Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Από το ιταλικό spazzare. Ανήκει στο ιδίωμα των ναυτικών. Σημαίνει ξεμπερδεύω, τελειώνω δουλειά.

Αδερφέ έναν έλεγχο κάνω στην εργασία, την τυπώνω και σπατσάραμε...

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Παλαιάς κοπής φράση. Ως επιφώνημα σημαίνει «τρέλα!» ενώ ως επιθετικός προσδιορισμός, σημαίνει «τρελός/ή/ό», με την έμφαση να πέφτει στην άγνοια κινδύνου - στα όρια του απονενοημένου διαβήματος - που συνοδεύει μια ανορθολογική, παράτολμη, και γενικά φεύγα και γεια σου πράξη.
Προέρχεται από το «άλμα/πήδημα του θανάτου», το γνωστό νούμερο του τσίρκου, το οποίο προφανώς είχε γίνει γνωστό με την ιταλική του ονομασία, λόγω των ιταλικών καταβολών του τσίρκου ως θεάματος.

Το να κάνεις το άλμα στο κενό ή στην άλλη πλευρά (αυτή του παραλόγου) ως συνώνυμο της τρέλας ανακλάται φυσικά και στο κλασικότατο σαλτάρω.

Η φράση χρησιμοποιείται και σχεδόν κυριολεκτικά στην ειδησεογραφία σε σχέση με αυτόχειρες, και παίζουν και άπειρα λογοπαίγνια-σεφερλισμοί λόγω «πηδήματος».

- Πάω να της μιλήσω...Λίλιαν είπαμε;
- Σάλτο μορτάλε φίλε...
- Λες δηλαδή να πηδήξουμε
- μμμμ....

ΚΑΙ σαλταρισμένος ΚΑΙ σαλτάρει (από Galadriel, 20/02/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Γκόμενα με το σωματότυπο των σκίτσων, που φιλοτεχνεί ο Milo Manara, άλλως Βρωμύλος Μανάρα, κατά το Βρωμύλος Φόρμαν. Δηλαδή μπαλκόνια κι εξώστες που σκοτώνουν, αυτά που ίσως ποτέ δεν είχε η δική μας μανούλα, και ταυτόχρονα μέση δαχτυλίδι. Ομορφιά ιταλοειδής, δηλαδή συνδυασμός μεσογειακού μελαχρινού δέρματος με εκλέπτυνση χαρακτηριστικών, που συνήθως συναντάμε πιο βόρεια. Και να μην το ξεχάσω, το Μανάρα αρέσκεται στο spanking! Με λίγα λόγια το Μανάρα είναι για τον μεσογειακόφιλο / ιταλόφιλο ό,τι είναι το Λίλιαν για τον Έλληνα και η Λαρίσσα για τον σλαβόφιλο.

Προφανώς, η ιδιαίτερη αίγλη και σλανγκισμός της έκφρασης είναι ότι σε μια γκόμενα σε στυλ Μανάρα, μπορείς και να της πεις «τι σου κάνω Μανάρα μου», «μάνα μου Τουρκογύφτισσα», και τα ομόρριζα «μανίτσα», «μανάρι», «μανούλι» και μανουλομάνουλο.

Αυτή δεν είναι μάνα,
είναι σκίτσο του Μανάρα,
δεν λέω, κι εσύ είσαι μουνί,
μα αυτή είναι μουνάρα!

(Απ' το άσμα «Θέλω να το κάνω με την μαμά σου» των Ημισκουμπρίωνε)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

  1. Το παρατσούκλι-σήμα κατατεθέν του Πάπα Ρώμης Βενεδίκτου****ΙΣΤ', κατά κόσμον Joseph Ratzinger. Προκύπτει από την συγχώνευση του «Πάπας» και της αρχής του «Ράτσινγκερ», που είναι το επίθετό του.

  2. To «παραπάτησε» στα λαρισαίικα. Από μακάβριο ανέκδοτο για τον θάνατο της Νταϊάνα.

Trivia: Ο ορίτζιναλ όρος προέρχεται από το όνομα paparazzo, που έφερε ένας φωτορεπόρτερ στην ταινία του Federico Fellini «Dolce Vita» το 1960. Πρόκειται ίσως για την πρώτη ταινία που ασχολείται τόσο εκτεταμένα με το φαινόμενο των παπαράτσι, κι έτσι ο μεγάλος Ιταλός σκηνοθέτης καθιέρωσε τον όρο με τον τσαμπουκά του! (Το όνομα το άντλησε από ένα βιβλίο του Γκήσινγκ).

  1. I love PapaRatzi! Προπαγανδιστικά μπλουζάκια για το νέο Πάπα, κυκλοφόρησαν πολύ και στην Γερμανία με την εναλλαγή «Deutschland liebt PapaRatzi!».

  2. (Διάλογος Λαρισαίων πριν μια δεκαετία και κάτι)
    - Και πούς πέθανη η Νταϊάνα;
    - Δην τά μαθης; Παραπάτση! (πώς οι Λαρισαίοι κατάλαβαν το «παπαράτσι»).

I love PapaRatzi! (από Hank, 05/01/09)Οι πρώτοι paparazzi απ\' την ταινία Dolce Vita του Fellini (από Hank, 05/01/09)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Είναι τα γνωστά ακαταλαβίστικα που συναντάμε σε όλα τα λεξικά ξένων γλωσσών που υποτίθεται ότι μας βοηθάνε να προφέρουμε σωστά την κάθε λέξη. Ένα λεξικό που σέβεται τον εαυτό του όπως το slang βεβαίως βεβαίως (του Θεμιστοκλέους, βεβαίως βεβαίως), δε θα μπορούσε να μην έχει και αυτό κάτι παρόμοιο να επιδείξει. Ορίστε οιπόν η slangίστικη έκδοση των phonetics.

Γαλλικά
L'émi boucallion = λαιμοί μπουκαλιών Craci vareglion = κρασί βαρελιών Qu'est-ce qu'il y a = και σκυλιά C' est la pas piou = σέλα παπιού Gelé c'est que c'est que c'est baul = ζελέ σε κεσέ και σε μπολ

Γιαπωνέζικα
Metrameto Harakaki = μέτρα με το χαρακάκι Solinaki yaura = σωληνάκι για ούρα Kafasaki yamura = καφασάκι για μούρα Takata kasoni e nakasaki = τάκα-τάκα σώνει ένα κασάκι Nashushiro tokasoni = να σου σύρω το κασόνι Yatohoma = για το χώμα Ostayasupa = οστά για σούπα Yakitamutaura = για κοίτα μου τα ούρα (ή ο ουρολόγος στα γιαπωνέζικα) Yakaura = για καούρα (ή ο στομαχολόγος)

Ιταλικά La mia volo ela me caro = Λαμία-Βόλο έλα με κάρο Canto me lato = κάν' το μελάτο Adiamo cimento = αντί άμμο, τσιμέντο Ti amo ti votsalo = τι άμμο, τι βότσαλο

Γερμανικά
Sfachtus = σφάχτους Biete, richeinere = μπείτε, ρηχά είναι ρε

Αγγλικά
Into the spot = είν' του Δεσπότ' To you too funny = του γιού του Φάνη Sleep for us = σλίπ φοράς A nice party = ε, να η Σπάρτη She has money = συ χεσμένη Kill kiss = Κιλκίς The necklaces = δεν έκλασες

(από ανέκδοτο)
Μία μέρα του καλοκαιριού, ένας Iταλός τουρίστας στη Κρήτη κοζάρει μια συκιά με κάτι μεγάλα και ζουμερά σύκα. Άδραται λοιπόν της ευκαιρίας και σκαρφαλώνει σ' ένα κλαδί της για να κόψει μερικά. Έλα όμως που ο Θεός αγαπάει μεν τον κλέφτη, αλλά αγαπάει και τον νοικοκοίρη. Να σου λοιπόν ο μπαρμπα-Μανούσος και αρχίζει να του φωνάζει: - «Κατέβα κάτω μωρέ, διάολε τσ' αποπολειφάδι σου!». Ο Iταλός όμως με τα walkman στα αυτιά, δεν άκουγε τίποτα. - «Δεν ακούς μωρέ;» του λέει ο μπάρμπας και μπροστά στον κίνδυνο να του ρημάξει το δέντρο του ο κλεφτοσυκάς, του χώνει μια με τη μαγκούρα και τον γκρεμίζει καταής. Σκάει κάτω με δύναμη ο καημένος ο ιταλός και ημιλυπόθυμος ψελίζει: - «Aqua!Aqua!» Και τότε ο μπαρμπα-Μανούσος του αποκρίνεται: - «Αφού άκουες μωρέ, γιατί δεν κατέβαινες;»

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Από την ιταλική λέξη «coglioni» που σημαίνει τα ανδρικά γεννητικά όργανα (ίδιας ρίζας με τη γνωστή ισπανική λέξη «cojones»). Χρησιμοποιείται σε όποια περίπτωση μπορείτε να φανταστείτε, αλλά κυρίως για να δηλώσει αγανάκτηση.

- Ρε μαλάκα Τάκη, όλο κλεισμένος σπίτι είσαι. Θα έρθεις σήμερα;
- Δεν μπορώ ρε, βγήκε το καινούριο expansion του Warcraft.
- Κογιόνι πια!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ωραία, ενισχυμένη εκδοχή της επίσης ωραίας λόγιας λέξης αναφανδόν.

Σημαίνει φανερά, χωρίς περιορισμούς και κατ' εξακολούθηση. Η έκφραση χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει κάτι που γίνεται προκλητικά, ξετσίπωτα, αδιάκριτα και κατά συρροή.

Προέρχεται από τη βενετσιάνικη διάλεκτο: averta = ανοιχτή + coverta = το κατάστρωμα του πλοίου, η κουβέρτα.

Σχετικό λήμμα: το πήρε ο κώλος μας παραμύθι

  1. Oι αναγκες εχουν αυξηθει,και οι μισθοι παραμενουν εδω και χρονια καθηλωμενοι. Την λυση λοιπον στο προβλημα της ελειψης ρευστου στην αγορα προσφερονται να την καλυψουν οι τραπεζες.Οι οποιες αφου εφαγαν τα λεφτα απο το κοσμο με τα παιχνιδια που εστησαν στο χρηματιστηριο δινουν αβερτα κουβερτα δανεια...στο καθε τυχοντα... (από forum)

  2. Είχα πράγματι το άγχος μήπως εκληφθεί ως ομοφοβική η παρουσίαση αυτού του κόσμου και του υποκόσμου του ομοφυλόφιλου σεξ, το πάρκο, το γαμήσι απ’ το ίντερνετ. Αλλά μέσα σε αυτό τον κόσμο εγώ βάζω αγάπη. Νομίζω ότι όλοι άνθρωποι που γαμούν και γαμιούνται αβέρτα-κουβέρτα ψάχνουν την τρυφερότητα και δεν τη βρίσκουν. (από συνέντευξη του Α. Κορτώ στους Π. Ευαγγελίδη-Λ.Καλοβυρνά, www.10percent.gr)

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Επίρρημα ιταλικής προέλευσης (ίσως από το pace [=ειρήνη] και την έκφραση siamo pace [=είμαστε ισόπαλοι]). Είναι συνώνυμο του επιρρήματος ίσα, υπονοώντας όμως ότι αυτή η ισορροπία έρχεται σαν ισοστάθμιση, εξίσωση ή ανταπόδοση.

Συναντάται στον λόγο είτε μόνο του, είτε με τα ρήματα είμαι, γίνομαι, έρχομαι σχηματίζοντας εκφράσεις που έχουν και μονολεκτικό τύπο πατσίζω.

  1. - Λοιπόν, από τα δύο χιλιάδες εγώ παίρνω χίλια ευρώ, κρατάω και από τα δικά σου τα τριακόσια που μου χρωστάς και σου δίνω εφτακόσια. Είμαστε πάτσι;
    - Πάτσι.

  2. - Λοιπόν, έχουμε χάσει ήδη δυο παιχνίδια. Σοβαρευτείτε στα επόμενα δύο μπας και πατσίσουμε, γιατί βλέπω να μας παίρνουν και τα σώβρακα αν συνεχίσουμε έτσι!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Λέξη που χρησιμοποιείται μόνο σαν επιρρηματικό κατηγορούμενο (έφυγε σούμπιτος) ή σαν κατηγορούμενο του αντικειμένου (τον έστειλα σούμπιτο). Σημαίνει γενικά ότι κάποιος φεύγει πολύ γρήγορα, απότομα, ξαφνικά, κατευθείαν. Από το ιταλικό subito = αμέσως.

-Τελέρε μαλάκα! Ο Λέλος είναι νοσοκομείο;
-Άσε, πήγε να περάσει τον δρόμο και τον χτύπησε ένα XT! μοτοσύκ και λετόνι κομπλέντερ κι ο έτσι στο ΚΑΤ!
-Μη μου πεις! Την κλάνω σούμπιτος να τον δω! Έρχεσαι;
-Οκέικ.

Βλ. και σχετικά λήμματα καρφί, dt, πατ-κιουτ, στο καπάκι, σφαιράδην, τσακ-μπαμ, στο πιτς-φιτίλι

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Προέρχεται απο το Ιταλικό «Ciao» και δηλώνει χαιρετισμό.

Έφυγα, άντε τσίου!

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία