Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Κυπριακή κατάληξη που σημαίνει -ούδια, -άκι. Έγινε γνωστό στην Ελλάδα απο τα φιλούθκια της Φραντσέσκας Μελά (Big Brother 2).

Ο ενικός είναι -ούι (πχ. φιλούι = φιλάκι).

Φιλούθκιααααα!

(από Khan, 19/03/13)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το άγιωμαν: το σκούριασμα (κυπριακίζειν).

Άγιωσεν το ποήλατον.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένα μοναδικό διαμάντι της κυπριακής μπινελικιακής παράδοσης. Η ακριβής μετάφραση είναι: «Δάγκωνε, μπούκωνε, σκύψε, γλείψε, πάρ' τον πούτσο μου και σκάσε».

Ιορδάνης Ιορδάνου: Άκα μπούκα σκύψε γλείψε πιάσ' τον βίλλο μου και βρίξε, ρε παλιοκαλαμαρά.
Βαγγέλας Παπαδόπουλος: Άι γαμήσου μωρή κουφάλα κύπρια, να σ' το πω και στα ελληνικά να 'ούμ'.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυπριακή σλανγκ που εκφέρεται όταν ο συνομιλητής μας λέγει το προφανές έχοντας την εντύπωση ότι προέβη σε κάποιο κοσμοϊστορικό breakthrough.

Το δε εξαίσιο έδεσμα ονόματι «ταχινόπιτα» θεωρείται των ων ουκ άνευ στη Κυπριακή ζαχαροπλαστική, εξ ου και η χρήση της τοιουτοτρόπως.

Η ανακάλυψη της ταχινόπιτας...

Τελικά οι περισπούδαστοι ερευνητές του Δημοκρατικού Συναγερμού, μαζί με τους υπόλοιπους βουλευτές της Επιτροπής Ελέγχου της Βουλής, ανακάλυψαν μετά από σοβαρές και εμπεριστατωμένες έρευνες έξι (6) χρόνων την ταχινόπιτα!

Ο εκπρόσωπός τους, μέλος της ομάδας έρευνας, ο κ. Γιώργος Γεωργίου, βουλευτής Αμμοχώστου του Δημοκρατικού Συναγερμού, με στόμφο και φουσκωμένος σαν παγώνι από περηφάνια για τη μεγάλη τους ανακάλυψη, μας ανακοίνωσε από τα τηλεοπτικά παράθυρα πως «πληρώσαμε πάνω από 32 εκατομμύρια ευρώ για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους Τουρκοκυπρίους από την ημέρα που άνοιξαν τα οδοφράγματα και πως τελικά έχουμε καταντήσει εμείς οι Έλληνες κάτοικοι της Κύπρου να είμαστε υποτελείς στους Τούρκους»!

[από εφημερίδα]

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο υπέρμαχος του σχεδίου Ανάν για την Κύπρο. Ανήκει και στην δεξιά ιδιόλεκτο στην οποία συνηθίζεται να παρατίθεται παρατακτικώς μετά άλλων ύβρεων, λ.χ. «είσαι γνωστός θολοκουλτουριάρης, εθνομηδενιστής, ευρωλιγούρης, αποδομιστής και ανανιστής», αλλά όχι μόνο, λέγεται και από άλλους επικριτές του αμφιλεγόμενου σχεδίου Ανάν. Επίσης χρησιμοποιείται αρκετά στην μαρτυριάρικη, λ.χ. για να χαρακτηρίσει μερίδα του πολιτικού κόσμου. Προφ λογοπαίγνιο με τον αυνάνα, βλ. και κόφι αυνάν.

Συνώνυμο: μάρτυρας του Αυνάν (πλάκα κάνω!, ξένε μεταφραστή).

  1. Ακόμη και σήμερα, ένα βήμα πριν την επιβολή, απ’ τη Νέα Τάξη, της Παγκόσμιας Διακυβέρνησης, την ανάγκη της οποίας τονίζει και ο ανανιστής πρωθυπουργός της κατεχόμενης Ελλάδας και πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, οι ιδέες παραμένουν το μεγαλύτερο όπλο της ανθρωπότητας. (Εδώ).

  2. είναι σταθερός, συνεπής και στοχοπροσηλωμένος στο 2004. Είναι ένας αδιόρθωτος «Ανανιστής» και όλα όσα λέγει περιστρέφονται γύρω από το Σχέδιο Ανάν. (Εδώ).

Περιοδικό που προδφέρεται για ανανισμό (από Vrastaman, 08/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μέρος πρώτον: ενδεικτικά λημματούθκια

Το παρακάτω απαύγασμα Κυπριακών ιδιωματισμών μαζώχτηκε από διάφορα σάη (π.χ. δαχαμαί τζιαί τζειαχαμαί) κι από προσωπικά ακούσματα.

ακκος: παλτό
αλώπως: μήπως, πιθανώς
αμινιάζω: υπολογίζω
αμπάλατος: πεισματάρης
αμπλέπω: βλέπω
αμπούστα: κουτί
αντζελοσσιάστηκα: τρόμαξα
αντινάσσω: ανατινάσσω
αξινόστραφη: ανάποδη
α/ποδκιάντραπος (α/ποδιάντραπος): ο ξεδιάντροπος
άππαρος: άλογο, έτ του ίππος
απιδιά (προφέρεται αππιδκιά): λαικ. αχλαδιά. Από το ''απιδέα'' (βλ. ελαία=> ελιά, μηλέα=> μηλιά, κ.ο.κ.)
αποσιστώθηκα / αποσσιηστώθηκα: ξεμουνιάστηκα, ξεσκίστηκα
αππωμένος: ο έφιππος, μεταφορικά, ο καβαλημένος
άρκοψες: αύριο βράδυ
αρμαρόλα: μικρή ντουλάπα
αρφή: αδελφή
αρφός: αδελφός
αρφότεκνος (αδερφότεκνος): ανιψιός. Εκ των αδερφός (αρφός) + τέκνο (το παιδί του αδερφού μου)
ατζία: άκρη του ψωμιού αφτένω: ανάβω αχάπαρος: χαζός, πιθανώς εκ του χωρίς χαμπάρι
άψε το: άναψε το αψιουρίζομαι: φτερνίζομαι

βάκλα: η ουρά του προβάτου βαρκούμαι: βαριέμαι, εκ του αρχαίου βαρούμαι
βίλλα: πέος, Βυζαντινή ρίζα
βίτσα μαγγούρα, έγινες: αδυνάτισες βλαντζί: συκώτι βόρτακος: βάτραχος βόρτος: χοντρός βούκα: μάγουλο βουκκαλλέτικον: μπούλης βουναλλούι: μίκρος λόφος βούρνα: γούρνα, νεροχύτης βουρώ: τρέχω βρίξε: σώπα (προστακτική) βυζοκούππι: στηθόδεμος (σουτιέν)

γαμίστρα: κρεβάτι γάρος: γαϊδούρι γιουτά μου: με βολεύει

δακάνω (προφέρεται δακκάννω) : μεσν. ''δακώνω'' από τον αόριστο έ-δακ-ον του ρήματος ''δάκνω''. Στην νεοελληνική πήρε τη μορφή δαγκώνω
δαμαί: εδώ
δαχαμαί: εδώ χάμω
δκιασσιελιά (διασκελιά): δρασκελιά δκιασσιελώ (διασκελώ): δρασκελίζω, δρασκελώ, διασκελίζομαι
δρώμα: ιδρώτας

εβόλυα: πάτησα λάσπες ελαώθηκα: τρελάθηκα Ελλαδίτης: πας μη Κύπριος Έλλην
ελύσσασα: πεινάω πολύ εν να: θα, εκ του είναι να
εποζούρτισα: ξεκωλώθηκα έππεσεν το αρφάλι μου: πεθαίνω της πείνας (έπεσε ο αφαλός μου) έρκουμαι: έρχομαι έσιει: έχει έσσω: μέσα εφάτσισα: χτύπησα

ζάβαλλι: αλίμονο ζαβός: στραβός ζάμπα: μπούτι. (σ.ς.: Υπάρχει αρα δε σχέση με το ζαμπόν;)
ζιλικούρτι: κασμάς ζώλος: μπόχα

ήντα πον τούτον;: τι είναι αυτό; ήντα: τι ηττασία: δούλα

θιακλώ: ξεπλένω
θκια / θκιος: θεία / θείος
ιλ: κυλώ

καϊλώ: δέχομαι κάκκαφα: πολύ ανώμαλα εδάφη καλαμαράς: μορφωμένος, Ελλαδίτης
καλώ: αμέ καμμώ: κλείνω τα μάτια μου
καρκανίκαβλος: Ψιλόλογνος
καρκασαλλίκκι: φασαρία καρκκιά: καρδία
καρκόλα: κρεβάτι, καριόλα
καρτζί: απέναντι κάσσια (κάσα): η κάσα. Αν λέγεται ως χαρακτηρισμός γυναίκας τότε σημαίνει, η άσχημη, το μπάζο, ψαροκασέλα
κατρακύλα: τσουλήθρα κατσαρίζω: κάνω θόρυβο κατσιαρισμός: φασαρία, θόρυβος κάττος: γάτα, εκ του Βυζαντινού κάτος
καύκει: καίει κάφκα: ερωμένη παντρεμένου άντρα (σ.ς.: καμία σχέση με τον Φρανζ )
κείνη (προφέρεται τζιείνη): εκείνη
κείνος (προφέρεται τζείνος): κείνος
κελέ: κέφαλι κινέζοι: οι οπαδοί της ομάδας Ομόνοια, γιατί είναι πολλοί
κκελλέ κουλούμπρα: πονοκέφαλος
κόλλα: χαρτί κομμόροτσος: ακατέργαστη μεγάλη πέτρα κόρη: κοπέλα κοτζιάκαρη: γερόντισσα κότσιρας: κουράδα
κουλουφός: ατημέλητος κουτσακοτίρι: μανταλάκι
κουφή: φίδι κρούζω: καιω κρώννουμαι: ακούω, συμβουλεύομαι εκ του ακρουόμαι
κυλώ (προφέρεται τζιυλώ): κυλάω, κυλώ
κωλοσύρνω: τραβώ κωλοΰρα: κοφίνι

λαλώ: ομιλώ, λαλώ λαός: λαγός λάσσω: γαυγίζω λαφαζάνης: αυτός που λέει βλακείες λαστιχάριες: οπαδοί της ομάδας ΑΠΟΕΛ λημματού(δ)ιν: το λήμμα
λίξης: λιγούρης λισσιάρης: λιγούρης λυσσοπεινώ: πεθαίνω της πείνας λουβώ: μαδάω λούκκος: λακάκι, τρύπα στο έδαφος

μαίρισσα: κατσαρόλα μαϊττάππι: κορόιδεμα μαλαχτός: μαλακός, ο ευάλωτος μαννός: ηλίθιος μάππα: μπάλα μάππουρος: κουκουνάρι, κοντοστούπης (σ.ς.: Ήταν το παρατσούκλι του μακαρίτη Σπύρου Κυπριανού)
μαυρού: Η μαύρη. Σύμφωνα με ορισμένες αναφορές στο διαδίκτυο, χρησιμοποιείται ρατσιστικά για σκουρόχρωμες οικιακές βοηθούς
μεζετζής: μεζεκλής μίλλα: λίπος ζώου (χρησιμοποιείται στα σουβλάκια) μιλλοσφουντζίσματα: δουλειές μπακαλίστικες, πρόχειρες, άρπα-κόλλα. Εκ των μιλλό (λίγο) και σφουγγίζω
μιτσής: μικρός μονή: κρεβάτι μοτόρα: μοτοσυκλέτα μουβλούκα: μαξιλάρι μούλα: θηλυκό του μουλαριού μούτι: μύτη μουτσοπάιχτης: ο μαλάκας
μούτσιος: η μαλακία και το τράβηγμα αυτής
μουτταρκά: απόκρημνο έδαφος μούττη: μύτη, κορυφή μούχτη: δωρεάν μούχτιν: δωρεάν μυάλος: μεγάλος

νησιάνι: στρατιωτικό διακριτικό ντζίζω: αγγίζω

ξημαρισμένος: λερωμένος ξιμαρισμένο: λερωμένο

όϊ: όχι ολάν: τι νόμιζες όξυπνος: ξύπνιος, έξυπνος ούζω: κουνώ ούσσου: σιώπα (προστακτική) ούτσιαλης: πολύ φαΐ

παγκούι: παγκάκι παίζω κάποιον: δολοφονώ κάποιον
παίζω μούτσο: τραβάω μαλακία
παουρίζω: φωνάζω παπίλλαρος: τα πρώτα σύκα παπίρα: πάπια παραπότης: αυτός που κάνει ατιμίες παρατραβήγματα: η υπερανάληψη (λογιστικός όρος)
παρπέρης: κουρέας πασιαμάς: χαβαλές παστός: λεπτός/η
πατανία: κουβέρτα παττίχα: καρπούζι (αραβική λέξη)
πατσαρκά: χαστούκι πατσιαούρα: ατημέλητη, πατσαβούρα πατταλόνι: παντελόνι παττίχα: καρπούζι παχύς (προφέρεται πασσιύς) : ο παχύς πελλοκίκκιρος: θεότρελος
πεζούνα: περιστέρι (ιταλικό)
πελεκάνος: ο μαραγκός. Εκ του πελεκώ
πελλός: ο τρελός. Εκ του απολωλώς
πιθκιαβλοζάμπης: τα πόδια του είναι λεπτά σαν πιθκιαύλι (εκ του αυλός) πιλέ: ήδη πίσσα: τσίχλα πιττώνω: πλακώνω πλοουτσόπ: η πεομύζηση, εκ του blowjob
ποδά: απ' εδώ ποήνες: μπότες ποϊνες: μπότες πολογιάζω: διώχνω πομιλόρι: ντομάτα ποξαμάτι: παξιμάδι πορνόν πορνόν: πρωί-πρωί (σ.ς.: πουρνό- πουρνό)
πότσα: μπουκάλα ποτσεί: απ' εκεί πουλλαόφωνος: άντρας που μιλά με λεπτή φωνή πουπούξιος: κουκουβάγια πουστοκαλαμαράς: πουστο-ελλαδίτης (q.v.)
πούττος: το μουνί
πόφκαλες (απόβγαλες) με: με κούρασες ππαραόπιστος: τσιγκούνης
ππεεεεε!: επιφώνημα εκπλήξεως
ππεζεβένκης: κερατάς ππούλλι: βλήμα (ηλίθιος) ππουνία: γροθία ππουρτού: τα υπάρχοντα
πρότσα: πιρούνι πυρκόλα: του την χτύπα τον πύρουλλος: πυρά ζέστη, καύσωνας

ρα: αναφορά προς κοπέλα, αντίστοιχο του ρε
ρέσσω: περνώ ριάλια: λεφτά (σ.ς.: το τραγούδι: «Τα ριάλια ριάλια ζιε πούντα τζιο ππεζεβένκης που τα'σει στην πούγγαν» πρέπει να είναι στο Κυπριακό Top 10 τα τελευταία 40 τουλάστιχον χρόνια!)
ρότσος: πέτρα, χαζός, ντουβάρι (εκ του roche)

σαντανοσιά: ανακατωσούρα σιακατούρι: κατηφόρα σιέζομαι: Χέζομαι
σιεηττάνης: σατανάς, πονηρός σι(δ)εροκουτάλα περίεργη: κυρα-περμαθούλα
σιέσης: δειλός σιονοτός: πατημένος σιόρ: κύριος σιουσιούκκος: παραδοσιακό κυπριακό γλυκό σκουλουκού(δ)ιν: το σκουληκάκι. Πληθυντικός: σκουλουκούδκια ή σκουλουκούθκια σίστος / σσιήστος: μουνί
σσυλλόπελλος: σκυλότρελος
στον κώλον σου ρεπάνι!: κατάρα με Αριστοφανικές ρίζες.
στράτα: δρόμος συνταγχάνω: μιλώ, αρχαία λέξη
σύξηλος: άναυδος σύρνω: ρίχνω σωρόφκω: σωρεύω, μαζεύω

τάβλα: τραπέζι, κρεβάτι τάνγκα: ακριβώς (σ.ς.: μη πάει ο νους σας στο κακό...)
ταπέλλα: πινακίδα τάππος: κοντός τατάς: νονός τζειαμαί: εκεί τζισβέςς: μπρίκι (τουρκικό, όπως και το μπρίκι)
τζοιμισμένος: κοιμισμένος τσαέρα: καρέκλα, εκ του παλαιογαλλικού chaere (από το οποίο προκύπτει και το αγγλικό chair)
τσαί: και τσειαχαμέ: εκεί κάτω
τσεντί: πορτοφόλι τσιαέρα: καρέκλα, εκ του παλαιογαλλικού chaere (από το οποίο προκύπτει και το αγγλικό chair)
τσιενκένης: τεμπέλης τσιλλώ: πλακώνω τσούρα: κατσίκα τταπουροκολού: μοτοσικλέτα

φακκώ: χτυπώ φάουσα: σκασμός φεύκω / φεύγω κάποιον: διώχνω κάποιον
φιλούθκια: φιλάκια φκάλλω: βγάζω φκιολί: βιολί φκιόρο: λουλούδι, μαστουρωμένος φλόκκος: σφουγγαρίστρα (σ.ς.: και πάλι, μη πάει ο νους σας στο κακό...)
φόκο: φωτιά, εκ του ιταλικού Fuoco < λατ. Focus ‘’εστία’’
φουκού: σχάρα, Fuoco < λατ. Focus ‘’εστία’’
φουντάνα: βρύση (σ.ς.: κατά το Φουντάνα di Trevi;)
φρουταρία: η αγορά τροφίμων

χάι χούι: χαβαλές χαμαί: χάμω (αρχαίο)
χαννοπαττίχα: βλαμμένη
χαρτωμένος: αρραβωνιασμένος
χογλά: βράζει χτηνό ή κτηνό: κτήνος, κάποιος πολύ δυνατός (γομάρι)
χτίν: γουδί χτιτσιολοά: βρωμάει άσχημα χτιτζιόν (χτικιόν): το χτικιό, η αηδία
χτοσιαίριν: γουδοχέρι

ψατζί: κρύο

Μέρος δεύτερον: συμβουλές πως να μιλάτε Κυπριακά άνευ διδασκάλου

  • Ορισμένες λέξεις που αρχίζουν από «δια» προφέρονται «δκια-» ή «θκιά». Π.χ.: θκιαβάζω (διαβάζω)
  • Ορισμένες λέξεις που αρχίζουν από «κ» προφέρονται «τζ». Π.χ.: τζιαιρός (καιρός)
  • Ορισμένες λέξεις που αρχίζουν από «χ» προφέρονται «σσι». Π.χ.: σσιαιρετίζω (χαιρετίζω)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-ρια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι») προφέρονται «-ρκα». Π.χ.: ποτήρκα (ποτήρια), η αγγουρκά (η αγγουριά)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-δια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι» προφέρονται «-θκια». Π.χ.: η αναποθκιά (η αναποδιά), τα αρχίθκια (τα αρχίδια)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-τια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι» προφέρονται «-θκια». Π.χ.: τα μάθκια (τα μάτια), τα σκαλοπάθκια (τα σκαλοπάτια)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-πια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι» προφέρονται «-πκια». Π.χ.: τα κουπκιά (τα κουπιά), η πάπκια (η πάπια)
  • Ορισμένες λέξεις που τελειώνουν εις «-βια» (εφόσον δεν τονίζεται στο προτελευταίο γράμμα «ι» προφέρονται «-φκια» ή «-βκιά». Π.χ.: τα μολύφκια (τα μολύβκια)
  • Όλα τα ρήματα που λήγουν σε –εύω μετατρέπονται σε –εύκω. Π.χ.: μαζεύκω (μαζεύω), χορεύκω (χορεύω)

Σ.ς.: μερικά από τα παρακάτω σχόλια ενσωματώθηκαν στον ορισμό. Φυσικά, τα όποια μιλλοσφουντζίσματα παραμένουν αποκλειστικά δικά μου.

«Τζυίλησε η μαίρισσα τζιαί ηύρεν το καπάκιν»
(κύλησε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι)

«Πεύκω τσειαχαμαί στην καρκόλλαν τζιαι η κελέν μου εν κολούμπραν»
(Ξαπλώνω στο κρεβάτι μου με ισχυρή κεφαλαλγία)

«Επηαιννεν με την ταππιροκολου του τζιαι επίαι το σιακατουριν τζιαι σαν επηαιννεν καπου εκουράτζισε το αρτζιομαντρι του τζιαι εφαντην χαμαι»
(σ.ς.: sorry, δεν καταλαβαίνω Χριστό!)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σημαίνει ξεμουνιάστηκα στην Κυπριακή patois. Χρησιμοποιείται με την έννοια του ξεπατώθηκα ή ξεκωλώθηκα και αναφέρεται σε υπερβολές στο σεξ, στο φαγητό ή και σε άλλες ηδονές.

Εκ του Κυπριακού σσιήστοςμουνί») > σχιστό > σχισμή.

Διάλογος Α’

Gatzman: - Πέρι, εσύ που έζησες κάποιον καιρό στην Κύπρο, το πισωκολλητό εκεί τι θεωρείται: α) Οθωμανικό, β) Greek Style, γ) Κυπριακό, δ) Ελληνοκυπριακό, ε) Τουρκοκυπριακό, ή ζ) Αγγλικό ;

Πέρι: - Κανένα από τα παραπάνω. Το πλέον ευρύπρωκτο αποσσιήστωμα θεωρείται το Αφρικανικό, όλα τα άλλα είναι κοινές οδοντόκρεμες!

Διάλογος B’

Πιέρ:- Αποστηιστωθήκαμε στα κουπέπια το χαλούμι και την λούντζα!

Πανίκος: - Σταμάτα να μιλάς τζιέ πέσε τσαχμέ να αποσηιστωθούμεν στην κκαρκόλλαν, μελαψέ μου Γαλάτη!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυπριακή καθομιλουμένη που χρησιμοποιείται αδιάκριτα για τον αλλοδαπό εργάτη και μετανάστη, όποιας φυλής και να είναι· μάλιστα, συμβαίνει να αναφέρεται συνηθέστατα σε βαλκάνιο. Δεν λέγεται για τον ελλαδίτη, ούτε για τον τουρίστα.

Χρησιμοποιείται όπως θα μπορούσε κάποιος στην ελλάδα να πει «έβαλα τρεις αλβανούς και μου 'καναν το σπίτι τζιτζί με εκατό πενήντα ευρώ», αδιαφορώντας αν οι εργάτες προέρχονται πράγματι από την αλβανία ή όχι. Μόνο που προσωπικά δεν έχω υπόψη αν το αλβανός έχει εδραιωθεί στην ελλάδα μ' αυτήν την περιληπτική σημασία τόσο όσο το αράπης στην κύπρο.

  1. Η κ. Νικολάου εξέτασε αυτεπαγγέλτως επεισόδιο που συνέβη στις 8 Ιουνίου 2008 στον Ύψωνα, κατά το οποίο, ομάδα νεαρών Ελληνοκυπρίων επιτέθηκε εναντίον αλλοδαπών, στέλνοντας δύο Βρετανούς, έναν Ρουμάνο και έναν Βούλγαρο στο νοσοκομείο. [...] Από τον έλεγχο του ανακριτικού φακέλου της υπόθεσης προκύπτει ότι οι νεαροί στις 8 Ιουνίου θέλησαν να εκδικηθούν για τον ξυλοδαρμό του αδελφού ενός εξ αυτών, το προηγούμενο βράδυ από δύο Πολωνούς. Όπως κατέθεσαν οι νεαροί στην Αστυνομία, αποφάσισαν να συναντηθούν στις 8 Ιουνίου με σκοπό «να χτυπήσουν οποιοδήποτε αλλοδαπό βρισκόταν μπροστά τους» «για να μάθουν να μη δημιουργούν προβλήματα» και «για να τους διώξουν από τα σπίτια τους». Παραδέχθηκαν ότι αρχικά συνάντησαν δύο «αράπηδες» και χωρίς κανένα λόγο άρχισαν να τους κτυπούν όλοι μαζί. Οι «αράπηδες» κατάφεραν να ξεφύγουν και δεν έκαναν καταγγελία στην Αστυνομία. Στη συνέχεια οι ταραξίες επιτέθηκαν εναντίον ακόμη τριών αλλοδαπών που βρέθηκαν μπροστά τους. Και σε αυτή την περίπτωση, οι αλλοδαποί δεν κατήγγειλαν την υπόθεση στην Αστυνομία. Ένας Βρετανός που παρακολουθούσε κάλεσε τους νεαρούς να σταματήσουν και τότε δέχθηκε επίθεση και τραυματίστηκε στο κεφάλι. Δύο άλλοι Βρετανοί που πήγαν να βοηθήσουν τον συμπατριώτη τους δέχθηκαν επίσης επίθεση από τους νεαρούς. Οι τρεις Βρετανοί τραπήκαν σε φυγή και η αρχική ομάδα των νεαρών Ελληνοκυπρίων μεγάλωσε και εξοπλίστηκε με λοστούς και πέτρες, προκαλώντας ζημιές στα αυτοκίνητα και τα σπίτια των αλλοδαπών. Η ρατσιστική επίθεση συνεχίστηκε και στα γύρω σπίτια που διαμένουν άλλοι αλλοδαποί, με αποτέλεσμα να τραυματιστούν με λοστό ένας Ρουμάνος και ένας Βούλγαρος. Οι μάρτυρες που κατέθεσαν στην Αστυνομία ανέφεραν πως οι νεαροί φώναζαν συνθήματα όπως «έξω οι ξένοι από τον Ύψωνα» και «εν να σας θάψουμε ούλλους». (από δω)

  2. Όποιος περπατά στα πεζοδρόμια της Κύπρου η κυκλοφορά με το ποδήλατο αυτομάτως θεωρείται κατώτερης τάξης ή Κινέζος ή Αράπης. (από δω)

  3. Tην κόκκινη γραμμή δεν την περάσαμε στη Λουκέρνη ή σε κάποιο άλλο θέρετρο της Eλβετίας. Tη κόκκινη γραμμή την περάσαμε μέσα στες πολυτελείς επαύλεις μας με τα κιονόκρανα στυλ αμερικάνικου deep south. Tην περάσαμε εδώ και πολύ καιρό σαν κοινωνία, σαν κράτος, σαν πολιτικός κόσμος όταν ενώ επιδιώκαμε λύση ομοσπονδίας κοροϊδεύοντας τους πάντες, γνωρίζαμε ότι ο ρατσισμός μας, η μισαλλοδοξία μας και η αππωμάρα μας, δεν θα επέτρεπε, ούτε θα επιτρέψει στο μέλλον μια λύση συνύπαρξης με οποιονδήποτε άλλο, ούτε με τους Tουρκους, ούτε με τους Σριλανκέζους ούτε με τους αράπηες που μας δουλέφκουν στα κτίσματα και φυσικά ούτε με τους εταίρους μας στην ευρωπαϊκή ένωση και το ευρωπαϊκό “τους” κεκτημένο που εμείς θέλουμε απλά να σφετεριστούμε για να βολέψουμεν την πάντα μας, ή την πούγκα μας. Γιατί δεν ενδιαφερθήκαμε ποτέ να μάθουμε αν το ευρωπαϊκό “τους” κεκτημένο καταδικάζει σε θεσμικό και ηθικό επίπεδο τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία. (από δω)

  4. Το βίντεο με τους Αράπηες να κτυπούν κάπκοιον: http://www.sigmalive.com/news/local/353982 (από δω· σαν ελλαδίτης, κανέναν στο βίντεο δε θα 'λεγα «αράπη»)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι το αντίστοιχο του ελληνικού «γουστάρω», ή αν προτιμάτε περιφραστικά, «μου αρέσει».

Έχει έρθει στο προσκήνιο χάρη στην εφαρμογή του Φατσοβιβλίου που επιτρέπει στους χρήστες να κάνουν like ή εν προκειμένω, να αρέσκουν τις δραστηριότητες των «φίλων» τους.

Υπάρχει δε και η πασίγνωστη για τους μικρότερους κυπριακή ιστοσελίδα «Αρέσκω» όπου μπορούν να διαλέξουν ανάμεσα σε εκατοντάδες εκφράσεις εκείνη που θα τους αρέσκει, ώστε να την κοτσάρουν περήφανα στον τοίχο του Φατσομπουκίου τους.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κυπριακής προελεύσεως. Χρησιμοποιείται και στα ποντιακά. Ο άσχετος. Κυριολεκτικά σημαίνει ανίδεος, εκ του στερητικού α + χαμπάρι, αλλά επειδή δεν ακούγεται ωραία το αχάμπαρος, με τον καιρό έγινε αχάπαρος.

- 13 – (2 + 5)×5 = 30.
- Τι λες ρε αχάπαρε, 5×2 + 5×3 κάνεις πρώτα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία