Όταν κάποιος βελάζει εννούμε ότι έχει λαλήσει/κλάσει (μεταφορικά). Αυτό μπορεί να συμβαίνει από πολλά ξύδια ή γάρα ή συνδυασμό αυτών.

Συνοδεύεται συνήθως από την έκφραση «κάνε μπέεε» που υποδηλώνει εμμέσως στον άλλον ότι έχει βελάξει.

Συντομογραφία μπορεί να θεωρηθεί και τα αρχικά Ελ Βελ= Ελευθέριος Βενιζέλος, το αεροδρόμιο.

Τέλος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν σύνθετη λέξη, π.χ. δρακοβελάζω, δηλαδή το υπέρτατο βέλαγμα all time ever.

- Μαλάκα, έχω κλάσει άσχημα
- Έχεις βελάξει; Κάνε μπέεεεεεε! Δεν μπορείς;;;
- Ελ βελ τελείως ...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γίνεται καυγάς, πέφτει ξύλο, βρωμόξυλο, ταβερνόξυλο, γίνεται το έλα να δεις.

Ετυμολογία απροσδιόριστη. Ίσως από το σκρατς των χιπχοπάδων, ίσως απευθείας ηχοποιητικά, λόγω σκισίματος ρούχων από ράντομ τραβήγματα και αυτοσχέδιες λαβές.

Ακουσμένο στην κεντροδυτική Μακεδονία.

- Τι φωνές είναι αυτές;
- Φύγαμε μαλάκα, πάμε να τσεκάρουμε!
- Στάσου ρε, πού να πάμε; Έχουμε ποτά, κινητά, τσιγάρα!
- Πάρε ότι μπορείς, γίνεται σκρατς παρακάτω, έξω από το πατσατζίδικο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Παραστατική γκανγκστερική απειλή, που σημαίνει «θα σε τσιμεντάρω» ή «θα σε κάνω ντόκ» = θα σε καθαρίσω (δια της κάτωθι μεθόδου).

Ως γνωστόν τοις πάσι (από τις ταινίες), οι μαφιόζοι στην Αμέρικα συνήθιζαν να συλλαμβάνουν νύκτορες τον αντίπαλό τους και να κρατούν τα πόδια του βουτηγμένα σε μια κοινή πλαστική λεκάνη, γεμάτη με υγρό τσιμέντο, ώσπου να πήξει.

Όταν πλέον τα πόδια είχαν γίνει ένα με το τσιμέντο, τον πετούσαν κάπου στ’ ανοιχτά ή σε κάποιο ποτάμι και πήγαινε βολίδα στον πάτο, χωρίς ν’ αφήνουν ίχνη της δολοφονίας. Ήταν δε πλέον σαδιστικό, να ρίπτεται ζωντανός ο αντίπαλος στο νερό...

Χαρακτηριστική είναι και η έκφραση των mobsters (ιταλο-αμερικάνοι που δεν καλομιλούσαν τα εγκλέζικα) για τους εκτελεσθέντες αντιπάλους τους “he sleeps with the fishes” = «ξέχνα τον αυτόν, κάνει παρέα στα ψάρια», ενώ παράλληλα και συμβολικά έστελναν σε πακέτο ένα ψάρι στην αντίπαλη συμμορία, ώστε να μην τρέφουν αυταπάτες για το μέλλον του συντρόφου τους.

Η έννοια λοιπόν, πέρασε και στη νεοελληνική με την ανάπτυξη δομημένων εγκληματικών οργανώσεων ή έστω την εμπέδωση των χολιγουντιανών μεταφορών του αμερικάνικου υποκόσμου και η αναφορά εδώ γίνεται στο αλήστου μνήμης ποδοσφαιράκι Subbuteo, όπου τα πόδια των παικτών ήσαν στερεωμένα σε μια βαθουλωτή βάση, για να στέκονται όρθιοι όπως τα παλιά στρατιωτάκια.

Η αναλογία με το δοτό έρεισμα του ατυχούς κακοποιού είναι προφανής, χώρια ο συνειρμός με την ομόηχη έκφραση «πήγε σούμπιτος»...

Στην «Ωραία των Αθηνών» (1954), αφού η Βασιλειάδου έπρηξε τα ούμπαλα στο Ν. Σταυρίδη και Μ. Φωτόπουλο με τις φορτικές περιποιήσεις της, ο τελευταίος αγανάχτησε λέγοντας «εγώ αυτή, θα τη χτίσω»!

Αλλά, καλύτερα να μην επεκταθούμε σε βασανιστικές εκτελέσεις ανά τους αιώνες με λογής-λογής χτισίματα (π.χ. Παυσανίας) ή αυτοτιμωρίες σε σφραγισμένα δωμάτια (βλ. «Παναγία των Παρισίων»), για θα πάει μακριά η βαλίτσα...

Αφιερωμένο στον Κωστάκη του Μεγάλου Κάστρου.

-Τι θα κάνουμε με το Δικαστήριο της Δευτέρας;
-Εντάξει έχω μιλήσει, θα τη σκαπουλάρουμε...
-Κι αν καταθέσει ο Β;
-Ε, θα πει αυτά που είπαμε...
-Εγώ έμαθα ότι άλλα έλεγε χτες στην Λ. Τον ψήνει κι ο Α, που τον έχει από κοντά και παίζει να μας τα γυρίσει...
-Καλά, πάρε τότε τηλέφωνο τον Ξ και πες του να πάει να τον βρει και να του δώσει κάτι παραπάνω. Άμα αρχίσει τα σούξου-μούξου, από παραλίες δόξα τω Θεώ τίγκα η Ελλάδα, θα τον κάνω σουμπούτεο. Αυτό να του πει...

Παίχτης που έχασε το πέναλτυ σε τελικό... (από HODJAS, 25/05/10)Andrés Escobar Saldarriaga... τον κάνανε σουμπούτεο για να μη ξαναβάλει αυτογκόλ... (από Jonas, 14/06/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η κολλώδης αίσθηση και όψη στο ρουθούνι, συνεπεία εισπνοής κρυστάλλων κοκαΐνης.

Καθάρισε τη μύτη σου ρε παπάρα! Έχεις καραμελώσει και καρφώνεσαι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ζαχαρώνω γκόμενα, κάνω παιχνιδάκι με τα μάτια, εκπέμπω και λαμβάνω σεξουαλικά υπονοούμενα προς και από μια γυναίκα. Παίρνω μάτι και θαυμάζω χωρίς να αγγίζω.

Μάλλον αθηναϊκός ή νοτιοελλαδίτικος όρος, προς τα πάνω ο γράφων δεν τον έχει ακούσει.

- Θα τα ματιάξεις τα κορίτσια ρε! Τι τα κοιτάς τόση ώρα, να πάμε από εκεί;
- Νταξ ρε φίλε άμα γουστάρεις μέσα. Με ξέρεις, μ' αρέσει να καυλαντίζω τα μουνάκια όταν αράξω σε μαγαζί, έχει τη φάση του το παιχνίδι...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο άνδρας, θαμώνας χώρων επαγγελματικής εστίασης και κέντρων διασκεδάσεως, που επιδιώκει να αγοράσει (να παραγγείλει επιδεικτικά και να πληρώσει) ποτά και τρόφιμα για νεαρές ευρισκόμενες. Αναζητεί ερωτική συντροφιά απελπισμένα.

- Τα κορίτσια, τι λένε εκεί στο μπαρ; Συνοδεύονται;
- Αργήσατε, τους την έχει πέσει ο κεραστάς.

Ε, βάλτε κι ένα σίγμα μόνοι σας (από Khan, 18/10/10)Kerastase (από PUNKELISD, 19/10/10)Κεραστάρης Αρκαδίας (από GATZMAN, 19/10/10)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Που έχει σχέση ή θυμίζει ή αρμόζει σε κλαμπάκι.

Κλαμπίσιο λέμε συνήθως ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, ως προς το ύφος και τον ήχο του (δηλ. να χαρακτηρίζεται από έντονο και χορευτικό μπιτ και να έχει μεγάλη διάρκεια, ή έστω να έχει ηχητικά εφέ που χαρακτηρίζουν συνήθως ένα τέτοιο κομμάτι).

Λέμε όμως και τον ήχο αυτό καθεαυτόν που βγαίνει από ηχεία τα οποία «φωνάζουν», δηλ. προορίζονται για τις παραπάνω μουσικές και όχι πχ για τζαζ ή κλασική, οι οποίες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις (όγκο, βάθος, ευκρίνεια κλπ)

Κλαμπίσιο λέμε και το ύφος ενός μαγαζιού ή μια φωνή ή, τέλος, ένα στυλ ντυσίματος που συνηθίζεται στα κλάμπζζζ, δηλ. σέξυ, φανταχτερό, αποκαλυπτικό κλπ.

Από το αγγλικό club.

Σπανίως λέγεται και για κλαμπ με την έννοια της λέσχης (βλ. παρ. 7).

  1. Ζορικο ειναι,κλαμπισιο.Ραδιοφωνικο δε θα το λεγα,εχει κάπως ένα undergroud υφακι. Γερμανικό electro gothic μου κάνει σαν ατμοσφαιρα

  2. Ευτυχώς η μουσική προχωράει και εξελίσσεται σε άλλα μέρη του κόσμου οπότε δεν στερούμαστε μουσικών ακουσμάτων...και ναι φίλε μου, ακόμα και. «κλαμπίσια»

  3. Ο δισκοθέτης επέλεγε μουσική κλαμπίσια, αισθητικώς ανώτερη των γραικυλικών αλυχτισμάτων.

  4. Σκέφτομαι να στήσω ένα συστηματάκι ηχείων κλαμπίσιο για να έχω «εικόνα» ήχου στυλ club

  5. Όπα ρε μάστορα θα μου πείτε(με το δίκιο σας) και απο ποιότητα τί γινεται;Άμα είναι απλά να φωνάζουν πάω και αγοράζω 2 κλαμπίσια ηχεία και ξεμπερδέυω.

  6. Τόπος συνάντησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας το Villa Mercedes, έδωσε στο Γκάζι την κλαμπίσια αίγλη που χρειαζόταν.

  7. Οι Llumar Titanium μπήκαν σήμερα, στο κατάστημα Ψυχικού. Όλα καλά και τιμή κλαμπίσια...
    με γεια σου σταυρο! σου ζήτησαν κάρτα μελους ή απλα ειπες οτι εισαι απο το club;

Kλαμπίσιο σάντουιτς (από Vrastaman, 18/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που είναι κομμάτια από καταχρήσεις, αλκοόλ, ναρκωτικά, σεξ, εθισμούς, από τα σκατά της ζωής, ο αποδιοργανωμένος, ο καμένος.

«Ρε Σοφία, γιατί πολλές γυναίκες τις τραβάει ο παρακμιακός ο άντρας ο κομμάτιας

Πρώτα πρώτα κάνουμε τον ορισμό του παρακμιακού του άντρα του κομμάτια. Είναι ο άντρας ο μαλλιάς (αν και είναι λίγο εκτός μόδας το μαλλί – μπορεί και να το κοψε τώρα- ποτέ όμως δεν έχει αφάνα ή μαλλί μπλε – αυτή είναι άλλη κατηγορία), ο χασικλής, ο νταής, ο ιππότης. Λύκειο πήγε ΣΚΥΠ, Σιβιτανίδειο, Πολυκλαδικό Πειραιά κλπ (μπορεί και στο 1ο Λύκειο Μοσχάτου αλλά χλωμό το κόβω). Φόραγε και βέρμαχτ – τον θυμάστε γιατί είχε μια μυρωδιά μαύρου γύρω τριγύρω. Αν ακόμα δε το πιάσατε πάρτε σκηνικό κινηματογραφικό: Μαλλί μαύρο μακρύ να κρύβει το μισό πρόσωπο – σόλο στην ηλεκτρική κιθάρα – ένα δάκρυ κυλά καθώς ο ήλιος δύει και η Harley ξεκουράζεται στο back ground.

(σ.ς.: Αν θέλετε να μάθετε και γιατί τραβάει τις γυναίκες, δείτε εδώ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Ως εμφάνιση: Ο πολύ χοντρός άνθρωπος. Δηλαδή αυτός που έχει κρέατα όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για να πουλήσει το απόθεμα σε άλλους. Το -πωλείο εδώ μπορεί να συσχετισθεί και με το -εμπορας, λ.χ. στα κακαδέμπορας, κουραδέμπορας, όπου κάποιος εμφανίζεται να προτείνει προς πώληση αηδιαστικά μέρη του κορμιού του (και μεταφορικώς βεβαίως) ή με το αγγλικό -monger. Στο κρεοπωλείο βέβαια η έμφαση είναι περισσότερο στην περίσσεια των κρεάτων που επαρκούν και για εξαγωγή. Κυρίως λέγεται ως κινητό κρεοπωλείο.

  2. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι περίπου συνώνυμο του μπριζολάδικο, δηλαδή σημαίνει ευαγές ίδρυμα όπου προσφέρεται πλήρες σεχ. Βέβαια πρόκειται περισσότερο για ασθενή μεταφορά παρά για παγιωμένο τεχνικό όρο, όπως το μπριζολάδικο. Μια μεταφορά, η οποία έχει κάπως ηθικολογική χροιά και καυτηριάζει το γεγονός ότι πωλείται πλήρες σεξ, ως μή όφειλε. Λ.χ. θα χαρακτηριστεί λιγότερο ως κρεοπωλείο ένα μπουρδέλο, ενώ περισσότερο ένα στριπτιτζάδικο ή μασατζίδικο ή άλλα μέρη που δεν προσφέρουν επίσημα παρόμοιες υπηρεσίες. Η μεταφορά κρεοπωλείο θίγει εν προκειμένω α) το ότι δεν υποτίθεται ότι προσφέρεται η πλήρης αυτή υπηρεσία στο εν λόγω γαμαζί, β) ότι αυτό παρ΄ όλαφ τα γίνεται με την ενθάρρυνση της διεύθυνσης του γαμαζιού και όχι από πρωτοβουλία μιας επιμέρους κορασίδας. Εφόσον βέβαια πρόκειται για απλές μεταφορές, η χρήση ποικίλλει.

Εξάλλου, ο όρος κρεοπωλείο χρησιμοποιείται ευρύτερα ως ηθικολογική μεταφορά για να καυτηριαστεί η επίδειξη ή σεξουαλική εργαλειοποίηση ανθρώπινης σάρκας, λ.χ. και σε παραλίες, πλατείες, νυφοπάζαρα και όπου.

- Τον φίλο σου, το κινητό κρεοπωλείο τι τον έφερες; Αφού έχει τον γκομενοδιώκτη.

- Παλιά κάναμε και τον χαβαλέ μας στο γαμαζί, πίναμε το ποτάκι μας, λέγαμε καμιά μαλακιούλα. Τώρα που έχει γίνει κρεοπωλείο και μαζεύεται όλη η καυλοπιτσιρικαρία στην ουρά για να κουρτινιάσει, τι να ευχαριστηθείς;
(Παράπονο πουρέιτζερ για την εκτράχυνση των γαμαζιών).

Στο 0.20 γράφει "το κρεοπωλείο της νέας εποχής". (από Khan, 08/11/11)(από Khan, 09/11/11)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο ταβερνιάρης που ταυτόχρονα εκτελεί και χρέη σερβιτόρου στα ταβερνάκια ή και ο σερβιτόρος. Προσφώνηση, μάλλον ενοχλητική, που αρχίζει και πυκνώνει όσο προχωρά η κρασοκατάνυξη και συνήθως συνοδεύεται από το χέρι που υψώνει το άδειο μπουκάλι ή το καραφάκι, υποδεικνύοντας να ανανεωθεί. Το ένα χέρι μπορεί να σηκώνει το μπουκάλι και το άλλο χέρι να δείχνει, με τα δάχτυλα, τον αριθμό (π.χ. 2 καραφάκια ακόμη). Ενοχλητική ίσως, αλλά προτιμότερη παρ’ όλα αυτά από το παλιότερο επανειλημμένο χτύπημα του μαχαιριού στο πιάτο.

Φέρε, μάστορα, καινούργιο μεζεδάκι
και το ούζο στο γυαλί διπλό.
Βάλε στο τζουκ-μποξ παλιά του Τσαουσάκη
κι ας χαθούμε στο λογαριασμό.
(Ρασούλης, Όταν σε φιλώ κάτω απ' το λαιμό)

Σχετικά: αρχηγός, γιατρέ μου, μεγάλε, ψηλός

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία