Τα Friskies (προφανώς απ’ το εγγλέζικο frisk: χοροπηδώ παιχνιδιάρικα, frisky: ζωηρός/ πεταχτός) της εταιρείας Purina που αποτελεί παρακλάδι της πολυεθνικής Nestlé, το ξέρουν κι οι κότες, είναι μάρκα ζωοτροφών για σκύλους και γάτες.

Ο όρος όμως χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει υποτιμητικά μεν, πλην περισσότερο χαριτωμένα παρά συγκαλυμμένα:

● μια συγκεκριμένη ράτσα σκύλων – αοιδών (αλλά και των θαυμαστών τους), που σνομπάρουν οι εγχώριες καλλιτεχνικές ελίτ και τα Μέγαρα Μουσικής, αν και τα προϊόντα του ταλέντου τους χαρακτηρίζουν αδιαμφισβήτητα την πολιτιστική ζωή των νεοελλήνων,

● τους χώρους διασκέδασης κοινώς γνωστά ως σκυλάδικα, όπου πραγματοποιούνται διονυσιακά η εκτόνωση αλλά κι η εκδήλωση κάθε νταλκά, παρέα με την επίδειξη του μοναδικού ταπεραμέντου της φυλής στον τομέα δημόσια διασκέδαση και

● τα ομώνυμα άσματα με τους απαράμιλλους σε πρόκληση πλείστων συναισθημάτων στίχους, που αργά ή γρήγορα θα βρουν μια κάποια θέση στη λαογραφία.

Η εκτόξευση λουλουδιών στον τραγουδιστή αποτελεί μια καθόλα ευγενή συνήθεια που όμως στα σκυλάδικα η επιδεικτική κατάχρησή της και στους ενθουσιασμένους χορευτές και δη χορεύτριες, αποτελεί θεσμό εκ των ουκ άνευ.

Εξού κυκλοφορεί η δηλωτική του ποιού του τραγουδιστή αλλά και του γούστου κάποιου ατόμου υποτιμητική έκφραση «του/της πετάνε φρίσκις».

Ιδιαίτερη κατηγορία σκύλου αποτελεί ο πιστός κομματόσκυλος.
Υπονοώντας, πάντα υποτιμητικά και απαξιωτικά, τόσο αυτόν όσο και την ενίοτε γκουρμέ ανταμοιβή του, κυκλοφορεί η έκφραση «τον ταΐζουν φρίσκις».

Παρεμπιπτόντως: ελλείψει άλλων κονσερβών στα ράφια των σουπερμάρκετ και μπροστά στο φάσμα του εξ ασιτίας θανάτου λόγω κάποιας ντεμέκ επικείμενης καταστροφής, προνοητικοί ή πανικόβλητοι Έλληνες καταναλωτές (όπως το δει καθείς) που παίρνουν το ζήτημα επιβίωση πολύ σοβαρά, καβαντζώνουν τις εν λόγω αλλά και ομοειδείς κονσέρβες καλού - κακού.

Λόγω γαστριμαργικού ταμπού, κόντρα στις Αρχές μου, αδυνατώ να επιβεβαιώσω τις φήμες για το απολύτως ανεκτό της γεύσης και τη διατροφική αξία τους.

  1. Το δεύτερο ημιχρόνιο διαδραματίστηκε στο bar estilo ιδέα του Τάσου και όπως καταλαβαίνετε ένα κομβόι από τζιπ κατηφόριζε για να πούμε και ένα τραγουδάκι. Και όπως πολύ καλά μυριστήκατε οι περισσότεροι χάθηκε η μπάλα εκεί (…). Σαμπάνιες, ουίσκι, σφηνάκια, ζεϊμπεκιές, χαρτοπετσέτες, ποτήρια ιπτάμενα που λόγο της βαρύτητας έσκαγαν στο πάτωμα, ένας τύπος με μια άσπρη τούφα εκεί που χόρευε ξαφνικά τον έβλεπες σαν τον Peter Pan να εκτοξεύεται πάνω στο μπαρ και να τραβάει φωτογραφίες, ρεπερτόριο από Καζαντζίδη και Χρηστάκη μέχρι Γονίδη και Τερζή. Δεν περιγράφω άλλο. Και λέμε κατά τις 5, δεν πάμε γιατί τα φρίσκις δεν τα γλυτώνουμε απόψε; Και όλοι με μια φωνή αναφώνησαν ναιιιιιιιιιιιιιι! Έλα όμως που ο Τάσος είχε άλλη άποψη και εγώ είμαι και λίγο επιρρεπής…

  2. - Στο μαγαζί πώς πάνε τα πράγματα από άποψη κίνησης; Κακά τα ψέματα, Βασίλη, είναι ακριβές οι τιμές, γενικά.
    - Ο κόσμος έρχεται γιατί για ένα τέτοιο σχήμα δεν είναι ακριβές οι τιμές. Έχουμε ανεβεί 36 άτομα από την Αθήνα, δεν είναι καθόλου ακριβές. Ακριβά είναι τα άλλα, τα φρίσκις, που άλλωστε είναι και χώροι επίδειξης κομπλεξισμού, χλιδής κτλ.

(09/05/10. Ρωτά η Έλσα Σπυριδοπούλου - Απαντά ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου)

  1. Στη δισκογραφία της Πάολας, φρίσκις ό,τι τραγούδι θες.

  2. Ρε άντε από ‘κει ρε λούληδες φλώροι που θα μιλήσετε για τη Μαντώ και το αν είναι διασκευή ή όχι. Στα παπάρια μου κιόλας. Τέτοια φωνή δεν έχει ξαναβγεί στην Ελλάδα. Επειδή δεν έκανε καριέρα με το μουνί της σαν κάτι σκυλούδες μπάολες θα τη βγάλετε και άχρηστη. Μπαγλαμάδες. Αυτή φταίει που δε γεννήθηκε σε καμιά χώρα της προκοπής να κάνει διεθνή καριέρα. Τραβάτε στα σκυλοτροφεία που μεγαλώσατε ν' ακούσετε την παγώνα την Kαραμήτσου και να της πετάτε φρίσκις στην πίστα. Βλαχαδερά, άμουσα υποκείμενα.

  3. … γράφεις ότι όλος ο θόρυβος για υποβρύχια που γέρνουν ήταν για κλάματα. Για ψάξε λίγο το ιστορικό της υπόθεσης, όχι μόνο πασοκικές θεωρίες που σε βολεύουν. Τελικά τα κομματόσκυλα σάς ταΐζουν με φρίσκις; Με αυτά που γράφεις είσαι εσύ για κλάματα.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Πορνοστάρ- σκυλί ατάιστο με το χαρακτηριστικό καλλιτεχνικό όνομα W(h)iska. Εδώ σε ακτιβιστικό στιγμιότυπο με τις Femen, καθώς διώκεται για πολιτικούς λόγους στην Ουκρανία. (από Khan, 25/12/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έννοια, η οποία όταν χρησιμοποιείται αναφορικά με τη μουσική, και πιο συγκεκριμένα με τη μέταλ / ροκ μουσική, δηλώνει τα εξής πράγματα:

  1. Το γενικότερο ίματζ μίας μπάντας, τόσο ως προς τα ίδια τα μέλη ή το εν γένει περιτύλιγμα στο οποίο παραδίδεται το καθαρά μουσικό περιεχόμενο: σ' ό,τι αφορά τα μέλη, η σατανίλα μπορεί να σχετίζεται με τον ρουχισμό και την ευρύτερη περιβολή των μουσικών στις φωτογραφίες της μπάντας ή/και τις ζωντανές τους εμφανίσεις, π.χ. μανδύες ή ράσα (κατά τα ευρωπαϊκά και όχι τα ανατολικοορθόδοξα πρότυπα), κουκούλες, ειδικό μακιγιάζ (το αποκαλούμενο και corpsepaint) με σκοπό να αλλοιωθούν τα χαρακτηριστικά ως προς το δαιμονικότερο ή πεθαμενότερο, μπλούζες (αυστηρά μαύρου χρώματος) και κρεμαστά με πεντάλφες, ανάποδους σταυρούς και λοιπά χαϊμαλιά σε αντίστοιχο στιλ, ζώνες και περιβραχιόνια με καρφιά και άλλα παρόμοια αξεσουάρ που δεν τα βρίσκει κανείς στα Hondos Center αν δεν έχει συνεννοηθεί εκ των προτέρων με τις πωλήτριες.

Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν και περιπτώσεις όπου οι ενδυματολογικές αυτές επιλογές δεν εξαντλούνται μόνο στα στενά όρια της εικόνας στα πλαίσια του συμμετέχειν σε μπάντα, αλλά και στην ευρύτερη κοινωνική ζωή των μελών των συγκροτημάτων, αλλά και των οπαδών τους (ή αυτών που ασχολούνται με τα ευρύτερα μουσικά ιδιώματα στα οποία εντάσσονται τέτοιες μπάντες), όπως είναι π.χ. οι γκοθάδες ή (σε μικρότερο ίσως βαθμό) οι μπλακμεταλλάδες. Ως προς το ευρύτερο περιτύλιγμα, η σατανίλα αφορά το καθαρά καλλιτεχνικό μέρος της δουλειάς, τουτέστιν το artwork, ήτοι τις απεικονίσεις στα εξώφυλλα-εσώφυλλα του δίσκου ή σιντί, οι οποίες θα αφορούν ή θα παραπέμπουν σε σατανική ή δαιμονολογική θεματολογία (πάλι δαίμονες, σατανάδες, κόλαση, το υπερφυσικό κλπ).

Σε αυτό τα πλαίσιο θα πρέπει να τονιστεί το εξής: η σατανίλα, αναφορικά με το εξωτερικό ίματζ, δεν έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με αξεσουάρ που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σχετίζονται με κάποια μουσική. Σατανίλες μπορούν π.χ. να χαρακτηριστούν και τα πιο ιδιόμορφα κοσμήματα (ή στολίδια σε στιλ κοσμημάτων, ακόμη και τραϊμπαλάκια), καθώς και πολλά άλλα πράγματα που μπορεί να απεικονίζουν σατανικές ή γενικά δαιμονικές / υπερφυσικές μορφές (π.χ. ζόμπια), χωρίς αυτός ή αυτή που τα φοράει να έχει καμία σχέση με συγκεκριμένα μουσικά είδη, ή το ευρύτερο σατανιστικό lifestyle.

  1. Την θεματολογία των στίχων, η οποία θα είναι σατανική, σατανιστική, δαιμονολογική και γενικότερα θα κινείται στο χώρο του υπερφυσικού, πάλι όμως κατά κύριο λόγο σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα (ακόμη και σε περιπτώσεις που οι μπάντες δεν έχουν καμία σχέση με Ευρώπη, π.χ. μπάντες της Νοτιοανατολικής Ασίας) και σπανιότερα με τοπικές ή άλλες εθνικές επιρροές και αναφορές.

Η σατανίλα μπορεί επίσης να υποδηλώνει τα κρυφά μηνύματα που (φημολογείται ότι) μπορεί να έχουν στίχοι οι οποίοι δεν περιλαμβάνουν άμεσες σατανικές και σατανιστικές αναφορές, όπως συνέβαινε δεκαετίες πριν με τους στίχους των Led Zeppelin, των Eagles και άλλων συγκροτημάτων.

  1. Την ίδια τη μουσική ως σύνθεση και ενορχήστρωση, η οποία τονίζει τα παραπάνω χαρακτηριστικά χρησιμοποιώντας απόκοσμα φωνητικά (βαθιά, τσιριχτά, ουρλιαχτά, αλλά ενίοτε και πιο νορμάλ, ακόμη και πιο πομπώδη ή επικά) και τις αντίστοιχες ιδέες, φράσεις και μοτίβα (μελωδικά ή μη) στα όργανα με σκοπό πάνω απ' όλα να δοθεί παραστατικότερα στο ακροατή μία χαοτική, κολασμένη, αγωνιώδης και δαιμονική αίσθηση. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι η σατανίλα δεν περιορίζεται σε συγκεκριμένα μουσικά ιδιώματα και υποϊδιώματα: Σατανίλα μπορεί να αποπνέει το μπλακ μέταλ, οι ντεθιές, οι θρασιές, οι γκοθιές, το κλασικό χέβι, οι ντουμιές και πλείστα άλλα είδη μέταλ και ροκ, παιγμένα και ενορχηστρωμένα με τελείως διαφορετικό και διακριτό μεταξύ τους τρόπο. Επίσης, σημαίνει ότι η ίδια η αίσθηση της σατανίλας μπορεί να διαφέρει από ακροατή σε ακροατή -κάποιοι την νιώθουν και κάποιοι άλλοι όχι, παρά μόνο σε εξαιρετικές από μουσικής άποψης περιστάσεις.

Σε μη μουσικό, αλλά ευρύτερο καλλιτεχνικό και πολιτιστικό περικείμενο, η σατανίλα ενδέχεται να αφορά πάλι τη θεματολογία ενός έργου (π.χ. βιβλίο ή κινηματογραφικό έργο), τον τρόπο προβολής ή παρουσίασής του, την όλη ατμόσφαιρα που μπορεί να αποπνέει και τα συναισθήματα που μπορεί να προκαλεί σε όποιον το παρακολουθεί (ασχέτως τρόπου). Αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν περιπτώσεις όπου υφίσταται σατανίλα χωρίς όμως να υπάρχει αντίστοιχη σατανική θεματολογία, αλλά μόνο και μόνο με τη δημιουργία της αντίστοιχης ατμόσφαιρας και των αναλόγων συναισθημάτων μέσα από τις στιλιστικές-καλλιτεχνικές επιλογές του εκάστοτε δημιουργού.

Από το ελληνιστικό Σατανάς (Σατανᾶς < Σατᾶν -ᾶς < εβρ. sātān -αντίπαλος, διάβολος).

  1. Μπαντες οπως οι Enforcer και οι White Wizzard κανουν περιοδειες και πολλαπλασιαζουν μερα με την ημερα το κοινο τους, ενω αποθεωνεται (και προμοταρεται) και ο τελευταιος Σουηδος που πουλαει Σατανιλα και παιζει σαν Mercyful Fate. (Από εδώ)

2.Ξεκινάω Shadows of the Damned σήμερα και στα καπάκια ένα Rayman για να καλύψει την σατανίλα! (Από εδώ)

  1. H χαρά του κάβουρα κάγκουρα είναι αυτά ρε.....πολύ νεκροκεφάλα και χάρος και σατανίλα. Αν είναι να την κάνω τρομακτική θα βάλω φώτο του πεθερού μου. (Από εδώ)

βλ. και σατανάδες

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Που έχει σχέση ή θυμίζει ή αρμόζει σε κλαμπάκι.

Κλαμπίσιο λέμε συνήθως ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, ως προς το ύφος και τον ήχο του (δηλ. να χαρακτηρίζεται από έντονο και χορευτικό μπιτ και να έχει μεγάλη διάρκεια, ή έστω να έχει ηχητικά εφέ που χαρακτηρίζουν συνήθως ένα τέτοιο κομμάτι).

Λέμε όμως και τον ήχο αυτό καθεαυτόν που βγαίνει από ηχεία τα οποία «φωνάζουν», δηλ. προορίζονται για τις παραπάνω μουσικές και όχι πχ για τζαζ ή κλασική, οι οποίες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις (όγκο, βάθος, ευκρίνεια κλπ)

Κλαμπίσιο λέμε και το ύφος ενός μαγαζιού ή μια φωνή ή, τέλος, ένα στυλ ντυσίματος που συνηθίζεται στα κλάμπζζζ, δηλ. σέξυ, φανταχτερό, αποκαλυπτικό κλπ.

Από το αγγλικό club.

Σπανίως λέγεται και για κλαμπ με την έννοια της λέσχης (βλ. παρ. 7).

  1. Ζορικο ειναι,κλαμπισιο.Ραδιοφωνικο δε θα το λεγα,εχει κάπως ένα undergroud υφακι. Γερμανικό electro gothic μου κάνει σαν ατμοσφαιρα

  2. Ευτυχώς η μουσική προχωράει και εξελίσσεται σε άλλα μέρη του κόσμου οπότε δεν στερούμαστε μουσικών ακουσμάτων...και ναι φίλε μου, ακόμα και. «κλαμπίσια»

  3. Ο δισκοθέτης επέλεγε μουσική κλαμπίσια, αισθητικώς ανώτερη των γραικυλικών αλυχτισμάτων.

  4. Σκέφτομαι να στήσω ένα συστηματάκι ηχείων κλαμπίσιο για να έχω «εικόνα» ήχου στυλ club

  5. Όπα ρε μάστορα θα μου πείτε(με το δίκιο σας) και απο ποιότητα τί γινεται;Άμα είναι απλά να φωνάζουν πάω και αγοράζω 2 κλαμπίσια ηχεία και ξεμπερδέυω.

  6. Τόπος συνάντησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας το Villa Mercedes, έδωσε στο Γκάζι την κλαμπίσια αίγλη που χρειαζόταν.

  7. Οι Llumar Titanium μπήκαν σήμερα, στο κατάστημα Ψυχικού. Όλα καλά και τιμή κλαμπίσια...
    με γεια σου σταυρο! σου ζήτησαν κάρτα μελους ή απλα ειπες οτι εισαι απο το club;

Kλαμπίσιο σάντουιτς (από Vrastaman, 18/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίσης:

  1. Τεμάχιο χασίς, τσίκα, δοντιά.

  2. Όχι μόνο η ωραία γκόμενα (έτερος ορισμός), αλλά γενικά ο ωραίος τύπος, ο ωραίος άνθρωπος, ο Ζαγοραίος, το περιβόλι.

  3. Από την μουσική, το κομμάτι είναι το μέρος που πρέπει να εκτελέσει ένας συγκεκριμένος μουσικός. Οπότε η έκφραση κάνω το κομμάτι μου σημαίνει κάνω αυτό που ξέρω να κάνω καλά και το ευχαριστιέμαι. Συνήθως λέγεται άσ' τον να κάνει το κομμάτι του, δηλαδή δεν πειράζει που μας τα πρήζει με το να κάνει χίλιες φορές τα ίδια (=της ψωλής του τον χαβά), άσε τον να ευχαριστηθεί, τ. ψωλίστ.

  4. Στην εκλαϊκευμένη Ψυχολογία, είναι έκφραση όπως το θεματάκι, και σημαίνει ότι η / ο μάλλον ερασιτέχνις γιαλόμα(ς) κατατέμνει τον ψυχισμό σου αναλυτικώς σε κομμάτια και σου λέει σε πιο κομμάτι τα πας καλά και σε πιο λιγότερο. Πρόκειται για ένα εκλαϊκευτικό αναλυτικό εγχείρημα που θα έκανε έναν σοβαρό ψυχανάλατο να φρίξει, αλλά έχει το πλεονέκτημα ότι δεν σε τρομάζει, καθώς μπορείς να εστιάσεις στα προβλήματά σου ένα ένα. Κυρίως έχει μείνει ως έκφραση λαϊκότροπης χειραγώγησης.

Βλ. επίσης τις εκφράσεις είμαι κομμάτια, πηγαίνω κομμάτια, κόμματος, κομμάτι από τούρτα, κομματιανός.

Πάσα: Χότζας, Μπούμπης.

  1. Ζωρζ Πιλαλί, Το Κομματάκι.

Χωροφύλακες με πιάν'νε
Και μες στο κελί με βάν'νε
Για ένα μαύρο κομματάκι
Δεν αξίζει το μπερντάκι

Θα το πιω και ας πεθάνω
Κι απ' τον κόσμο ας την κάνω
Θα το πιω και ας με πιει
Κι ας με βάλουν φυλακή

Μου την κάτσαν από πίσω
Και στη φυλακή θα σβήσω
Ότι ο κόσμος και να κάνει
Δεν το κόβω το λιβάνι.

  1. Τι κομμάτια έχουν μαζευτεί στο σάη ρε ρε πστ...

  2. - Καλά έχει τιγκάρει το σάη στις προσωπικές εμμονές ο Σλανγκαρχιδόπουλος.
    - Άσε τον να κάνει το κομμάτι του, δεν βλάπτει κανέναν.
    - Ναι, αλλά αποπροσανατολίζει τον αναγνώστη. Μας διαβάζουν και στο εξωτερικό.

  3. Στο κομμάτι επαγγελματικά τα πας καλά, να δούμε τώρα λίγο το κομμάτι σχέσεις.

(από Khan, 27/01/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ο οπαδός της hardcore / punk μουσικής (ευρωπαϊκής και αμερικάνικης).

  2. Ο σκληροπυρηνικός. Ο ακραίος ως προς τις απόψεις του, τις ενέργειες του και γενικά τις αντιδράσεις του. (Βλ. εδώ Hardcore)

  3. Η σκληρή πορνογραφία (σήμανση ΧΧΧ, αλλά αυτά είναι πλέον ξεπερασμένα πράγματα... )

Λέγεται και χαρντκόρι, χαρντκόρ.

  1. Τώρα σειρά έχει να εκπροσωπήσει την Κύπρο ένα άλλο group, οι Hardcore Heads (HCH). Όπως φανερώνει και το όνομά τους, παίζουν πιο σκληροπυρηνικό hip-hop...

  2. Σύμφωνα με τον κύριο Κουίκ, hardcore σημαίνει σκληρό πορνό!!! Μάλιστα! Θα θέλαμε να μάθουμε τότε, ο πυρήνας πώς λέγεται στα αγγλικά;

  3. Πήγα να τους μιλήσω μπας και καλμάρω λίγο τα πράγματα, αλλά οι δικοί σου είναι χαρντκοράδες σε κάτι τέτοια. Αν ο Μάκης δεν βρει τα γκαφρά λίαν συντόμως, τότε βλέπω να κελαηδάνε τα σίδερα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η τεχνικούρα χρησιμοποιείται για να δηλώσει την υπερβολική χρήση τεχνικής ορολογίας και επαγγελματικής-τεχνικής ιδιολέκτου αναφορικά με θέματα που ενώ θα μπορούσαν να εξηγηθούν ή να περιγραφούν με πιο απλό και κατανοητό απ' όλους τρόπο, εν τέλει απλά αφήνουν το κοινό με ερωτηματικά πάνω από το κεφάλι τους. Επίσης, η τεχνικούρα χρησιμοποιείται αναφορικά με θέματα που απαιτούν εξειδικευμένες γνώσεις, τις οποίες και κατέχει ο εκάστοτε ειδικός του τομέα. Τέλος, παρατηρείται η χρήση του όρου ως επιθετικός προσδιορισμός αποκλειστικά αρσενικού γένους για ανθρώπους που συγκεντρώνουν τα παραπάνω χαρακτηριστικά.

Η τεχνικούρα είναι παρεμφερής και εν μέρει συνώνυμη της μπολικούρας, με μία όμως ειδοποιό διαφορά: Η τεχνικούρα είναι εξεζητημένη μεν, αλλά δεν ξεφεύγει ποτέ (ή μάλλον σχεδόν ποτέ) από το συγκείμενο, οπότε με αυτή την έννοια δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανούσια. Αυτό όμως δεν κρύβει τα ενίοτε άκρως ελεεινά κίνητρα του τεχνικούρα, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο από την επίδειξη γνώσεων, την τεχνοκρατική του ποζεριά και εν τέλει το ατελείωτο ψώνιο του.

Βέβαια, υπάρχει και το σπάνιο είδος ανθρώπων οι οποίοι παρουσιάζουν μία εμφανή και ειλικρινή αδυναμία να εκφραστούν με οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Αυτούς τους άδολους τεχνικούρες η κοινωνία θα πρέπει να τους αγκαλιάσει με συμπόνια και κατανόηση... χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι με αυτό τον τρόπο θα γίνουν πιο δημοφιλείς.

Τελικά, όπως είχε πει και ο τρισμέγιστος Μπουκόφσκι, «μεγαλοφυΐα είναι να λες εξαιρετικά δύσκολα πράγματα με εξαιρετικά απλό τρόπο», δήλωση με την οποία θα συμφωνήσει ο κάθε μαθητής, φοιτητής, αναγνώστης, ερευνητής, και γενικά ο κάθε ένας από εμάς που αναγκάζεται να ζητήσει την βοήθεια ειδικών για να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα που προέκυψε...

  1. Πάω που λες να πάρω ένα λάπτοπ και έρχεται ο πωλητής και μ' αρχίζει στις τεχνικούρες... Κάτι επεξεργαστής Intel Menlow Atom Z530 (1.6 GHz) με 512KB L2 cache στα 533 MHz οθόνη 13,4'' WXGA TFT LCD, Glare Type με LED backlight και ανάλυση 1366 x 768 μνήμη 2048MB (1 x 2048MB) DDR2 και σκληρό 250 GB SATA και τα' καψα όλα... Ευτυχώς που μία πελάτισσα τον διέκοψε να τον ρωτήσει κάτι και την έκανα μ' ελαφρά πηδηματάκια...

  2. Ρε συ, τι λέει πάλι εδώ; Δεν βγάζω άκρη με αυτές τις τεχνικούρες. Τ' είναι ο παλινδρομικός αναδευτήρας 4000/356 στα 500 rpm;
    — Εμ αφού πας και ψωνίζεις κινέζικα...

  3. — Πώς τον βλέπεις σαν κιθαρίστα;
    — Καλός είναι μωρέ, αλλά και μπολικούρας και τεχνικούρας. Χίλιες φορές John Lee. Παίζει μία νότα και σε στέλνει καρφί στο μπαρ για ένα ακόμη...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι λογικό ο αναγνώστης να ερμηνεύσει το λήμμα με τον κρίσιμο χρονικό προσδιορισμό, δηλαδή το ίδιο το γεγονός της εμμηνόπαυσης, το οποίο αποτελεί σταθμό στη ζωή της γυναίκας.

Πλην όμως θα σφάλει καθώς η εν λόγω έκφραση, αναφέρεται σε κάτι πιο πεζό, ύπουλο και καταχθόνιο, το οποίο βασανίζει όποιον βρεθεί στο διάβα του κατά την περιήγηση του στα Ερτζιανά.

Ο Σταθμός της Εμμηνόπαυσης είναι ο Galaxy 92. Πρόκειται για την πεμπτουσία του λεγόμενου elevator music και αν δεν υπήρχαν άλλα αστέρια της γλυκανάλατης ποπ να δυναστεύουν το πρόγραμμα, τότε και αυτός ο σταθμός θα ήταν μέρος του σατανικού κυκλώματος Barry Manilow.

Για να λέμε και του στραβού το δίκιο, από ιδρύσεως του ο σταθμός εισήγαγε μια νέα λογική ως προς το πρόγραμμα καθώς απέφευγε επιμελώς, την ατελείωτη λογοδιάρροια παραγωγών που χαρακτηρίζει άλλες παρουσίες στα FM. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το motto του ήταν «Λίγα λόγια, πολλή μουσική» με το πρόβλημα όμως να εστιάζεται στο είδος αυτής της «πολλής μουσικής».

Μια μικρή ακρόαση σε πείθει ότι το target audience είναι στις κατηγορίες 12-16 (καψουρεμένα νιάτα) και ειδικά 55-95 (ώριμα καψουρεμένα νιάτα!), στη συντριπτική τους πλειοψηφία γυναίκες, εξ’ ου και το λήμμα.

Επίσης έχει παρατηρηθεί η δημόσια μετάδοση σε καταστήματα, τελειωμένες καφετερίες ξενοδοχείων ή τύπου «ρομαντικό ηλιοβασίλεμα» καθώς και τηλεφωνικά κέντρα εταιριών (αναμονή σύνδεσης). Σε αυτή τη χρήση, ο σταθμός γίνεται χωρίς τη θέληση του, όχημα βασανιστηρίου, όπως αποδεικνύεται και από παγκόσμιες κινήσεις για την κατάργηση δημόσιας εκπομπής τέτοιου είδους μουσικής (βλ. εδώ, εδώ και εδώ).

Όπως είναι φυσιολογικό, ένας Σταθμός της Εμμηνόπαυσης δεν θα υφίστατο αν δεν υπήρχαν οι ανάλογοι καλλιτέχνες. Μην ξεχνάμε ότι για να προκριθείς ως Τραγουδιστής της Εμμηνόπαυσης, δεν αρκεί να ερμηνεύεις τα κατάλληλα τραγούδια, αλλά να ενσωματώνεις το όνειρο του (ιδανικά) ηλιοκαμένου, ευαίσθητου τροβαδούρου και τρυφερού εραστή που έχει στο μυαλό της η απογοητευμένη από την βαρετή ζωή της ώριμη κυρία.

Έτσι λοιπόν, ο Αυτοκράτορας δεν είναι άλλος από τον Julio Iglesias, ο οποίος διατηρεί τον τίτλο του επάξια τις τελευταίες δεκαετίες. Πολλοί προσπάθησαν να τον πλησιάσουν, χωρίς όμως αποτέλεσμα (© Μανολίτο), όπως είναι απολύτως λογικό καθώς ο Θεός του Amor ενσωματώνει το 100% των απαιτούμενων χαρακτηριστικών + μερικά ακόμα για bonus (διεθνούς φήμης φραγκάτος και Ισπανός). Επίδοξοι αντικαταστάτες αποτελούν: ο «πάτα-μου-τα-παπάρια-να-βγει-η-φωνή» Michael Bolton και στην μαύρη εκδοχή ο Lionel Ritchie.

Ίσως ειδική κατηγορία να αποτελεί ο Cliff Richard, αλλά αυτός παραφέρνει σε ντιγκιντάγκα οπότε χάνει το συνολικό effect. Ομοίως και οι George Michael και Elton John οι οποίοι είναι δηλωμένες λουγκρέτες.

Παρόλο που ο Tom Jones θα ήταν υπό Κ.Σ. υποψήφιος σε αυτή την κατηγορία, η λαμπρή ιστορία του στα ξενοδοχεία του Las Vegas (όπου τα εσώρουχα και τα κλειδιά δωματίων από νεαρές fan έπεφταν βροχή στην πίστα), τον έχει προστατεύσει αν και τα τραγούδια του «παίζουν» πολύ στην κατηγορία.

Εις την ημεδαπήν, σουξέ στην κατηγορία χωρίς όμως να έχει καταδικαστεί σε αυτήν, έχει ο Γιάννης Πάριος (ο οποίος πληροί και τα προαναφερθέντα σε local επίπεδο). Εναλλακτικοί αντιπρόσωποι ήταν ο αμίμητος Yianni (να’ ναι το Καλαματιανό μουστάκι, να’ ναι το μαλλί λασπωτήρας, να’ ναι ότι πραγματοποίησε το όνειρο της καραώριμης Linda Evans) και ανερχόμενος ο Μάριος Φραγκούλης (αν και σε ολίγον φλωροφλούφλικο-δήθεν λυρικό στυλ).

Κάποιος θα μπορούσε να τοποθετήσει και γυναικείες παρουσίες στην κατηγορία αυτή, με αδιαφιλονίκητη βασίλισσα την Celine Dion, πλην όμως έτσι χάνει το πλήρες νόημα του λήμματος (εκτός αν το ακροατήριο παίζει σε άλλο γήπεδο).

Σημείωσις: Το βασικό λήμμα έχει εφευρεθεί πριν αρκετό καιρό από κάποιον τρίτο, αλλά δεν ενθυμούμαι ακριβώς αν το είχα δει γραπτώς ή το άκουσα, συνεπώς τα αναλογούντα σπέκια όποιος κι αν είναι.

- Τι ώρα αρχίζει το παρτάκι;

- Ε κατά τις 10 θ’ αρχίσουν να μαζεύονται. Λεω να βάλω λίγο Galaxy στην αρχή για εφέ στα γκομενάκια.

- Ρε τον σταθμό της εμμηνόπαυσης θα βάλεις; Θα φύγουν όλοι τρέχοντας…

- Καλά, έχω και το best of του Michael Bolton

- Α καλά… Η μαμά σου διάλεξε τη μουσική;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παρακλάδι / μουσική σκηνή της εξ Αμερικής ανεξάρτητης μουσικής, το οποίο εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας των 80, αλλά μεσουράνησε κυρίως στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας των 90, σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση του grunge (το οποίο όμως είχε μικρότερη διάρκεια ζωής) και όπως και εκείνο «λάνσαρε» ένα ιδιαίτερο τρόπο ζωής, παράλληλα με τους ξεχωριστούς ήχους που έφερε στο προσκήνιο.

Ετυμολογικά, προκύπτει από τις αγγλικές λέξεις «low fidelity» (χαμηλή πιστότητα, σε αντίθεση με το πολυφορεμένο «hi-fi» - high fidelity). Η μουσική (και οι μουσικοί) χαρακτηρίζονταν από ένα (ανεπιτήδευτο συνήθως) ατημέλητο στυλ, οι κιθάρες ήταν παράφωνες, ο ήχος ακατέργαστος (λιγότερο σκληρός και μελαγχολικός πάντως από το grunge), ενώ κοινός τόπος ήταν και οι κακής ποιότητας ηχογραφήσεις (εξ' ου και lo-fi).

Τα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα πολλά: Pavement, Sebadoh, Dinosaur Jr., Yo La Tengo, Silver Jews, Guided by Voices, Grandaddy και Modest Mouse, μεταξύ άλλων.

Παρόλο που η σκηνή απέκτησε αρκετούς φανατικούς οπαδούς (ακόμα και στη χώρα μας), άρχισε να παρακμάζει μετά το 2000, κυρίως λόγω της διάλυσης πολλών εκ των αντιπροσωπευτικότερων συγκροτημάτων.

Η έννοια «lo-fi» μπορεί άνετα, πέρα από τη μουσική αναφορά της, να αποδώσει έναν χαρακτηρισμό σε ένα πρόσωπο ή κατάσταση, ότι δηλαδή είναι χαμηλής πιστότητας, είτε με τη καλή (εκκεντρικότητα, φρεσκάδα, πρωτοτυπία, κάτι πέρα από τα συνηθισμένα), είτε με την κακή έννοια (κυριολεκτικά). Επιβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή στη χρήση, όσο και στη κατανόηση, η οποία πάντα πρέπει να βασίζεται και στα συμφραζόμενα.

  1. - ...και μετά το Μέγαρο, πήρα τηλέφωνο το Μαράκι και πήγαμε Decadence...
    - Σπεκ, Ιεροκλή είσαι και πολύ lo-fi τύπος μιλάμε...

  2. - Ρε θυμάσαι το παλιό στερεοφωνικό στο σπίτι των γονιών μου που ακούγαμε Floyd; Το δώσανε σε παλιατζή...
    - Καλά κάνανε στη τελική, μετά από τόσα χρόνια θα έβαζες πάνω βινύλιο και θα το χαράκωνε.... από hi-fi που ήταν κάποτε, κατάντησε lo-fi...
    - Χεχε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ως όργανο σλανγκίζεται κυρίως το γενετήσιο όργανο, το αιδοίον του ανδρός κυρίως, ο μπαργαλάτσος, και λιγότερο το αιδοίον της γυναικός. Από εκεί έχουμε μια σειρά σλανγκικών συνειρμών και για τις άλλες χρήσεις της λέξης από σλανγκικούς καλοθελητές. Λ.χ.

  2. Όργανον της Τάξεως είναι ο μπάτσος, ο φίλος μας το ζώο, κυρίως ο μη βαθμοφόρος αστυνόμος. Συνειρμοί με την πρώτη έννοια σημαίνουν ότι ο μπάτσος δεν έχει παρά μόνο ένα κεφάλι, το κάτω, ή ότι είναι για τον πούτσο. Έχει σλανγκιστεί ιδιαίτερα απ' τον Λάκη Λαζόπουλο στους «Δέκα Μικρούς Μήτσους».

  3. Μουσικό όργανο. Φράσεις όπως «τι όργανο παίζεις», ή «είναι σολίστ στο τάδε όργανο» πολύ γρήγορα έγιναν κακόσημες από τους σλανγκικώς ευεπίφορους. Εξάλλου, τα πνευστά μουσικά όργανα παραπέμπουν ευκόλως σε φάσεις παιξίματος κλαρίνου, ενώ και τα κρουστά δεν είναι άμοιρα σλανγκικών υπονοουμένωνε, για κάθε είδους σκαμπίλια. Ακόμη και τα έγχορδα μπορούν να έχουν σεξουαλική χρήση, όπως κατέδειξε η χήρα του Μάο. Το κατεξοχήν όργανο, λοιπόν, είναι το πουλόφωνο ή όφωνο κι ο κοινωνικός παίκτης του λέγεται ψωλίστ, ενώ ο μοναχικός οργανοπαίκτης.

  4. Όργανο γυμναστικής, όθεν η ενόργανη γυμναστική.

  5. Οργανική και ανόργανη χημεία.

  6. Από την επιστήμη της Βιολογίας έχουμε το οργανίδιο, (δηλαδή σχηματισμό μονοκύτταρων οργανισμών ανάλογο με αυτόν που έχουν τα όργανα στους πολυκύτταρους), που σλανγκίζεται για να δηλώσει το πολύ μικρό όργανο.

  7. Τέλος, παρόμοια με την σημασία 2, μπορούν να προσλάβουν εκφράσεις, όπως «τα αρμόδια όργανα», «τα όργανα του κόμματος», «τα θεσμικά όργανα» κ.τ.ό.

Σαχλεπίσαχλοι αστεϊσμοί εις βάρος σολίστ:
- Και, αλήθεια, τι όργανο παίζεις; Το παίζεις πολλά χρόνια; Πότε το άρχισες; Και λοιπές σαχλαμπούχλες.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λατέρνατιβ. Ο σύγχρονος νέος που υποτίθεται ότι πάει κόντρα στο μουσικό, ενδυματολογικό και κοινωνικό κατεστημένο. Στην ουσία ένας επαναστάτης του κώλου, ένας μαλάκας του γλυκού νερού.

Ένας λατέρνατιβ τύπος:

  • Ακούει μουσικές που δεν του αρέσουν, απλά για να δείξει διαφορετικός και «ψαγμένος».
  • Θεωρεί τους Kaiser Chiefs ψαγμένη μουσική.
  • Θεωρεί τον Χατζηγιάννη ροκ.
  • Συχνάζει στο Γκάζι, επειδή είναι το πιο hot spot της πόλης, ακόμα και αν δεν του αρέσει.
  • Καπνίζει στριφτό, αλλά τα τσιγάρα του μοιάζουν σαν κακοτυλιγμένα πιτόγυρα.
  • Στο super market, στα ποτά, ακόμα ψάχνει να βρει το μπουκάλι του mojito.
  • Βλέπει μόνο ψαγμένες ταινίες που αυταπατάται ότι τις κατανοεί, αλλά στις 9 βλέπει τον «Λάκη τον Γλυκούλη».
  • Θεωρεί μια κουράδα σε αλουμινόχαρτο τέχνη και πληρώνει 500 ευρώ για να την βάλει στο σαλόνι του.
  • Με τους φίλους του συζητάνε για την δυσπρόσιτη γοητεία του τσαλακωμένου εγώ και για τον αβάσταχτα κατακερματισμένο πλούτο της εσωτερικότητας του κοινωνικού γίγνεσθαι. Κάνουν μια παύση και κοιτάζονται στα μάτια, προσποιούμενοι ότι συλλογίζονται, ενώ στην ουσία λένε από μέσα τους: «Τι μαλακίες είναι αυτές; Θέλω να δω ειδήσεις του Star ΤΩΡΑ!»
  • Φοράει και την παλαιστινιακή μαντίλα, επειδή είναι και επαναστάτης.
  • Προσπαθεί να εντάξει ξένες λέξεις στο λεξιλόγιο του, χωρίς καν να ξέρει τι σημαίνουν. Λέξεις τύπου «cult», «extravagant» κ.λπ.
  • Του «αρέσουν» τα ρακόμελα, είναι in. Άσχετα αν του προξενούν τάση προς εμετό.
  • Ένας φίλος του του λέει ότι, χθες το βράδυ έκανε one night stand 5 φορές (και του δείχνει την παλάμη του). Ο λατέρνατιβ νομίζει ότι αυτό είναι ένας cool όρος για τη μαλακία και από κει και έπειτα το χρησιμοποιεί και αυτός.

Στην ουσία ο λατέρνατιβ είναι ένας πολύ δυστυχισμένος άνθρωπος. Από μέσα του νιώθει ότι θέλει να σκίσει τα επιμελώς ατημέλητα trendy ρούχα του, να φορέσει το ριγέ σακάκι του το διπλοσταυροκουμπωτό, το καναρινί πουκάμισο, το άσπρο παντελόνι και το φούξια καστόρινο μοκασίνι του και να τα σπάσει στα μπουζούκια, ολοκληρώνοντας με έναν απίστευτο οργασμό χυδαίου τσιφτετελιού πάνω σε έναν δίμετρο λόφο από γαρίφαλα, στην πίστα της Στέλλας Μπεζαντάκου.
Κάθε φορά που βλέπει διαφήμιση του derti fm, μπορεί να δείχνει ότι το σιχαίνεται, μέσα του όμως ένας μικρός μπουζουκόβιος κλαίει, με τα δάκρυα να κυλάνε και να χάνονται στο δασύτριχο στήθος του. Το όνειρο ζωής του είναι να τον δείξουν οι ειδήσεις του Star και να δει live την Έφη Θώδη.

Αυτά όμως πρέπει να τα ξεχάσει, γιατί τώρα η Ελλάδα είναι Ευρώπη, πρέπει να εκσυγχρονιστούμε, να γίνουμε ξεχωριστοί και μοντέρνοι. Είναι χειρότερος από έναν απλό μπουζουκόβιο, γιατί δεν έχει τα αρχίδια να παραδεχτεί αυτό που του αρέσει και να είναι αυτός που πραγματικά θέλει.

...

Βλ. και εντεχνindie

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία