Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Ο πούτσος, εις την Κυπριακήν.

- Του Μάρκου η βίλλα γκαστρώνει και καμήλα!

(Επευφημίες Κυπρίων φιλάθλων, οπαδών του τενίστα Μάρκου Παγδατή)

Πάντσο Βίλλα   (από GATZMAN, 22/10/09)Η πάλαι ποτέ Ροζ Βίλα της Εκάλης (από Vrastaman, 22/10/09)

Βλέπε και πέος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυπριακή εκδοχή της τιμημένης πίπας. Το συγκεκριμένο μπουκιτσί χαρακτηρίζεται από αδρές και σταράτες κινήσεις και αυξημένη ποσότητα σίελου, πιθανώς λόγω των κλιματολογικών ιδιαιτεροτήτων της μαρτυρικής Μεγαλονήσου. Έγινε δε γνωστό στον Ελλαδικό χώρο κυρίως λόγω του σημαντικού αριθμού κυπριακών κορασίδων στα ανώτερα και ανώτατα ιδρύματα της χώρας, που επιδίδονται στο προαναφερθέν ευγενές άθλημα. Οι απόψεις περί της ανωτερότητάς του, έναντι της εγχώριας εκδοχής, διίστανται και τα σχετικά πορίσματα ελέγχονται ως προς την εγκυρότητά τους.

- Εεε τσε κάμω του ένα πλοουτσόπ, εν εμπόρει να πάρει τα πόδια του!
- Ε τζιαμαιιί!

blow job by Kasparof (από GATZMAN, 22/06/11)

Βλ. και απάνθισμα Κυπριακών λημματουδιών

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μέρος πρώτον: ενδεικτικά λημματούθκια

Το παρακάτω απαύγασμα Κυπριακών ιδιωματισμών μαζώχτηκε από διάφορα σάη (π.χ. δαχαμαί τζιαί τζειαχαμαί) κι από προσωπικά ακούσματα.

ακκος: παλτό
αλώπως: μήπως, πιθανώς
αμινιάζω: υπολογίζω
αμπάλατος: πεισματάρης
αμπλέπω: βλέπω
αμπούστα: κουτί
αντζελοσσιάστηκα: τρόμαξα
αντινάσσω: ανατινάσσω
αξινόστραφη: ανάποδη
α/ποδκιάντραπος (α/ποδιάντραπος): ο ξεδιάντροπος
άππαρος: άλογο, έτ του ίππος
απιδιά (προφέρεται αππιδκιά): λαικ. αχλαδιά. Από το ''απιδέα'' (βλ. ελαία=> ελιά, μηλέα=> μηλιά, κ.ο.κ.)
αποσιστώθηκα / αποσσιηστώθηκα: ξεμουνιάστηκα, ξεσκίστηκα
αππωμένος: ο έφιππος, μεταφορικά, ο καβαλημένος
άρκοψες: αύριο βράδυ
αρμαρόλα: μικρή ντουλάπα
αρφή: αδελφή
αρφός: αδελφός
αρφότεκνος (αδερφότεκνος): ανιψιός. Εκ των αδερφός (αρφός) + τέκνο (το παιδί του αδερφού μου)
ατζία: άκρη του ψωμιού αφτένω: ανάβω αχάπαρος: χαζός, πιθανώς εκ του χωρίς χαμπάρι
άψε το: άναψε το αψιουρίζομαι: φτερνίζομαι

βάκλα: η ουρά του προβάτου βαρκούμαι: βαριέμαι, εκ του αρχαίου βαρούμαι
βίλλα: πέος, Βυζαντινή ρίζα
βίτσα μαγγούρα, έγινες: αδυνάτισες βλαντζί: συκώτι βόρτακος: βάτραχος βόρτος: χοντρός βούκα: μάγουλο βουκκαλλέτικον: μπούλης βουναλλούι: μίκρος λόφος βούρνα: γούρνα, νεροχύτης βουρώ: τρέχω βρίξε: σώπα (προστακτική) βυζοκούππι: στηθόδεμος (σουτιέν)

γαμίστρα: κρεβάτι γάρος: γαϊδούρι γιουτά μου: με βολεύει

δακάνω (προφέρεται δακκάννω) : μεσν. ''δακώνω'' από τον αόριστο έ-δακ-ον του ρήματος ''δάκνω''. Στην νεοελληνική πήρε τη μορφή δαγκώνω
δαμαί: εδώ
δαχαμαί: εδώ χάμω
δκιασσιελιά (διασκελιά): δρασκελιά δκιασσιελώ (διασκελώ): δρασκελίζω, δρασκελώ, διασκελίζομαι
δρώμα: ιδρώτας

εβόλυα: πάτησα λάσπες ελαώθηκα: τρελάθηκα Ελλαδίτης: πας μη Κύπριος Έλλην
ελύσσασα: πεινάω πολύ εν να: θα, εκ του είναι να
εποζούρτισα: ξεκωλώθηκα έππεσεν το αρφάλι μου: πεθαίνω της πείνας (έπεσε ο αφαλός μου) έρκουμαι: έρχομαι έσιει: έχει έσσω: μέσα εφάτσισα: χτύπησα

ζάβαλλι: αλίμονο ζαβός: στραβός ζάμπα: μπούτι. (σ.ς.: Υπάρχει αρα δε σχέση με το ζαμπόν;)
ζιλικούρτι: κασμάς ζώλος: μπόχα

ήντα πον τούτον;: τι είναι αυτό; ήντα: τι ηττασία: δούλα

θιακλώ: ξεπλένω
θκια / θκιος: θεία / θείος
ιλ: κυλώ

καϊλώ: δέχομαι κάκκαφα: πολύ ανώμαλα εδάφη καλαμαράς: μορφωμένος, Ελλαδίτης
καλώ: αμέ καμμώ: κλείνω τα μάτια μου
καρκανίκαβλος: Ψιλόλογνος
καρκασαλλίκκι: φασαρία καρκκιά: καρδία
καρκόλα: κρεβάτι, καριόλα
καρτζί: απέναντι κάσσια (κάσα): η κάσα. Αν λέγεται ως χαρακτηρισμός γυναίκας τότε σημαίνει, η άσχημη, το μπάζο, ψαροκασέλα
κατρακύλα: τσουλήθρα κατσαρίζω: κάνω θόρυβο κατσιαρισμός: φασαρία, θόρυβος κάττος: γάτα, εκ του Βυζαντινού κάτος
καύκει: καίει κάφκα: ερωμένη παντρεμένου άντρα (σ.ς.: καμία σχέση με τον Φρανζ )
κείνη (προφέρεται τζιείνη): εκείνη
κείνος (προφέρεται τζείνος): κείνος
κελέ: κέφαλι κινέζοι: οι οπαδοί της ομάδας Ομόνοια, γιατί είναι πολλοί
κκελλέ κουλούμπρα: πονοκέφαλος
κόλλα: χαρτί κομμόροτσος: ακατέργαστη μεγάλη πέτρα κόρη: κοπέλα κοτζιάκαρη: γερόντισσα κότσιρας: κουράδα
κουλουφός: ατημέλητος κουτσακοτίρι: μανταλάκι
κουφή: φίδι κρούζω: καιω κρώννουμαι: ακούω, συμβουλεύομαι εκ του ακρουόμαι
κυλώ (προφέρεται τζιυλώ): κυλάω, κυλώ
κωλοσύρνω: τραβώ κωλοΰρα: κοφίνι

λαλώ: ομιλώ, λαλώ λαός: λαγός λάσσω: γαυγίζω λαφαζάνης: αυτός που λέει βλακείες λαστιχάριες: οπαδοί της ομάδας ΑΠΟΕΛ λημματού(δ)ιν: το λήμμα
λίξης: λιγούρης λισσιάρης: λιγούρης λυσσοπεινώ: πεθαίνω της πείνας λουβώ: μαδάω λούκκος: λακάκι, τρύπα στο έδαφος

μαίρισσα: κατσαρόλα μαϊττάππι: κορόιδεμα μαλαχτός: μαλακός, ο ευάλωτος μαννός: ηλίθιος μάππα: μπάλα μάππουρος: κουκουνάρι, κοντοστούπης (σ.ς.: Ήταν το παρατσούκλι του μακαρίτη Σπύρου Κυπριανού)
μαυρού: Η μαύρη. Σύμφωνα με ορισμένες αναφορές στο διαδίκτυο, χρησιμοποιείται ρατσιστικά για σκουρόχρωμες οικιακές βοηθούς
μεζετζής: μεζεκλής μίλλα: λίπος ζώου (χρησιμοποιείται στα σουβλάκια) μιλλοσφουντζίσματα: δουλειές μπακαλίστικες, πρόχειρες, άρπα-κόλλα. Εκ των μιλλό (λίγο) και σφουγγίζω
μιτσής: μικρός μονή: κρεβάτι μοτόρα: μοτοσυκλέτα μουβλούκα: μαξιλάρι μούλα: θηλυκό του μουλαριού μούτι: μύτη μουτσοπάιχτης: ο μαλάκας
μούτσιος: η μαλακία και το τράβηγμα αυτής
μουτταρκά: απόκρημνο έδαφος μούττη: μύτη, κορυφή μούχτη: δωρεάν μούχτιν: δωρεάν μυάλος: μεγάλος

νησιάνι: στρατιωτικό διακριτικό ντζίζω: αγγίζω

ξημαρισμένος: λερωμένος ξιμαρισμένο: λερωμένο

όϊ: όχι ολάν: τι νόμιζες όξυπνος: ξύπνιος, έξυπνος ούζω: κουνώ ούσσου: σιώπα (προστακτική) ούτσιαλης: πολύ φαΐ

παγκούι: παγκάκι παίζω κάποιον: δολοφονώ κάποιον
παίζω μούτσο: τραβάω μαλακία
παουρίζω: φωνάζω παπίλλαρος: τα πρώτα σύκα παπίρα: πάπια παραπότης: αυτός που κάνει ατιμίες παρατραβήγματα: η υπερανάληψη (λογιστικός όρος)
παρπέρης: κουρέας πασιαμάς: χαβαλές παστός: λεπτός/η
πατανία: κουβέρτα παττίχα: καρπούζι (αραβική λέξη)
πατσαρκά: χαστούκι πατσιαούρα: ατημέλητη, πατσαβούρα πατταλόνι: παντελόνι παττίχα: καρπούζι παχύς (προφέρεται πασσιύς) : ο παχύς πελλοκίκκιρος: θεότρελος
πεζούνα: περιστέρι (ιταλικό)
πελεκάνος: ο μαραγκός. Εκ του πελεκώ
πελλός: ο τρελός. Εκ του απολωλώς
πιθκιαβλοζάμπης: τα πόδια του είναι λεπτά σαν πιθκιαύλι (εκ του αυλός) πιλέ: ήδη πίσσα: τσίχλα πιττώνω: πλακώνω πλοουτσόπ: η πεομύζηση, εκ του blowjob
ποδά: απ' εδώ ποήνες: μπότες ποϊνες: μπότες πολογιάζω: διώχνω πομιλόρι: ντομάτα ποξαμάτι: παξιμάδι πορνόν πορνόν: πρωί-πρωί (σ.ς.: πουρνό- πουρνό)
πότσα: μπουκάλα ποτσεί: απ' εκεί πουλλαόφωνος: άντρας που μιλά με λεπτή φωνή πουπούξιος: κουκουβάγια πουστοκαλαμαράς: πουστο-ελλαδίτης (q.v.)
πούττος: το μουνί
πόφκαλες (απόβγαλες) με: με κούρασες ππαραόπιστος: τσιγκούνης
ππεεεεε!: επιφώνημα εκπλήξεως
ππεζεβένκης: κερατάς ππούλλι: βλήμα (ηλίθιος) ππουνία: γροθία ππουρτού: τα υπάρχοντα
πρότσα: πιρούνι πυρκόλα: του την χτύπα τον πύρουλλος: πυρά ζέστη, καύσωνας

ρα: αναφορά προς κοπέλα, αντίστοιχο του ρε
ρέσσω: περνώ ριάλια: λεφτά (σ.ς.: το τραγούδι: «Τα ριάλια ριάλια ζιε πούντα τζιο ππεζεβένκης που τα'σει στην πούγγαν» πρέπει να είναι στο Κυπριακό Top 10 τα τελευταία 40 τουλάστιχον χρόνια!)
ρότσος: πέτρα, χαζός, ντουβάρι (εκ του roche)

σαντανοσιά: ανακατωσούρα σιακατούρι: κατηφόρα σιέζομαι: Χέζομαι
σιεηττάνης: σατανάς, πονηρός σι(δ)εροκουτάλα περίεργη: κυρα-περμαθούλα
σιέσης: δειλός σιονοτός: πατημένος σιόρ: κύριος σιουσιούκκος: παραδοσιακό κυπριακό γλυκό σκουλουκού(δ)ιν: το σκουληκάκι. Πληθυντικός: σκουλουκούδκια ή σκουλουκούθκια σίστος / σσιήστος: μουνί
σσυλλόπελλος: σκυλότρελος
στον κώλον σου ρεπάνι!: κατάρα με Αριστοφανικές ρίζες.
στράτα: δρόμος συνταγχάνω: μιλώ, αρχαία λέξη
σύξηλος: άναυδος σύρνω: ρίχνω σωρόφκω: σωρεύω, μαζεύω

τάβλα: τραπέζι, κρεβάτι τάνγκα: ακριβώς (σ.ς.: μη πάει ο νους σας στο κακό...)
ταπέλλα: πινακίδα τάππος: κοντός τατάς: νονός τζειαμαί: εκεί τζισβέςς: μπρίκι (τουρκικό, όπως και το μπρίκι)
τζοιμισμένος: κοιμισμένος τσαέρα: καρέκλα, εκ του παλαιογαλλικού chaere (από το οποίο προκύπτει και το αγγλικό chair)
τσαί: και τσειαχαμέ: εκεί κάτω
τσεντί: πορτοφόλι τσιαέρα: καρέκλα, εκ του παλαιογαλλικού chaere (από το οποίο προκύπτει και το αγγλικό chair)
τσιενκένης: τεμπέλης τσιλλώ: πλακώνω τσούρα: κατσίκα τταπουροκολού: μοτοσικλέτα

φακκώ: χτυπώ φάουσα: σκασμός φεύκω / φεύγω κάποιον: διώχνω κάποιον
φιλούθκια: φιλάκια φκάλλω: βγάζω φκιολί: βιολί φκιόρο: λουλούδι, μαστουρωμένος φλόκκος: σφουγγαρίστρα (σ.ς.: και πάλι, μη πάει ο νους σας στο κακό...)
φόκο: φωτιά, εκ του ιταλικού Fuoco < λατ. Focus ‘’εστία’’
φουκού: σχάρα, Fuoco < λατ. Focus ‘’εστία’’
φουντάνα: βρύση (σ.ς.: κατά το Φουντάνα di Trevi;)
φρουταρία: η αγορά τροφίμων

χάι χούι: χαβαλές χαμαί: χάμω (αρχαίο)
χαννοπαττίχα: βλαμμένη
χαρτωμένος: αρραβωνιασμένος
χογλά: βράζει χτηνό ή κτηνό: κτήνος, κάποιος πολύ δυνατός (γομάρι)
χτίν: γουδί χτιτσιολοά: βρωμάει άσχημα χτιτζιόν (χτικιόν): το χτικιό, η αηδία
χτοσιαίριν: γουδοχέρι

ψατζί: κρύο

Μέρος δεύτερον: συμβουλές πως να μιλάτε Κυπριακά άνευ διδασκάλου

  • Ορισμένες λέξεις που αρχίζουν από «δια» προφέρονται «δκια-» ή «θκιά». Π.χ.: θκιαβάζω (διαβάζω)
  • Ορισμένες λέξεις που αρχίζουν από «κ» προφέρονται «τζ». Π.χ.: τζιαιρός (καιρός)
  • Ορισμένες λέξεις που αρχίζουν από «χ» προφέρονται «σσι». Π.χ.: σσιαιρετίζω (χαιρετίζω)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-ρια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι») προφέρονται «-ρκα». Π.χ.: ποτήρκα (ποτήρια), η αγγουρκά (η αγγουριά)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-δια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι» προφέρονται «-θκια». Π.χ.: η αναποθκιά (η αναποδιά), τα αρχίθκια (τα αρχίδια)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-τια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι» προφέρονται «-θκια». Π.χ.: τα μάθκια (τα μάτια), τα σκαλοπάθκια (τα σκαλοπάτια)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-πια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι» προφέρονται «-πκια». Π.χ.: τα κουπκιά (τα κουπιά), η πάπκια (η πάπια)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-βια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι» προφέρονται «-φκια» ή «-βκιά». Π.χ.: τα μολύφκια (τα μολύβκια)
  • Όλα τα ρήματα που λήγουν σε –εύω μετατρέπονται σε –εύκω. Π.χ.: μαζεύκω (μαζεύω), χορεύκω (χορεύω)

Σ.ς.: μερικά από τα παρακάτω σχόλια ενσωματώθηκαν στον ορισμό. Φυσικά, τα όποια μιλλοσφουντζίσματα παραμένουν αποκλειστικά δικά μου.

«Τζυίλησε η μαίρισσα τζιαί ηύρεν το καπάκιν»
(κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι)

«Πεύκω τσειαχαμαί στην καρκόλλαν τζιαι η κελέν μου εν κολούμπραν»
(Ξαπλώνω στο κρεβάτι μου με ισχυρή κεφαλαλγία)

«Επηαιννεν με την ταππιροκολου του τζιαι επίαι το σιακατουριν τζιαι σαν επηαιννεν καπου εκουράτζισε το αρτζιομαντρι του τζιαι εφαντην χαμαι»
(σ.ς.: sorry, δεν καταλαβαίνω Χριστό!)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι, με αυτόν / κατ' αυτόν τον τρόπο, τοιουτοτρόπως (παλαιοελληνικά). Τροπική επιρρηματική φράση.

- Θα ήταν φανταστικό, καταπληκτικό, υπέροχο, αν μπορούσαν να μην φαίνονται στα ποστ τρίτων οι παραθέσεις μελών που έχουμε βάλει στο ιγκνόρ, με τον ίδιο τρόπο που δεν φαίνονται και τα ίδια τα ποστ μελών που έχουμε βάλει στο ιγκνόρ.
- Φανταστικότερο,να μπορείς να πατήσεις ένα κουμπί και ο εχθρός να ανατιναχθεί χωρις να μείνουν διαδυκτιακά αποτυπώματα. Ποιούς θα καθαρίζατε έτσι σχέδιο;

από το φόρουμ τζι αρ

Η φράση είναι οπωσδήποτε παλιά, αλλά δεν τη βρίσκω λεξικογραφημένη στα μεγάλα λεξικά, πράγμα που με κάνει να αναρωτιέμαι αν πρόκειται για τοπικό ιδιωματισμό. Εγώ μεν βόρειος, από τα αρκετά παραδείγματα δε που βρίσκω γκουγκλάροντας, ακούγεται πολύ και στην κύπρο.

Καλά ο Μπερλουσκόνι πρέπει να επήεν με τις μισές Ιταλίδες τώρα αυτή τους ενόχλησε? Και καλά λέει ο/η Astatus..οι γονείς της γιατί την άφηναν να κυκλοφορεί έτσι σχέδιο?!

απο δώ

Φανταστείτε να είμασταν επαρχία της Τουρκίας, τζιαι πρόεδρος μας ο Ερτογαν. Τωρά φανταστείτε τον Ρίκκο, τον Κληρίδη τζιαι τους λοιπούς κουρούπεττους που μας περιπαίζουν τόσον τζιαιρόν, τι θα επαθένναν που τον Σουλτάνο, τζιαι αν θα επικαλούνταν σύνταγμα, ασυλίες κλπ. Λυπούμαι που το λαλώ αλλά μόνο ένας τέθκιος πρόεδρος μας αξίζει (όι κατ'ανάγκη ο Ερτογάν αλλά το ίδιο στυλ), να τους διά τοππούζιν, να δω αν θα μας περιπαίζουν έτσι σχέδιο! Ήβραν τζιαι κάμνουν...

από εδώ

Απορώ....πώς κυκλοφορεί ο κόσμος έτσι σχέδιο ρε παιδί μου; Εν αννοίουν τα αφκιά, τα μμάθκια, τες τηλεοράσεις τους; Εν θορούν ότι ο κόσμος έννεν σαν τζίνες; Πόσο κοινωνικά παλαβός μπορεί να είσαι το 2011 στην Κύπρο (σε έτσι θέματα τουλάχιστον)...;

από εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άνθρωπος που προσαρμόζει ένα γεγονός ανάλογα με το συμφέρον του. Αυτός που λέει εύκολα ψέματα, με το κατάλληλο πιστευτό ύφος.

Χρησιμοποιείται καθημερινώς στην Κύπρο.

Κλασικοί λαφαζάνηδες, θεωρούνται οι πραγματάδες και οι δικηγόροι.

Παναγιώτης Λαφαζάνης, ΣΥΡΙΖΑ (από Hank, 10/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μαλακία, η παπαρολογία, η υπερβολή.

Κυπριακό ιδίωμα, εκ του λαφαζάνης που σημαίνει μπουρδολόγος.

- Το 2007, ο σεβαστός Harry Frankfurt του πανεπιστημίου Princeton εξέδωσε ένα εξαίρετο δοκίμιο-σύγγραμμα με τίτλο “On Bullshit”, το οποίο προκάλεσε έντονες συζητήσεις στους ακαδημαϊκούς κύκλους της πολιτικής φιλοσοφίας. Αρχίζει το πρώτο κεφάλαιο σημειώνοντας ότι «ένα από τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κοινωνίας μας είναι ότι υπάρχουν παντού λαφαζανιές (bullshit)». O Frankfurt καταλήγει, καθοδόν προς την ανάπτυξη μιας «περί λαφαζανιάς» θεωρίας (σοβαρομιλώ).
(δαμαἰ)

- Η ιστορία της αξιολόγησης της Τουρκίας, το ορόσημο του Δεκέμβρη και οι κυρώσεις, που θα έπρεπε να της επιβληθούν και οι πολιτικές «λαφαζανιές» των ηγετών μας, συνθέτουν την νέα πολιτικο-διπλωματική καταστροφή, που υπέστη η Κύπρος εξαιτίας της ανεπαρκούς πολιτικής της Κυβέρνησης Χριστόφια.
(τζειαμαί)

-Τεράστιες τσιόφτες, λαφαζανιές και ηθοποιηλίκια περιλάμβανε η χτεσινή ανακοίνωση της επίσημης Ομόνοιας.
(τσαχαμαί)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέξη καλαμαράς χρησιμοποιείται κυρίως από Κυπραίους και σημαίνει αποκλειστικά Ελλαδίτης. Είναι ταυτόσημοι όροι όσον αφορά στη χρήση τους.

Όταν θέλεις να κάνεις μεταξύ Ελλήνων ιδιαίτερη μνεία στους Ελλαδίτες (Έλληνες της Ελλάδας, Έλληνες ιθαγενείς) ή στους Κυπραίους (Έλληνες της Κύπρου, Κύπριοι ιθαγενείς) δεν θα πεις απλά Έλληνας, γιατί ο όρος αυτός συμβολίζει το έθνος στο οποίο ανήκουν τόσο οι κύπριοι και οι ελλαδίτες, όσο και οι υπόλοιποι Έλληνες τους εξωτερικού, που μπορεί να μην έχουν την ελληνική ιθαγένεια, αλλά να έχουν τον ένα ή και τους δυο γονείς Έλληνες, να έχουν πάρει την ελληνική κουλτούρα, γλώσσα ήθη κι έθιμα, την αγάπη προς το συγκεκριμένο έθνος κ.ο.κ. (π.χ. οι Έλληνες της Αυστραλίας, της Γερμανίας, της Αμερικής...)

Και η λέξη προήλθε απ' όταν οι Ελλαδίτες, μορφωμένοι και γραμματιζούμενοι-λόγιοι, έρχονταν στο νησί για να διδάξουν στα σχολεία, τότε που η Κύπρος ήταν πιο φτωχή (και υπό την κατοχή άλλων λαών) και το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού ασχολείτο με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία.

Οι καλαμαράδες (=Ελλαδίτες, Έλληνες της Ελλάδας και όχι απλά Έλληνες για να γίνεται η διάκριση) το Πάσχα έχουν ως παραδοσιακό έδεσμα το τσουρέκι, ενώ εμείς οι κυπραίοι (Έλληνες της Κύπρου) τη φλαούνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι αποκαλούν αρκετοί Κύπριοι ειρωνικά τους Έλληνες. Αυτοί πιστεύουν πως οι Έλληνες είναι παραμυθιασμένοι με το λόγιο στυλ τους, τη χώρα τους, τον πολιτισμό τους.

Κύπριος: Ο Καλαμαράς ξέρει τα πάντα, για τα πάντα και πάντα έχει δίκιο. Θεωρεί πως τα νησιά του Πάσχα είναι Ελληνικά, πως η Αμερική ανακαλύφθηκε από τον Οδυσσέα, πως οι Έλληνες έχουν διαφορετικό DNA κλπ.

Οι Έλληνες θεωρούν πως όλοι οι άλλοι λαοί θέλουν να είναι Καλαμαράδες, αλλά δεν μπορούν. Γι' αυτό αδικούν την Ελλάδα στις διεθνείς οργανώσεις, επειδή ζηλεύουν. Θεωρούν πως η Ελλάδα έδωσε τα φώτα του πολιτισμού στον κόσμο.

Λένε πάλι πως η φέτα είναι το καλύτερο τυρί. Τα υπόλοιπα είναι άσπρα και κίτρινα σκατά.

Kyrios Kalamaris (από Vrastaman, 19/09/08)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο Ελλαδίτης, και ιδιαίτερα ο Αθηναίος (κυπριακά).

(από το Ξενύχτικον «Μιραμπέλλα»)
Όσες εν αθήνα φκάλλουν τα μάθκια τους πάνω στους καλαμαράδες παντές τζιαι δεν εξανάδαν αρσενικό, χωρίς να καταλάβουν πως οι καλαμαράδες μας δουλέφκουν ούλλους σε ψιλό γαζί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στη συνείδηση του Ελλαδίτη, οι Κύπριοι έχουν τα εξής χαρακτηριστικά:
1. Όνομα και επίθετο είναι ίδια (πχ. Νίκος Νίκου)
2. Βάζουν παντού ν (πχ. εις την Τζύμπρον)
3. Κοτσάρουν αγγλικές λέξεις (anyway, τι άλλα;)

-Πως σε λένε φίλε;
-Γεράσιμο Γερασίμου.
-Κύπριος είσαι;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία