Ευχαριστώ κατ' αρχήν το Χαλικούτη γι' αυτό το swinging από λήμματα που κάναμε (αντιδάνειο βέβαια το δικό μου προτεινόμενο). Ευχαριστώ και τον Ιησού, ο λόγος του οποίου γίνεται πάντα προσεκτός από τους έχοντες ώτα, όπως και τα θαύματα - λήμματά του.

Λοιπόν, το «κουλτούρα να φύγουμε» είναι ατάκα του Χάρρυ Κλυνν από τον δίσκο «Έθνος Ανάδελφον» το 1985. Ανήκε σε μια σειρά από νούμερα που σατίριζε την (κατά την γνώμη μου αξιόθαυμαστη) προσπάθεια της αείμνηστης Μελίνας Μερκούρη να αναβαθμίσει την πολιτιστική ζωή της Αθήνας. Πλην ο Χάρρυ Κλυνν σατίρισε ένα σχετικό σύνδρομο υπερκουλτουρίασης που κατείχε τους Έλληνες. Και τις τραγελαφικές καταστάσεις που δημιουργήθηκαν. Λ.χ. η «κυρία»-γκόμενα (στον δίσκο) πάει τον Βασίλη (κύριο χαρρυκλυννικό ήρωα) στο Ηρώδειο, κι αυτός νομίζει πως βρίσκεται σε κέντρο με την Ρίτα (Σακελλαρίου) και τον Γιαννάκη (Πάριο). Ή ο γιος πάει την ηλικιωμένη μάνα του στο Ηρώδειο, κι αυτή κάνει πολύ αστείες ερωτήσεις.

Θα αρχίσω κατ΄ανάγκη απ' το τέλος. Το «κουλτούρα να φύγουμε» είναι το άσμα που κλείνει όλο αυτό το αφιέρωμα στην Μελίνα. Προφανώς, το λογοπαίγνιο είναι ανάμεσα στο «κουλτούρα» και το «κατούρα». Αυτό φαίνεται από το σύνολο τετράστιχο, που είναι ως εξής:

«Κουλτούρα να φύγουμε, κουλτούρα να φύγουμε,
και τίναξέ την να πέσει, και η τελευταία σταγών,
κουλτούρα να φύγουμε, κουλτούρα να φύγουμε,
με Μπρεχτ και τσιφτετέλια, θα δικαιωθεί ο αγών!».

Εννοείται ο αγών της Μελίνας Μερκούρη και των Ελλήνων που συντονίστηκαν με το όραμά της. Οπότε την έκφραση την λέμε, όταν δεν έχουμε καταφέρει να αντέξουμε ένα υπερκουλτουριάρικο έργο, όσα αντισώματα υπερκουλτουρίασης κι αν διαθέτουμε. Λ.χ. βλέπεις τον «Αντρέι Ρουμπλιόφ» του Ταρκόφσκι στην ορίτζιναλ βερσιόν των 4,5 ωρών. Ε, κάποτε μετά την τρίτη ώρα, δεν θα πεις το «κουλτούρα να φύγουμε» και θα σηκωθείς να φύγεις; Η παρομοίωση είναι με το ότι κατουράς πριν κάνεις κάποιο εγχείρημα, ας πούμε κατουράς πριν μπεις στο αυτοκίνητο για να πας κάπου, μια εκδρομή, κτλ.

Στο παράρτημα οι υπόλοιπες λεπτομέρειες.

Με πήγε η Μαριλού να δούμε την τελευταία ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ε, λοιπόν, ρε πούστη μου, όση ώρα ήθελε ένας αντάρτης να κατέβει από το βουνό στην πραγματικότητα, άλλο τόσο ήθελε και στην ταινία! Τέσσερις ώρες θες να κατέβεις απ' τα Καλάβρυτα; Τόσο έκανε κι ο αντάρτης στην ταινία! Της το πα και της Μαριλούς και τι μου απαντά! «Όχι κάνεις λάθος, στην ταινία θέλει περισσότερο. Είναι η τεχνική της επιβράδυνσης. Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό του Αγγελόπουλου που κάνει τις ταινίες του μοναδικές!». Ε, τέλος πάντων, κάπου στην τέταρτη ώρα είπα στην Μαριλού «κουλτούρα να φύγουμε» και την κάναμε για μπουζούκια!

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΧΑΡΡΥΚΛΥΝΝΙΚΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ

Το τραγούδι έχει ως εξής:

(Πρώτη στροφή ποπ)

Στο Σχιστό, στο Κερατσίνι,
διευθύνει ο Μαντσίνι,
κι η Γλυφάδα ξεφαντώνει
με Μπεζάρ και Κηλαηδόνη.

(μετά λαϊκά)

Στα Νταμάρια, στην Πεντέλη,
Ντάριο Φο και τσιφτετέλι,
και στο Ρέμα Χαλανδρίου,
οι γυμνόστηθες του Ρίου.

Εσκιμώοι, Εσκιμώοι και Κινέζοι,
Λάπωνες, Λάπωνες και Γιαπωνέζοι.
μωρ' και στου Βά- και στου Βάρβουλα τον λάκκο,
παίζουν Μπρεχτ, παίζουν Μπρεχτ και Μπακαλάκο.

Στο πρώτο μισό δείχνει την παρεξήγηση του Βασίλη με την γκόμενά του. Αυτή του λέει «πάμε να δούμε την »Κάρμεν« (του Μπιζέ), θα είναι και η Μελίνα». Κι αυτός σκέφτεται «δεν μπορεί δυο τραγουδιάρες, Κάρμεν-Μελίνα, καλό μαγαζάκι θα είναι!». Και ρωτάει «έχει η Κάρμεν κανά τραγουδάκι δικό της ή λέει της Ρίτας και του Γιαννάκη κι αυτή;». Μόλις φτάνουν, το Ηρώδειο αρέσει στον Βασίλη και λέει «ωραίο, ρουστίκ με τα κολωνάκια του!». Κι όταν βγάζει την φωνάρα η σοπράνο, λέει ο Βασίλης «Πω πω φωνάρα, κοίτα να δεις, ταλεντάρες και να τραγουδάνε στα νταμάρια! Χαθήκανε ρε παιδί μου τα καλά τα μαγαζά;».

Μετά η σκηνή πάει σε γιο και μάνα του, με την περίφημη ατάκα του την έδοκε του Ορέστη. Και «πω πω τις κάλτσες του έπαιξε ο άνθρωπος. Όταν βγαίνει η πρωταγωνίστρια, η μάνα λέει »πάμε να φύγουμε παιδάκι μου, θα μας φάει η μαϊμού!«. Ο γιος στην αρχή διαμαρτύρεται: »Ποια μαϊμού ρε μάνα, η πρωταγωνίστρια είναι!«. Αλλά μετά συναινεί με το »'ντάξει ρε μάνα, κουλτούρα να φύγουμε, άμα λάχει ναούμ« μετά το οποίο αρχίζει το ομώνυμο άσμα, όπερ παραπάνω!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Κοροϊδευτικά το ΠΑΣΟΚ. Πολύ πιθανό να βγήκε λόγω της υπόθεσης της δολοφονίας του Καλτεζά το '85 (επί ΠΑΣΟΚ).

Είτε ΝΔ είτε μΠΑτΣΟΚ βγει, τα ίδια σκατά θα είναι!!

Λογοπαίγνιο με το μπάτσος.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η φράση προέρχεται από το παροιμιώδες σλόγκαν του Κόμματος Δημοκρατικού Σοσιαλισμού «Μήπως είσαι ΚΟ.ΔΗ.ΣΟ. και δεν το ξέρεις;», με το οποίο το κόμμα αυτό διεκδίκησε την προτίμηση των ψηφοφόρων το 1981. Για την ιστορία, το ΚΟΔΗΣΟ-ΚΑΕ έλαβε σε εκείνες τις εκλογές 40.126 ψήφους, ήτοι 0.70%, κάτι που σήμανε την αρχή της διάλυσης του.

Ωστόσο, το ευρηματικό σλόγκαν του κόμματος, με όλη την αφέλειά του και τη θυμηδία που προκαλούσε, πέρασε για τα καλά στη συνείδηση του Νεοέλληνα και έκτοτε το χρησιμοποιούμε, συχνά παραλλαγμένο, για να προτρέψουμε κάποιον, έστω και την ύστατη ώρα, να μην πάρει βιαστικές αποφάσεις αλλά να κοντοσταθεί, να βάλει το ακατοίκητο να δουλέψει, να εξετάσει και άλλα ενδεχόμενα και να μη απορρίπτει αβασάνιστα και εκ προοιμίου άλλες εναλλακτικές αποφάσεις, επιλογές ή λύσεις. Φυσικά, τις περισσότερες φορές είναι ένας έμμεσος τρόπος για να υποδείξουμε στον άλλον τί θέλουμε ή τί περιμένουμε να κάνει.

  1. Λίλιαν: - Να πεταχτώ στο περίπτερο για τσιγάρα, Πάρη μου;
    Πάρης: - Μήπως θέλεις να πάρεις και καπότες και δεν το ξέρεις;

  2. Λίλιαν: - Πάρη μου, γιατί αργείς να μπεις;
    Πάρης: - Μήπως θέλεις να μου κάνεις στοματικό και ντρέπεσαι να μου το πεις;

Γιάγκος Πεσμαζόγλου (από allivegp, 06/07/09)Γιάγκος Πεσμαζόγλου (από allivegp, 06/07/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

«Τα δέοντα»: Ξεπροβοδίζοντας κάποιον με την φράση «τα δέοντα», τον προτρέπουμε να μεταφέρει, σε όσους συναντήσει, μαζί με τους χαιρετισμούς μας και «αυτά που πρέπει».

Δεν είναι συνήθης στην καθομιλούμενη η κυριολεκτική της χρήση. Είναι μια έκφραση που μοσχοβολάει άνθη αμυγδαλιάς (που τα τίναξε με τα χεράκια της... το μουρμούριζε η γιαγιά μου, τραγουδάκι εποχής ήταν), Ελληνικές ταινίες με την Λαμπέτη ή τον Φωτόπουλο κ.λπ., σαν να λέμε, μπορεί να την έλεγαν κυριολεκτικά κάποτε που ήταν πιο ευγενικός ο κόσμος.

Χρησιμοποιείται κυρίως κοροϊδευτικά, με την μορφή «τα δέοντα στην μαμά σας» ή σε παραλλαγές τ. «τα δέοντα στην κερία μαμά σας» κ.λπ. (βλ. μήδι 1 και παράδειγμα 1), γενικώς με διάφορες αναφορές στην μαμά, υποθέτω λόγω του ότι η μαμά είναι ιερό πρόσωπο και της αρμόζει σεβασμός κ.λπ. Η χρήση της είναι αντίστοιχη άλλων αποχαιρετισμών όπως «χαιρετίσματα...», «χαιρετίσματα στους δικούς μας», «χαιρετίσματα στην κλεφτουριά», «χαιρέτα μου τον πλάτανο», που σημαίνουν ότι δεν ασχολούμαστε άλλο με το θέμα της συζήτησης, την κλείνουμε εκεί, αδιαφορώντας πλέον, κρίνοντας άσκοπο να συνεχίσουμε την κουβέντα και αποχαιρετώντας τους συνομιλητές μας.

Λένε ότι ο Χρήστος Χαραλαμπόπουλος του Sport FM, τα παλιά τα χρόνια, έκλεινε την εκπομπή του ως εξής: “Να είστε όλοι καλά και, μην ξεχνάτε, τα δέοντα στην μαμά σας!“. Σε εκείνη την περίπτωση ενδέχεται η χρήση της φράσης να ήταν κάπως ενδιάμεση μεταξύ της ευγενικής μπαμπαδίστικης κυριολεξίας και της σημερινής αγενέστατης ειρωνίκλας, σο, λαμβάνουμε υπόψη ότι παίζει και τέτοια ενδιάμεση χρήση. (Κε Χαραλαμπόπουλε, αν σας ψάχνετε με γούγλε γούγλε και πέσετε εδώ, αφήστε μας ένα σχόλιο με την κοσμοθεωρία σας σχετικά, μμμ!;).

Σχετικά: ωραία φέτα, καλά, πιάσε μια Amstel, του Κίτσου η μάνα κάθονταν, από την πόρτα σου περνώ..., οτινανισμός, ο,τινανισμός, τον πούτσο κλαίγανε, άρες, μάρες, κουκουνάρες, άρτσι μπούρτσι και λουλάς

Ασίστ: Dirty Talking από το ΔΠ.

Παράδειγμα 1: Σημ. Το μήδι 1 είναι α-νύ-παρ-κτο και χαρακτηριστικό. Το λήμμα στο 0:31. Ακολουθεί το κείμενο αλλά άλλο να διαβάζεις, άλλο να ακούς τον Χάρρυ Κλυνν να τα λέει:

Ταινίαι τέχνης: «Το μυστήριο ελύθη, αλλά το πρόβλημα παραμένει τελικώς άλυτον… Πως μαγειρεύεται εντέλει το ραγού; Μέσα είσαι εσύ ρε μάγκα… Όλα τα πιάνεις.

Περί τα θύματα ανθρώποι είμεθα και ουδείς αλάνθαστος. Η αχαριστία είναι το έγκλημα… Διότι ο άλλος να πούμε σου δώνει την τέχνη του και ‘συ αρωτάς: “και ποίον περικαλώ το ηθικόν δίδαγμα του έργου;” Δεν κάνει ρε μάγκα… Μη τον προσβλήνεις τον καλλιτέχνη. Τι θέλεις να σου πει εντέλει, πως φτιάχνεται να πούμε το ραγού;

Διότι πάσα έργο να πούμε δε σάχνεται για χαβαλέ. Είναι να διδάχνει κιόλας. Δεν είναι να πούμε φάγαμε, ήπιαμε και το γλικεράκι μας και άντε γεια χαρά και τα δέοντα στην κερία μαμά σας. Άπαξ και έριξε φινάλε να πούμε το έργο, πρέπει να την σακουλευτείς που την πάει ο μάγκας τη δουλειά.

Ούτω πως και αι ταινίαι τέχνης. Πίστευε και μη ερεύνα. Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει. Να σε δώκω τη Σαχάρα να με δώκεις το Σουεζ; Διότι τέχνη ίσον νόημα: Ποιος έριξε το πέναλτι και μου ‘κλεισε το σπίτι. Γιατί να κλαίει το μωρό αφού φοράει πάνα. Πρέπει να τα σακουλεύεσαι τα ψηλά νοήματα… Αλλιώς πως, κάτσε σπίτι σου ρίξε πασέντζα και ασ’ τα επίλοιπα απάνω μας. Γιατί εμείς την ανθιζόμαστε ρε μάγκα τη φτιάξη… Γουστάρουμε περί Μεγά Αλέξαντρο, γουστάρουμε περί καταραμένος όφις, σουβλίστε τους, πλακώστε τους και τα τοιαύτα… Γουστάρουμε περί ταινίαι τέχνης… Καπέλο μας.»

Παράδειγμα 2 - Εδώ:
Ευχαριστώ και τα δέοντα στη μαμά σας. Είμαι σίγουρος ότι μένετε ακόμα μαζί.

Παράδειγμα 3 - Εδώ:
Λοιπόν, για να συνοψίσουμε αγαπητοί καταναλωτές κροκοδείλου κ ζέμπρας: σβύνετε τώρα αμέσως το blog μου από τα favorites του browser σας κ δέχεστε τις ευχές μου για τις εορτές κ τα δέοντα στη μαμά σας. Άιντε, μην πάρω τίποτε ανάποδες κ αρχίσω κ καταλήξω να κάνω παρέα του Ψαριανού που δεν τον χωνεύω κιόλας.

Το λήμμα στο 0:31. Δεν υπάρχει. Απορώ πώς διάολο το λέει μονορούφι, ακόμα και γραμμένα να του τα χουνε... (από Galadriel, 05/08/09)

Πρβλ: τι κάνει η μάνα σου;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Αυτός που έχει τα μαλλιά του καρέ, κούρεμα που συνηθιζόταν στους άντρες κατά τα τέλη της δεκαετίας των έιτιζ ('80s) και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας των νάιντιζ ('90s), του 20ού αιώνα (να μην τα ξαναλέμε!).

Υπήρχαν ποικίλα είδη καρέ, που κυμαίνονταν από το κάπως πιο μακρύ «καπελάκι» (γκοφρέ ή κοφτό), μέχρι το ίσιο μακρύ μαλλί που κάλυπτε όλο το σβέρκο και περίσσευε ελαφρά κάτω από τη γνάθο. Συχνά άφηναν να μακρύνουν μόνο οι τρίχες που ξεκίναγαν από το πάνω μέρος του κεφαλιού, με τις εσωτερικές να είναι ξυρισμένες με την ψιλή. Έτσι, όταν έπιανες κότσο το μαλλί, αναδυόταν περήφανα το κατά το ήμισυ ξυρισμένο κρανίο σου.

Τα κουρέματα τύπου καρέ συνήθιζαν κυρίως οι καστανοί και ξανθοί άντρες, υπήρχαν όμως και σε μελαχρινή βερσιόν.

Αν και εκ πρώτης όψεως πούστικο ως κούρεμα, εκείνη την εποχή χαρακτήριζε τους τύπους που θεωρούνταν ταυτόχρονα τρέντυ και ποθητοί γκόμενοι.

Συνώνυμο: καρές, (πληθ.) καρέδες

Τον βλέπεις εκείνο τον καρεδάκια; Έχει ένα γκομενάκι σκέτη καύλα, αλλά άκουσα ότι της ρίχνει πολύ ξύλο!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ειρωνικά γι' αυτόν που κάνει μεγάλη ζωή γεμάτη ταξίδια στο εξωτερικό και καλά, μύτινγκς*, είμαι-πολύ-μπίζι-με-διάφορες-μπίζνες* και γουαζά ναούμ'.

Ο όρος προέρχεται από τη χρυσή δεκαετία τον εϊτιζ και την τότε δημοφιλή τηλεοπτική σειρά «Δυναστεία» με τους Κάρινγκτονς και σια.

Υπήρξε και βιντεοταινία με τον Σωτήρη Μουστάκα το 1985

- Πάμε το σουκού για μπάνιο στη Λούτσα;
- Άσε έχω μπλέξει. Πρέπει να πεταχτώ μέχρι τη Ζυρίχη το Σάββατο και την Κυριακή να κατέβω Μιλάνο για κάτι δουλειές.
- Ηρέμησε ρε γιάπη ναούμε. Ποιος είσαι, ο Δυναστείας;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίσης και Ριντζ Φόρεστερ: Ο ωραιοπαθής και συνάμα λιγδιάρης τύπος, ο οποίος δε χάνει ευκαιρία να διαφημίσει το πέσιμο του, θεωρώντας ότι έτσι θα ανέβει στην εκτίμηση της παρέας του, εξασφαλίζοντας έτσι το αντίθετο αποτέλεσμα. Συντ.: Ριτζ / Ριντζ.

Από το γνωστό χαρακτήρα της σειράς «Τόλμη και γοητεία»

- Δε σας είπα, χθες το βράδυ που βγήκα, την έπεσα σε τρία γκομενάκια και τσίμπησα τηλεφωνάκι από όλες.
- Ποιος είσαι, ρε μεγάλε, ο Ριτζ Φόρεστερ;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

O μυστακιοφόρος αλλά συνάμα βαρύς κι ασήκωτος μόρτης. Λέξη βασισμένη στον φανταστικό χαρακτήρα «Μυστόκλα» από την ταινία «Μήτσος ο ρεζίλης»(1984). Τον ρόλο του ρεμπέτη μάγκα Μυστόκλα υποδύθηκε ο αείμνηστος Σωτήρης Μουστάκας. Χρησιμοποιείται μάλλον χιουμοριστικά ή/και ειρωνικά για κάποιον (ψευτό)βαρύμαγκα με μεγάλα μουστάκια ή με μουστάκια γενικότερα που παραπέμπουν σε αισθητική της τότε εποχής.

Μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν για το αν η λέξη αποτελεί προϊόν λεξιπλασίας ή παρθενογένεσης/προϊόν φαντασίας του σεναριογράφου. Πιθανή εικασία θα μπορούσε να ήταν ότι αποτελείται από τις λέξεις Μυστάκιον και Πιστόλα με την κατάληξη -ς, (αρσενικό). Δεδομένου ότι ο Μυστόκλας ήταν φανταστικό και όχι πραγματικό πρόσωπο γιατί στην ταινία παρουσιάζεται εκτός τόπου και χρόνου μιας και ο ίδιος, οι υπόλοιποι μάγκες και το περιβάλλον παρουσιάζει καταστάσεις προπολεμικές ή πρώιμες μεταπολεμικές(1925-1950) και περιέργως λόγω κακού σεναρίου/σκηνοθεσίας πριν την σκηνή του Μυστόκλα γράφει χαρακτηριστικά «Αθήνα 1984». Κλασσική άκυρη ελληνική σκηνοθεσία που μπάζει από παντού αλλά και που θα μείνει για πάντα στις καρδιές μας λόγω του μεγάλου Σωτήρη Μουστάκα. Ο σεναριογράφος ήθελε να τονιστεί η (ψευτο)μάγκικη και ρεμπέτικη φύση του γι' αυτό και παρουσίασε τον Μυστόκλα με 50 εκατοστά μουστάκια σαν αρχιρεμπέτη και (ψευτο)μάγκα του μαχαλά.

- Ρίξε το ψαρικό στο φούρνο, πλακί. Πριν σε πλακώσω στις γρήγορες.
- Παίδαρέ μου!
- Εμείς οι δυό θα περάσουμε φίνα. Με τις φάπες μας. Και τα ωραία μας.

(Μυστόκλας σαν υποψήφιος γαμπρός και απευθυνόμενος στην Σπεράντζα Βρανά)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ελαφρά μορφή λαϊκού που είχε κυριαρχήσει τη δεκαετία του 1990.

Μια σκέψη με αφορμή το χθεσινό ρεζίλι του ''παρκέ'' αντί ''MKD''. Ο εθνικιστικός πυρετός των αρχών της δεκαετίας του '90, που κορυφώθηκε στα περίφημα συλλαλητήρια, άλλαξε συνολικά το πολιτισμικό πρόσωπο της Ελλάδας. Πολλά trends και μόδες των νάιντιζ, που συνήθως θεωρούμε "αθώα", τροφοδοτήθηκαν και ίσως έγιναν δυνατά λόγω της αναζωπύρωσης του εθνικού συναισθήματος - διαδικασίας που φυσικά αφορούσε ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη μετά το '89. Εμείς θεωρητικά θα μπορούσαμε να τη γλιτώσουμε ως ενταγμένοι στην καπιταλιστική δύση σαράντα χρόνια ήδη, όμως το βαλκανικό μας γονίδιο επικράτησε και ριχτήκαμε σε μια ηλίθια μάχη για το πρεστίζ. Ποιες είναι αυτές οι μόδες της νέας ελληνοσύνης: πρώτον και κύριον η διαμόρφωση μιας νέας μουσικής σκηνής, του ελαφρολαϊκού ή μπουζουκοπόπ, και της αντίστοιχης βιομηχανίας διασκέδασης. Η δεκαετία του '90 ήταν η αρχή των ''ελληνάδικων'' με πρώτο το γνωστό Βαρελάδικο. Στα 80'ς αντίθετα οι μουσικές προτιμήσεις και τα πρότυπα διασκέδασης ήταν περισσότερο ξενόφερτα, με έντονη την αμερικάνικη σφραγίδα: disco, pop αλλά και heavy metal, η θρησκεία με την αξιοσημείωτη αντοχή έστω και τώρα που απευθύνεται σε niche κοινό. Τα 90'ς έφεραν την απενοχοποίηση και μαζικοποίηση και mainstream-οποίηση της ''ελληνικής'' διασκέδασης, ως ένδειξης εθνικής ιδιοπροσωπίας αλλά και τελετουργικού αντίστασης στις διεθνείς συνωμοτικές δυνάμεις που απεργάζονται τη διαρπαγή της ελληνικής Μακεδονίας και το μαρασμό της ως κοιτίδας πολιτισμού. Το παλαιότερο σπάσιμο των πιάτων, μια περιθωριακή πρακτική που παρέπεμπε στον υπόκοσμο εν μέρει, αντικαθίσταται από το πέταγμα της χαρτοπετσέτας, που αποβάλλει τις συνδηλώσεις έντονης λαϊκότητας και μοιάζει (σύμπτωση;) με τα χιλιάδες φέιγ βολάν και άλλο έντυπο υλικό με τα εθνικά χρώματα που λεύκαζε τον ορίζοντα την εποχή των συλλαλητηρίων. Η εξέλιξη προς το ''ελληνάδικο'' ως σήμα κατατεθεν της δεκαετίας '90 δεν ήταν αυτονόητη. Στις ανατολικές χώρες π.χ. η πτώση του σοσιαλισμού ακολουθήθηκε από έντονη αμερικανοφιλία, ένα άλμα προσέγγισης προς τη Δύση. Εμείς, πολιτισμικά τουλάχιστον, περιχαρακωθήκαμε και κάναμε βήματα πίσω.

Ανάλυση των ελληνάδικων στο Φέισμπουκ

  1. Αδέσποτη μπουζουκοπόπ. (Εδώ).
  2. σκυλορόκ, μπουζουκοπόπ, αρκουδιάρικα, αγροτικό ουίσκι και Ανδρέα Παπανδρέου, γιατί δεν είναι δυνατόν τέτοια διαμάντια να χάνονται. (Φέισμπουκ).
  3. Ο Τόλης Τσιμογιάννης είναι ένας αληθινός θρύλος του late-80s μπουζουκοπόπ ιδιώματος, που όμως ασφυκτιά μέσα στην ταμπέλα του “one hit wonder”. (Luben).
  4. Το πέρασμα από το μπουζουκοπόπ στο dance γίνεται σχεδόν αόρατα πια και άντε να πεις ότι διαφέρουν οι έντεχνοι, χωρίς πάντα να είναι ορατές οι διαφορές. (Parallaxi).
  5. Ένας αχταρμάς με ολίγον ποντιακή λύρα, ολίγον μπουζουκοπόπ που ραπάρει κάνοντας γυμναστική στα νεύρα και του κάθε καλοπροαίρετου. (Lifo).
  6. Η Βίσση και ιδιαιτέρως η Βανδή έγιναν φίρμες ως μια μπουζουκοπόπ κατάσταση που αφορά σε ένα συγκεκριμένο είδος διασκέδασης. (Music Heaven).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε