Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Και μπουκίνο.

Έτσι λέγεται στην τιμημένη Φ.Ε.Λ. (Φιλαρμονική Εταιρεία Λευκάδας) και σίγουρα όχι μόνον εκεί το επιστόμιο των πνευστών οργάνων. Η λέξη είναι ιταλογενής, bocca (λατινικά bucca) είναι είναι το στόμα, συν την κατάληξη -ino.

Ένα γρήγορο γούγλισμα έδωσε κάτι και για το επιστόμιο του ναργιλέ, αν και μου κάνει παράξενο να παίζει ιταλική λέξη για εξάρτημα του ναργιλέ.

Και επειδή η ΦΕΛ εκτός από από τα πιο ιστορικά σωματεία της ελλάδας είναι και άντρο λευκαδίτικης καφρίλας, τα λογοπαίγνια τύπου «αποκείνο» (λέμε και «αποκειό», όπως και το αποτέτοιο, για μη κατονομαζόμενο αντικείμενο), και οι ατάκες δίνουν και παίρνουν, χωρίς να θεωρούνται μπανάλ και εύκολες.

  1. Στο κούρτ'σμα*:
    (μαέστρος) - Τζήζου, δώσ' ένα σολ.
    - (με το τιμημένο άλτο σαξόφωνο που είχε τρία στρώματα σκουριά) σοοοοολ
    - Μπα γαμώτο κάνε, χαμ'λός είσαι πάλε. Δεν το ζέστανες μωρέ διάολε;
    - Ε, μωρέ Μάκ', ξέρ'ς τώρα...έπαιξα μια φορά το μάπετ σώου πάντως.
    (τρίτος κάφρος) - Ε, βάλ' το τό αποκείνο σου παραμέσα μωρέ να τελειώνμε και το βρίσκ'ς μετά...

*κουρτίζω < κουρδίζω < χορδίζω, αδόκιμη χρήση του ρήματος, καθώς η φιλαρμονική δεν έχει έγχορδα. Αλλά νταξ.

  1. - Κιο τί 'ν' τούτο!!
    - Το μποκίνο μ', Μάκ'.
    - Μότσα έπιασε, να το καθαρίζ'ς. Δε νιώθ'τε από μουσική, γαμώ τ'ν Αγία μ'...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το όργανο του διαβόλου, το γνωρίσαμε στο «Μουντιάλ 2010 Νότιος Αφρική» ©, αν και έχω την υποψία ότι το ίδιο όργανο είναι που κάνει όλη τη φασαρία και στα γήπεδα της Ισπανίας.

Οι Αφρικανοί φίλοι μας, λαός γεννημένος με τη μουσική στο DNA του, παίζουν τις βουβουζέλες τους και χορεύουν στις κερκίδες των γηπέδων. Συμπεριφορά άκρως αντι-ποδοσφαιρική και αντι-οπαδική. Πού είναι τα καπνογόνα και οι δυναμίτες που φτιάχνουν αυτή την καταπληκτική ατμόσφαιρα στα Ελληνικά γήπεδα!

Η βουβουζέλα λοιπόν είναι ένα «όργανο» που στο σχήμα μοιάζει με την τρομπέτα που έχουμε στο καρναβάλι και κάνουμε φασαρία αλλά 5-6 φορές σε μέγεθος (βλέπε εικόνες) και κάνει 5-6 φορές την φασαρία που κάνουν οι «σφυρίχτρες» του καρναβαλιού.

Ο ήχος που προκαλείται είναι εκκωφαντικός, μονότονος σπαστικός και καλύπτει ακόμη και τον ήχο από πολυβόλο 50άρι σε κατά ριπάς βολή. Ιδιαίτερα όταν τον ακούς επί 90 λεπτά οι επιπτώσεις είναι εγκεφαλική αιμορραγία και κώφωσης.

Θα μπορούσε να συγκριθεί με συναγερμό που χτυπάει ακριβώς δίπλα σου αδιάκοπα και ο ιδιοκτήτης του τον αγνοεί επί 90λεπτο.

Αν και οι γνώμες διίστανται για την ετυμολογία της λέξης, στην γλώσσα των Ζουλού βουβουζέλα σημαίνει «κἀνω ήχο βου-βου».

- Οι οπαδοί της Αγγλίας κατάφεραν για λίγο με τις φωνές τους να καλύψουν τον ήχο από τις βουμουζέλες αλλά η φασαρία συνεχίζεται...
- Ας ελπίσουμε κάποια στιγμή να κουραστούν να φυσάνε και να σταματήσουν...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Πρόκειται για την αρχική σλανγκική ονομασία της μοϊκάνας, της πολεμικής κόμμωσης των Μοϊκανών.

Ο Martin Scorsese αναβίωσε την κουπ το 1976 στο αριστουργηματικό Taxi Driver, όπου ο Travis Bickle (που υποδύεται ο τιτάνας De Νiro) αφήνει λωρίδα για να εκτελέσει τον κακό γερουσιαστή. Ο Scorsese εμπνεύστηκε την σκηνή από τα αμερικανοκομάντα που ξυρίζονταν έτσι σε επικίνδυνες αποστολές στις ζούγκλες του Βιετνάμ.

Η λωρίδα υιοθετήθηκε στο τέλος των σέβεντηζ από τα πανκιά, υπό την στιλιστική καθοδήγηση image-makers τύπου Malcolm McLaren και Vivienne Westwood. Παραλλαγές της λωρίδας φορέθηκαν έκτοτε από κάθε επιστητή φυλή. Η τελευταία (2010) ενσάρκωση αποκαλείται λωρίδα εμόβερ, και καλύπτει τα μάτια πολλών κατατονικών έμο.

Αγγλιστί: Mohawk.

Ασίστ: johnblack, BuBis

- Οι Velvet Underground παίζανε punk, οι Red Krayola το ίδιο, οι Residents ομοίως ...οι Faces παίζανε punk, οι Kinks ασφαλώς και ήταν punk rockers... και δε συμμαζεύεται, ο Robert Johnson είχε μαλλί λωρίδα και έφτυνε τους περαστικούς!
(εδώ)

- Τι θα λέγατε εάν βλέπατε έναν Πανκ, με λωρίδα, κόκκινα, μπλε κίτρινα μαλλιά, αλυσίδες, καρφιά, να τα πίνει με την παρέα του σε ένα πάρκο;
(εκεί)

- Εκείνα τα χρόνιο, η μοϊκάνα, λεγόταν απλά λωρίδα αλλά ο έχων Μοϊκανός.
(Μπούμπης, παραπέρα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κομμάτι τύπου Iron Maiden.

Και τι εννοούμε; Οι Maiden, κάνοντας αυστηρότατη κριτική (ο γράφων είναι τεράστιος fan) είναι κάτι σαν τους Πυξ Λαξ του είδους τους. Για την ακρίβεια αποτελούν το εμπορικότερο σκέλος του New Wave Of British Heavy Metal (NWOBHM) που έσκασε μύτη το σωτήριον έτος 1980 στα δισκοπωλεία. Οι άλλοι δύο εκπρόσωποι του ρεύματος αυτού κινήθηκαν είτε σε πιο ροκ ήχους (Saxon) είτε σε πιο εξεζητημένες κλίμακες (Def Leppard) και ακολούθως πιο φλώρικους ήχους (λόγω του ακρωτηριασμού του χεριού του ντράμερ κυρίως). Οι Maiden, και κυρίως ο βασικός δημιουργός και μπασίστας Steve Harris, ακολουθώντας τα βήματα του μέντορά του Phil Lynott, του ανθρώπου που έβαλε στο ροκ τις κιθάρες σε primo-secondo για πρώτη φορά (μαζί ίσως με τους Wishbone Ash), έπαιξε σε έναν άδειο χώρο και κυριάρχησε.

Οι μαιηντενιές λοιπόν έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:

  1. απλές αιολικές κλίμακες,
  2. καθαρές μελωδίες, γρήγορες το πολύ μέχρι 1/16,
  3. πρίμο-σεκόντο οι κιθάρες πάνω στη βασική μελωδία με καθαρό distortion (χωρίς πολλά πρίμα και ξύσιμο).

Πάντως, είναι αξιοσημείωτο, το γεγονός ότι ενώ το είδος αυτό μουσικής ήταν πρόσφορο για αντιγραφή, οι μαιηντενιές από άλλα συγκροτήματα παραμένουν μεμονωμένα κομμάτια σε κάποια άλμπουμ, και κανείς μέχρι τώρα δεν τόλμησε να βγάλει ένα ολόκληρο με ήχο maidenίζοντα.

Ρε συ, άκουγα Thin Lizzy τις προάλλες! Γαμώ τα συγκροτήματα, όλο κάτι μαιηντενιές παίζανε!
— Ρε πιτσιρικά ανιστόρητε και ιερόσυλε, οι Maiden έμαθαν από τους Thin Lizzy!
— Ωπ. Σόρυ, δάσκαλε! — Αύριο με τον κηδεμόνα σου!

"Με είπε Πλιάτσικα ή μου φάνηκε;" (από Sasa, 10/03/10)Βρείτε τις κρυμμένες μεϊντενιές (από vikar, 16/02/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι αποκαλούμε ένα ρούχο ή αξεσουάρ που είναι παλαιομοδίτικο, άκομψο και μας πέφτει πολύ φαρδύ.

Κυριολεκτικά, τα πεθαμενατζίδικα είναι η γκαρνταρόμπα αποβιωσάντων ατόμων, που παραχωρήθηκαν έναντι ευτελούς συνήθως τιμήματος από τους συγγενείς σε παλαιοπώλες, για να καταλήξουν να πωλούνται σε παλαιοπωλεία στα γιουσουρούμ/ψειροπάζαρα/flea markets.

Χαρακτηριστικά, πεθαμενατζίδικα σακάκια, παπούτσια, καπέλα, γραβάτες, πουκαμισιές κ.α. βρίσκει ακόμη κανείς στο μπιτ παζάρ (οδός Ιουστινιανού) στη Θεσσαλονίκη.

Σημειωτέον ότι ο όρος «πεθαμενατζίδικα» μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για λουλούδια, που αφού χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή στεφάνων σε κηδείες, συλλέγονται και επαναχρησιμοποιούνται στις λαϊκές πίστες και ναούς του λαϊκού πενταγράμμου γενικότερα.

Επίσης, πεθαμενατζίδικα μπορεί να χαρακτηριστεί μια ειδική κατηγορία τραγουδιών σε κλίμακα μινόρε με απαισιόδοξη διάθεση και στίχους, π.χ. Νικόλας Άσιμος - Στο φαλιμέντο του κόσμου. (παρ. 2)

  1. - Κανόνισε να φορέσεις πάλι κανένα πεθαμενατζίδικο.

  2. από εδώ
    - οοοοο, πεθαμενατζίδικα τραγούδια, γουστάρωωωωω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μπάσο τύμπανο στα ντραμς. Όπως λέει η Βίκυ, «παίζεται μέσω ενός πεντάλ το οποίο είναι τοποθετημένο στο μπροστινό μέρος, όπου κάθεται ο ντράμερ (...) Στη ροκ και ποπ μουσική, συνήθως ο ήχος της μπότας μετρά το 1ο και 3ο μέρος ενός μέτρου σε ρυθμό τεσσάρων τετάρτων (4/4)».

Νομίζω ότι είναι αυτό που στα αγγλικά λέγεται «foot drum» ή «kick drum», που το κλωτσάς δηλαδή. Προφ επειδή η ροκιά απαιτεί μπότα (άρα το κλωτσάς με δαύτην) πήρε και την ονομασία αυτή στα ελληνικά...

Η μπότα βαράει καλά, βαράει ξερά, βαθιά και αλύπητα και έχει πολύ χαρακτηριστικό ήχο.

- Γαμώ τα κομμάτια αυτό ε;
- Τι γαμώ τα κομμάτια ρε μαλάκα, μας έχει ξεσκίσει στη μπότα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Η φλογέρα, σε ντοπιολαλιές της Πελοποννήσου και της Βόρειας Ελλάδας.

Το άκουσα σε χωριό της Μάνης, και πληροφορούμαι ότι χρησιμοποιείται ευρύτατα στην Λακωνία. Το επώνυμο Τσαφαράς (παίκτης ή κατασκευαστής φλογέρας) είναι επίσης διαδεδομένο σε χωριά της ορεινής Αρκαδίας (Δημητσάνα, Λαγκάδια, κ.α.), όπου ωστόσο η έννοια τσαφάρι έχει λησμονηθεί.

Πιθανότατα να συγγενεύει με το αραβικό τσαφάρ (صفـير), «κελάιδισμα», και το βουλγάρικο τσαφάρα (цафара), «σφύριγμα». Βλ. εδώ.

- Η παιδική του περιέργεια τον έφερε σε πρώτη επαφή με τον ήχο, και στο σχολικό μάθημα της χειροτεχνίας κατασκεύασε το πρώτο του «τσαφάρι» (φλογέρα) από απομεινάρια καλαμιών.
(από εδώ)

-Έκτος από την πανελληνία ονομασία, φλογέρα, ο λαός χρησιμοποίει και άλλες ονομασίες: Φλοέρα, φλουγιέρα, φλουέρα, φιόρα, (Έλληνες περιοχής Καβακλί, Β. Θράκη) φλιώρος (Νικήσιανη Παγγαίου Καβάλας), φράουρο (Πήλιο), μακροφλογέρα (Κασσάνδρα Χαλκιδικής), καλάμι, τζουρλάς, τσουρλάς, ζουρλάς, σουρλάς (Πελοπόννησος), τζαμάρα, τζουράς, τζουράι, τζιράδι (Ήπειρος), βαρβάγκα (Καρδίτσα, Τρίκαλα), καβάλι, καβάλα (Μακεδονία, Θράκη), γαβαλ (Έλληνες του Πόντου), παγιαύλι (Λέσβος, Χίος), τσαφάρι, τσαφλιάρ(ι) (Β. Ελλάδα, Πελοπόννησος), νάι νέι (παλιά ονομασία που δεν χρησιμοποιείται), νταρβίρα, ντιλιβίρα (Ρούμελη, Πελοπόννησος, Εύβοία), βιρβίρα, σβίρκα, και πίστουλκα (Σέρρες), ντουντούκα, τουτούκιν (Κομοτηνή), σουπέλκα (περιοχή Αρδέας, νομός Πέλλης), βιολί (Δώριον Τρυφιλίας, νομός Μεσσηνίας), λαγούτο (Αμοργός).
(από εδώ)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αργκό των μουσικών, για το (μουσικό) όργανό τους, είτε ως ειρωνικό σχόλιο (λόγω μακρόχρονης αχρησίας), όρος που χρησιμοποιείται ευρέως για πολλά αδρανή πράγματα- προσώπατα, είτε επαινετικά (π.χ. το εργαλείο) που προέρχεται απο το ξύλινο σκάφος τους (π.χ. μπουζούκι, κιθάρα, πιάνο κλπ), αλλά έχει επεκταθεί και σε άλλα διαφόρων υλικών κατασκευής (π.χ. τουμπερλέκι, σαξόφωνο κλπ).

  1. Αχρησία:

Εμφανίσθηκε κάποτε σε πίνακα αγγελιών, γνωστού κυψελιώτικου στούντιο μουσικής, αυτογνωσιακή αγγελία πώλησης κιθάρας λόγω ελλείψεως ταλέντου (!)

Ο Κώδικας του Χαμουραμπί, μεταξύ άλλων έγραφε ότι σε περίπτωση που ο ενήλικος υιός, που έχει συμπληρώσει το 20 έτος της ηλικίας του και επί 5 έτη από της συμπληρώσεως δεν εργάζεται, λογίζεται έπιπλο και δύναται να πωληθεί ως τέτοιο...

Οι λόγοι αχρησίας μουσικών οργάνων ποικίλουν: Π.χ. μπορεί να οφείλεται σε ανεπιθύμητο δώρο προς ανήλικο, στον οποίον έχουν επιβάλει στανικά τον όρο της εκμάθησής του οι γονείς του (διότι τα παιδιά των καλών οικογενειών παίζουν πιάνο κλπ-κλπ), διότι ο ανήλικος θέλησε ο μαύρος να μάθει, πλην υπέστη επανειλημμένως την τραυματική γονική παραγγελιά- χαρτούρα ενώπιον τρίτων «Κωστάκη παίξε μας κάτι στο φλάουτο» κλπ-κλπ και εγκατέλειψε, διότι δεν διάβαζε παρτιτούρες, προτιμώντας να παίζει «με το αυτί» και τόνε πόνεσε, διότι η δασκάλα είχε λάβει ύφος βικτωριανής νταντάς σε συνδυασμό με Μίστερ Μυγιάκι (βλ. σε χώνω για να μάθεις) και επέπληττε δριμύως το ανήλικο κάθε φορά που «κόμπιαζε» μουσικώς, χτυπώντας το στα δάχτυλα με αποικιακή βίτσα και τα μούτζωξε, διότι το σπίτι έμπαζε υγρασία και το όργανο σκέβρωσε, διότι έμαθε μεν το όργανον, πλην όμως η καθημερινόπιτα ισοπέδωσε κάθε αισθητική του αναζήτηση μετά την ενηλικίωση, διότι η γιαγιά που έπαιζε μαντολίνο απεβίωσε-ζήτω η γιαγιά (!)

Ειδικά οι παλιότερες γενιές (π.χ. μέχρι το 1920-1930), σκάμπαζαν ανεξαιρέτως από οιοδήποτε είδος μουσική (π.χ. δημοτικά με φλογέρα) κι είχαν πάντα μέσα σε κάθε σπίτι (φτωχό ή πλούσιο) τουλάχιστον ένα μουσικό όργανο, αφού δεν υπήρχε ραδιόφωνο (ή αποτελούσε πολυτέλεια) και τηλεόραση κι έτσι η αναγκαία μουσική υπόκρουση για την διασκέδαση κατά μόνας ή στις βεγγέρες, εξαρτώνταν από τον ίδιο τον αμφιτρύωνα ή κανα φίλο-συγγενή που ήξερε να παίζει. Αραιά και που, στα μεγάλα καζάντια ή σε εξαιρετικά γεγονότα (π.χ. γάμος κλπ), καλούσαν τα όργανα (επαγγελματίες), προκειμένου να παίζουν καλύτερα αλλά και για να μην ταλαιπωρούνται οι γλεντοκόποι (όποιος ερασιτέχνης έχει βγάλει ολονύχτιο πρόγραμμα έστω και με κιθάρα παραλίας θα καταλάβει)...

Οι νεοέλληνες τόσο μυαλό είχαν, που όχι μόνο δεν έμαθαν να παίζουν αλλά διέπραξαν το έγκλημα να πετάξουν ή να πουλήσουν στα γιουσουρούμια τα παλιά μουσικά όργανα των προγόνων τους, θεωρώντας τα προφανώς «έπιπλα», λες και τους ζητούσανε ψωμί. Χαρακτηριστικά, στην κατά τα λοιπά απολαυστική «Θεία απ’ το Σικάγο» (1957), μαζί με την μασίφ χειροποίητη σερβάντα που αντικαταστάθηκε από ένα νοβοπάν ψωρο-μπαράκι με τροχούς για το ιουίσκι (sic), πήρε εξόδου και το πιάνο με τα κηροπήγια (!) και στη θέση του βάλανε ένα αμερικάνικο ραδιόφωνο, δίκην εκμοντερνισμού...
(Σήμερα παίρνουμε ΙΚΕΑ να βολευτούμε όπως-όπως, αφού δε χωρούν τα παλιά ποιοτικά αλλά μονοκόμματα έπιπλα στα κονσερβοκούτια που χτίσαμε γκρεμίζοντας τα νεοκλασικά).

  1. Καμάρι

Η επαινετική χροιά της έκφρασης, ανάγεται στην ψυχική εγγύτητα που νιώθει ο μουσικός με το όργανό του. Το φροντίζει, το συντηρεί και το διακοσμεί (είναι πασίγνωστα π.χ. τα προσωπικά λαϊκά ξόμπλια των οργάνων των μπουζουκτσήδων, ακόμα κι οι λατέρνες που θεωρούνταν μουσικά όργανα σημαιοστολίζονταν).

Είναι η αχώριστη συντροφιά του (βλ. «Μπουζούκι μου διπλόχορδο» Μ. Βαμβακάρης), πάντα ταξιδεύει μαζί του (αν είναι φορητό) παίξει-δεν παίξει, το ψωμί του, το μεράκι του (βλ. «Μου σπάσανε το μπαγλαμά» Π. Γαβαλάς / «Ο κυρ-Θάνος πέθανε» Γ. Μπιθικώτσης κ.α.), η περηφάνια του (βλ. «Απόψε το μπουζούκι σου» Β. Τσιτσάνης), η μουνοπαγίδα του (βλ. αναγκαστική εκτέλεση «έντεχνου» προς άγραν γκομενίτσας κουλτουριάρας-αν και σπανίως γαμεί ο κατάκοπος οργανοπαίχτης αλλά μάλλον φτιάχνει την κατάσταση και δράττονται της ευκαιρίας οι λοιποί άρρενες-λύκοι να κάνουν παιχνίδι), η ερωμένη του (έλεγε ο B.B. King «μάθαινα κιθάρα να παίζω στα κορίτσια-όταν οι άλλοι χτυπούσαν γκόμενες εγώ έκανα πρακτική-κάποια στιγμή που έφτασα να παίζω καλά και να γουστάρω, είπα δεν ασχολούμαι με γκόμενες, έχω την κιθάρα μου»), εν τέλει η προέκταση του εαυτού του.

Για το λόγο αυτό, είναι τραγικό για έναν μουσικό (κουτσουρεύεται η προσωπικότητά του) να του αφαιρείται το όργανο στη φυλακή και να σαπίζει στην αποθήκη, αφού πειθαρχικά (αυτό τους μάρανε) δεν επιτρέπονται οι οργανοπαιξίες, που στο κάτω-κάτω αποβαίνουν ανακουφιστικές για τους κρατουμένους κι αποσοβούν την ένταση (εκνευρισμοί-μαχαιρώματα κλπ) της κλεισούρας.
Βέβαια, τα μαγκάκια προκειμένου να βγάλουνε το κασαβέτι τους, πάντα βρίσκανε έναν τρόπο να βάλουν ζούλα στη στενή ένα μικρό όργανο (π.χ. μπαγλαμαδάκι) ή αλλιώς το φτιάχνανε υποτυπωδώς μόνοι τους με ένα κούτσουρο που το σκάλιζαν εσωτερικά ή το έκαιγαν υπομονετικά με κάρβουνο.

Σημειωτέον, ό,τι έπιπλο (ή κουτί ή εργαλείο κλπ) καλείται και το τάβλι, ποτέ όμως ένεκα αχρησίας, αλλά πάλι λόγω του ξύλινου σκάφους του, το οποίον μπορεί να αποβεί φονικόν όπλον εις χείρας ασυνειδήτου παίκτου, είτε μεταφορικώς (ο νικητής φονεύει την αυτοπεποίθησιν και τον ναρκισσιμόν του ηττηθέντος) είτε κυριολεκτικώς (ο ηττηθείς του το σβουρίζει στο κεφάλι)...

- Ποιον παίρνεις;
- Τον Στέλιο, έχω να τον δω πολύ καιρό κι είπα να μαζευτούμε σπίτι το βράδυ όλοι μαζί. Είσαι;
- Αμέ! Ρε συ, δεν παίρνεις και το Μήτσο να φέρει το έπιπλο, να μας παίξει κανα ταξιμάκι να γουστάρουμε;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση προέρχεται από τη δεκαετία του 1980 και μάλιστα από «ανορθόδοξη» πηγή. Για την κατανόηση της, απαιτείται μια μικρή ιστορία καθώς και ορισμένες τεχνικές λεπτομέρειες από τον κόσμο της μουσικής και ειδικότερα της ηλεκτρικής κιθάρας.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και τις αρχές του ’80, υπήρξε μια ιδιαίτερη ανάπτυξη στα ηλεκτρονικά όργανα (keyboards, ηλεκτρονικά ντραμς), αλλά και στα ηλεκτρονικά βοηθήματα ήχου. Μεγάλη απήχηση είχαν τα «πετάλια» για ηλεκτρικές κιθάρες - συσκευές παραμόρφωσης ήχου που μπαίνουν ανάμεσα στην κιθάρα και τον ενισχυτή και ενεργοποιούνται/απενεργοποιούνται με το πόδι. Η λογική είναι αφενός ο μουσικός να μην χρειάζεται να αφήσει την κιθάρα και αφετέρου, να μην πηγαίνει μπρος-πίσω στη σκηνή στα live, καθώς έχει το “pedal board” μπροστά (βλ. μήδια 3 και 4).

Ίσως το πρώτο πετάλι (και θεωρούμενο must εδώ και δεκαετίες), εμφανίστηκε το 1966 από την εταιρία Vox. Το εργαλείο δημιουργήθηκε, συνδυάζοντας ένα πεντάλ έντασης ήχου από ηλεκτρικό όργανο (keyboard) και ένα ποτενσιόμετρο. Το εφέ που δημιουργούσε το πετάλι αυτό, ήταν ένα «κλάμα» στον ήχο, που αυξομειώνονταν ανάλογα με την κίνηση του ποδιού (βλ. μήδια 1 και 2).

Λόγω του ήχου, το πετάλι ονομάστηκε Wah-Wah Pedal και αποτέλεσε αγαπημένο βοήθημα θρύλων της ροκ κιθάρας, όπως του Jimi Hendrix (άκου εισαγωγή Voodoo Chile), Eric Clapton, Jeff Beck και φυσικά αποτέλεσε το “signature sound” όλων των γκρουπ Funk/Soul της δεκαετίας του ’70 (βλ. μήδι 5 για την πιο ζόρικη wah-wah εισαγωγή όλων των εποχών).

Πίσω στο θέμα μας λοιπόν, ένα από τα πιο ψαγμένα μαγαζιά για κιθάρες και τα παρελκόμενα τους είναι ο Καγμάκης. Επειδή ο ίδιος είναι και μερακλής κατασκευαστής, η συντριπτική πλειοψηφία των πελατών (ειδικά εκείνη την εποχή) ήταν της ροκ σκηνής. Ένα πρωινό στις αρχές της δεκαετίας του ’80 λοιπόν, σκάει μύτη ένας καραγκαγκάν σκυλάς και προσπαθώντας να εξηγήσει τι θέλει, λέει στον Καγμάκη: «Θέλω ένα καλάϊζερ (σσ: equalizer) που κάνει νιάου-νιάου».

Credit: Άγγελος

Περισσότερα ιστορικά Wah εδώ

Η χρήση της φράσης γίνεται κυρίως σε δύο περιπτώσεις

  1. Όταν θέλουμε να κάψουμε κάποιον που πετάει μια άσχετη μπαρούφα:
    - Νέος ταριφοδηγός: Μάστορα άλλαξες τα μπουζί στο ταξί; (σσ: τα ντήζελ δεν έχουν μπουζί)
    - Μάστορας: Ναι μαζί με το καλάϊζερ νιάου-νιάου

  2. Όταν θέλουμε να κοροϊδέψουμε άσματα με υπερβολικό κλαψιλίκι:
    - Ρε τι κλαψομουνιά τραβάει αυτή τραγουδιάρα...
    - Άσε, το καλάϊζερ νιάου-νιάου βαράει υπερωρία…

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ο οπαδός της hardcore / punk μουσικής (ευρωπαϊκής και αμερικάνικης).

  2. Ο σκληροπυρηνικός. Ο ακραίος ως προς τις απόψεις του, τις ενέργειες του και γενικά τις αντιδράσεις του. (Βλ. εδώ Hardcore)

  3. Η σκληρή πορνογραφία (σήμανση ΧΧΧ, αλλά αυτά είναι πλέον ξεπερασμένα πράγματα... )

Λέγεται και χαρντκόρι, χαρντκόρ.

  1. Τώρα σειρά έχει να εκπροσωπήσει την Κύπρο ένα άλλο group, οι Hardcore Heads (HCH). Όπως φανερώνει και το όνομά τους, παίζουν πιο σκληροπυρηνικό hip-hop...

  2. Σύμφωνα με τον κύριο Κουίκ, hardcore σημαίνει σκληρό πορνό!!! Μάλιστα! Θα θέλαμε να μάθουμε τότε, ο πυρήνας πώς λέγεται στα αγγλικά;

  3. Πήγα να τους μιλήσω μπας και καλμάρω λίγο τα πράγματα, αλλά οι δικοί σου είναι χαρντκοράδες σε κάτι τέτοια. Αν ο Μάκης δεν βρει τα γκαφρά λίαν συντόμως, τότε βλέπω να κελαηδάνε τα σίδερα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία