Επιπλέον ετικέτες

Φράση-φόρος τιμής στον γνωστό ποδοσφαιριστή. Χαρακτηρίζει τις κοπέλες οι οποίες είναι εμφανίσιμες αλλά συνήθως είναι βαμμένες σαν κλόουν και ντυμένες λες και πάνε στην «κλινική live». Τα άτομα αυτά προσπαθούν να τραβήξουν τα ανδρικά βλέμματα περπατώντας συνεχώς πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά, οριζιντίως-καθέτως, κάνοντας δηλαδή πολλά χιλιόμετρα. Ο δικός τους αγωνιστικός χώρος είναι πανεπιστημιακοί χώροι και κυρίως τα αναγνωστήρια όπου επικρατεί μια σχετική ησυχία και ο χτύπος των τακουνιών τους ταράζει τα λιμνάζοντα νερά.

-Πωωωω ρε Μπάμπη τι μωρό είναι αυτό;
(2 λεπτά μετά)
-Ρε Μπάμπη η κουκλάρα ξαναπέρασε. κοίτα!
(2 λεπτά μετά)
-Μπάμπη Μπάμπη, πάλι πάλι!
(2 λεπτά μετά)
(Μπάμπης): Ξέρω ρε μαλάκα, τον είδα τον Καραγκούνη, με τόσα χιλιόμετρα που 'χει κάνει, σκάσε και διάβαζε!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μια ακόμη πιο κουλέζικη λέξη για τον φλώρο ή φλωρούμπα. Λόγω και του θηλυκού γένους, αλλά και της εσάνς που έχει η Φλωρεντία σαν πόλη των τεχνών, της ομορφιάς, της Αναγέννησης κ.τ.λ. ο όρος έχει μια λίγο πιο γκέι χροιά από τον απλό φλώρο. Γιατί εννοείται βέβαια ότι το κουλέζικο λογοπαίγνιο αφορά στην Φλωρεντία (Firenze), την σπουδαία πόλη της Τοσκάνης, που άκμασε κατά την Αναγέννηση, και είναι φημισμένη για την ομορφιά της. Εξάλλου, πολλοί από τους Φλωρεντίνους γκεϊλλιτέχνες, την ανακαλύπτανε την φωτοσκίαση, όπως μπορεί να βεβαιώσει και ο τεχνοκριτικός του σάιτ μας JohnBlack.

Όμως, παραμένει αμφίβολη η ετυμολογική σχέση, και εδώ το ζήτημα της ετυμολογίας του φλώρου είναι ανοιχτό. Γιατί, σύμφωνα με τον Μπάμπη:

Φλωρεντία < λατινικό Florentia < florens = ανθισμένος < florere < flos- floris = άνθος
(ενώ Firenze < Fiorenza < Florentia).

Όμως:

φλώρος < αρχαίο χλωρίων (κατά παρετυμολογία από το φλουρί) < χλωρός.

Όπου ο φλώρος θεωρείται ότι προέρχεται από το ομώνυμο ωδικό πτηνό με μελωδικό κελάηδημα, λαμπερό ελαιοπράσινο φτέρωμα, μεγάλες κίτρινες κηλίδες στις φτερούγες και την ουρά και υπόλευκο άνθος.

Είναι όμως όντως έτσι; Εγώ νόμιζα πάντα ότι φλώρος= ο λουλουδάτος.

Και β) πώς ορίζουμε τον φλώρο; Μήπως ήρθε η ώρα για μια αποδόμηση της παραδοσιακής έννοιας του φλώρου, αντίστοιχη με αυτή που έγινε για το φρικιό; Μήπως κατορθώσει κι ο Άλλος να ξαναμπεί στην κούρσα για το Non-Kavli Anti-Prize;

Πηγή: Σχόλιο του the tongue στο λήμμα φλώρος / φλωρούμπας.

- Φλωρίζει λίγο ο Πέρι, ή μου φαίνεται;
- Ποια λες, την φλωρεντία; Μα δεν το βλέπεις ότι ο τύπος την απεικονίζει την προοπτική;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όταν το λέμε στο πρώτο πρόσωπο:

  • στη γυναίκα μας : θα σε έχω στα ώπα-ώπα και στα γούτσου γούτσου.
  • σε φίλο μας: θα σε γαμήσω ρε πούστη, για αυτό που μου έκανες.

    Όταν το λέμε στο τρίτο πρόσωπο:

  • σε φίλο μας: τον ήπιες, θα τον πιεις, θα τις φας (για ξύλο), θα πας για μαλλί και θα σε κουρέψουν, θα σου κάνουν τον κώλο να..

Η φράση έγινε κλασική από τον Βέγγο (από την ομώνυμη ταινία), και πέρασε στη σλανγκ με διαφορετικό νόημα, δίνοντας έμφαση στο σεξουαλικό στοιχείο. Όπερ μεθερμηνευόμενο σημαίνει ότι, αν σε γαμήσουν (μεταφορικά και στο μέλλον) μπορεί να σου αρέσει και να γίνεις βασίλισσα, δηλαδή να βρεις τις χαρές σου, κρυφόπουστα!!!

  1. - Θα τον γαμήσω τον πούστη, για αυτό που είπε. Ήταν χοντρό.
    - Χοντρό ήταν, αλλά αν ακούσει τι του έχεις σούρει μια βδομάδα τώρα, μάλλον εκείνος θα σε κάνει βασίλισσα.

  2. - Όλο μας τα μασάς ρε Γιωργάκη, δεν μπορώ, έχω δουλειά κλπ Σήκωσε το τηλέφωνο να πάρεις να δεις τι γινόμαστε. Πολύ γκόμενα μας το παίζεις, ρ' αδερφάκι μου.
    - Εγώ το παίζω γκόμενα ρε μίζερε, που με έχεις ταράξει στην κρεβατομουρμούρα και τα συζυγικά παράπονα; Για να μην παίρνω τηλέφωνο, ή να μην εμφανίζομαι στην πιάτσα, σημαίνει ότι έχω δουλειές.
    - Εγώ νόμιζα ότι δεν γουστάρεις την παρέα μας, και βγαίνεις με τον καινούριο κύκλο σου, τους φλώρους!
    -Ρε μπας και πούστεψες, και γουστάρεις να σε κάνω βασίλισσα; Τόση γρίνα, ούτε στην εγκυμοσύνη της γυναίκας μου δεν άκουγα!!!

(από electron, 11/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο οιονεί υπερθετικός του καμένου από τις καταχρήσεις, ο καρακαμένος ένα πράμα.

Συνώνυμα:

Καψούλι, το επί το λογιότερον καψύλλιο, είναι κανονικά ο πυροκροτητής, μια μικρή δηλαδή ποσότητα εκρηκτικής ύλης, τοποθετημένη σε ειδικό μεταλλικό περίβλημα / θήκη, η έκρηξη της οποίας προκαλεί την ανάφλεξη πυρίτιδας ή άλλης εκρηκτικής / προωθητικής ύλης.

Καψούλια χρησιμοποιούν και τα παιδικά (ψεύτικα) πιστόλια, με τα οποία καυλώναμε μικροί παίζοντας κλέφτες-αστυνόμους και λοιπά φαλλοκρατικά παίγνια. Εδώ η (ελάστιχη) εκρηκτική ύλη, με την οποία επιτυγχάνεται η πολυπόθητος απομίμησις εκπυρσοκροτήσεως, τοποθετείται εντός μικρής πλαστικής θήκης, συνήθως στρόγγυλης. Προφάνουσλυ, αυτά τα παιδικά καψούλια είχαν στο μυαλό τους κι αυτοί που πρωτοχρησιμοποίησαν σλανγκικώς τον όρο.

Διότι το καψούλι είναι προορισμένο να καεί, να καταναλωθεί, να λάμψει διαμιάς και να σβήσει ως διάττων αστέρας, χαρίζοντας στο μπόμπιρα που την έχει δει πιστολέρο και σερίφης μια πολύ πρόσκαιρη χαρά... Ας θυμηθούμε μόνο την αγωνία μας στα αποκριάτικα πάρτι «μήπως μας τελειώσουν τα καψούλια» και «αν θα βρούμε να αγοράσουμε»... Την ίδια σύντομη ευχαρίστηση προσφέρουν - σε λίγο μεγαλύτερα παιδιά - τα καργιόλια που καταπίνουν στα ρεϊβάδικα και λοιπά νταπαντουπάδικα: χορεύεις σαν πούστης για λίγες ώρες και την επόμενη μέρα - ίσως και την επόμενη ζωή σου αν το έχεις παραξηλώσει - είσαι φυτό, κλασμένο μαρούλι...

Τέλος, πολύ ενδιαφέρον είναι και το gender neutral της έκφρασης. Ένα καψούλι έχει στερηθεί την πολύτιμη ιδιότητα του γένους, είναι απλά ένα άφυλο αξιολύπητο πλάσμα. Είναι άλλωστε γνωστό πως η κατάχρηση ναρκωτικών ουσιών ευθύνεται για σεξουαλικά προβλήματα (στυτική δυσλειτουργία, πρόωρη εκσπερμάτιση, διαταραχές της libido και μειωμένη επιθυμία κλπ). Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως όταν θέλουμε να εκφράσουμε συγκαλυμμένα την περιφρόνησή μας για κάποιον, τον αποκαλούμε συγκαταβατικά «παιδί», ασκώντας ένα είδος λεκτικής βίας (π.χ. τα παιδιά στη φυλακή = τρόφιμοι, τα παιδιά με τα μηχανάκια = καμπαλέρος, τα παιδιά με τα γυάλινα μάτια = πρεζάκηδες κ.ο.κ.)

(μαμά και κορασίς)

- Καλά βρε Αγγελικούλα μου, τι πήγες κι έκανες, έβαψες τα μαλλιά σου ροζ κι έκανες τρύπα στον αφαλό; Τι θα πει ο πατέρας σου άμα σε δει;
- Έλα ρε μαμά, ξεκόλλα! Ο Μάκης μου έτσι με θέλει, καγκουρογκόμενα, για να ταιριάζω μ' αυτόν που είναι καγκούρι, όταν πάμε βόλτα με το κωλοφτιαγμένο αυτοκίνητό του!
- Αλίμονό μας... Μήπως πηγαίνετε και σ' αυτά τα ρέιβ πάρτι και παίρνετε χάπια;
-Χαλάρωσε, κάγκουρες είπα πως είμαστε, όχι τίποτα καψούλια...

(από Vrastaman, 06/09/09)

Σχετικό: έχω κάψει RAM

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σλανγκιστί, το μοντέλο, εφόσον είναι γυναίκα, εντάσσεται στο θηλυκό κλιτικό σύστημα. Προσδίδεται έτσι στην λέξη μεγαλύτερη οικειότητα και χάρη. Και μοντέλος για τους άντρες- μοντέλα. Το συνήθιζε πολύ η Ανίτα Πάνια στο Χρυσό Κουφέτο.

Να 'ρθούνε οι μοντέλες μας!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο χαρακτηρισμός «αντρούλα» προσδίδεται στα Σφακιά της Κρήτης στους μεγαλόσωμους και ρωμαλέους άντρας, και συνδηλώνει παλικαροσύνη, λεβεδιά αλλά ενδεχομένως και μια κάποια βραδύτητα και βαρύτητα στη σκέψη και τη δράση - η οποία ακριβώς αντισταθμίζεται από το εκτόπισμα της δράσης, όταν αυτή τελικά λαμβάνει χώρα.

Είναι θηλυκού γένους, και αξίζει να αναφερθεί ότι πολλές φορές το μικρό όνομα «αντρούλων» θηλυκοποιείται και μένει έτσι ως παρατσούκλι: Γιάννης - Γιαννουλιά, Αντρέας - Αντρουλιά, Γιώργος - Γιωργουλιά κλπ

Γιατί γίνεται αυτό δεν ξέρω, δεν ξέρω αν είναι είδος «χαϊδευτικού μεγεθυντικού», που κρατάει από σχετικά απονήρευτες εποχές, στις οποίες η αλλαγή του γένους (ακόμα και) σε θηλυκό συνδήλωνε «όγκο» τρόπον τινά και όχι εκθήλυνση.

Σημειωτέον ότι το πράμα είναι πολύ μπερδεμένο: στην Κρήτη δεν υπήρχαν μεγεθυντικά σε -άρας, -άρα, αλλά σε -άρος με μετάθεση και του τόνου (π.χ. κώλαρος, ντομάταρος και όχι ντοματάρα) ενώ και η αρσενικοποίηση λέξεων με την κατάληξη «-ουλος» χρησιμοποιούνταν στο σχηματισμό ιδιότυπων μεγεθυντικών κατ' ευθείαν από υποκοριστικά σε -ούλι, όπως λ.χ. κάτσουλος = ο μεγάλος γάτος [κατσούλι=το γατάκι], σακούλι - σάκουλος κλπ.

Σκεφτείτε όμως: η σακούλα δεν είναι το μεγάλο σακούλι, το οποίο είναι ο μικρός σάκος; Τώρα, μπορώ να σκεφτώ άλλη μια λέξη που υπάρχει παρεμφερές μεγεθυντικό σε -ούλα, το μεγάλο πεζούλι (το μεγάλο μπεντένι) λέγεται πεζούλα, έτσι ίσως και το παιδί που κάποτε ήταν «αντρούλι» (το οποίο όμως δεν απαντά), δηλαδή, μεγαλόσωμο, παιδί ήδη άντρας, μεγαλώνοντας γίνεται «αντρούλα» (σημειωτέον επίσης ότι στην Κρήτη δε λεγόταν το «άντρακλας»).

- Και μπαίνομε στην αυλή μεσημέρι και θωρούμε το Βαρδή που δεν τον εγνωρίζαμε τότεσάς κι εκοιμούντανε κι εροχάλιζε, μα ίντα θαρρείς, πασπάλους [=κονιορτό] εσήκωνε...
- Τέθοια αντρούλα στο χωριό δεν υπάρχει δεύτερη... - Αυτός λέει ξυπνά, αρμέγει μιαν αίγα και πίνει το γάλα κι ύστερα λέει καλημέρα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κατήγορία γυναικών που αν έπαιζε μπάλα θα 'ταν ο Τσιάρτας. Με λίγα λόγια ωραίες κοπέλες ιδιαίτερα κομψές και αέρινες με μια χάρη ένα κάτι που άμα θέλουν μπορούν, αλλά δε θέλουν...

Ασπαζόμενες όμως το δόγμα τσιάρτα (Έλα μωρέ ποιος τρέχει τώρα; άραξε, έχει και ίσκιο και άμα βγάλουμε 2-3 μπαλιές πέρασε η μέρα) καταλήγουν να γίνονται συχνά γκόμενες αστερίες και θεωρώντας ότι αφού είναι καλές γκόμενες το χρέος τους το 'καναν όποτε οι άντρες πρέπει να κάνουν όλοι τη δουλειά συμπεριλαμβανομένου του να καυλώνουν από μόνοι τους. Τέλος, συχνά είναι πιο βαρετές και από ούγγρο τροβαδούρο.

-Μαλάκα τι ωραία κοπελίτσα αυτή εκεί!!!
-Άσε την ξέρω... Τσιάρτας είναι... Άμα πας να τη μιλήσεις πάρε και ένα gameboy να περνάει και η ώρα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πολιτικός ή γενικότερα στέλεχος που θυσιάζεται για να διατηρηθεί ένα καθεστώς, λ.χ. σε έναν ανασχηματισμό, μια αυτοκάθαρση, ένα mea colpa κ.ο.κ.

Ο όρος χρησιμοποιείται ακόμη περισσότερο, άμα το εν λόγω στέλεχος έχει το όνομα, έχει και την χάρη.

Ο Άρης ήταν κάποτε η Ιφιγένεια του Καραμανλή. Φαίνεται ότι ήταν η εν Αυλίδι Ιφιγένεια, γιατί τώρα έχουμε την δεύτερη πράξη του δράματος, την Ιφιγένεια εν Ταύροις, όπου Κωστάκης και Αρούλης ξαναβρίσκονται μετά από τόσο χωρισμό!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το μπάζο, καθώς και η αξύριστη.

Κόψε ρε μαγκίτη τον βαμβακούλα;! Μαλωμένη με το ξυράφι, κουμούνα και φεμινίστρια!

(από Khan, 23/09/10)Πνίχτε Λούγκρες τα Κουνέλια - Βαμβακούλας (από Cunning Linguist, 23/03/12)

Από τον υπερ-cult 80s ποδοσφαιριστή του Ολυμπιακού Βαμβακούλα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Οι οπαδοι του Ηρακλή αποκαλούνται έτσι από Αρειανούς και ΠΑΟΚτσήδες, διότι το υποκοριστικό της ομάδας είναι Γηραιός, γεγονός που οφείλεται στο ότι είναι η παλαιότερη ομάδα στην Α Εθνική από το 1907.

Μεταξύ λοιπόν «γύφτων» και «σκουληκιών» κινούνται οι «γριές» με λίγους σχετικά οπαδούς και μία διαφορετική μενταλιτέ περί τα αθλητικά. Χαρακτηριστικά λέγεται ότι ο καλύτερος οπαδός του ΠΑΟΚ έχει σκοτώσει τη μάνα του, ενώ ο χειρότερος οπαδός του Ηρακλή έχει δύο μεταπτυχιακά.

Κατά τη λογική της χρήσης του λήμματος «γύφτοι» (βλ. σχετικά), πολλές φορές χρησιμοποιείται στον ενικό (η γριά) για να χαρακτηρίσει όλη την ομάδα.

1
- Ου ρε κωλόγριες που μου θέλετε να κάνετε και κερκίδα. Όλοι μαζί σε τηλεφωνικό θάλαμο χωράτε ρε!

2
- Τι τα θες, τι τα θες, πάλι πίπες οι γριές. (σ.σ. αηδίες...)

Βλέπε και γριά, στρουμφάκια.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία