Ως γνωστόν, ως εισπράκτωρ ορίζονταν ο εργαζόμενος εις τα λεωφορεία, ο οποίος ήτο καθήμενος εν τω μέσω του οχήματος και εισέπραττε χρηματικό αντίτιμο του εισιτηρίου, ήτοι ναύλα.

Ο εισπρώκτορ (εκ των λέξεων: εισπράκτορας + πρωκτός) δεν εισπράττει χρήματα αλλά πέη παρά τον πρωκτό, ήτοι καυλ(ι)ά.

Ενίοτε η λέξη χρησιμοποιείται αναλλοίωτη μετά της σχετικής κινήσεως (σχηματισμός κύκλου αυξομειούμενης διαμέτρου με τον αντίχειρα και τον δείκτη, δηλωτικού της κινήσεως της πρωκτικής οπής του ομοφυλόφιλου κατά την... πρωκτοδιεύρυνση!).

Ευτέρπη: «Α, κοίταξον! Ο Νικόλας! Οποίος ανδρας!» Χαρίκλεια: «Ματαιοπονείς φιλτάτη! Ούτως ανήρ, εστί... τοιούτος ανήρ! Ήτοι εισπρώκτωρας!»
Ευτέρπη: «Οϊμέ!»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία