Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

= «Μάλιστα κύριε υποδιοικητά!!», ήτοι η απάντηση-στερεότυπο του έλληνα φαντάρου σε οποιαδήποτε παπαριά ο υποδιοικητής του στρδου / μονάδος / κέντρου απευθύνει / πει στον αέρα / ανακοινώσει / διατάξει!!!!

Άρα: το αυτό με το μαστακιιειικιτά, αλλά αντί για δίκα αφορά υπόδικα!

- Σκατόψαρα, ο δκτης του στρδου διέταξε σήμερα να αλλάξετε σώβρακα!
- Μαστακυπδικτά!
- Σκασμοϊιιιις! Και ειδικότερα: Εσύ μ' αυτόν, εσύ μ' εκείνον, αυτός με τον άλλον...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Ξεχάστε τα μπουρδέλα που ξέρατε. Μιλάμε για το απόλυτο πήδημα. Με τη μόνη διαφορά πως δεν πηδάς εσύ, αλλά εκείνοι εσένα. Σε βάζουν κάτω και πριν προλάβεις να βγάλεις κιχ, σε έχουν κάνει άλλο άνθρωπο.

Φανταστείτε, πως μέχρι και οι Τούρκοι, είπαν: Όχι ευχαριστούμε, δεν θα πάρουμε.

Θα σου ρίξω ένα ΔΝΤ... να δεις το Χριστό, φαντάρο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο Κθούλου είναι μια μυθική υπερτεράστια και ακατανίκητη θεότητα, δημιούργημα της αχαλίνωτης φαντασίας του αμερικανού συγγραφέα φανταστικής λογοτεχνίας τρόμου και επιστημονικής φαντασίας Χάουαρντ Λάβκραφτ.

Ο Λάβκραφτ, όπως διαφαίνεται μέσα από το έργο του, ήταν ρατσίστας, μοχθηρός, μισαλλόδοξος, μισογύνης, ψυχωσικός, παρανοϊκός, ζάκι, μπήξε, δείξε, μισάνθρωπος, μισός άνθρωπος μισός τό 'να, τ' άλλο, ξέρω 'γω, τί να λέμε τώρα, για τα οποία ίσως να ευθύνεται και το βεβαρημένο οικογενειακό του ιστορικό.

Χαρακτηριστικοί τίτλοι έργων του είναι:«Τα Βουνά της Τρέλας και άλλα μυθιστορήματα», «Ποντίκια μέσα στους Τοίχους», όπου κάνει πλήθος ρατσιστικών αναφορών για τους Οβραίους, Ιταλούς, Πολωνούς και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις, «Ονειρική Αναζήτηση της Άγνωστης Καντάθ» και πλήθος από τέτοια τρομολαγνικά.

Οι πιο σκοτεινές πτυχές του αχαρακτήριστου χαρακτήρα του συγγραφέα μας, ενσαρκώθηκαν με την δημιουργία αυτού που σήμερα ονομάζεται Μυθολογία Κθούλου. Ένα πάνθεον, δηλαδή, από εξωγήινες, εξωδιαστατικές θεότητες και φρικιαστικά όντα που αποζητούν να κάνουν την ανθρωπότητα θήραμά τους και η ύπαρξη των οποίων υπονοείται σε πανάρχαιους μύθους και θρύλους.

Ο περί ου ο λόγος θεός-λήμμα μας, κανείς δεν ξέρει από που προήλθε πραγματικά, μάλλον ούτε ο ίδιος ο Λάβκραφτ, αλλά υπάρχει μια πεποίθηση ότι πριν γεννηθεί το σύμπαν, ο Κθούλου δημιούργησε τον εαυτό του μόνο με την σκέψη του.

Όπως μας πληροφορεί η Φρικιπήντια, ο Κθούλου ήρθε σε τιτανοκολοσσιαίων διαστάσεων αναμέτρηση με τους συνασπισμένους εχθρούς του, τους Σακλαμένγκα, Ναχσχδαβάζζ, και Στρατοβάριους. Μετά από μακρόχρονους πόλεμους, οι δυο παρατάξεις με τα τρίλιονς των στρατών τους αποσύρθηκαν στον Σείριο όπου συνεχίζουν να παλεύουν μεταξύ τους. Ο Κθούλου αναμετρήθηκε όμως και με την άλλη μυθική θεότητα του Κακού, τον Ουίτζι σε μια μάχη τριών εκατομμυρίων αιώνων όπου τελικά επικράτησε ο Όπτιμους Πράιμ. Από τότε ο Κθούλου δεν χρειάστηκε να πολεμήσει ξανά, από την μια μεριά γιατί δεν εμφανίστηκε άλλος άξιος αντίπαλος και από την άλλη γιατί βαριόταν τον κάθε αρχιμαλάκα.

Στα καθ΄ημάς, επικαλούμαστε τον Κθούλου όταν θέλουμε να κάνουμε σουρρεαλιστική αναφορά/επίκληση σε ένα υπερτεράστιο, παντοδύναμο, ανώτερο ον που μπορεί κατά περίπτωση να κάνει τα αδύνατα δυνατά, να μας λυτρώσει από τα δεινά μας, να μας βγάλει από μπελάδες, να επιβάλλει τη θέλησή μας κ.ο.κ., όλα κομμένα και ραμμένα στα μέτρα μας.

  1. Μα καλά, δεν βλέπουν οι αγρότες ότι δεν υπάρχουν λεφτά ούτε για σάλιο; Από τον θεό Κθούλου περιμένουν να τα πάρουν;

  2. Ο Βρασίδας είναι κολλημένος με το στοίχημα. Και ο θεός Κθούλου να κατεβεί και να του πει να το κόψει, αυτός δεν το σταματά με τίποτε.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Σύνθετη λέξη, ψίχα + μπουκούνια (το μπουκούνι θα το αναλύσουμε κάποια άλλη στιγμή).

Η λέξη ψιχομπούκουνα, λοιπόν, χρησιμοποιείται σε διάφορες καταστάσεις και εκφράζει κυρίως την διάσπαση ενός υλικού σε πολλά κομμάτια (π.χ το σπάσιμο ενός ποτηριού) αλλά χρησιμοποιείται επίσης και ως ένας εξαναγκαστικός, απαιτητικός, επιβλητικός τρόπος για να επιβάλλουμε σε κάποιον να κάνει κάτι που δεν ειναι της θελησης του.

(Ας πάρουμε πάλι το παράδειγμα της αυστηρής γιαγιάς)

- Ελάτε να φάμε
- Εγώ δεν πεινάω, και δε μ' αρέσει και το φαγητό
- Τσακίσου, έλα να φας
- 'Οχι, δεν έρχομαι, είπα.
- Γίνε 7000 ψιχομπούκουνα και έλα κάτσε στο τραπέζι να φας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Πάω κάποιον καροτσάκι»: τον αναγκάζω να ακολουθήσει τον ρυθμό μου.

Η έκφραση χρησιμοποιείται πρωτίστως στο οδήγημα, όταν έχεις μπροστά σου κάποιο όχημα που πάει αργά και το οποίο είναι αδύνατο να προσπεράσεις, άρα σου επιβάλλει την ταχύτητά του και είναι σα να σε σέρνει πίσω του, σα να είσαι (σ)το καροτσάκι του.

Μπορεί όμως και να είναι θετικό, δηλ. το προπορευόμενο όχημα να σε βγάλει από μια δύσκολη θέση, αν εκμεταλλευτείς το γεγονός ότι σε καλύπτει.

Πέρα από το οδήγημα, μεταφορικά σημαίνει ότι κάνω κάποιον ό,τι θέλω, τον κατευθύνω όπως εγώ νομίζω.

  1. - Αργήσατε...
    - Ε, ήταν ένας μαλάκας φορτηγατζής μπροστά μας σε όλη τη διαδρομή, δέκα αυτοκίνητα από πίσω του, δεν άφηνε κανέναν να περάσει, καροτσάκι μας πήγε ο καργιόλης...

  2. - Γρήγορα ήρθατε!
    - Ήμασταν τυχεροί, κολλήσαμε πίσω από το λεωφορείο της γραμμής και μας έφερε καροτσάκι εδώ, δεν χαθήκαμε πουθενά.

  3. - Τι λέει ο νέος διευθυντής;
    - Μεγάλο λαμόγιο. Καροτσάκι θα μας πάει αυτός, πού να του πάμε κόντρα, όλους τους έχει αγοράσει...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Όπως πολύ σωστά είχε πει και κάποιος αστειάτορας παλαιότερα, η Ελλάς είναι το μοναδικό αφρικανικό κράτος της Ευρώπης. Αν ζιπάραμε κάποιον εν έτει 1965 και τον ανζιπάραμε εν έτει 2009, θα μπορούσε κάλλιστα να πάει σε οποιοδήποτε καφενείο και να συμμετάσχει σε πολιτική συζήτηση. Οι λόγοι προφανείς, συν τον Ιζνογκούντ Μητσοτάκη. Δηλαδή έχουμε καταφέρει το ακατόρθωτο. Την κληρονομική Δημοκρατία, μοναδική ελληνική πατέντα.

Και φτάνουμε στον συμπαθέστατο κατά τα άλλα Γ.Α.Π.. Ο οποίος, έχοντας το κληρονομικό δικαίωμα, του έλαχε:

  • να πρέπει να ζήσει στην Ελλάδα. Δηλαδή, σε ξένη χώρα, κάτι σαν ξενιτιά, αφού πρέπει να συνεννοείται και να βγάζει λόγους στα ελληνικά, στα οποία ως γνωστόν δυσκολεύεται. Επίσης τι θα λέει στα reunion με τους συμφοιτητές του που, στο Ελλάντα, τα επεισόδια του «lost», παίζονται με δύο χρόνια καθυστέρηση;
  • να πρέπει να ηγηθεί ενός σοσιαλιστικού (what is this;) κόμματος. Στην αμερικάνικη βιβλιογραφία, δεν υφίσταται αυτός ο όρος. Υπάρχει ο όρος μικτή οικονομία ή σουηδικό μοντέλο. Φανταστείτε τι μελέτη έριξε το παιδί, για να αποκτήσει (χωρίς επιτυχία) το σοσιαλιστικό προφίλ, και λέγειν. Μόνο το μουστάκι του πέτυχε!!!
  • να ηγηθεί ενός αφρικανικού κράτους. Στα αμερικάνικα βιβλία, διδάσκεσαι την διοίκηση καλολαδωμένων συστημάτων και εκ παρασκηνίου πολιτική ανατροπή αντιαμερικανικών καθεστώτων. Δεν διδάσκεσαι πώς να κυβερνάς ένα μπάχαλο, από τη θέση της τσατσάς. Το οποίο για να είμαστε δίκαιοι, δεν διδάσκεται πουθενά.

    Αν αυτό δεν είναι καραμπινάτη περίπτωση του «αμαρτίαι γονέων, παιδεύουσι τέκνα», τι να πω; Σε μία νορμάλ κατάσταση ο G.A.P., θα ήθελε να είναι (και θα ήταν) καθηγητής Πανεπιστημίου στην Βοστόνη και να επισκέπτεται την Ελλάδα τα καλοκαίρια, για να δείχνει στα παιδιά του, τις ομορφιές της Αφρικής (και θυμηθείτε με σε 10 χρόνια).

Οπότε η αναφορά στον Γ.Α.Π. κρίνεται απαραίτητη όταν:

  • κάποιου δεν του πάει το ρολάκι (στην πολιτική σκηνή) που πρέπει να παίξει, δεν πείθει δηλαδή, παρά τις καλές προθέσεις.
  • κάποιος ζει σε λάθος χώρα, όχι για οικονομικούς μετανάστες, μιλάμε για τζάκια. Κάτι σαν τους λόρδους που ζούσαν στις αποικίες χάριν της βασίλισσας, ενώ θα προτιμούσαν να κατουρούν το γράσο της αυλής του παλατιού, και παθαίνουν σύγχυση, σχετικά με το που βρίσκονται.
  • σε όσους πρέπει να βάλουν (αμερικανιά) ή να τους βάλουν το αρχικό του πατέρα τους, σαν σφήνα μεταξύ ονόματος και επιθέτου, για να αυτοπροσδιοριστούν ή να τους προσδιορίζουν.

    Από την άλλη, αναφορά στον G.A.P. χρησιμοποιείται για:

  • στελέχη επιχειρήσεων, κουστουμαρισμένα γκόλντεν γκρικ μπόυζ, που καθημερινά χρησιμοποιούν πιο πολλούς αγγλικούς όρους από ελληνικούς, με αποτέλεσμα να δυσκολεύονται στον σχηματισμό μιας πρότασης αποτελούμενης αμιγώς από ελληνικές λέξεις.

  • αμερικανόπληκτους που από την πολλή αμερικανιά της τηλεόρασης, φλιπάρουν και καταντάνε λίγο γραφικοί,
  • όσους από τους Δυτικούς μιλάνε για πράσινη ανάπτυξη χωρίς να ζητάνε συγνώμη από τον υπόλοιπο πλανήτη που τον γάμησαν τα τελευταία 200 χρόνια για να έχουν SUV!

    πασσαδόρος για Γ.Α.Π. : allivegp

- Θα πάμε για καφέ;
- Ασε το για άλλη φορά. Έχω μίτινγκ, σε μια ώρα, να πάω τα παιδιά για horseriding, να πάρω τη γυναίκα μου μόλις τελειώσει το spinning, και το βράδυ, να πάω σε ένα charity.
- Ποιος είσαι ρε παιδάκι μου; Ο ΓΑΠ;

γαπ, γκαπ, αλλά θέλει προσοχή! (από BuBis, 10/09/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ειρωνική έκφραση προς άτομο που έχει άκρες στην εκάστοτε «εξουσία» ή την εύνοια της «εξουσίας», π.χ. αν έχει πουλήσει κάποια εκδούλευση.

1) (Από την ταινία «Της Κακομοίρας», ο Ζήκος διαπληκτίζεται με την κυρα-Δέσποινα)

- (κΔ) Βρε, πρέπει να ξέρεις ότι όταν λείπει ο κυρ-Παντελής εσύ είσαι υπεύθυνος εδώ μέσα, το ξέρεις;
- (Ζ) Και σένα τι σε νοιάζει μπορώ να μάθω;
- (κΔ) Με νοιάζει και με κόφτει, και για το μαγαζί και για τον κυρ-Παντελή, και πρόσεξε καλά κακομοίρη μου, γιατί έτσι και κουνήσω το μικρό μου δαχτυλάκι, σε αρπάζει ο κυρ-Παντελής απ΄ το γιακά και σε στέλνει πίσω στο κατσικοχώρι σου!
- (Ζ) Βέβαια, θα με στείλει οπωσδήποτε διότι εσύ τώρα, βλέπεις, έχεις και τα μέσα…
- (κΔ) Μέσα;
- (Ζ) Είσαι άνθρωπος της κυβερνήσεως!
- (κΔ) Ποιας κυβερνήσεως βρε;
- (Ζ) Κατόρθωσες και τελείωσες το συνοικέσιο του αίσχους, βλέπεις, γι΄ αυτό!

2)- Ρε σειρές, ποιος έχει έξοδο σήμερα για να πάμε για μπίρες; Είμαι καθαρός απόψε.
- Πάλι καθαρός Τσατσόπουλε; Εμ, τώρα πια βλέπεις είσαι άνθρωπος της κυβερνήσεως…
- Τις λες ρε;
- Εγώ τι λέω, αφού από τότε που του κάνεις τα κομπιουτερίστικα του Υπόδικα βγαίνεις κάθε τρεις μέρες καθαρός και εμείς μια φορά την εβδομάδα κι αν…

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

(Κλασική αργκό της φυλακής): Ο κουμανταδόρος, το άτυπο αφεντικό των φυλακισμένων, συχνά με την ανοχή του τυπικού αφεντικού (Διευθυντή) και σίγουρα με το δέος των φυλάκων. Ο υπερθετικός του βαρύμαγκα, αλλά και με σαφή ηγετικά προτερήματα. Πιθανότατα τούρκικης προελεύσεως.

Μεταφορικώς: Το αφεντικό με το άστε-ντούα.

Σερέτης, έξυπνος, δίκαιος και επικίνδυνος, ήταν ο εξισορροπητής των πολυσχιδών συμφερόντων μέσα στη φυλακή (π.χ. ζάρια, άδειες, πουστράκια, δουλειές επ' αμοιβή, ξεκαθαρίσματα, τιμωρία ρουφιάνων, ναρκωτικά, προστασία κ.τ.λ.). Γαμούσε κι έδερνε.

Συνήθως είχε αρκετά βαριά ποινή, όχι όμως για έγκλημα κατά περίσταση (π.χ. φόνος αντίπαλου βοσκού για τα γίδια) ή ειδεχθές (βιασμός ανηλίκων), αλλά κατ' εξακολούθησιν, κατ' επάγγελμα και κατά συνήθεια τελέσεως συγκεκριμένων εγκλημάτων (π.χ. μαστροπεία, αποδοχή προϊόντων του εγκλήματος, κιβδηλεία, λαθρεμπόριο, ναρκωτικά, εκβίαση κ.τ.λ.) και δη σε ρόλο αφεντικού-ενορχηστρωτή. Δηλαδή για εγκλήματα του δομημένου υποκόσμου 2-3 πόλεων και όχι χωριατίστικα καμώματα ή φλάς που έφαγε ένας μουρλός. Άλλωστε, λένε: «Ό,τι είσαι έξω απ' τη φυλακή είσαι και μέσα», δηλαδή αντιμετωπίζεσαι αναλόγως. Εξ άλλου, μέσα στην φυλακή έχει να κάνει κανείς, με ανθρώπους που οδηγήθηκαν εκεί κυρίως λόγω ιδιαιτέρως ανεπτυγμένων ενστίκτων (κατά τον Λομπρόζο!) και δεν θα είναι καθόλου εύκολο να τους γελάσει περί το ποιόν του. Έτσι, ο ψιλικατζής παραμένει ψιλικατζής, ο χρεοφειλέτης είναι ένα συμπαθητικό ανθρωπάκι, ο πρεζάκιας είναι ξεφτίλας κ.ο.κ.

Ο τσιρίμπασης όμως, μέσα-έξω ήταν αφεντικό και έπαιρνε ρέφες (=πόντους) απ' όλα τα επαγγέλματα του υποκόσμου, χάρη στη σωματική του ρώμη, το ψυχικό του σθένος και το μυαλό του, που δούλευε με διπλό διαφορικό. Χώρια που το φύσαγε από παραδάκι, ένεκα οι δουλειές έξω, που τις συνέχιζε ο έμπιστός του κι είχε και χρημάτιζε τους πουλημένους εκτελεστές του σωφρονιστικού συστήματος...

Ο σημαντικότερος τσιρίμπασης του παρελθόντος αιώνος, ήταν ο Νίκος Σκριβάνος, του οποίου πρωτοπαλίκαρο ήταν ο Νίκος Μάθεσης (ή τρελάκιας). Γνωστός τσιρίμπασης κι ο Σακαφλιάς, στη φυλακή Τρικάλων, που τον έφαγε η μαρμάγκα (ο Αντωνίτσης), είτε για να γίνει αυτός τσιρίμπασης είτε για λογαριασμό άλλου επίδοξου αφεντικού (δεν έχει εισέτι διευκρινισθεί, ακόμα και οι τρικαλινοί λένε μαλακίες).

Ο τσιρίμπασης γνώριζε ότι κατέχει ζηλευτή θέση στην μικρο-κοινωνία της φυλακής, δεν διακινδύνευε το κύρος του για μηδαμινά πράγματα (έστελνε άλλους) και όφειλε να προσέχει όλες τις κινήσεις, στον μικρό και περιορισμένο χώρο της φυλακής, του κάθε βαρύμαγκα που βυσσοδομούσε εναντίον του. Άλλωστε, η αποκαθήλωσή του ήταν ιδιαιτέρως οδυνηρή: Είτε ο θάνατος του στερούσε το αξίωμα, είτε (χειρότερα) η δημόσια διαπόμπευση = τον βαράγανε ή τον πηδάγανε πεν-έξι βαλτοί μπεχλιβάνηδες... Τη θέση του, την έπαιρνε ατάκα ο μάγκας που του την έστησε, για να μην δημιουργηθεί κενόν εξουσίας (!)

Βλ. σχετικά «Το εγχειρίδιο του καλού κλέφτη», «το άγιο χασισάκι» κ.α. (Ηλίας Πετρόπουλος) και «Τα παιδιά της πιάτσας» και «Παραμύθια πίσω απ' τα κάγκελα» του Νίκου Τσιφόρου. Ειδικά, στο «Τουμπεκί» του Πέτρου Πικρού, ψυχογραφείται θαυμάσια η έννοια και η νοοτροπία του τσιρίμπαση εν έτει 1927 (!)

- Παιδιά, μην παίζετε άλλο τάβλι, βαρέθηκα μόνη μου!
- Τώρα, τελειώνουμε...
- Λοιπόν, τέλος, δεν παίζετε άλλο είπα!
- Και τί 'σαι σύ ρε; Ο τσιρίμπασης; Δώσε πίσω τα ζάρια, για θ' ανοίξω το τάπερ με τις καρπαζές!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Και κωλοφεράτζα . Επιρρηματικό κατηγορούμενο του τρόπου: Χρησιμοποιείται με το ρήμα παίρνω + αντικείμενο + κωλοφεράτζα.

Εκ του κώλος + φεράτζα (αγνώστου ετύμου).

Έχει σεξουαλικές παρά φύσιν προεκτάσεις και εις την παθητικήν φωνήν απεικονίζει κάποιον που τρέχει ενώ τον γαμούν καθ' οδόν (!)

Σημαίνει νικώ κατά κράτος και μτφ. γαμώ.

Συνώνυμα: παίρνω σβάρνα, πάω κάποιον γαμιώντας, πάω κάποιον πίπα κώλο (εμπλοκή) κ.τ.λ.

Έπαιξε χτές ο γαύρος με το βάζελο και τον πήρε κωλοφεράτζα. 3-0 παρθένα! Δε σταυρώσανε σέντρα, τα τσουρέκια. Τζίγγερ πούλο!

Βλ. και παραμάζωμα (παίρνω κάτι/κάποιον)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η μαγκιά που επιδεικνύει ο αρχηγός σε μια παρέα από μάγκες. Βαριά και ασήκωτη.

- Αυτό που σε λέω εγώ θα γίνει να 'ούμε, τέλος.
- Ναι καλά... πρόσεχε μη σου πέσει η πρωτομαγκιά φίλε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία