Κυπριακή κατάρα / μπινελίκι με αρχαιότατες Αριστοφανικές ρίζες. Εκ του ῥαφανιδόω, χώνω ῥαφανῖδα (ραπανάκι) εκεί που δεν πιάνει ήλιος. Έτσι τιμωρούσαν τους μοιχούς οι Αθηναίοι: όταν οι βάρβαροι ευρωπαίοι τρώγανε ραπανάκια, εμείς οι Έλληνες τρώγαμε ραπανάκια.

Ειρήσθω εν παρόδω ότι σε αντίθεση με το αγγούρι που ενίοτε δροσίζει τον αποδέκτη του, ο ράπανος εμπεριέχει ερεθιστικά δια τον πρωκτόν οξέα που αποκλείουν κάθε ενδεχόμενο παράπλευρης απόλαυσης, τουλάστιχον στην χαρτογραφημένη πλειοψηφία.

Αντιδάνειο: johnblack & khank.

- «τί δ'ἤν ῥαφανιδωθῆι τέφρα τε τιλθῆι» (Ἀριστοφάνους Νεφέλαι, στ. 1083)

sarant: - Φαίνεται ότι και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι τα είχαν μακρουλά τα ρεπάνια τους, πάντως, διότι αν θυμάστε από τον Αριστοφάνη, συνήθης τιμωρία των μοιχών ήταν να τους χώνουν μια ραφανίδα εκεί που ξέρουμε όλοι

Τιπούκειτος: - Σχετικά με το αριστοφανικό aside (...) για την τιμωρία των μοιχών στην αρχαιότητα, θα ήθελα να καταθέσω τη σημερινή κυπριακή βρισιά/κατάρα «Στον κώλο σου ρεπάνι», η οποία αποδεικνύει μεταξύ άλλων την αρραγή τρισχιλιετή συνέχεια της φυλής και της γλώσσας μας και των ρεπανιών μας (για τους κώλους μας δεν τίθεται καν ζήτημα) (...) Η αποτελεσματικότης της κατάρας «στον κώλο σου ρεπάνι» δεν απορρέει, νομίζω, από το ευμέγεθες των εν Κύπρω ραφανίδων, αίτινες είναι ήκιστα μακρότεραι των εν Ελλάδι, αλλά μάλλον από τα οξέα τα οποία περιέχονται εις την σάρκα των ορεκτικωτάτων τούτων ζαρζαβατικών.
(δαμαί)

βιλλιές σσιηστές τα μέτρα τους,
στον κώλον τους ρεπάνι
εκάμαν τα σιεσσιέ γιαχνί
τζιαι ο λαός ξιάννει
(τζειαμαί)

- Ε έ; Τζιαί τωρά εκακοφανίστηκεν; Στον κώλον του ρεπάνι. Μα αν ήταν να ειδοποιείται τζι' ο κάθε μούτσιος για τες στρατιωτικές μας ασκήσεις, ήταν νά 'μαστεν για τα παναύρκα. (τζειαχαμαί)

Τιμωρία για τους αντεπαναστάτες (από Vrastaman, 25/06/12)Βασίλης Ράπανος: θα μάς πάει "ρεπάνι και καρότο"? (από Vrastaman, 25/06/12)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Αυτός που έχει κομμένη την ουρά. Από τα κόβω + ευφωνικό ν + ουρά. Το λέμε για ζώα. Χαριτωμένη λέξη για μια επώδυνη εμπειρία.

  2. Προς μεγάλη μου έκπληξη βρήκα κάτι που αγνοούσα: ότι λέγεται και για ανθρώπους και σημαίνει ευφυής, εφευρετικός, βλ. εδώ και εδώ. Μάλιστα η έννοια αυτή είναι και η πιο διαδεδομένη (βλ. παραδείγματα 2.α., 2.β., 2.γ.). Παρόλ' αυτά την έβαλα δεύτερη γιατί θεωρώ ότι είναι συνέπεια της πρώτης και γιατί εκπλήσσομαι που τα λεξικά δεν αναφέρουν την πρώτη καν.

Δεκτή οποιαδήποτε διόρθωση αν πέφτω έξω.

1.α. O πορτοκαλάκης κοψονούρης μαζί με τον αδελφούλη του! Τελικά η κομμένη άκρη της ουρίτσας έπεσε και είναι σαν να μην του συνέβει ποτέ!

1.β. Κι όχι μόνο δεν μετανοούν, για να μη ταπεινοφρονήσουν, αλλά προσπαθούν να παρασύρουν και άλλους ν’ ακολουθήσουν την αμαρτωλή γνώμη τους, μόνο επειδή έχουν κομμένη την ουρά τους, και δεν θα ησυχάσουν ποτέ, αν δεν μας πείσουν να την κόψουμε κι εμείς. Ο κάθε κοψονούρης δεν ησυχάζει, αν δεν έχη συνενόχους, και όσο γίνεται περισσοτέρους.

========

2.α. Αυτός ο υποψήφιος βο(υ)λευτής υποτιμά τη νοημοσύνη των γυναικών… Από τώρα καταλαβαίνεις γιατί θέλει να βγει…για τη μάσα και μόνο…. Ποιος είναι τελικά αυτός ο δήθεν κοψονούρης;
εδώ

2.β. Το οίκημα κτίστηκε πρόσφατα και όμως δεν βρέθηκε κάποιος κοψονούρης να τους πει ότι από του χρόνου όλο το πρόγραμμα θα εκπέμπεται ψηφιακά και θα πρέπει να υπήρχε η σχετική πρόνοια πριν την ολοκλήρωση των εγκαταστάσεων.
εδώ

2.γ. ...το έλυσαν με έναν τρόπο που δε θα το σκεφτόταν κανένας άλλος όσο έξυπνος και κοψονούρης και να ήταν.
εδώ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η λέξη καλαμαράς χρησιμοποιείται κυρίως από Κυπραίους και σημαίνει αποκλειστικά Ελλαδίτης. Είναι ταυτόσημοι όροι όσον αφορά στη χρήση τους.

Όταν θέλεις να κάνεις μεταξύ Ελλήνων ιδιαίτερη μνεία στους Ελλαδίτες (Έλληνες της Ελλάδας, Έλληνες ιθαγενείς) ή στους Κυπραίους (Έλληνες της Κύπρου, Κύπριοι ιθαγενείς) δεν θα πεις απλά Έλληνας, γιατί ο όρος αυτός συμβολίζει το έθνος στο οποίο ανήκουν τόσο οι κύπριοι και οι ελλαδίτες, όσο και οι υπόλοιποι Έλληνες τους εξωτερικού, που μπορεί να μην έχουν την ελληνική ιθαγένεια, αλλά να έχουν τον ένα ή και τους δυο γονείς Έλληνες, να έχουν πάρει την ελληνική κουλτούρα, γλώσσα ήθη κι έθιμα, την αγάπη προς το συγκεκριμένο έθνος κ.ο.κ. (π.χ. οι Έλληνες της Αυστραλίας, της Γερμανίας, της Αμερικής...)

Και η λέξη προήλθε απ' όταν οι Ελλαδίτες, μορφωμένοι και γραμματιζούμενοι-λόγιοι, έρχονταν στο νησί για να διδάξουν στα σχολεία, τότε που η Κύπρος ήταν πιο φτωχή (και υπό την κατοχή άλλων λαών) και το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού ασχολείτο με τη γεωργία και τη κτηνοτροφία.

Οι καλαμαράδες (=Ελλαδίτες, Έλληνες της Ελλάδας και όχι απλά Έλληνες για να γίνεται η διάκριση) το Πάσχα έχουν ως παραδοσιακό έδεσμα το τσουρέκι, ενώ εμείς οι κυπραίοι (Έλληνες της Κύπρου) τη φλαούνα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο υπέρμαχος του σχεδίου Ανάν για την Κύπρο. Ανήκει και στην δεξιά ιδιόλεκτο στην οποία συνηθίζεται να παρατίθεται παρατακτικώς μετά άλλων ύβρεων, λ.χ. «είσαι γνωστός θολοκουλτουριάρης, εθνομηδενιστής, ευρωλιγούρης, αποδομιστής και ανανιστής», αλλά όχι μόνο, λέγεται και από άλλους επικριτές του αμφιλεγόμενου σχεδίου Ανάν. Επίσης χρησιμοποιείται αρκετά στην μαρτυριάρικη, λ.χ. για να χαρακτηρίσει μερίδα του πολιτικού κόσμου. Προφ λογοπαίγνιο με τον αυνάνα, βλ. και κόφι αυνάν.

Συνώνυμο: μάρτυρας του Αυνάν (πλάκα κάνω!, ξένε μεταφραστή).

  1. Ακόμη και σήμερα, ένα βήμα πριν την επιβολή, απ’ τη Νέα Τάξη, της Παγκόσμιας Διακυβέρνησης, την ανάγκη της οποίας τονίζει και ο ανανιστής πρωθυπουργός της κατεχόμενης Ελλάδας και πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, οι ιδέες παραμένουν το μεγαλύτερο όπλο της ανθρωπότητας. (Εδώ).

  2. είναι σταθερός, συνεπής και στοχοπροσηλωμένος στο 2004. Είναι ένας αδιόρθωτος «Ανανιστής» και όλα όσα λέγει περιστρέφονται γύρω από το Σχέδιο Ανάν. (Εδώ).

Περιοδικό που προδφέρεται για ανανισμό (από Vrastaman, 08/12/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

κούσουλος, -η, -ο, ουσιαστικό.

  1. Ο κουτσουρεμένος, ο χτυπημένος στο κεφάλι μετά από καυγά ή από ατύχημα. Λέγεται και για ζώα π.χ. για τουμπιές (= κτυπήματα με το ανθεκτικό τους μέτωπο) μεταξύ τράγων.

  2. Στα κυπριακά: κούσουλος = ο πρόξενος (η λέξη λέγεται χαϊδευτικά σε αγαπημένο και παραχαϊδεμένο πρόσωπο. Το ίδιο και η λέξη τσελεπής = ευγενής, που τη λέμε χαριτολογώντας με την έννοια «αγάπη μου», «μωρό μου»).

Προφανώς αυτό προέρχεται από το βυζαντινό «κόνσολος» (ίσως και με τη μεσολάβηση του τουρκ. kónsolos) με αρχικό το λατινικό consul =σύμβουλος, αξιωματούχος στην αρχ. Ρώμη.

  1. Μητέρα προς άρρεν τέκνο:
    - Πού κτύπησες το κεφάλι σου έτσι; Το έκανες κούσουλο, πάλι με τον Γιωργάκη καυγάδιζες;

Billy-goat\'s  fight (από tryager, 06/07/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πούτσος, εις την Κυπριακήν.

- Του Μάρκου η βίλλα γκαστρώνει και καμήλα!

(Επευφημίες Κυπρίων φιλάθλων, οπαδών του τενίστα Μάρκου Παγδατή)

Πάντσο Βίλλα   (από GATZMAN, 22/10/09)Η πάλαι ποτέ Ροζ Βίλα της Εκάλης (από Vrastaman, 22/10/09)

Βλέπε και πέος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο Ελλαδίτης, και ιδιαίτερα ο Αθηναίος (κυπριακά).

(από το Ξενύχτικον «Μιραμπέλλα»)
Όσες εν αθήνα φκάλλουν τα μάθκια τους πάνω στους καλαμαράδες παντές τζιαι δεν εξανάδαν αρσενικό, χωρίς να καταλάβουν πως οι καλαμαράδες μας δουλέφκουν ούλλους σε ψιλό γαζί.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γάιδαρος, ο. Τοπικός χαρακτηρισμός από την Κάσο.

Όπως λέει και ένα κασιώτικο παραδοσιακό τραγούδι, «ρίχνω του γάρου άχυρα».

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία