Αυτός που πιστεύει και υπηρετεί τον πούτο, το μουνί στην κυπριακή. Ιδιαίτερη σημασία έχει η κυπριακή προφορά της λέξης, που αν προσπαθήσουμε να την αναπαραστήσουμε γραπτώς θα ήταν κάπως έτσι: πππππουτττόππππιστος.

Συνώνυμα: μουνοείλωτας, μουνόδουλος

- Θα 'ρθεις στου Κώστα το βράδυ; Παίζει ο Θρύλος και έχουμε κανονίσει π. μπ. μπ.
- Δε νομίζω ρε, θα πάμε με την Αννούλα σινεμά, στο καινούριο της Μεγκ Ράιαν…
- Πόσο πουτόπιστος μπορεί να είσαι…

Σχετικά: μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, χαζομούνης

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ένα μοναδικό διαμάντι της κυπριακής μπινελικιακής παράδοσης. Η ακριβής μετάφραση είναι: «Δάγκωνε, μπούκωνε, σκύψε, γλείψε, πάρ' τον πούτσο μου και σκάσε».

Ιορδάνης Ιορδάνου: Άκα μπούκα σκύψε γλείψε πιάσ' τον βίλλο μου και βρίξε, ρε παλιοκαλαμαρά.
Βαγγέλας Παπαδόπουλος: Άι γαμήσου μωρή κουφάλα κύπρια, να σ' το πω και στα ελληνικά να 'ούμ'.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μουνί, στα Κυπριακά. Προφέρεται sheestos, και πιθανότατα να ετυμολογείται από την λέξη σχισμή.

Βλ. επίσης: πούττος.

«Κανείς δε μιλάει στη γυναίκα μου έτσι! ΘΑ ΤΟΝΕ ΣΚΟΤΩΣΩ ΤΟ ΜΑΛΑΚΑ, ΓΑΜΩ ΤΟ ΣΙΣΤΟ ΜΟΥ ΓΑΜΩ, ΠΟΥΝ' ΤΟΣ Ο ΜΑΛΑΚΑΣ, ΠΟΥΝ' ΤΟΣ;» (Καλαμαρίστικη απόδοση κυπριακού θυμού εξεφραζόμενου με λέξεις.)

«Κανένας εν μιλά στη γενέκαν μου έτσι. Εν να τον ισκοτώσω τον μαλάκαν γαμώ τον σσιήστο μου γαμώ. Πούν' τον μαλάκα, πούν' τον;» (Πιστή απόδοση του πιο πάνω θυμού στα κυπριακά –εκτός αν ο Κύπριος άρχισε να καλαμαρίζει για να τον καταλαβαίνει η γκόμενα και να μην ξενερώνει στο κρεββάτι).

(Από δαμέ)

(από jesus, 29/06/09)παίζει γαμωτζαζ; (από BuBis, 26/08/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Βασίλισσα των ύβρεων, μας έρχεται απευθείας από την ορεινή ενδοχώρα της Μαρτυριάρικης Μεγαλονήσου.

Σαραντάσπορος είναι αυτός που έχει γίνει από σαράντα σπόρους, ήτοι σαράντα διαφορετικά σπέρματα. Για να το κάνουμε ακόμη πιο φραγκοδίφραγκο, είναι αυτός του οποίου η μάνα έμεινε έγκυος τον ίδιο, αφού πρώτα την έχυσαν σαράντα διαφορετικοί άντρες.

Ο σαραντάσπορος έχει σαράντα διαφορετικούς πατεράδες, όπως ακριβώς ο περιβόητος Freddy Krueger (Εφιάλτης στο δρόμο με τις Λεύκες), του οποίου η μητέρα, η Amanda, νοσηλεύτρια σε άσυλο ψυχοπαθών, κλειδώθηκε κατά λάθος κάποια νύχτα μέσα στο άσυλο, όπου βασανίστηκε και βιάστηκε επανειλημμένα από δεκάδες ψυχάκηδες και κάθε είδους αποβράσματα. Το αποτέλεσμα ήταν βέβαια ο Φρέντυ.

Αν και γνωρίζουμε πολύ καλά οτι είναι αδύνατο κάποιος να έχει πάνω από έναν φυσικό πατέρα (εφόσον όσα τρισεκατομμύρια διαφορετικά σπερματοζωάρια και να μπουν στη μήτρα, ένα μόνο θα επικρατήσει και θα γονιμοποιήσει το ωάριο), το λαϊκό φαντασιακό δεν αποκλείει διόλου αυτή την ελκυστική προοπτική, αρνούμενο να υπακούσει στους βαρετούς κανόνες της γραμμικής αριστοτελικής λογικής.

Στο ίδιο κλίμα με το σαραντάσπορος, στην Κύπρο (αλλά και σε πολλά άλλα μέρη) παίζει πολύ και το τουρκόσπορος , αυτός δλδ του οποίου πατέρας δεν είναι αυτός που όλοι επισήμως αναγνωρίζουν ως πατέρα του, αλλά κάποιος περαστικός τούρκος με τον οποίο γαμιόταν η μάνα του.

Αυτά για να θυμηθούμε λίγο, πως, αν και βρισίδια υπάρχουν πολλά και χοντρά, σαν τα χωριάτικα βρισίδια δεν έχει. Αυτά είναι που πραγματικά σπάνε κόκαλα. Διότι στο χωριό, όταν τρως στη μάπα τα ίδια 20 άτομα για μια ολόκληρη ζωή, επόμενο είναι να σιχαθείς και να μισήσεις (ορισμένους τουλάχιστον) ως εκεί που δεν πάει άλλο. Στο χωριό, οι δικλείδες ασφαλείας για την εκτόνωση κοινωνικών εντάσεων, που αφθονούν στην πόλη, είναι εκ των πραγμάτων πολύ περιορισμένες. Μια από αυτές είναι οι λεκτικοί διαξιφισμοί, ύβρεις αλλά και κατάρες πολύ συχνά (κι ακούς στα χωριά κάτι κατάρες να σου σηκώνεται η τρίχα κάγκελο). Και η ανθρωπολογική διατριβή μου παίρνει εδώ τέλος να μη μου λέτε πως γράφω μυθιστορήματα.

(μητέρα και κόρη, στο χωριό)

- Μάμμα, αρέσκει μου πολλά ο Πανίκκος της Θεκλούς. Θέλει με che τούτος che εν να παντρευτούμε..
- Μα επέλλανες τέλλεια κόρη; Επήρες το πόφαση να μας καταστρέψεις;
Μα ένι ξέρεις πκιός εν ο παπάς τούτου του μιτσή; - Όϊ ένι ξέρω..
- Άκου che εν να μάθεις. Παπάς του εν ο Στιλλής του Πελλογιωρκή, ο σαραντάσπορος.
- Ίντα μπου εν να πει τούτη λέξη πάλε;
- Εν πολλά κακόν πράμα. Σα μμιαλώσεις che γίνεις γέναικος εν να σου πω..

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στη Κυπριακή καθομιλουμένη, η λέξη χρησιμοποιείται με την έννοια του κερατά, δηλαδή κάποιου που του τα φορά η γυναίκα του.

«ρε τον ππουστοπεζζέβεγκον ιντα με περιπέζει;
λαλεί εν εις τον καφενέν ττάβλιν μιτά σου παίζει... » από εδώ.

Επίσης, ορισμός: «ππεζεβένγκης (ο) ουσ. (πληθ. οι ππεζεβένγκηες) ο κερατάς»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο Κύπριος, περιπαικτικά, υποτιμητικά ή και υβριστικά, ανάλογα με τα συμφραζόμενα. Από το χαρακτηριστικό ομώνυμο είδος κυπριακού τυριού.

Πρβλ. και τυρί για τους Λαρισαίους. Επίσης αυστριακοί, πουστοκαλαμαράδες, παγουράδες, γκασμάδες και άλλα πολλά.

  1. Από εδώ:

[...] είναι κάτι θερμοκέφαλοι τύποι που ακολουθούν κατά πόδας τον Μάλαμα [και τον Θανάση Παπ/νου] και φωνάζουν γηπεδικά συνθήματα υπερ του Μάλαμα ενώ γιουχάρουν τον Ιωαννίδη φωνάζοντάς τον χαλούμι(!). Τους την είπε στα ίσια ο Αλκίνοος αλλά οι τύποι δε μασάνε και συνεχίζαν να βρίζουν τον Ιωαννίδη. Μάλιστα όταν τραγούδησε τον Κεμάλ των Χατζιδάκι-Γκάτσου, φώναζαν «Καληνύχτα Ρεμάλ!» Γέλασα με την ευρηματικότητά τους αλλά στην τελική δεν είναι και τόσο αστείο πράγμα ο φανατισμός. [...]

  1. Από εδώ:

Ρε παιδιά γιατί μπλέκετε την πολιτική με το ποδόσφαιρο;Μιλάμε για έναν συγκεκριμένο ποδοσφαιρικό αγώνα.Εγώ θα είμαι στο γήπεδο και θα βρίσω και την Κύπρο και τους Κύπριους.Όπως βρίζω τη Μακεδονία,την Κρήτη,τα Γιάννενα,τα Τρίκαλα τη Ρώμη και τη Βρέμη.
Γιατί όταν είμαι στο Καραισκάκη είμαι Ολυμπιακός,δεν είμαι ούτε Μακεδόνας,ούτε Κύπριος,ούτε Κρητικός.Να πά να πηδηχτούν όλοι τους μόνο ο Ολυμπιακός υπάρχει μεσα στο Καραισκάκη.Όταν τελειώσει ο αγώνας είμαστε και με τους Κύπριους και με όποιον γουστάρει ο καθένας.
Αλλά δεν μπορώ να ακούω παραινέσεις μην βρίσετε τους Κύπριους γιατί τους πήραν το νησί οι Τούρκοι.Ε τότε να μην βρίζουμε και τα χανούμια που είναι πρόσφυγες;Και τους μπαοκτσήδες μήπως;Μήπως και τους βάζελους που είναι Έλληνες,αδέρφια μας και αυτοί;

Μπινελίκι και ξανά μπινελίκι από το ζέσταμα μέχρι να φύγουν με σκυμμένο κεφάλι τα χαλούμια. Μονάχα Ολυμπιακός.

  1. Από εδώ:

Είναι να τρελαίνεσαι με αυτή την ομάδα! Τη μία σε έχει στα ουράνια με τα ντόρτια και τις πεντάρες σε Χέρτα και Μπενφίκα και τη μία στα τάρταρα με εμφανίσεις όπως της Ανόρθωσης και η χθεσινή με τη Σεντ Ετιέν. Γίνεται το καλοκαίρι η κλήρωση με την κυπριακή ομάδα και πανηγυρίζει όλο το σύμπαν με τη σίγουρη πρόκριση. Κι έρχεται το… χαλούμι σε συσκευασία τριών τεμαχίων. [...]

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Κυπριακή διάλεκτος) Αυτός που είναι εντελώς χάλια εμφανισιακά / ο γύφτος / ο βρωμιάρης.

Ρε καταχάλη, σήμερα είπαμε να βάλουμε όλοι τα καλά μας!!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Κυπριακή διάλεκτος)
Ο γύφτος / ο άπλυτος / ο βρωμιάρης / αυτός που φοράει λερωμένα ρούχα.
(προφέρεται kilinjiros)

Επίσης λέγεται και κιλιντζιρούι

Πού να έρθω με αυτά τα ρούχα που είμαι σαν το κιλιντζιρούι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Υβριστικά (ή απλά αρνητικά) ο καλαμαράς.

Από το πρόθεμα πουστο- + τη λέξη καλαμαράς.
Άλλα αντίστοιχα: πουστοτηλεόραση, πουστοκαφενές, πουστάνθρωπος, πουστοππεζέβεγκος κ.α.

(Το πρόθεμα πουστο- χρησιμοποιείται όπως και το κωλο- , π.χ. κωλοτηλεόραση, κωλοκεραία, κωλοδουλειά κ.α.)

Ήταν ένας πουστοκαλαμαράς στο περίπτερο που με αποκάλεσε κωλοκύπριο... έτοιμος ήμουν να κάμω καυγά.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Χρησιμοποιείται υβριστικώς για να δηλώσει χοντρή γυναίκα, που έχει και συναφή χαρακτήρα, δηλαδή χαρακτηριστικά όπως παχύδερμη, αδιάφορη, άτσαλη, ατσούμπαλη κ.τ.λ. Βεβαίως, ως βρισιά ενίοτε αποδεσμεύεται από την συγκεκριμένη σημασία της χοντρής και γίνεται πιο απροσδιόριστη.

Ο Ν. Σαραντάκος εδώ διερωτάται ποιο ζώο είναι η γκαμούζα και φαίνεται ότι προέρχεται από αιγυπτιακή αραβική λέξη για το βουβάλι, ενώ σε ελληνικά τοπικά ιδιώματα, όπως στην Κρήτη και την Κύπρο η τζαμούζα μπορεί να σημαίνει την βουβάλα ή την αγελάδα. Βλ. και εδώ.

  1. ΚΑΤΕΒΑ ΜΩΡΗ ΓΚΑΜΟΥΖΑ ΑΠ' ΤΟ ΜΗΧΑΝΑΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΧΩ ΚΕΡΩΣΕΙ !!!! (Εδώ)

  2. Η Μπεμπέ Λιλύ είναι ένα βουβαλομωρό που ψάχνει τον παππού. Όχι τον παππού της, έναν παππού γενικά. Του τηλεφωνεί στο σπίτι και απαντά μια κοπελιά (πιθανότατα η αποκλειστική που του προσέχει το χόλτερ) αλλά αυτή η γκαμούζα δεν τον δίνει στο τηλέφωνο αν δεν μάθει πρώτα ποιά τον ζητάει. (Εδώ).

  3. «Χέστηκα» θα μου πεις και θα 'χεις και δίκιο αλλά καλοκαίρι είναι και δεν υπάρχει λόγος να γίνεσαι γκαμούζα με τη πίκρα του πλησίον σου. (Εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία