Επιλεγμένες ετικέτες

Επιπλέον ετικέτες

Κάνω διακοπές, τάχω κλάσει όλα και είμαι τρελά αραχτός, τη στιγμή που -και ακριβώς επειδή- ο κόσμος καίγεται γύρω μου (και πολύ πιθανόν και γω μαζί του) και η κενωνία βουλιάζει. Δείχνει λούξους και σταρχιδισμό.

Από το διακοπές + κατάληξη - άρω που προσδίδει στο ρήμα μια ξενική όσο και χαλαρωτική εσάνς.

Μπόλικα τα παραδείγματα, μέχρι και σάιτ έχει ονομαστεί έτσι.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Έτσι λένε οι οικοδόμοι το πτυσσόμενο ξύλινο μέτρο. Ετυμολογείτε το πιθανότερο από το ιταλικό passeto που σημαίνει το μικρό βήμα και το pes μια ρωμαϊκή μονάδα μήκους, που αντιστοιχεί περίπου με ένα πόδι (foot). Αν και υπάρχουν και πλαστικά πτυσσόμενα μέτρα ο οικοδόμος ο σωστός έχει αποκλειστικά ξύλινο, όπως ο υδραυλικός ο σωστός χρησιμοποιεί στις σωληνώσεις καννάβι και σάλιο αντί του φλώρικου τεφλόν...

-Μαστρομήτσο πιάσε το πάσετο.

πάσετο

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε

Ο μαλάκας.

Από το ιταλικό stronzo, που στη γείτονα σημαίνει στην κυριολεξία «κουράδα», αλλά χρησιμοποιείται κατακόρον ως κακόσημος χαρακτηρισμός. Με την κυριολεξία της, η λέξη απαντάται, βλέπω, και στα Επτάνησα:

Στρόντζος (ο): Ξεραμένο κόπρανο Κερκυραϊκό λεξικό

ρε παιδια τι σχεση εχει ο δημαρχος? Ελεος ...Δεξιος στροντζος ειναι - δεν ειναι εκει το θεμα , αλλα οχι οτι παιρνει και αυτος τις αποφασεις ...Ουτε η κυβερνηση τις παιρνει

εδώ

Αλλά για τον Αξιότερο Έλληνα Ποδοσφαιριστή δε θα πει ποτέ κουβέντα ο στρόντζος ο Κάρπετ.

από φόρουμ

..δολοφόνησαν οι φεράρηδες τον Μάσσα ωρέ ; ! Α τους στρόντζους !

από το ινσόμνια τζι άρ

Αυτά που λέω πριν τα κάλαντα των Χριστουγέννων, τα λες με τις λαμπάδες του Πάσχα, ρε στρόντζε!

από φόρουμ

Προσωπικά δε θα άντεχα με τίποτα να με κάναν συχνά πυκνά ρεζίλι όπως σε έχω κάνει εγώ σε όσα θέματα και αν έχουμε κοντραριστεί!! Για να φανταστείς πόσο στρόντζος είσαι, έχουμε επιγραφές με το όνομα Όσιρις στην Αίγυπτο, από τότε που άρχισαν να τον λατρεύουν ως θεό! Άρα κατά την τετράγωνη λογική σου....ο Όσιρις είναι είτε[σ.ς. ;...] υπαρκτό θεϊκό πρόσωπο!

από το φόρουμ τζι αρ

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Στα καλιαρντά είναι μειωτικός χαρακτηρισμός για έναν επαρχιώτη που είναι χοντρός, οπότε κατά το συναμφότερον βλαχαδερού και ευχοντρίας δίνει την εικόνα ενός πολύ άξεστου ανθρώπου. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) δίνει και το αρχοντοχωριάτης ως επεξήγηση, ενώ το ετυμολογεί από το ιταλικό carne (=κρέας) που χρησιμοποιείται συχνά στα καλιαρντά. Είναι δηλαδή ο βλάχος (με την ευρεία σημασία του χωριάτη, του επαρχιώτη) που έχει πολλά περιττά κιλά/ κρέατα πάνω του.

Σκέφτομαι να στήσω χρυσελεφάντινο ανδριάντα στο με σικ γιάνκη. Είχε όλες τις προϋποθέσεις να μου ήταν συμπαθής. Έσιαξε το μπερντέ του εις την αλλοδαπή και διακατέχεται από μια προτεσταντική ηθική, σε αντίθεση με τους βλαχοκαρνιώτες μικρομέγαλους ιθαγενείς μετόχους και τις δημοσιογραφικές βουβουζέλες τους που μου προκαλούν μια α πριόρι αποστροφή. (Πολιτικό καλιάρντεμα αποκατέ).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

βαρδαμάνα η (ουσιαστικό) ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :‹ βενετ. varda mano εδώ. Κυριολεκτικά σημαίνει : φυλάει (προφυλάσσει) το χέρι.

Πάνινο ή δερμάτινο κατασκεύασμα που τοποθετούμενο στον αντίχειρα καταλαμβάνει τη μισή επιφάνεια του χεριού και χρησιμοποιείται από τους ιστιοράφτες για τη διευκόλυνσή τους στο ράψιμο των ιστίων με την ειδική, χοντρή και μεγάλη βελόνα.

βαρδαμάναβαρδαμάνα

Επίσης χειραγωγός που σε περίπτωση τρικυμίας συγκρατεί αυτούς που βαδίζουν στο κατάστρωμα

ή

σκοινί απ` το οποίο κρέμονται τα σωσίβια

ή τέλος

βαρδαζέντα: ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :‹ ιτα varda gente :φυλάει τους ανθρώπους εδώ

α) σκοινί που διευκολύνει τους άντρες του πληρώματος ν` ανεβοκατεβαίνουν κατά μήκος της κλίμακας,

β) βαρδαζέντες, σκοινιά χρήσιμα για την πρόληψη της πτώσης των αντρών του πλοίου στην κεραία (των παλιών ιστιοφόρων).

Δεν τρυπιέται το πανί με τη βελόνα σκέτη, θα φας τα χέρια σου! Πάρε τη βαρδαμάνα.

Πρόσεχε έχει πολύ θάλασσα! Κρατήσου από τη βαρδαζέντα.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο αρραβωνιαστικός, ο μνηστήρας στα καλιαρντά, πιθανόν εκ του ιταλικού fidanzato.

Ὁ Ζηνόβιεφ εἶναι φιλέλληνας, ὄχι ντεζολαχτάρας σὰν τὸ σουάντες φινεντζάρη, ποὺ τουζούρ ντοὺπ σαφρὰνς... Σκέτος μπάϋρον εἶναι. (Παράδειγμα Αἴαντος).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο καναπές στα καλιαρντά εκ του ιταλικού molto (=πολύ) και του κάθομαι.

Έτσι μπήκα στο μουτζότσαρδο, κάθησα στη μολτοκαθήστρα και άβελα μαρμαρού. (Από το Μπου).

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Τραγουδώ παράτονα, παράφωνα, φάλτσα, εκτός κλίμακας.

- Όταν τα απαίσια καλώδια χρησιμεύουν για παιχνίδι της φαντασίας...Τότε βάζεις το ολόγιομο φεγγάρι να τραγουδήσει τη νότα Λα στο πεντάγραμμο του ουρανού. Κι ας στονάρει λιγάκι από τη συννεφιά. Κι ας στονάρει λιγάκι από τα κλαδιά που το εμποδίζουν. Η νύχτα τραγουδάει μια μπαλάντα...Μια γλυκιά παραφωνία σε λα μείζονα... (εδώ)

Στονάρισμα φεγγαριού σε λα μείζονα

- Όχι ότι στονάρει η Ελισάβετ, απλώς από τη στιγμή που άρχισε να τραγουδάει απόψε, κάηκαν 15 πίξελ στο videowall (εκεί)

- ο φίλος αοιδός που τραγουδάει παρακάτω δίνει τα ρέστα του και πάει πάσο στη μιζέρια.... Δεν στονάρει, απλά στανιάρει... (παραπέρα)

♪♫ What would you think if I sang out of tune
Would you stand up and walk out on me?
Lend me your ears and I'll sing you a song
And I'll try not to sing out of key
Oh I get by with a little help from my friends...
♪♫ (Δε Μπητλζ)

Ινσέψιο: σε υπέροχη πλην ψιλοστοναριστή εκτέλεση του Joe Cocker

- Έτερο ινσέψιο: ο Mick Jagger των Stones εκτός από μονίμως stoned στονάρει συστηματικά.

Συχνά το στονάρω διαφοροποιείται από το φαλτσάρω στο μέτρο που το πρώτο αποτελεί στιγμιαίο ενώ το δεύτερο διαρκές "τονικό έγκλημα":

- φαλτσο και στοναρισμα ειναι παρομοιες εννοιες. το φαλτσο ειναι οταν εισαι εκτος τονου και το στοναρισμα ειναι οταν εισαι στιγμιαια εκτος τονου περιπου δηλ παιζεις με την τονικοτητα φευγεις η επανερχεσαι σε μια νοτα. (παραδίπλα)

- Στονάρισμα είναι όταν κάποιος δεν πατάει καλά στις νότες γιατί τεχνικά δεν έχει στήριγμα και βρίσκεται κοντά στην πραγματική νότα άλλα όχι ακριβώς πάνω της. Η τονική αστάθεια είναι χαρακτηριστικό της απειρίας. Φάλτσο είναι όταν κάποιος δεν ακούει κάν καλά τις νότες για να τις αναπαράγει και βρίσκεται αλλού γι'αλλού.(αυτού)

Εκ του Ιταλικού stonàre, φαλτσάρω, τραγουδώ παράτονα. Πέον να σημειωθεί ότι stonato επίσης σημαίνει ξεκούρδιστο μουσικό όργανο και άτομο χωρίς μουσικό αυτί (tone-deaf).

Ετυμολογικά, εκ του αρνητικού προθέματος s- και του tono (τόνος). Βλ πιχί fortuna, τύχη / sfortuna, ατυχία, caricare, φορτώνω / scaricare, ξεφορτώνω. Το s- αποτελεί απλοποίηση του Λατ. αρνητικού προθέματος dis- (πιχί onesto, ειλικρινής / disonesto, ανειλικρινής). Περισσότερα εδώ.

Σλανγλασίστ: Πάτσης στο ψευδοδουπού with a little help from my friend Χότζουλας who lent me an ear για ορισμό και ετυμολογία.

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Ο υπουργός της κυβέρνησης στα καλιαρντά. Από το ιταλικό ministro και το πουρό της ρομανί.

Πάλι θα κάνει μινιστροπουρό τη γιδοτεκνοσυντήρητη ο πρωτονταβάς;

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία

Η ποιητική ονομασία για τη βροχή στα καλιαρντά. Βγαίνει από το λάκριμο εκ του ιταλικού/ λατινικού lacrima. Σαν να δακρύζει ο ουρανός, δηλαδή. Αβέλει λακρίμω σημαίνει βρέχει.

Θα αβέλει λακρίμω αύριο είπαν στην κρυσταλλοσινού.

Αβέλει λακρίμω

Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!

Δημοσιεύτηκε
Τελευταία επεξεργασία