Ειναι κορυφαιο για τζαμπα!Αν και δεν αναγνωριζει την εντολη G83 που ειναι για peck drilling(τρυποκαρυδος).Αυτη η εντολη κανει τρυπα 1mm παραδειγμα,βγαζει το κοπτικο εξω να καθαρισει απο το γρεζι,ξανακοβει αλλο ενα μεχρι να φτασει το επιθυμητο βαθος.Αυτη η εντολη ειναι σαφως καλυτερη απο την G81 που το παει μια και εξω και οταν τρυπας αλουμινιο ή το τρυπανι εχει κοντα λουκια το υλικο που κοβεται δεν προλαβαινει να βγει εξω απο την τρυπα με αποτελεσμα να φρακαρει η τρυπα με γρεζι. (από εδώ)

  2. Το ασφαλέστερο,το πιο εντυπωσιακό και το πιο ωραίο μέταλ γρέζι(δεν μιλώ για thrash και death φωνές) γίνεται με την επιγλωττίδα και την ταυτόχρονη χρήση του twang που λέει η voice . Το να το μάθει όμως κάποιος μόνος να το κάνει του είναι σχεδόν απίθανο. Πρέπει κάποιος να του το δείξει... (από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Update του δώσε πόνο!, όπου ο μερακλής συμμετέχων σε συναυλία παρακαλεί τον τραγουδιάρη να του προσφέρει όχι τον κλασικό ερωτικό νταλκά για ανολοκλήρωτους έρωτες, απιστίες, κενωνία άτιμη και ταλιμπάν, αλλά έναν πλανητικό ούμπερ-νταλκά για όλους τους κατατρεγμένους του κόσμου, παιδάκια που πεθαίνουν από AIDS στην Αφρική, πολιτικούς κρατουμένους στην Βιρμανία, παλαιστίνιους έγκλειστους, το Νέλσον Μαντέλα και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις, και δεν μπορεί να νταλκαδιάσει αν δεν ακούσει όλαφ τα. Προφ από τον καλό Σαμαρείτη Bono των U2, που πέρασε πρόσφατα από την χώρα μας.

Πάσα: Πάτσης.

- Και του λέγαμε δώσε Μπόνο!, αλλά ο καζαντζίδης επαναλάμβανε μόνο την κασέτα με την σκάρτη αχάριστη γκόμενα! Μα καλά πού ζει; Χάθηκε να βάλει και καμιά γενοκτονία των Ταμίλων να νταλκαδιάσουμε λιγουλάκι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία