Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Πολιτικός χαρακτηρισμός για τον Ναιοέλληνα που θέλει να μείνουμε στην Ευρωζώνη ή στην Ευρωπαϊκή Ένωση πάση θυσία, -θα πει (σύμφωνα πάντα με τους χρησιμοποιούντες την έκφραση) πάση ανθρωπο-θυσία ή πάση θυσία των άλλων-, για τον ευρωμαϊντανό.

Ο όρος εγκαινιάστηκε στα συλλαλητήρια του Ιουνίου και Ιουλίου 2015 υπέρ της παραμονής της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, επέζησε όμως πέραν αυτών για να δηλώσει κάποιον που οι πολιτικές του θέσεις διαμορφώνονται υπό το βάρος της απόλυτης προτεραιότητας του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Ελλάδας, ακόμη και εις βάρος άλλων σημαντικών προτεραιοτήτων. Κατά κανόνα χρησιμοποιείται από ιδεολογικούς αντιπάλους ως ελαφρός μειωτικός χαρακτηρισμός. Οι μενουμευρώπηδες κατηγορούνται από τους χρησιμοποιούντες την έκφραση ως ανήκοντες σε δύο μεγάλες κατηγορίες ανθρώπων: Είτε πρόκειται για ευρωπανηλίθιους που καίτη ευρωπαλαιστές λατρεύουν με φανατισμό ως ευρωταλιμπάν το [ευρωπέος]8 την ιδιότητα του να είσαι Ευρωπαίος. Είτε για λαμόγια που κρύβουν υπό τον μανδύα του φιλοευρωπαϊσμού τα ταξικά τους συμφέροντα. Οι μενουμευρώπηδες έχουν βέβαια διάφορες απαντήσεις, αλλά τέσπα εδώ μας ενδιαφέρουν τα γλωσσικά έως και ρητορικά στοιχεία της πολιτικής, μην επεκταθούμε.

Μενουμευρώπισσες για τακουνιστές

  1. ΠΟΣΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΦΙΛΟΕΥΡΩΠΑΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ «ΜΕΝΟΥΜΕΥΡΩΠΗΔΕΣ»? [...] Ήδη και μόνο από το παραπάνω, βλέπω χιλιάδες «μενουμευρώπηδες» στη φυλακή, καθώς, στην Ελλάδα, το να αφήνεις επί μήνες απλήρωτους τους εργαζόμενους την ίδια στιγμή που έχεις φροντίσει στους προσωπικούς σου λογαριασμούς να έχεις εκατ. χιλιάδες ευρώ, συγκαταλέγεται στις… επιχειρηματικές αρετές. Αν τώρα προσθέσουμε και τα υπόλοιπα κακουργήματα, (όπως πχ. ΕΣΠΑ και διαφόρων τύπων επιδοτήσεις σε μαϊμού επιχειρήσεις που μετατρέπονται σε προσωπικές περιουσίες), μίζες σε διαγωνισμούς κλπ, σίγουρα το ΟΧΙ θα έβγαινε με 99,9% αφού οι κρατούμενοι δεν ψηφίζουν. (Εδώ).
  2. Προφανώς οι μενουμευρώπηδες προσέλαβαν επικοινωνιολογο απ' τα Λιντλ. (Από το Τουίτερ).
  3. Υπάρχει κανένας μενουμευρώπης που δεν θα πληρώσει ΕΝΦΙΑ, εισφορές ΟΑΕΕ και φόρους; (Μας ψεκάζουν).
  4. Αναμένοντας με έντονη ανησυχία τις εξελίξεις και μη πηγαίνοντας για μπάνιο (νταξ, δεν υπάρχει σάλιο, αλλά από κάπου πρέπει να πιαστώ ευπρόσωπα), έβγαλα το μεσημέρι με Τούμπα Λίμπρε (ρετσίνα-coca cola, κανείς δεν έχει σπουδάσει Σαλονίκη δω μέσα;) και με ανάλυση του Μαρξισμού, σε κλασσικό εικονογραφημένο- δεν είν'εποχή τώρα να κυκλοφορούν τα πρωτότυπα, να σε βουτήξει κάνας Μενουμευρώπης στο δρόμο, να 'χεις ντράβαλα. (Εδώ).
  5. Μη φοβάσαι μαν! Μενουμευρώπης είναι κι αυτός, κρύψε τη χατζάρα σου! (Μπανάθα)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ως γνωστόν και από το λήμμα του Γκατσανδρός στα Λιντλ σε ψωνίσανε;, τα καταστήματα Lidl προσφέρουν προϊόντα σε χαμηλές τιμές, πολύ χαμηλότερες από όλα τα άλλα. Ένας από τους τρόπους που το καταφέρνουν είναι, μεταξύ άλλων, και το ότι διάφορα προϊόντα τα προσφέρουν όχι σε κάποια γνωστή μάρκα που είναι ακριβότερη, αλλά σε κάποιες φτηνότερες μάρκες ή και σε δικές τους συσκευασίες.

Ο πάντα καχύποπτος Έλληνας θεωρεί ότι "το φτηνό είναι και ακριβό", άρα για να είναι τόσο σκανδαλωδώς φτηνά τα προϊόντα πρέπει οπωσδήποτε να είναι πολύ κακής πχοιότητας. Κυκλοφόρησαν μάλιστα και σχετικά ανέκδοτα, συνήθως πολύ κακής ποιότητας, κυριολεκτικά ανέκδοτα από τα Λιντλ (ινσέψιο). Μια ακόμη διάσταση του φαινομένου Λιντλ είναι ότι πρόκειται για εταιρεία γερμανικών συμφερόντων, οπότε έχει εμπλακεί στη γενικότερη διαμάχη μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας στον καιρό του Μνημονίου, που θεωρείται από κάποιους ότι ευνοεί τα γερμανικά συμφέροντα.

Το σλανγκικό ενδιαφέρον της έκφρασης έγκειται κυρίως στο παρακάτω: Όταν λέμε ότι κάποιος/κάτι είναι από τα Λιντλ εννοούμε ότι είναι σαν να μοιάζει με κάποιον/ κάτι άλλο, μόνο που είναι πολύ χειρότερης ποιότητας. Είναι δηλαδή κακέκτυπο, κακή απομίμηση, σαν να είναι μαϊμού του άλλου. Υποτίθεται ότι έχει παρόμοια λειτουργία με κάτι άλλο, είναι όμως πολύ κατώτερης αξίας. Στην εποχή των Μνημονίων η έκφραση μπορεί να συσχετιστεί και με τα περίφημα γενόσημα, δηλαδή φάρμακα που κάνουν περίπου την ίδια δουλειά, όντας λιγότερο ακριβά, ή και τα ισοδύναμα μέτρα (όχι ακριβώς το ίδιο, αλλά τέσπα). Λ.χ. ένας πολιτικός που για να το παίξει αντισυμβατικός έρχεται στη Βουλή με μηχανή, όμως είναι χοντρός, πατσοκοιλιάς με διπλοσάγονο και χωρίς την ιδιαίτερη σαγήνη του Yanis λέμε ότι είναι Βαρουφάκης από τα Λιντλ.

Κατά μία ευρύτερη χρήση η έκφραση μπορεί να δηλώσει ο,τιδήποτε κακής ποιότητας, χωρίς κατ' ανάγκην σύγκριση με κάτι άλλο.

Μπορούν βεβαίως να προκύψουν και δυσκολίες κατανόησης, όταν λ.χ. διαβάζεις τον τίτλο είδησης "ανθελληνική πρόκληση από τα Λιντλ" δεν καταλαβαίνεις αν έχουν κάνει τα Λιντλ κάποια πρόκληση ή αν έχει κάνει ανθελληνιά κάποιος Μέτερνιχ ή Σόιμπλε από τα Λιντλ.

Ανθελληνική πρόταση από τα Λιντλ. (Εδώ. Ceci n'est pas παράδειγμα της σλανγκ χρήσης).

Έχουμε επίσης και μερικά ενδιαφέροντα ινσέψιο. Λ.χ. ο αντιμνημονιακός αγώνας που επικεντρώνει στο μποϊκοτάζ των γερμανικών προϊόντων από τα Λιντλ μπορεί να χαρακτηριστεί ως

Αντιμνημόνιο από τα Λιντλ. (Σλανγκ χρήση και ινσέψιο εδώ).

Ενώ το κτήριο των Λιντλ που καταστρέφεται αμέσως με τον πρώτο σεισμό ή πλημμύρα είναι Λιντλ από τα Λιντλ κ.ο.κ.

Ινσέψιο

Άλλα (μη ινσέψιο) παραδείγματα:

  1. Προφυλακτικά από τα Lidl..γιατί τα παιδιά είναι ευτυχία! (Χιούμορ από τα Λιντλ εδώ).
  2. ΑΠΟΚΑΛΟΥΝ ΤΟΝ ΧΑΙΚΑΛΗ "ΒΑΡΟΥΦΑΚΗ ΑΠΟ ΤΑ LIDL!!! "Aνασχηματισμός από τα LIDL". (Κουρδιστό Πορτοκάλι).
  3. Διακοπές από τα Lidl!! (Τατζικιστάν) (Εδώ).

Περισσότερα παραδείγματα στα μήδια.

Βλ. και κινέζικο, κινεζιά (κυρίως το σχόλιο εδώ) και μέιντ ιν τσάινα, αλλά και μάρκα μ' έκαψες, φόλεξ, περιπτερέημπαν.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μαλλιαρή ελληνοποίηση της οφ-σορ εταιρείας (υπεράκτιας).

Οι offshore εταιρείες είναι νόμιμες, όμως είναι γνωστό ότι αποβλέπουν στην καταστρατήγηση των φορολογικών νόμων, σκοπός όχι και τόσο ηθικός.
Για πάρτη μιας οφσόρας, ο Γ. Βουλγαράκης είπε το περίφημο "ό,τι είναι νόμιμο, είναι και ηθικό", που πρόσφατα ενστερνίθηκαν κι άλλοι, πρώτη φορά αριστεροί και τα λοιμά.

Και η Κύπρος αντάμα με την Ελλας έδιναν η μιά στην άλλη δωδεκάρια στην Γιουροβύζιον και χρεωνόμασταν αλλα όχι μαζί, διότι η Ελλας είχε την κύπρον κάτι ωσάν μπάφερ αποτέκα και ό,τι δεν πήαινε Ελβετίαν και νήσους Καημάνας, πήαινεν ομόλογα και φτήνεια οφσόρα εις την Νήσον και ήρθεν ο μέγας νους ο Τιραμόλας ο εγγονός του Παπατζή και υιός του Εραστή και το έκατσε το μέγα Πανελληνιον σκαφος και το ήκαμε Ακίλε Λάουρο. (The cultural barbecue)

Ως Οφσόρες, -όπως λέμε Αζόρες- ελανσαρίσθη υπό του Τζίμη Πανούση:

  1. [...] τα κανονικά φρικιά είναι αυτοί οι μαυροχρηματάδες οι λεγόμενοι, οι οποίοι ξεπλένουν οφ-σορ εταιρείες κυπριακές στο όμορφο νησί μας. Το σύμπλεγμα των νησιών είναι Οφσόρες όπως λέμε Αζόρες (Τζ. Πανούσης, σε ιστολόγια της Αντιπάρου)

  2. Απ' τις μεγάλες μίζες μας που κρύβομε σ' οφσόρες
    ας βγάλομ' ένα ποσοστό αυτές τις μαύρες ώρες..
    .`(lefkadanews)

  3. -Μόλις είπε το Στουρνάρι "εκτιμω πως στα στρώματα και στα μπαουλα κρύβονται 20 δις". 3 ΚΑΠΗ γηραιών πεθάνανε απ'τα γέλια
    -στο τέλος θα ψάχνουν κ στον κωλο μας
    -εκεί μόνο το σκατό μας παξιμάδι θα βρουν, ας ψάξουν στις οφσόρες καλύτερα ΕΔΩ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το "μαχαιρώσω" με υποτιθέμενη αλβανική προφορά, για να αποδώσει ειρωνικά μια αίσθηση ψευτομαφιόζου και μαχαιροβγάλτη.

Συνήθως λέγεται ή γράφεται με κάποιου είδους γραμματικό λάθος ή συντακτική ανωμαλία για να δείξει, καθ' υπερβολή, το ξενικό στυλ: είτε εννοείται σε χρόνο μέλλοντα χωρίς το "θα", είτε γράφεται με "-ε-" αντί για "-αι-", είτε συνοδεύεται από αφύσικη σύνταξη υποκειμένου-αντικειμένου.

Αυτός που το λέει δεν εννοεί στα σοβαρά τον κίνδυνο που αντιμετωπίζει από κάποιον ή με τον οποίο απειλεί τους άλλους. Αλλά μπορεί και, παρ' όλο που αναγνωρίζει τον κίνδυνο, να πιστεύει ότι το άτομο που τον απειλεί είναι θρασύδειλο και αρκεί να του σταθεί κανείς στα ίσα για να οπισθοχωρήσει.

Ίσως προέρχεται από αυτήν τη φάρσα, ίσως είναι παλαιότερο.

  1. Από εδώ:
    Ο Σαμαράς εσύ α, έκει παρέα και στο Σκιπρία ρε αα..εκεί κολλάς αα;; Σε μακαιρώσω..

  2. Από εδώ:
    αυτό είναι το μαγκιά σου α;;;;;σε μακερώσω!

  3. Από εδώ:
    - Ta se spaso ta dontia Re katalavns ? E?
    - ta se makerwsw gkw a lalato

  4. Από το διαδίκτυο:
    ΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ ΣΕ ΜΑΚΑΙΡΩΣΩ ΕΓΩ ΕΣΕΝΑ

Βλ. και Αλβανοελληνικά, Αλβανό-Ελληνικό λεξικό ύβρεων.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πιώμας, ο μπεκρούλιακας, αλλά σε city φάση. Δηλ. αυτός που πάει σταθερά και την πίνει σε ένα μπαράκι ή στο σπίτι του, αλλά δεν του φαίνεται τόσο. Ο αλκοολικός, ειρωνικά και εξευγενισμένα συγχρόνως.

Ως λέξη ανήκει στην νέας κοπής κατηγορία χαρακτηρισμών τ. αριστερούλης κττ.

(ντισκλέιμερ: προσώπικλυ την σιχαίνομαι την κατάληξη αυτή)

- Ρε δεν ήξερα ότι ο Αντρέας την έπινε χρόνια ολόκληρα στο Λώρας!
- Ναι ρε συ, μέγας ποτούλης λέμε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το βασικό δίπολο κατάφασης - άρνησης που το ένα αποκλείει το άλλο ως αληθινό σε μία πρόταση (δεν μπορούν να ισχύουν και τα δύο άκρα ταυτόχρονα, λόγω του διαζευκτικού "ή", που δίνει διαζύγιο στο μεν απ' το δε και απαλλάσσει το ένα από το άλλο. Δεν πρέπει να μπερδεύεται με το "ναι και όχι" τον καφετζηδων που το πρώτο αφορά στον καφέ και το δεύτερο στη ζάχαρη, όχι σημασιολογικά στο ίδιο αντικείμενο, αλλά συνολικά στο προϊόν του πόσιμου καφέ ως προς τη δοσολογία, λόγω του συμπλεκτικου "και").

Το "ναι ή ου" παραδόξως έχει επικρατήσει αν και το "ου" ήταν ένας από τους τρόπους με τον οποίο γινόταν η άρνηση στα αρχαία ελληνικά, αντί του "ναι ή όχι" που ακούγεται πιο σπάνια. Ας πούμε πρώτα για το "ου" γιατί έχει πιο πολύ ενδιαφέρον κι ύστερα μέσω αυτού καταλήγουμε στο "ναι".

Το "ου" κυμαίνεται σε κάτι μεταξύ γλώσσας και μη γλώσσας, μορίου και επιφωνήματος. Αυτό είναι λογικό, αν σκεφτεί κανείς ότι εκφράζει μια αρνητική και έντονη συναισθηματικά κατάσταση, που κάνει το υποκείμενό της να αντιδρά με άμεση ενόχληση, άκομψα και βίαια. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι ταυτόσημο με το επιφώνημα της αποδοκιμασίας που ακούγεται σε γήπεδα, ομιλίες κουλουπού, συνοδευόμενο και πολλές φορές από την αντίστοιχη χειρονομία (ο αντίχειρας κάτω - "να πεθάνει" στη ρωμαϊκή αρένα). Κατόπιν εξελίχθηκε και για λόγους ευφωνίας (αποφυγής της χασμωδιας) πριν από τα φωνήεντα απέκτησε ένα "κ" κι έγινε "ουκ".

"Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος", "Πώς δ' ουκ;" (τέλος πρότασης).

Στα νέα ελληνικά επιβιώνει ως: "ούτε"(ου+τε(=και)=και όχι, και ου, ως συμπληρωματική άρνηση σε άρνηση που έχει προηγηθεί), "ουδέν" (αρχαϊσμός στο "ουδέν σχόλιον", "ουδέν πρόβλημα", αναλύεται σε ου+τε+hεν>ου+τ+hεν,ου+τhεν, ουθέν - στον Αριστοτέλη, ουδέν -τρεις λέξεις σε μία: όχι παίζουμε(!)= και όχι ένα, ούτε ένα, δηλαδή κανένα, εξ ου και το νεοελληνικό "δεν" που είναι απομεινάρι και συντίθεται από το τε+hεν και το αστείο είναι ότι σημαίνει "και εν" δηλαδή "κάτι", το αντίθετο του "τίποτα" ως άρνησης!)και φυσικά στο "όχι"(ουχί<ου+χι,οπου -χι= εμφατικό μόριο και ουχί= όχι βέβαια!, όπως "ναίχι"=ναι βέβαια, και βέβαια!, βλ. τα νεοελληνικά "ναίσκε","όσκες", όπου -σκε είναι το μόριο της έμφασης).

Υπήρχαν και άλλες αρνήσεις που χρησιμοποιούνταν στις λοιπές εγκλίσεις και στα ονοματικά περιβάλλοντα, όπως η "μη" και στα πιο αρχαϊκά χρόνια η παραλλαγή της φωνολογικά που κατέληξε αρνητικό πρόθημα, καθώς το α- ήταν τότε ακόμα καθαρά προσθετικό και επιτατικό κι όχι αρνητικό, η "νη" (νηπενθή<νη+πένθος(=έλλειψη πένθους), νήπιο<νη+έπος(=το έχον ελλειψη ομιλίας), νηνεμία<νη+άνεμος(=απουσία ανέμων)κ.λπ.)

Το ναι... Η ιστορία αυτού του βεβαιωτικού μορίου, που εμφανίζεται σε όλες τις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες με μεγάλη ποικιλία, είναι μεγάλη. Ο στόχος του είναι να επιβεβαιώνει. Να επιβεβαιώνει μέσω της επίδειξης και να επαληθεύει στο δια ταύτα του λόγου το αληθές.

"Να! Πάρτα να μην στα χρωστάω"

Ποια; Τα δάχτυλα που δείχνω στο φασκέλωμά μου. Και υπονοούν άλλα, γνωστά στους υβριστές της συνομιλίας και μόνο, αφού έχουν προηγηθεί. Προς Θεού και Τζίζας, αγαπητές κυρίες και κύριοι, μη μπερδεύετε το "να" το δεικτικό μ' αυτό της υποτακτικής στο "να μην στα χρωστάω" που προέρχεται από το μόριο "ίνα" που είναι τελικό μεν, συντελικό δε γιατί περιγράφει το σκοπό αυτού που ακολουθεί...

Οι αρχαίοι ημών όμως είχαν διαφορετική προφορά... Φτιάχνανε πολλούς κατιόντες διφθόγγους... Στα γ' ενικά της οριστικής (π.χ.:λέγει->legej), στις ονομαστικές των πληθυντικών (οι άνθρωποι->hoi anthropoj), και σ' αυτό το ίδιο το βεβαιωτικό μόριο, το "ναι" (naj), όπου το aj ως κατιούσα δίφθογγος (ως δύο φθόγγοι που ακούγονται στην ταχύτητα εκφοράς ενός απλού σχεδόν και όπου ο δεύτερος είναι ημίφωνο, ακούγεται σ'αυτήν την περίπτωση κάτι σαν "γι", αλλά επειδή είναι στο τέλος της λέξης εδώ με το "γ" σχεδόν αναιπαίσθητο) προφέρεται σα "βλάχικο" φωνήεν που γυρεύει να σβήσει γρήγορα από τη γρήγορη εκφορά των προφορών αυτών. Το "α" είναι ο πρώτος φθόγγος που συνοδεύει τον άνθρωπο σ' όλη του τη ζωή. Υπάρχει σε όλες τις γλώσσες και μεταφέρει θετικά μηνύματα στις γλώσσες των ενηλίκων. Συμβολίζει τον ήλιο και το φως. Την αρχή των πάντων. Και ποιος ξέρει; Ο αρχαίος μας πρόγονος, μπροστά στη γεμάτη ενέργεια και θετικότητα που εκπέμπει ο ήλιος, να θάμαξε κι αυτός την ομορφιά του κάνα αναφώνησε ένα ωραιότατο μέσα στο δέος "ΝΑΙ", δείχνοντάς τον και έτσι επιβεβαιώνοντάς τον. Με την ίδια ευκολία που θα βγάλει τα σώψυχά του μ'ενα οργιαστικό "α" κάθε φορά που θα θέλει να νιώσει την ωραιότητα και να την επικοινωνήσει στους παρευρισκόμενους, ή απλώς για να εκφράσει το συναίσθημά του και να ανακουφιστεί.

Η σλανγκιά της έκφρασης "ναι ή ου" έγκειται στην ειρωνική χροιά της. Είναι μια έκφραση που σπάνια θα ξεφύγει από το κλίμα οικειότητας και των ατόμων που κάνουμε χαβαλέ, άρα μας παίρνει και να ειρωνευτούμε, δε θα την πούμε σε κάποιον ανώτερο - ο ανώτερος στον κατώτερο όμως για μ' αρέσει ασκήσει πίεση είναι δυνατόν, αφού μιλά από θέση ισχύος και η ειρωνεία του ταιριάζει - και δε θα τη γράψουμε σε δόκιμο λόγο, δε θα τη δούμε σε κείμενο εκτός κι αν είναι ανεπίσημο, σενάριο, θεατρικό κουλουπού...

1.- Άσε μας, που θα μας βγάλει κι ο Μήτσος γλώσσα τώρα... Αυτού η μάνα του είχε βολέψει όλα τα Πετράλωνα... Παντού της κάνουν τεμενάδες, για να μην πω τίποτε χειρότερο...
- Μάκη, έτσι και συνεχίσεις να μη μετράς τα λόγια σου, θα σε κάνω εγώ να μετράς τα δόντια σου!(του ορμάει, τον αρπάζει απ'το γιακά και τονε στένει στον τοίχο) Λέγε ρε! (αγκωμαχεί ο Μάκης) Θα ξαναβρίσεις τη μάνα μου, ναι ή ου;(ως αποφώνηση σκηνικού προσβόλας, απειλειτικά. Καβγάς εν όψει αλλά όχι σίγουρα)
2. - Άσε με, ρε μλκ!
- Τί να σ'αφήσω ρε! Ολυμπιακός με Άντερλεχτ, έλα να το παίξουμε μονό! Πάμε καφενείο να δούμε τον αγώνα και στην πορεία τ'αλλάζουμε άμα δεν μας πάει...
- Όχου, δεν το βλέπεις εδώ πέρα που έχω δουλειά, διάβασμα, δεν έχω τελειώσει ακόμα... Χέσε με σου λέω...
- Έλα, για τελευταία φορά:Έρχεσαι ναι ή ου;
- Καλά, κουφός είσαι; Ουουου, ρε, ουουου, φύγε από δω χάμου! (αποφώνηση κι απάντηση να φύγει και ο ζόρες σε περίπτωση πίεσης:σε τέτοιες περιπτώσεις ένας ξάδελφός μου επειδή τού'λεγα πιο πολλές φορές όχι,μού'λεγε "ναι ή ναι",ο σκασμένος!)

3.- Κοιτάξτε την παλιαδερφάρα... (στο κυλικείο του σχολείου ένας "μπούλης" ρίχνει το δίσκο από ένα παιδί) Είσαι άντρας, ναι ή ου; (πρόσκληση καυγά ως ρητορική ερώτηση που η απάντηση καλείται να δοθεί πυξ λαξ στα τσαμπουκαλίκια.Πιο πιθανό να πέσει ξύλο.)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο πολύ πολύ σταρ, αυτός που τον έχει φάει το σταριλίκι (και ο Star στις παλιές καλές παρακμιακές και κατινίστικες εποχές του απογευματινού του δελτίου, του δήθεν νεανικού και αντικαταθλιπτικού, με μπόλικη φόλα του εγχώριου σταρ σύστεμ - αν υποθέσουμε πως υπάρχει κάτι τέτοιο) κι έχει καταλήξει σε υπερτροφικό βαθμό ναρκοληπτικό ζόμπι που το κυνηγάει ο πυρηνικός καταρράκτης από τους προβολείς και τους προσβολείς του.

Είναι μορφή, κινείται στα όρια της καρικατούρας, προκαλεί ανοχές, ήθη και αισθητική, γίνεται γκροτέσκος και κιτς, συνήθως όμως βρίσκεται καλά καθισμένος στ' αυγά του, πάνω στο ροζ του συννεφάκι και υπακούει σαν καλό παιδί αυτά που του υποδεικνύουν οι μανατζαρέοι του, για να βγάλουν φράγκα εις βάρος του, όσο περνάει η μπογιά του, με κείνον βιτρίνα, πράγμα που εξαρτάται από το σοκ του καρακιτσαρίστικου ντου του.

Κατ' εξοχήν σταρούμπες έβγαλε και βγάζει η εκμπομπή της Πάνιας που πάντα είναι η ίδια όσο κι αν αλλάζει ονόματα ή και κανάλια. Δεν είναι σπάνιο πια, και κάποιο άτομο, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο στοιχείο ή κουσούρι, ή κάποια βαρεμένος τέλος πάντων από γλάστρα σε εκπομπή, λόγω κοννέ να αναδεικνύεται σε σταρούμπα, βλέπε Σπυροπούλου που άφησε το Τζόκερ για να πιάσει το θείο (κάτι ξέρει αυτή). Το υπερβολικό όμως φθείρει και δε θέλει και πολύ το υπερθετικό να υποπέσει στην υποκατηγορία της σταρλέττας. Απολαύχτε.
Φρικηπαίδεια. Έθνος.

  1. Στο "ό, τι νά'ναι" του Σκάι, μια σατιρική τους εκπομπή με αφορμή τα 25 χρόνια ιδιωτικής τηλεόρασης, παρελαύνουν στους σχολιασμός και ο Βας Βας, παλιά σταρούμπα της Πάνιας.
    2.- Φρύδια, νύχια και μαλλιά... Κι έτσι θα τον τρελάνω, τώρα τις γιορτές!
    - Αχ, μωρή! Ναι, καλέ! Άι στο δγιάλο, μπάζο, που θες να μου το παίξεις και σταρούμπα...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Μην είσαι, κρυόκωλος, μίζερος, μυγιάγγιχτος,ανέραστος, καταστροφολόγος, γκαντέμης, ψωφολόγος και πρηξαρχίδης και το παίζεις ιστορία χωρίς λόγο. Με λίγα λόγια αυτός που το ζορίζει πολύ το πράγμα, σκέφτεται πολύ και συχνά για όλους και για όλα και δεν αφήνει τη ζωή να συμβεί φυσικά και το μέλλον να έρθει. Μονίμως ανησυχεί, μεγεθύνει καταστάσεις λόγω της φοβίας του και από τις υπερβολές του καθίσταται ανυπόστατος, για να μην σχολιαστούν τα επιχειρήματά του. Ειδικά όταν θέλει να αποφύγει συναναστροφές που εκείνος εξ αρχής επιδίωξε αλλά στο τέλος του στραβώσανε και δεν ξέρει πώς να την κάνει γυριστή καλύτερα.
Έκφραση που συνδέει αυτόν τον τύπο ανθρώπου με την εύθραυστη ανεμελιά του γκέι που αν και ανυπόστατη και κοινωνικά πλεονέκτρα με αιτήματα κατοχύρωσης, δεν είναι σε θέση να τη διασφαλίσει γιατί αυτό θα βάλει ταφόπλακα στην ανεμελιά του. Είναι που είναι κανείς ανάποδος, μη γίνεται και κοινωνικά πιο ανυπόφορος απ' αυτό που ήδη είναι, παροτρύνει το λήμμα ως ειρωνική συμβουλή.


- Έλα ρε! Το ψήνεις για κάνα θέατρο το σ/κ;
- Ναι, αμέ. Για πες...
- Έμαθα για μια γαμάτη παράσταση στου Ψυρρή, με κάτι βαρεμένους που περιμένουν στην αναμονή τον ψυχανομαλιαναλυτή τους, αλλά τελικά δεν έρχεται και αποφασίζουν να ψυχαναλυθούν μεταξύ τους! Το τί γίνεται, δεν περιγράφεται! Θα ρίξουμε γέλια...
- Ωχ.. Άσε ρε... Είμαι και ψιλοάφραγκος... Είχε κι η μάνα μου μπλεξίματα με ψυχαναλυτές και δε γουστάρω. Δε νομίζω να μ'αρέσει...
- Άντε ρε, μην είσαι γκέι, δεν έχουμε πει; Η κυρα - Νούλα μπλεξίματα με ψυχαναλυτές;; Από που κι ως που ψυχολογικά η μάνα σου και ντράβαλα;
- Όχι ψυχολογικά... Γκομενικά. Είναι το βίτσιο της αυτοί.
- Α, καλά... Ο,τι να'ναι. Τέλος πάντων, εγώ σου λέω να μην είσαι γκέι κι έλα να περάσουμε καλά. Πες πως έγινε σε κάναν άλλο.
- Θα το σκεφτώ, αλλά δε σου υπόσχομαι...
- Πόσο μου τη σπας όταν μου το παίζεις ιστορία, ρε πούστη μου... Σου την κερνάω εγώ, να σου φύγει κι η έγνοια για τα φράγκα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ή καργιατζουλάκι. Λέξη που την λένε στα μικρά παιδιά στο χωριό μου, ειδικά τα ατίθασα, τα αεικίνητα, χωρίς όμως να είναι ξινά ή κακομαθημένα, τα γλυκοσκανταλιάρικα, αυτά που ο,τι και να κάνουν τους τα συγχωρείς όλα, και αντίστοιχης σωματικής διάπλασης (μικροκαμωμένα με σπινθηροβόλο βλέμμα).

Συνδέεται με το καλικατζαράκι φωνητικά, αλλά και με την κάργια σαν να είναι παράγωγό της. Στα Κρητικά συνδέθηκε με τον σκορπιό, αλλά η καργιατζούλα σε άλλες διαλέκτους του Αιγαίου περιγράφει χλωρίδα, όπως την τσουκνίδα.

Προσωπικά την άκουγα ως περιπαικτική λέξη με διάθεση ειρωνείας, ειδικά στο υποκοριστικό της. Στην κανονική της εκδοχή, όταν δεν αναφέρεται σε παιδιά, σχετίζεται με κάτι κακό που σκαρώνεται από κιανέναν αξανάκωλο και έχει ανησυχητική χροιά.


1.- Γιάλε το, γιάλε το, το καργιατζουλάκι, απού'ναι πέντε πιθαμές, μα έχει γλωσσαράκι... (Γιάλε: μωρουδίστικη εκφορά του "διάλε")
2.- Εγροίκησές το, ίντα γίνηκε οψές;
- Πράμα δε γ-κατέχω.
- Ο Μιχαλιός του κυρ - Θωμά, εκαβαλίκεψε το μουρέλο και μπαλώτεψε τον αυλόγυρο. Φωθιά και λάβρα γίνηκε η εκκλησιά.
- Χίλια καζίκια του κώλου ντου, για καργιάτζουλας.

Επίσης, γράφεται και καριάτζουλας.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Το σύνδρομο της μαλαπέρδας, του μαλαπέρδα, του ψωλάρμπεη και όχι μόνον καθώς περιλαμβάνει και όσους εμπίπτουν στην κατηγορία "αν ήταν το πουλί βιολί, όλοι θά'ταν μουσικοί", ανεξαρτήτως μεγέθους προσόντων. Η βαριά και ανίατη μαλάκυνση που πλήττει ιδιαίτερα ευπαθείς ομάδες και ιδίως όσες δεν επικοινωνούν με τον αφαλό τους γιατί έχουν της ψωλής τους το χαβά. Από τα συνθετικά "μαλάκας" (χρησιμοποιείται το εκτενές θέμα της ρίζας για το α'συνθετικό κι όχι το συνεπτυγμένο) και "περδίαση" (ή από την "πέρδικα" με τη σημασία του οργάνου που σαν πουλάδα είναι ανώτερη από τις άλλες γιατί πηγαίνει στητή και καμαρωτή όπως κάθε σωστή πουλάδα που με χαρά την καλεί το προαιώνιο καθήκον να το εκπληρώσει, ή το "πέρδομαι" που λέει και το "κλάσε μας μια μάντρα πέρδικες" αντίς για "τ'αρχίδια" και που όλες μαζί σα σωστές πουλάδες μη αλανιάρες, βόσκουνε σε μάντρες.

Γιατρικό: ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ


- [...]Έλα ρε, θα πάμε;
- Πού' θα πάμε;
- Τί "πού" θα πάμε ρε μαλάκα! Στο γήπεδο!...
- Ποιο γήπεδο;
- Στο γήπεδο, που σήμερα έχει αγώνα και παίζουν οι δικοί μας...
-Ααα!
- Άξινος, ρε μαλάκα, που είσαι τόση ώρα που σου μιλάω; Πάλι μαλακοπερδίαση έχεις; Πόση ώρα έχεις σύνδεση με Κάιρο;

Σημείωση: Υπάρχει και το γαμάω Κάιρο που άμα τραβήξει κανείς τη σύνδεση απ'τα μαλλιά γίνεται "σύνδεση" ανεξαρτήτως προσόντων, γαμάει τη συζήτηση τόσο μακρινά μέχρι εκεί που φτάνει το Κάιρο.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία