Απορρυπαντικό κινημάτων και λοιπών λακέδων με σαφή κομματική δράση και αντιδραστική σύνθεση.
- Όχι ρε γμτ, σκάσανε πάλι οι μπάχαλοι στην πορεία...
- Τι σε νοιάζει ρε, αφού είναι εδώ το κνάιτ...
Απορρυπαντικό κινημάτων και λοιπών λακέδων με σαφή κομματική δράση και αντιδραστική σύνθεση.
- Όχι ρε γμτ, σκάσανε πάλι οι μπάχαλοι στην πορεία...
- Τι σε νοιάζει ρε, αφού είναι εδώ το κνάιτ...
Λέξεις του ντου: ανθρακωρύχος, αύρα, γηπεδικός, γκαζάκιας, θα περάσει κράνος, καπελάκιας, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο(ς), λίστα του ντου, λίτης, Λουκάνικος, ματατζής, μάχιμος, μπατσοθύελλα, μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι, μπατσόπτερο, μπάτσος, μπαχαλάκης / μπαχαλάκιας / μπάχαλος, μπάχαλο, μπλε / χακί, μπούκα, μπουκάλι, μπουκαλάκιας, ντου, σπασιματίας, συλλαλητήριος, φασιστικιά, φλιτάρω, φυσουνιά, χαοτικός.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η coca cola εκ παραδρομής και/ή βαρεμάρας για άρθρωση ορθού λόγου. Τα πολλά κ κουράζουν κι έτσι αφαιρούμε ένα.
- Και που 'σαι μπάρμπα, πιάσε και δυο κοακόλες...
Βλ. και κοκολίτσα
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η διάσημη μάρκα τσιγάρων Malboro για τους μη αγγλομαθείς.
βλ. και καύλορο
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Η σοκολάτα Toblerone στα ελληνικά. Παιχνίδι με τη ταυτόηχη φράση «τον πλέρωνε», δηλαδή «τον πλήρωνε».
Διευκρινίζεται ότι η σλανγκιά είναι στην προφορά (στον τονισμό). Απλώς βγάζει λίγο γέλιο να πεις «τομπλέρονε», αντί «τομπλερόν», ή «τομπλερόνε» που λεν οι μπαστουνόβλαχοι.
- Πήρες κάνα γλυκό, ρε συ, ή πάλι στην ξέρα μας έχεις;
- Τι λε, ρε μαλάκα, άνοιξ' το ψυγείο! Μέχρι και τομπλέρονε πήρα…
- Τι έφερες από τα ντιούτι φρί;
- Τι να φέρω; Τα ίδια, κανένα Τζόνι, καμιά τομπλέρονε, τέτοια…
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Ατάρι αποκαλείται το αεροσκάφος ATR για συντομία, και λόγω των αρχικών του!!!
- Θα πάω στο Καστελόριζο με αεροπλάνο, ξέρεις τι βάζουν;
- Με ατάρι θα πας, ωραία εμπειρία.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Χαρρυκλυννική παράφραση του σλόγκαν διαφήμισης των '80ς «μια ζωή Camay» για το ομώνυμο σαπούνι. Αναφέρεται για καταστάσεις σεξουαλικού ντούρασελ που μένει σταθερός στις πεποιθήσεις του, στις απόψεις του, στις αντοχές του, στις παραδοσιακές αξίες.
- Αυτός μια ζωή Gamay, εμείς τι κάνουμε παλληκάρι; (βλ. μήδι).
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!
Το ρούχο μαϊμού, η απομίμηση ακριβής φίρμας σε είδη ένδυσης, υπόδησης και αξεσουάρ (γυαλιά, ρολόγια κλπ). Χρησιμοποιείται και ως αυτοαναφορικό για το άτομο που τα φοράει. Λέγεται επίσης και για ρετρό παντελόνι με υπερβολική καμπάνα, π.χ. «ήρθε κι ο Μήτσος, σαν το βλάχο ήτανε, ντόλτσε καμπάνα 50 πόντους».
Τι φοράει ρε ο ντόλτσε καμπάνας;
- Ήρθε η Αλεξάνδρα!
- Ωπ, τι γυαλικό μοστράρει ρε το άτομο;
- Μη μασάς, ντόλτσε καμπάνα είναι. Αφού δεν έχει μία!
Λέξεις σχετικές με απομίμηση: Artisti Gargaliani, γιαλαντζί, γκρέκα, Emporio d' Armani, ιμιτασιόν, κόκα φόλα, λαϊκόστ, μαϊμού, μάρκα μ' έκαψες, μέιντ ιν Τσάινα, μουσαντέ, μούσι, μούφα, ντόλτσε καμπάνα, πανεράι, πασλέ (Γιάννενα), πατσαρδέ (Καρδίτσα), περιπτερέημπαν, φέσι, φόλα, φόλεξ, Χαρμάνι, ψέμα.
Έχεις καλύτερο ορισμό; Πρόσθεσέ τον!